Κεφάλαιο 47: Μυστική Εισβολή

Περπάτησαν ανάμεσα στις σκηνές, χαιρετώντας όποιον τους αναγνώριζε. Κάποιοι είχαν αγωνία, κάποιοι άλλοι έμοιαζαν να έχουν ξεχαστεί κιόλας, ή σαν να μην είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν. Άνθρωποι γνωρίζονταν καλύτερα με Ξωτικά και Μάγους, κουβέντιαζαν σε παρέες ενώ άλλοι έστεκαν σιωπηλοί.

Έφτασαν στη σκηνή του Σωκράτη.

«Καλύτερα να του μιλήσω μόνος μου, να μην καταλάβει ότι σχεδιάζουμε κάτι.» είπε ο Ιάσονας χαμηλόφωνα. Ο Γιάννης και ο Ηρακλής ένευσαν και απομακρύνθηκαν σε μια μικρή απόσταση ενώ ο Ιάσονας κάλεσε τον Σωκράτη.

«Πέρασε, Ιάσονα.» του είπε εκείνος.

Η σκηνή του ήταν τόσο ψηλή ώστε να μπορούν να στέκονται όρθιοι και είχε μέγεθος ίσα για ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι και ένα τραπέζι με δύο καρέκλες.

«Κάθισε.» του είπε ο Σωκράτης. Ο Ιάσονας κάθισε στη μία ξύλινη καρέκλα. Πάνω στο τραπέζι βρίσκονταν διάφορα φίλτρα, καθώς και ένα μικρό καζάνι πάνω σε ένα γκαζάκι το οποίο αυτή τη στιγμή ήταν σβηστό. Και φυσικά, δεν έλειπε ένα μπουκάλι με ουίσκι και ένα μισοάδειο ποτήρι δίπλα του.

«Λοιπόν... Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε ο μεγαλύτερος μάγος και δάσκαλος του και κάθισε στην άλλη καρέκλα.

«Όλα καλά. Φυσικά και φοβάμαι όπως όλοι, άσχετα αν κάποιοι το κρύβουν. Όμως έχω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου και ξέρω πως θα επιβιώσω. Ήθελα όμως, να σου ζητήσω κάτι.»

«Ό,τι θες.» του είπε.

«Ε, να... Αναρωτιόμουν μήπως έχεις φτιάξει κάποιο φίλτρο που να σε κάνει αόρατο.»

Ο Σωκράτης τον κοίταξε σκεπτικός.

«Τι το θέλεις;» τον ρώτησε.

«Θέλουμε με τα παιδιά να το χρησιμοποιήσουμε στην εκπαίδευση, πιο πολύ για... εκπαιδευτικούς σκοπούς.» Ένιωθε άσχημα που του έλεγε ψέματα, όμως σκεφτόταν πως ήταν για την Ιφιγένεια, και πως αν του έλεγε την αλήθεια εκείνος ήταν ικανός να τον κρατήσει δεμένο για να μην πάει! Ο Σωκράτης έδειξε να το σκέφτεται σοβαρός και για λίγο ο Ιάσονας φοβήθηκε ότι τον κατάλαβε, όμως λίγα δευτερόλεπτα μετά του απάντησε:

«Έχω φτιάξει ένα, όμως είναι ατελές. Χρειάζεται ένα ακόμα βότανο το οποίο παρέλειψα να πάρω μαζί κι όπως καταλαβαίνεις δεν μπορεί να βρεθεί εδώ όπου δεν φυτρώνει τίποτα. Αν είναι μόνο για εκπαίδευση όμως μπορώ να σου το δώσω.»

«Έχει παρενέργειες;»

«Όχι, ευτυχώς δεν έχει παρενέργειες, αλλιώς δεν θα στο έδινα. Όμως δεν ξέρω πόση ώρα κρατάει. Στην ολοκληρωμένη μορφή του έχει διάρκεια μια ώρα, όμως χωρίς το συγκεκριμένο βότανο διαρκεί πολύ λιγότερο. Μερικά λεπτά, ίσως. Ή μήπως είναι δευτερόλεπτα...;» αναρωτήθηκε σκεπτικός. «Τέλος πάντων όμως, δεν έχει σημασία. Θα στο δώσω.»

Εντάξει, αν διαρκέσει μερικά λεπτά η δράση του, ίσως προλάβω να εισβάλλω στο κάστρο χωρίς να με δουν. Θα μπορούν να με ακούσουν όμως; Να με μυρίσουν; Ας μη ρωτήσω όμως λεπτομέρειες... Θα με υποπτευθεί ο Σωκράτης. Θα είμαι γρήγορος.

Ο Σωκράτης έψαξε λίγο ανάμεσα στα μπουκαλάκια και πήρε στο χέρι το ένα φιαλίδιο με ένα διάφανο υγρό με φυσαλίδες, σαν αναψυκτικό ή σόδα.

«Αχά! Αυτό είναι!» αναφώνησε κρατώντας το ψηλά και έπειτα το έδωσε στον Ιάσονα. «Ορίστε, Ιάσονα. Καλή τύχη στην εκπαίδευση. Να προσέχεις.» του είπε κλείνοντας του το μάτι.

Όταν βγήκε από τη σκηνή ευχαριστώντας την τύχη του, είδε λίγα μέτρα παραπέρα τον Γιάννη και τον Ηρακλή να παριστάνουν πως μιλούσαν για κάτι άσχετο και τους πλησίασε.

«Τι έγινε; Τον έπεισες; Στο έδωσε;» τον ρώτησε ο Γιάννης. Ο Ιάσονας τους έδειξε διακριτικά το φίλτρο, βγάζοντας την άκρη του από την τσέπη του. Αποφάσισε να μην τους πει ότι δεν ήταν το ολοκληρωμένο φίλτρο.

«Το θέμα είναι πώς θα το πιεις χωρίς να σε δουν. Υπάρχουν φρουροί που περιπολούν στην περίμετρο του στρατοπέδου. Δεν θα σε δουν να εξαφανίζεσαι;» απόρησε ο Ηρακλής.

«Έχεις δίκιο.» είπε ο Γιάννης. «Αυτούς θα πρέπει να τους απασχολήσουμε.» Όλοι συμφώνησαν και αφού ο Ιάσονας ντύθηκε στα μαύρα, πήγαν πάλι στην άκρη του στρατοπέδου, λίγα μέτρα μακριά από τις τελευταίες σκηνές. Για καλή τους τύχη, όλοι στο βάθος έμοιαζαν να είναι απασχολημένοι με κάτι, ενώ υπήρχαν δύο φρουροί- ξωτικά, ένας από τη δεξιά μεριά που στεκόταν και κοιτούσε προς το κάστρο κι άλλος ένας που βάδιζε από την αριστερή μεριά. Εκείνος είχε γυρισμένη πλάτη και δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, όμως ο άλλος που στεκόταν ακίνητος ίσως παρατηρούσε το αγόρι όταν εξαφανιζόταν. Ευτυχώς, δεν φαινόταν να καταλαβαίνει ότι οι τρεις φίλοι σχεδίαζαν κάτι.

«Θα πάω να απασχολήσω αυτόν τον τύπο.» προσφέρθηκε ο Ηρακλής μιλώντας χαμηλόφωνα.

«Κάποιος πρέπει να μείνει με τον Ιάσονα για να βεβαιωθεί ότι όντως είναι αόρατος.»

Ο Γιάννης ένευσε συμφωνώντας.

«Πήγαινε γρήγορα, προτού γυρίσει ο άλλος φρουρός προς το μέρος μας.»

Έτσι λοιπόν, ο Ηρακλής περπάτησε προς το μέρος του ξωτικού και ξεκίνησε μια συζήτηση μαζί του. Όταν οι άλλοι δύο πρόσεξαν ότι δεν κοιτούσε πια προς το μέρος τους, αλλά είχε αφοσιωθεί στη συζήτηση με τον Ηρακλή, έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο.

«Ή τώρα ή ποτέ.» είπε τότε ο Ιάσονας , έβγαλε το φιαλίδιο από την τσέπη και αφού το άνοιξε, άρχισε να το πίνει. Ήταν άγευστο. Την ίδια στιγμή ο Γιάννης τον είδε αργά να εξαφανίζεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, από πάνω προς τα κάτω. Έσβησε πρώτα το κεφάλι του και τελευταία τα πόδια του. Το άδειο φιαλίδιο έμοιαζε να αιωρείται στον αέρα κι ήταν το μόνο που δήλωνε την παρουσία του Ιάσονα εκεί.

«Γιάννη; Με βλέπεις;» ακούστηκε η φωνή του Ιάσονα.

«Όχι.» απάντησε με την έκπληξη ακόμα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. «Σε ακούω όμως, οπότε θα πρέπει να είσαι όσο πιο αθόρυβος γίνεται.»

«Εντάξει.» αποκρίθηκε ο Ιάσονας και του έδωσε το μπουκαλάκι. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από αγωνία. Κοίταξε προς τα κάτω τα χέρια και το σώμα του. Στα δικά του μάτια ήταν ορατά, αν και σε μια ημιδιάφανη μορφή.

«Πρέπει να ηρεμήσεις.» άκουσε τη φωνή του Ντέριου, το σπαθί του οποίου είχε γίνει αόρατο μαζί με τον Ιάσονα και τα ρούχα του. «Με την υπερφυσική τους ακοή, αυτοί θα ακούσουν μέχρι και τους χτύπους της καρδιάς σου.»

«Λοιπόν... Πρέπει να φύγω. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.» είπε στον Γιάννη. 

«Εντάξει. Καλή τύχη, φίλε.» του ευχήθηκε με αγωνία και περίμενε λίγο ακόμα. Άκουσε τα βήματα του να απομακρύνονται και τότε πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε πάλι προς τη μεριά που βρισκόταν ο Ηρακλής με τον φρουρό, δίνοντας έτσι το σήμα ότι όλα πήγαν καλά προς το παρόν. Τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να καλύψουν τον φίλο τους σε περίπτωση που κάποιος τον αναζητούσε και να περιμένουν με αγωνία την επιστροφή του, και ίσως αν όλα πήγαιναν καλά και την επιστροφή της Ιφιγένειας. Τώρα πώς θα κατάφερναν να επιστρέψουν χωρίς να ήταν εκείνη ορατή, αυτό δεν το είχαν σκεφτεί, ήταν όμως αργά πλέον.

Ο Ιάσονας βάδιζε γρήγορα προς το κάστρο και ολοένα πλησίαζε με άγχος, προσπαθώντας όμως να ελέγχει τους χτύπους της καρδιάς του παίρνοντας βαθιές ανάσες.

«Περίμενε.» του είπε ο Ντέριος. «Δεν μπορούμε να μπούμε από την κύρια πύλη. Πρέπει να στραφείς προς ένα μέρος που δεν φρουρείται και να τρυπώσεις από εκεί. Το θέμα είναι να μη σε δουν οι φρουροί της κεντρικής πύλης.» Ο Ιάσονας κοίταξε ευθεία και είδε δυο σκοτεινά ξωτικά να συνομιλούν βαριεστημένα. «Εντάξει. Ας το κάνουμε γρήγορα. Αριστερά ή δεξιά;» Ακολουθώντας το ένστικτο του, ο νεαρός στράφηκε προς τα δεξιά του κι άρχισε να τρέχει με υπερταχύτητα, την οποία είχε αναπτύξει τόσο κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, που σχεδόν πλησίαζε την ταχύτητα των βρικολάκων.

Οι δυο φρουροί της κεντρικής πύλης στράφηκαν προς την κατεύθυνση στην οποία άκουσαν κάτι σαν βήματα.

«Άκουσες κάτι;» ρώτησε ο ένας τον άλλον.

«Ναι, κάτι άκουσα μα δεν είδα τίποτα. Μπορεί να ήταν κάποιο μικροσκοπικό δαιμόνιο που πέρασε.»

«Ναι, μπορεί και να έχεις δίκιο.» Και δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία.

Ο Ιάσονας τώρα είχε σταματήσει να τρέχει και περπατούσε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε κατά μήκος του τείχους, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά για φρουρούς.

Πρέπει κάπως να μπω μέσα. Μίλησε μέσω της σκέψης στον Ντέριο. Κοίταξε προς τα πάνω. Όμως το τείχος είναι αρκετά ψηλό για να μπορέσω να πηδήξω.

«Συνέχισε, Ιάσονα. Όλο και κάποια είσοδο θα βρούμε.» του απάντησε η ψυχή μέσα απ' το σπαθί του. Συνέχισε και τελικά βρήκε ένα φράχτη που οδηγούσε σε έναν κήπο με ξερά δέντρα και καθόλου χορτάρι ή λουλούδια.

Αυτό είναι! Είπε μέσα του και σκαρφάλωσε το φράχτη. Με δυσκολία κατάφερε και πέρασε στην άλλη μεριά και πήδησε κάτω. Στην ευθεία σε αρκετά μέτρα βρισκόταν το κάστρο και ένα παράθυρο λίγο πιο ψηλά από το ύψος του. Έτρεξε ως αυτό, πήδησε κατά μήκος του μαύρου τοίχου και κρατήθηκε από το περβάζι. Για καλή του τύχη, ήταν ανοιχτό. Καθώς όμως προσπαθούσε να ανεβάσει το κορμί του βάζοντας όλη του τη δύναμη στα χέρια του, είδε με τρόμο τα χέρια του να τρεμοσβήνουν και στη συνέχεια να γίνονται πάλι ορατά από αυτόν.

Να πάρει! Σκέφτηκε.

«Η επίδραση του φίλτρου πέρασε, Ιάσονα! Τη βάψαμε! Πρέπει να κάνεις γρήγορα και να κρύβεσαι. Τουλάχιστον μπήκαμε μέσα στο κάστρο. Αν είμαστε τυχεροί, θα βρούμε και την κοπέλα σου.» Ο Ιάσονας έβαλε κι άλλη δύναμη, πάτησε με τα πόδια του στον τοίχο και με λίγη δυσκολία κατάφερε να ανέβει στο παράθυρο και να πέσει μέσα. Λαχανιασμένος απ' την προσπάθεια μα κυρίως την αγωνία και το άγχος που πλέον ήταν ορατός, σηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν σε ένα διάδρομο με γκρίζους τοίχους και στρωμένο με κόκκινο χαλί.

«Ωραία, μπήκαμε στο εσωτερικό. Και τώρα τι κάνουμε; Πώς θα βρούμε την Ιφιγένεια;» Ο Ιάσονας παραδέχτηκε ότι ο Ντέριος είχε δίκιο. Το κάστρο ήταν αρκετά μεγάλο και έπρεπε να προσέχει να μην πέσει πάνω σε κάποιο Σκοτεινό Ξωτικό. Και μόνο στην ιδέα ότι βρισκόταν μέσα στο λημέρι του εχθρού τον έκανε να ιδρώνει από φόβο, όμως σκεφτόταν την Ιφιγένεια και μόνο σε εκείνη έπρεπε να επικεντρωθεί τώρα. Για εκείνη ήρθε εδώ και δεν θα έφευγε χωρίς εκείνη και χωρίς έστω να τη δει.

Έχω ξαναβρεθεί εδώ. Είπε μέσω της σκέψης στον Ντέριο. Στα όνειρα μου... Αν ακολουθήσω το ένστικτο μου θα τη βρω. Κι άρχισε να βαδίζει προσεκτικά προς μια κατεύθυνση. Προτού στρίψει από μια γωνία, κρύφτηκε πρώτα για να βεβαιωθεί πως δεν ήταν κανένας από την άλλη μεριά του διαδρόμου. Συνέχισε να περπατά όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και να κρύβεται πίσω από γωνίες ή έπιπλα. Έπρεπε να βρει σκάλες. Πού ήταν οι σκάλες;

Στην επόμενη γωνία, διέκρινε ένα Σκοτεινό Ξωτικό, μια γυναίκα με στολή καμαριέρας να ξεσκονίζει ένα ξύλινο έπιπλο. Ξαφνικά εκείνη κοντοστάθηκε σαν να μύριζε κάτι και στράφηκε προς το μέρος του Ιάσονα ο οποίος κρύφτηκε.

«Ποιος είναι εκεί;!» αναφώνησε.

«Σκατά! Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Ντέριος. Ο Ιάσονας όμως είχε μία ιδέα. Στην ευθεία από εκεί που κρυβόταν είδε ένα έπιπλο πάνω στο οποίο βρισκόταν ένα κηροπήγιο. Το έριξε κάτω με τηλεκίνηση και το χαλί άρπαξε αμέσως φωτιά. Η καμαριέρα έτρεξε αμέσως προς τα εκεί για να προσπαθήσει να σβήσει τη φωτιά, έτσι ο Ιάσονας βρήκε ευκαιρία και έφυγε τρέχοντας προς τα δεξιά. Έτσι συνέχισε, να βαδίζει και να κρύβεται, ακολουθώντας μόνο το ένστικτο και ό,τι θυμόταν από τα προφητικά του όνειρα, χρησιμοποιώντας την τηλεκίνηση για να κινήσει αντικείμενα και να αποσπάσει την προσοχή των μελών του προσωπικού που συναντούσε.

{...}

Ο Αδάμ στεκόταν στο Δωμάτιο Ελέγχου, όπως το έλεγαν, έναν πυργίσκο στην κορυφή περίπου του κάστρου, και είχε το νου του στις κάμερες. Μπορεί το Κόκκινο Κάστρο να ήταν χτισμένο σε μεσαιωνικό στυλ, όμως τα τελευταία χρόνια ο Λόρδος Άνθιμος είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει και ένα στοιχείο τεχνολογίας και τοποθέτησε παντού κρυφές κάμερες, μέσω των οποίων παρακολουθούσε όχι μόνο το προσωπικό για να διαπιστώνει αν έκαναν καλά τη δουλειά τους, αλλά προστάτευαν επίσης από πιθανούς εισβολείς. Ειδικά τώρα που είχαν εισβάλει οι εχθροί τους στη Σκοτεινή Διάσταση, αυτές οι κάμερες ήταν πιο χρήσιμες από ποτέ. Ωστόσο για τον Αδάμ αυτή ήταν πολύ μια βαρετή ασχολία που δεν ήταν αρμοδιότητα του ως Πρώτος Λοχαγός. Όμως, ο Άρχοντας Άνθιμος είχε αναχωρήσει την προηγούμενη μέρα με σκοπό να συγκεντρώσει το στρατό τους από όλες τις επικράτειες της Σκοτεινής Διάστασης, παίρνοντας μαζί του αρκετούς από το προσωπικό φύλαξης, καθώς και τους πέντε από τους εννέα λοχαγούς, έτσι δεν είχαν μείνει και πολλοί για αυτή τη δουλειά. Οι Λοχαγοί που είχαν παραμείνει στο κάστρο ήταν ο Αδάμ, τον οποίο φυσικά άφησε επικεφαλή, ο Ωρίωνας επειδή η δουλειά του στην παρούσα φάση ήταν να προσέχει την Ιφιγένεια, η Ελπινίκη η οποία ως γνωστόν δεν συμμετείχε στις προετοιμασίες γιατί είχε αρνηθεί να βοηθήσει στον πόλεμο, καθώς και ο Αντίνοος που ως τελευταίος Λοχαγός δεν ήταν πουθενά χρήσιμος, τουλάχιστον προς το παρόν. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν συνοδεύσει τον Λόρδο Άνθιμο.

Ο Αδάμ όφειλε να παραδεχτεί ότι του έλειπε η Εύα, και ας είχε φύγει μόλις μια ημέρα πριν. Ογδόντα πέντε χρόνια μαζί και δεν είχαν αποχωριστεί ούτε μία φορά ο ένας τον άλλον για παραπάνω από μια ώρα, αντιθέτως πήγαιναν μαζί σ' όλες τις αποστολές και όταν δεν είχαν κάποιο καθήκον να εκτελέσουν, περνούσαν χρόνο μαζί και ως επί το πλείστον παραδίνονταν στο πάθος τους το οποίο παρέμενε αναλλοίωτο, και ας έλεγαν κάποιοι ότι η αθανασία σε έκανε να βαριέσαι το ταίρι σου. Η αληθινή αγάπη κρατούσε αιώνια σύμφωνα με τον Αδάμ. Και δεν θα άφηνε τίποτα και κανέναν να του έπαιρνε τη δική του αγάπη. Σύντομα που ο σκοπός τους θα ολοκληρωνόταν και η Σκοτεινή Διάσταση θα εξαπλωνόταν σε όλο τον Κόσμο, οι δυο τους θα ζούσαν ελεύθεροι και θα είχαν επιτέλους τη ζωή που τους άξιζε. Θα μπορούσαν ακόμα και να υιοθετήσουν, να μεγαλώσουν ένα ξωτικό παιδάκι και να το μεταμορφώσουν μόλις εκείνο ενηλικιωθεί, αφού όλα τα θηλυκά Σκοτεινά Ξωτικά υποβάλλονταν σε στείρωση μόλις άλλαζαν για να μην αναπαραχθούν ανεξέλεγκτα (προς το παρόν τουλάχιστον) και για διάφορους άλλους λόγους.

Οι σκέψεις του Αδάμ διακόπηκαν από μια κίνηση στις οθόνες μπροστά του η οποία του κίνησε το ενδιαφέρον. Έγειρε πιο κοντά στο γραφείο για να διαπιστώσει αν τα κόκκινα μάτια του είδαν καλά. Όντως είδε έναν νεαρό ο οποίος δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνους, φορούσε μαύρα ρούχα τα οποία όμως δεν ήταν σαν τα δικά τους, αντιθέτως ήταν σύγχρονα, και απέφευγε τα μέλη του προσωπικού και τους φρουρούς με μεγάλη ευκολία.

«Τι στο καλό...» μουρμούρισε καθώς τον έβλεπε να μετακινεί αντικείμενα και να τα ρίχνει κάτω ή να τα εκτοξεύει σε τοίχους, αποσπώντας την προσοχή των ανόητων φρουρών και υπηρετών, και κυρίως χωρίς να αγγίζει αυτά τα αντικείμενα. Δεν χωρούσε αμφιβολία! Αυτός ήταν το αγόρι για το οποίο τους είχε μιλήσει ο Λόρδος Άνθιμος!

Με μια κίνηση του χεριού του εμφάνισε μπροστά του τον Έλυρο και του είπε:

«Έχε το νου σου στις κάμερες για λίγο... Πρέπει να ειδοποιήσω τον Ωρίωνα. Έχουμε έναν εισβολέα στο κάστρο.» και βγήκε αμέσως απ' την αίθουσα με ταχύτητα βρικόλακα, ενώ το δαιμόνιο- πάνθηρας ανέβηκε πάνω σε ένα σκαμπό και κοιτούσε με προσήλωση τις οθόνες μπροστά του.

{...}

Ο Αδάμ βρήκε τον Ωρίωνα έξω από την κάμαρα της Ιφιγένειας όπως πάντα. Αυτή τη φορά, διάβαζε ένα βιβλίο για τα αστέρια.

«Έχουμε πρόβλημα, Ωρίωνα.»

Έκλεισε το βιβλίο και τον κοίταξε.

«Τι συμβαίνει;»

«Ο νεαρός μάγος εισέβαλλε κρυφά στο Κάστρο.»

Ίσα που φάνηκε μια έκπληκτη έκφραση στην ανέκφραστη μάσκα που φορούσε πάντα ο Ωρίωνας.

«Τι...;» απόρησε. «Πώς είναι δυνατόν;»

«Δεν έχω ιδέα πώς κατάφερε και τρύπωσε μέσα και γιατί δεν τον αντιλήφθηκαν οι φρουροί, πάντως μέχρι στιγμής τον είδα από τις κάμερες να αποφεύγει αρκετούς από τους εσωτερικούς ξεγελώντας τους και να κατευθύνεται προς τα εδώ.»

«Πόσο ανόητος... Τι περιμένει να κάνει μόνος του εναντίον όλων μας εδώ;» αναρωτήθηκε ο Ωρίωνας.

«Σίγουρα θα έρχεται για το κορίτσι. Φρόντισε να τον σταματήσεις προτού φτάσει εδώ, μην τυχόν και επιστρέψει νωρίτερα ο Λόρδος Άνθιμος και το αντιληφθεί αυτό διότι θα γίνει έξαλλος.»

«Εγώ; Και ποιος θα προσέχει το κορίτσι;»

«Δεν με νοιάζει. Βάλε τον Αντίνοο. Ή μήπως περιμένεις να το κάνω εγώ; Δεν φτάνει που είμαι αναγκασμένος να παρακολουθώ τις κάμερες σαν ένας κοινός φύλακας...» είπε με μια ελαφριά ενόχληση στη φωνή.

«Ο Αντίνοος δεν είναι αξιόπιστος.»

«Τότε κανόνισε τον Μάγο γρήγορα. Η νεαρή δεν θα πάθει τίποτα για λίγο... Δεν συμφέρει τον Αντίνοο να τη βλάψει γιατί θα τιμωρηθεί. Το ίδιο και εσύ αν δεν υπακούσεις τις εντολές μου. Είσαι υπεύθυνος για τη φύλαξη της, και εφόσον κινδυνεύει να μας την πάρουν εσύ οφείλεις να το διαχειριστείς.»

Ο Ωρίωνας έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:

«Μάλιστα, Πρώτε. Θα το φροντίσω αμέσως.» και απομακρύνθηκε ταχύτατα για να πάει να βρει αρχικά τον Αντίνοο.

{...}

Ο Ιάσονας κατάφερε και τρύπωσε σε μια αίθουσα. Ήταν κάτι σαν μεγάλος προθάλαμος ή σαν μικρή αίθουσα εκδηλώσεων, με κόκκινα χαλιά παντού, σκόρπιες ξύλινες καρέκλες σε μερικές γωνίες και έναν τεράστιο πολυέλαιο ψηλά. Στο βάθος υπήρχαν σκαλιά τα οποία οδηγούσαν σε δύο υπερυψωμένες πόρτες με χρυσές κάσες.

«Έι! Εσύ! Ποιος είσαι;! Τι γυρεύεις εδώ;!» άκουσε μια φωνή κι είδε έντρομος έναν φρουρό να τον πλησιάζει. Στάθηκε στα δυο μέτρα κι ο Ιάσονας έβαλε το χέρι στη λαβή του σπαθιού του.

«Δεν είσαι ένας από εμάς!» φώναξε το Σκοτεινό Ξωτικό και έβγαλε το σπαθί του. Ο Ιάσονας τράβηξε μεμιάς το σπαθί του Ντέριου και συγκρούστηκε με το δικό του με δύναμη. Τότε όμως μια κόκκινη λάμψη φάνηκε πίσω του και την ίδια στιγμή, ο φρουρός σωριάστηκε κάτω αναίσθητος. Πίσω του φάνηκε να στέκει ο Ωρίωνας. Ο Ιάσονας τον θυμήθηκε αμέσως, αν κι έδειχνε διαφορετικός τώρα που δεν στεκόταν στο φως του ήλιου, πιο επιβλητικός παρόλο που ήταν περίπου στο ύψος του, σαν να του έδινε περισσότερη δύναμη η Σκοτεινή Διάσταση.

«Εσύ...» γρύλισε με το σπαθί του έτοιμο προς αυτόν. «Πού είναι η Ιφιγένεια;! Που την έχετε;! Εσύ την άρπαξες, έτσι δεν είναι;!» φώναξε. Εκείνη τη στιγμή δεν φοβόταν τίποτα. Εκείνη τη στιγμή θα πολεμούσε ενάντια σε οποιονδήποτε για χάρη της.

«Αρκετά τολμηρό εκ μέρους σου να εισβάλλεις στο κάστρο μας, Μάγε. Αναρωτιέμαι τι σκεφτόσουν. Πιστεύεις στα αλήθεια ότι έχεις τις δυνάμεις να μας αντιμετωπίσεις;» του μίλησε εκείνος με το ψυχρό ύφος που θυμόταν την προηγούμενη φορά. «Κάποιοι θα αποκαλούσαν θάρρος αυτή την πράξη σου. Εγώ τη λέω ανοησία. Γύρνα και φύγε τώρα που μπορείς. Δεν θέλω να σε πολεμήσω και δεν σε συμφέρει ούτε εσένα.»

«Δεν πρόκειται να φύγω από εδώ χωρίς την Ιφιγένεια.» είπε αποφασιστικά ο Ιάσονας, με συγκρατημένη οργή αυτή τη φορά. «Μη με υποτιμάς, Ωρίωνα. Έχω βελτιώσει κατά πολύ τις ικανότητες μου από τότε που πάλεψα με τον Αντίνοο. Για αυτό δώσε μου την Ιφιγένεια ήρεμα κι ωραία να φύγω και θα λογαριαστούμε στη μάχη εμείς οι δυο.»

Ο Ωρίωνας έσυρε ως την άκρη της αίθουσας τον αναίσθητο φρουρό αρπάζοντας το γιακά του μόνο με το ένα χέρι και αφού στάθηκε ξανά απέναντι απ' τον Ιάσονα, άγγιξε κι εκείνος τη λαβή του σπαθιού που ήταν στερεωμένο στη ζώνη του.

«Θα αναμετρηθούμε πολύ πριν τη μάχη, από ότι φαίνεται. Αν θέλεις την Ιφιγένεια θα πρέπει να περάσεις από εμένα πρώτα.» είπε και έβγαλε το σπαθί του. Ο Ιάσονας άναψε μια πράσινη φλόγα στο αριστερό του χέρι και την πέρασε με μια κίνηση στη λεπίδα, καθώς ένιωθε τον ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπο του. Δεν θα άφηνε όμως το φόβο να τον κατέβαλλε. Η οργή που ένιωθε υπερίσχυε. Το σπαθί του Ωρίωνα στο αριστερό του χέρι άναψε αμέσως κόκκινο χωρίς καν να περάσει την Κόκκινη Ενέργεια με το άλλο χέρι, σαν να το έκανε μόνο με τη σκέψη.

Οι δυο αντίπαλοι όρμησαν συγχρόνως, ο ένας με συναισθήματα θυμού και φόβου μαζί, ο άλλος με απόλυτη ψυχραιμία και μεθοδικές κινήσεις. Πότε με μαγεία και πότε απλά με τα σπαθιά και με τις πολεμικές τους ικανότητες, προσπαθούσαν ο ένας να καταφέρει χτύπημα στον άλλον, με τον Ωρίωνα να έχει το πάνω χέρι καθώς δεν κουραζόταν με τίποτα. Οι κινήσεις του ήταν πολύ γρήγορες, και παρόλο που είχε γίνει και ο Ιάσονας πολύ γρήγορος, μόλις και μετά βίας απέφευγε τις επιθέσεις του.

«Έχεις δίκιο.» του είπε κάποια στιγμή ο Ωρίωνας σε μία ακόμα σύγκρουση των σπαθιών. «Πράγματι έχεις βελτιωθεί από την ημέρα εκείνη που πολέμησες με τον Αντίνοο. Όμως ο Αντίνοος είναι απλά ο Ένατος Λοχαγός, ο τελευταίος από τους Επίλεκτους του Λόρδου Άνθιμου. Εγώ είμαι ο Τέταρτος, και όσο πιο δυνατός και αν έχεις γίνει, δεν φτάνεις με τίποτα τις δυνάμεις μου. Παραδώσου τώρα που μπορείς.» Παρά την ένταση της μάχης, η φωνή του παρέμενε σταθερή και δεν είχε λαχανιάσει καθόλου, σε αντίθεση με τον Ιάσονα.

Ο Τέταρτος; Αναρωτήθηκε μέσα του. Δηλαδή υπάρχουν άλλοι τρεις πιο δυνατοί από αυτόν;

«Ιάσονα, συγκεντρώσου! Σου λείπει το κίνητρο σε αυτή τη μάχη και το κίνητρο είναι ο θυμός! Έχεις μεν οργή, όμως αυτή δεν είναι αρκετή άκουσε τον Ντέριο να του φωνάζει. «Ξεχνάς πόσο είχε τρομοκρατήσει το δαιμόνιο του την Ιφιγένεια τότε που την παρακολουθούσε; Ξέχασες πώς είχατε χτυπήσει όλοι σας τότε στο Μεγάλο Ξέφωτο;! Και τώρα η Ιφιγένεια βρίσκεται αιχμάλωτη τους και ποιος ξέρει τι της έχουν κάνει... Και σίγουρα αυτός την απήγαγε, ποιος ξέρει με ποιον τρόπο! Ίσως την κάνουν σαν αυτούς, ίσως την αναγκάσουν να πολεμήσει εναντίον σας! Για αυτό άσε την οργή να σε οδηγήσει και πολέμα!»

Ωστόσο, ο Ιάσονας ήξερε πως δεν θα ήταν η οργή αρκετή ενάντια σε έναν αντίπαλο που πολεμούσε χωρίς να κυριεύεται από συναισθήματα. Όμως, αν όντως υπήρχε σκοτάδι μέσα του, όπως έλεγαν όλοι κι όπως τον προειδοποιούσαν τα όνειρα του, τότε θα το χρησιμοποιούσε τουλάχιστον για καλό, για να προστατεύσει τα άτομα που αγαπούσε, όπως χρησιμοποιούσε τη σκοτεινή της μαγεία και η Αρχόντισσα Μοργκάνα.

"Πολύ μιλάς. Και δεν σου φαινόταν..." είπε χαμογελώντας ειρωνικά στον αντίπαλο του,  κοιτάζοντας τον με θάρρος αυτή τη φορά.

Έπειτα, άφησε την πράσινη ενέργεια να τον πλημμυρίσει και να βγει από κάθε σημείο του σώματος του, όχι μόνο απ' το σπαθί ή τα χέρια του, και όρμησε στον Ωρίωνα με ισχύ και ανανεωμένες δυνάμεις. 

****************************************************************

Εντάξει, κάπου εδώ έπρεπε να το κόψω γιατί αλλιώς θα έβγαινε πολύ μεγάλο. Πώς σας φάνηκε;

Στο επόμενο κεφάλαιο, η μάχη του Ιάσονα με τον Ωρίωνα συνεχίζεται. Ποιος θα υπερισχύσει και τι θα γίνει με την Ιφιγένεια; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top