Κεφάλαιο 45: Είσοδος στη Σκοτεινή Διάσταση


Η ώρα είχε φτάσει. Ο στρατός των Ξωτικών, μετά από τρεις εβδομάδες εντατικής προετοιμασίας για μάχη, μαζί με το στρατό των Νοτίων και των Μάγων που θα εισέρχονταν μαζί τους στη Σκοτεινή Διάσταση, ήταν όλοι έτοιμοι και συγκεντρωμένοι σε ένα ξέφωτο της Έλφιας, ενώ στο Νότιο Βασίλειο και συγκεκριμένα στο Μεγάλο Ξέφωτο η Αλεξάνδρα είχε βάλει φρουρά για να είναι σε ετοιμότητα σε περίπτωση που χτυπούσε νωρίτερα ο Άνθιμος.

Οι Χρονομάγοι είχαν εντοπίσει μέσω της μαγείας τους ένα σημείο απέναντι από το Κόκκινο Παλάτι στο οποίο θα μπορούσαν να ανοίξουν πύλες από το ξέφωτο αυτό της Έλφιας. Το σχέδιο δεν ήταν να επιτεθούν αμέσως, αλλά να προκαλέσουν τον Άνθιμο, δείχνοντας του ότι δεν τον φοβούνταν και ότι ήταν έτοιμοι για μάχη.

Φυσικά ο Άνθιμος είχε ανακαλύψει τα σχέδια του, καθώς ο Ωρίωνας όλο αυτόν τον καιρό έστελνε τον Βαρόνο στον Κόσμο των Ξωτικών και των Ανθρώπων, κυρίως στα παλάτια τους, για παρακολούθηση και στη συνέχεια έδινε αναφορά στον κύριο του σχετικά με όσα μάθαινε και έβλεπε.

Ο Ιάσονας και οι φίλοι του ήταν έτοιμοι, ή τουλάχιστον αυτό πίστευαν. Ο Ιάσονας ήταν ψύχραιμος και αποφασισμένος για όλα, ενώ ο Γιάννης από το πρωί είχε αρκετό άγχος κι έκανε συνεχώς το σταυρό του. Ο Ηρακλής, από την άλλη, ως η ήρεμη δύναμη της παρέας, έδινε κουράγιο σε όλους λέγοντας πως όλα θα πήγαιναν καλά, ασχέτως που αυτό δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος.

Τουλάχιστον, οι οικογένειες τους ήταν καλά. Η μητέρα και τα αδέλφια του Ηρακλή είχαν πάει ήδη στο σπίτι του Ιάσονα και έμεναν εδώ και μερικές μέρες με τους γονείς του, ώστε να ήταν σε ετοιμότητα για να μεταφερθούν στο υπόγειο όταν ερχόταν η ώρα, ενώ οι υπόλοιποι φίλοι των παιδιών εκεί, ο Δήμος, η Άσπα, η Γιώτα με τις οικογένειες τους είχαν φύγει από την Ωραιόπολη και είχαν πάει να μείνουν σε συγγενείς τους σε άλλες πόλεις. Η Έλενα όπως ήδη γνωρίζουμε βρισκόταν ήδη εδώ και μερικούς μήνες στον Βορρά, μαζί με τους γονείς και τους παππούδες της. Εκείνη ήταν η πιο ασφαλής, πιο μακριά από όλους απ' το πεδίο της μάχης.

Όσο για τα ξωτικά φίλους τους, εκείνοι θα πολεμούσαν ούτως ή άλλως μαζί τους, είχαν όμως χωριστεί: η Ναυσικά και ο Σεραφείμ κλήθηκαν να πολεμήσουν στον Νότο, ενώ η Ηλέκτρα, ο Αδριανός και η Φωτεινή θα πολεμούσαν στη Σκοτεινή Διάσταση μαζί με τους τρεις Νότιους. Η Φωτεινή θα ήταν στο πλευρό του Γιάννη στους Τοξότες, με το πύρινο τόξο της, και αυτό τον καθησύχαζε κάπως.

Τώρα ήταν όλοι μαζεμένοι καθώς περίμεναν να ξεκινήσουν.

«Μην ανησυχείτε.» είπε η Ηλέκτρα σε όλους. «Ακόμα δεν θα πολεμήσουμε. Απλά θα κατασκηνώσουμε μπροστά τους για να τους δείξουμε πως είμαστε εκεί, ενωμένοι και δυνατοί.»

«Δεν ξέρουμε όμως αν είμαστε πιο δυνατοί από αυτούς.» είπε ο Αδριανός. «Ούτε πώς θα αντιδράσει εκείνο το σκουλήκι ο Άνθιμος μόλις τον προκαλέσουμε έτσι.»

«Ο Άρχοντας σας είπε ότι έχουμε αρκετές πιθανότητες, φτάνει να πολεμάμε σε ομάδες και να μη μένει κανένας μόνος του.» είπε ο Ηρακλής. «Γιατί αυτοί αναλογούν ως ένας προς πέντε θνητοί και ένας προς τρία ξωτικά.»

«Έχουμε και τους μάγους όμως, μην το ξεχνάμε.» είπε ο Γιάννης.

Εκείνη τη στιγμή πλησίασε την παρέα ο Άρχοντας Παύλος με τον Σωκράτη και με μια γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά, ντυμένη και εκείνη με την πολεμική, σκούρα μπλε ενδυμασία των Μάγων.

«Ιάσονα!» αναφώνησε ο Σωκράτης και αγκάλιασε εγκάρδια τον μαθητευόμενο του. «Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω... Όλους σας, για την ακρίβεια.» είπε και στράφηκε σε όλους.

«Πώς είσαι, Σωκράτη;» τον ρώτησε ο νεαρός μάγος.

«Καλά είμαι, όσο έχω μαζί το φάρμακο μου.» είπε και ανασήκωσε την κάπα του για να δείξει στην εσωτερική της τσέπη ένα φλασκί με ποτό. Ο Ιάσονας γέλασε κι έπειτα κοίταξε τους άλλους δύο μάγους.

«Δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε όπως θα έπρεπε την πρώτη φορά που συστηθήκαμε, Ιάσονα.» πήρε το λόγο ο Άρχοντας Παύλος. «Από εδώ η Αρχόντισσα Μοργκάνα, σύζυγος μου και μητέρα του Σωκράτη.»

Ήταν μια αρκετά εντυπωσιακή γυναίκα, δεν φαινόταν πάνω από σαράντα χρονών σύμφωνα με ανθρώπινη ηλικία και είχε μια γοητεία σκοτεινή θα μπορούσαμε να πούμε.

«Χάρηκα πάρα πολύ για τη γνωριμία. Έχουμε ακούσει πολλά για εσάς και για τα κατορθώματα σας στο πλάι του Άρχοντα Παύλου.» της είπε ο Ιάσονας ευγενικά, ενώ όλοι οι υπόλοιποι την κοιτούσαν εντυπωσιασμένοι χωρίς να τολμούν να μιλήσουν.

«Παρομοίως, νεαρέ Μάγε Ιάσονα.» του είπε εκείνη με απαλή φωνή. «Οι Μάντεις της χώρας μας έχουν προβλέψει πολλά για εσένα.»

«Τότε μάλλον θα ξέρουν... για το σκοτάδι που έχω μέσα μου.»

«Το γνωρίζουν, όμως δεν χρειάζεται να φοβάσαι για αυτό. Πρέπει απλά να πιστέψεις στον εαυτό σου.» του είπε η Αρχόντισσα Μάγισσα. «Πριν από πολλά χρόνια, έπρεπε να παλέψω και εγώ με το σκοτάδι μου και με τον ίδιο μου τον εαυτό, γιατί η Μαύρη Μαγεία που διαθέτω παραλίγο να με καταπιεί. Όμως ο Άρχοντας Παύλος με τη Λευκή του Μαγεία με έσωσε και από τότε το φως του αγκαλιάζει το σκοτάδι μου.» Και κοιτάχτηκαν με λατρεία με τον σύζυγο της.

«Οι γονείς μου είναι το φως και το σκοτάδι μαζί, καθώς το ένα συμπληρώνει το άλλο.» εξήγησε και ο Σωκράτης.

«Αυτό είναι αλήθεια. Η σύζυγος μου είναι από τους λίγους μάγους με Μαύρη Μαγεία που τη χρησιμοποιούν για το καλό, παρόλο που θεωρείται κακή μαγεία. Ιάσονα...» Ο Άρχοντας Παύλος τον πλησίασε και έβαλε τα χέρια του στους ώμους του, σχεδόν πατρικά. «Εσύ έχεις ούτως η άλλως φως μέσα σου. Και φυσικά ας μην ξεχνάμε ότι έχεις και μερικούς πολύ καλούς φίλους που θα κάνουν τα πάντα και θα πολεμήσουν στο πλάι σου.» είπε και κοίταξε την υπόλοιπη παρέα. «Είσαστε όλοι πολύ δυνατά ξωτικά με αξιόλογες δυνάμεις παρά το νεαρό της ηλικία σας. Και εσείς...» στράφηκε στον Ηρακλή και τον Γιάννη. «Μπορεί να είστε θνητοί, όμως έχετε ισχυρή θέληση και πίστη στα ιδανικά και τις αξίες σας. Είστε άξιοι πολεμιστές των Πέντε Βασιλείων, σαν τους προγόνους σας με τους οποίους συνεργαστήκαμε κάποτε.»

Τα δύο αγόρια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με ανανεωμένο ηθικό.

«Ευχαριστούμε, Άρχοντα Παύλο.» είπε ο Γιάννης ταπεινά.

Λίγη ώρα μετά, ο Άρχοντας Έλιος ανακοίνωσε πως όλα ήταν έτοιμα για αναχώρηση και όσοι θα έμεναν πίσω, οι άμαχοι και όσοι θα πολεμούσαν στο Μεγάλο Ξέφωτο, άρχισαν να αποχαιρετούν τους δικούς τους. Ο Αχιλλέας αγκάλιασε τη γυναίκα του και τον γιο τους, γνωρίζοντας από την προφητεία του Ιάσονα πως δεν θα τους ξανάβλεπε. Δεν τους το είχε πει για να μην τους στενοχωρήσει. Πίστευε πως θα ήταν καλύτερο να μη γνώριζαν.

Ο Σεραφείμ και η Ναυσικά αποχαιρέτησαν τους φίλους τους με συγκίνηση, γιατί δεν ήξεραν πότε θα τους ξανάβλεπαν. Εκείνοι θα αναχωρούσαν την επόμενη κιόλας μέρα μαζί με το στρατό που θα πήγαινε στο Νότιο Βασίλειο.

Πράγματι, δεν γνωρίζουμε πότε και αν θα ξαναβρεθούμε όλοι μαζί. Σκέφτηκε ο Ιάσονας.

«Ιάσονα, πρέπει να χωριστούμε κι εμείς για την ώρα. Πρέπει να παραταχθούμε ο καθένας στο στράτευμα του.» είπε ο Γιάννης.

«Εντάξει. Ελπίζω να πάνε όλα καλά και να συναντηθούμε εκεί μετά την είσοδο.» είπε εκείνος. Έκαναν όλοι μεταξύ τους μια σύντομη αγκαλιά, γιατί οι αξιωματικοί ήδη φώναζαν πως έπρεπε να παραταχθούν όλοι γρήγορα.

«Θα τα πούμε στην άλλη πλευρά, παιδιά.» είπε ο Ηρακλής σε όλους κι ένευσαν συμφωνώντας.

Χωρίστηκαν, έτσι ο Ιάσονας πήγε στους ξιφομάχους, ο Γιάννης με τη Φωτεινή στους τοξότες, ο Ηρακλής στο πυροβολικό, ο Αδριανός στους Θεραπευτές και η Ηλέκτρα στο Άοπλο Σώμα, σε εκείνα τα Ξωτικά που πολεμούσαν μόνο με τις δυνάμεις των στοιχείων της φύσης. Όλοι, Ξωτικά, Άνθρωποι και Μάγοι υπήρχαν ανάκατοι σε αυτά τα στρατεύματα. Ο Ιάσονας ένιωθε τιμή που φορούσε τη γαλάζια πολεμική στολή των ξωτικών, που αποτελούνταν από παντελόνι με μια ζώνη στην οποία είχε κρεμάσει το σπαθί του, έναν προστατευτικό θώρακα ο οποίος προς έκπληξη του ήταν πολύ ανάλαφρος, καθώς και μια μπέρτα με κουκούλα, όλα στο ίδιο χρώμα. Μόνο οι μπότες είχαν χρώμα σκούρο καφέ. Στο στήθος του δεν είχε κανένα σύμβολο σαν εκείνο που είχαν τα Ξωτικά σύμφωνα με το στοιχείο τους. Τα Ξωτικά της Φωτιάς είχαν ένα κόκκινο σύμβολο με μια χρυσή φλόγα μέσα, του Νερού ήταν μπλε με μια ασημένια σταγόνα, της Γης καφέ με ένα πράσινο φύλλο όπως έχουμε αναφέρει ξανά, του Αέρα γαλάζιο με ένα λευκό ανεμοστρόβιλο ενώ οι Θεραπευτές είχαν το βιολετί σύμβολο με μια ασημένια καρδιά. Όμως ο Ιάσονας καθώς δεν ήταν ξωτικό και δεν δάμαζε κανένα στοιχείο, όπως ήταν φυσικό δεν είχε κανένα έμβλημα στη στολή του παρά μόνο τα χρώματα των Ξωτικών.

Δεν ήξερε ποιος ήταν ο λόγος που ο Έλιος διέταξε να φορέσει τα χρώματα τους και όχι τα μπλε των Νοτίων, όπως οι φίλοι του. Ίσως επειδή είχε εκπαιδευτεί όχι ως μάγος, όχι ως θνητός πολεμιστής, αλλά ως ξωτικό, παρόλο που είχε δυνάμεις μάγου, και τώρα χαιρόταν που στεκόταν ανάμεσα τους, ένιωθε όμως και μεγάλη αγωνία συγχρόνως.

Μπροστά από όλο το στρατό είχαν παραταχθεί στη σειρά αρκετοί Χρονομάγοι οι οποίοι θα άνοιγαν τις πύλες. Πίσω τους βρίσκονταν οι δύο άρχοντες, ο Έλιος με τον Παύλο και ακολουθούσαν οι Αρχηγοί των Τεσσάρων Στοιχείων και ο Αρχιθεραπευτής Ζαχαρίας και στη συνέχεια οι αρχόντισσες, η Αθηνά και η Μοργκάνα, οπλισμένες και εκείνες κι έτοιμες για μάχη. Η Λαίδη Ανδριάνα θα έμενε πίσω για να επιβλέπει την κατάσταση. Τέλος, πίσω τους ήταν παραταγμένα τα στρατεύματα. Ο Έλιος στράφηκε προς το στρατό για να βγάλει ένα σύντομο λόγο:

«Αγαπητέ στρατέ μου! Σε πολύ λίγο θα εισέλθουμε στη Σκοτεινή Διάσταση! Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα! Παρόλο που δεν πάμε απευθείας στη μάχη, μονάχα για στρατοπέδευση και εκτίμηση της κατάστασης, δεν γνωρίζουμε αν ο Λόρδος Άνθιμος έχει ανακαλύψει τα σχέδια μας και αν μας περιμένει ήδη για μάχη εκεί! Για αυτό να είστε όλοι σε ετοιμότητα!»

Ο Ιάσονας έβαλε το χέρι στη λαβή του σπαθιού του, χάνοντας μια ανάσα.

«Μη φοβάσαι, μικρέ.» άκουσε τη φωνή του Ντέριου. «Όσο είναι στο χέρι μου, δεν θα αφήσω να πάθεις τίποτα.»

Ο Έλιος ένευσε στον Άρχοντα Παύλο, για να δώσει εκείνος σήμα στους Χρονομάγους μπροστά τους. Έκανε ένα σήμα με το χέρι του στον Αρχηγό τους, τον Αγησίλαο και εκείνος στράφηκε μπροστά στους δικούς του.

«Χρονομάγοι...!» φώναξε δυνατά για να τον ακούσουν όλοι. «Έτοιμοι...!» Ο ένας μετά τον άλλον πήραν θέση τεντώνοντας τα χέρια τους μπροστά, μέσα απ' τα οποία χρυσές σπίθες άρχισαν να βγαίνουν. «Τώρα!» έδωσε το σύνθημα ο Άρχοντας Μάγος και άρχισε να ανοίγει τη χρονοπύλη του. Το ίδιο έκαναν αμέσως και οι υπόλοιποι. Όλοι κοιτούσαν με αγωνία καθώς οι μαγικές πύλες, που είχαν το μέγεθος μιας απλής πόρτας στην αρχή, μεγάλωναν σταδιακά ώσπου έγιναν αρκετά μεγάλες ώστε να χωράνε αρκετά άτομα μαζί να περάσουν από μέσα τους, αποκαλύπτοντας το τοπίο της Σκοτεινής Διάστασης. Ήταν έτσι ακριβώς όπως το θυμόταν ο Ιάσονας στους εφιάλτες του, με έναν κόκκινο ουρανό σαν να ήταν φτιαγμένος από αίμα. Άρχισαν όλοι με σταθερό βήμα να περνούν μέσα από τις πύλες, όπου ευτυχώς, δεν φαινόταν κανένα σημάδι του εχθρού για αρκετά μέτρα. Προτού περάσει ο Ιάσονας με τους υπόλοιπους ξιφομάχους, έριξε μια ματιά προς τα πίσω αποχαιρετώντας το φως του ήλιου, το Βασίλειο των Ξωτικών, τον Κόσμο του. Ήξερε κατά βάθος ότι όταν επέστρεφε δεν θα ήταν ο ίδιος.

Μόλις πέρασαν και οι τελευταίοι, οι Χρονομάγοι έκλεισαν σε δευτερόλεπτα τις πύλες. Βρίσκονταν σε ένα σκοτεινό, άγονο τοπίο, που φωτιζόταν χαμηλά από τον κόκκινο ουρανό. Δεν υπήρχαν πολλά ίχνη βλάστησης, μόνο μερικά ξερά δέντρα και θάμνοι ενώ στο βάθος, σε αρκετά μέτρα απόσταση, δέσποζε το επιβλητικό Κόκκινο Παλάτι, ένα γοτθικό κάστρο φτιαγμένο από μαύρη πέτρα που έκοβε το αίμα σε όσους το κοιτούσαν.

Εκεί κρατούν τόσον καιρό την Ιφιγένεια... διαπίστωσε ο Ιάσονας από μέσα του.

«Φαίνεται ότι οι εχθροί δεν θα μας επιτεθούν σύντομα!» άκουσε τον Άρχοντα Έλιο να λέει κι όλοι φαίνονταν ανακουφισμένοι με αυτό προς το παρόν. «Θα κατασκηνώσουμε εδώ και θα περιμένουμε κίνηση τους! Αν στείλει όλο του το στρατό στο Νότιο Βασίλειο, θα αναχωρήσουμε απευθείας για εκεί μέσω Χρονοπυλών! Μέχρι τότε, θα προπονούμαστε και θα καταστρώνουμε σχέδια μάχης!» Έπειτα κάλεσε κοντά του τους Αρχηγούς των τεσσάρων στοιχείων και τους έδωσε διαταγές, να αρχίσουν να στήνονται οι σκηνές και να τοποθετηθεί φρουρά σε τετράωρες βάρδιες τριγύρω από το στρατόπεδο, οι οποίοι θα σήμαιναν συναγερμό αν διέκριναν οποιοδήποτε σημάδι του εχθρού στον ορίζοντα και κυρίως από τη μεριά του παλατιού.

«Τι θα κάνουμε με την Ιφιγένεια, Άρχοντα μου; Πότε θα τη σώσουμε;» τον ρώτησε εναγωνίως ο Ζαχαρίας, που μαζί με τη Χρυσάνθη κοιτούσαν έντρομοι προς το σκοτεινό παλάτι.

«Δυστυχώς, θα πρέπει να περιμένουμε να ξεκινήσει η μάχη, Αρχιθεραπευτή. Είναι πολύ ριψοκίνδυνο να στείλουμε άτομα εκεί μέσα να τη σώσουν. Θα περιμένουμε ώστε να ξεκινήσει η μάχη, γιατί ίσως τότε ρίξουν τις άμυνες τους στο παλάτι. Λίγη ακόμα υπομονή.»

«Πόση υπομονή, Άρχοντα; Κάναμε υπομονή τόσο καιρό σκεπτόμενοι ότι η κόρη μας είναι αιχμάλωτη των Σκοτεινών Ξωτικών και τώρα βρισκόμαστε τόσο κοντά της...» είπε με παράπονο η Χρυσάνθη.

«Λυπάμαι, μα πρέπει να συμφωνήσω με τον Άρχοντα Έλιο.» πήρε το λόγο ο Παύλος. «Σίγουρα σε λίγη ώρα θα γίνει αντιληπτή η παρουσία μας εδώ, αν δεν έχει γίνει ήδη. Ίσως μας ετοιμάζουν παγίδα, περιμένοντας κάποιους από εμάς να εισβάλλουμε στο κάστρο τους. Προτείνω και εγώ να περιμένουμε.»

«Ακριβώς. Πηγαίνετε να οργανώσετε τις σκηνές των τραυματιών όπως σας διέταξα.» είπε την τελευταία του κουβέντα ο Έλιος. Ο Ζαχαρίας κράτησε τα χέρια της συζύγου του καθησυχαστικά.

«Έχει δίκιο, γλυκιά μου. Και εγώ έχω την ίδια αγωνία με εσένα, όμως πρέπει να κάνουμε υπομονή και να είμαστε δυνατοί. Λίγο έμεινε.»

«Ελπίζω τουλάχιστον να είναι καλά το κοριτσάκι μας, Ζαχαρία... Μακάρι να μην της φέρονται άσχημα, να της δίνουν να φάει, μα κυρίως να μην την έχουν μεταμορφώσει... Δεν θα το αντέξω αυτό...» είπε εκείνη και δάκρυσε. Ο άντρας της αμέσως την αγκάλιασε.

«Ησύχασε. Θα είναι καλά, στο εγγυώμαι. Δεν θα την πειράξουν.» της είπε, προσπαθώντας να πείσει και ο ίδιος τον εαυτό του για αυτό.

{...}

Οι δύο φρουροί που είχαν βάρδια στις πύλες του Κόκκινου Κάστρου εκείνη την ώρα, είδαν από μακριά το στρατό και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους έντρομοι.

«Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Λόρδο Άνθιμο για αυτό.» είπε ο ένας και ο άλλος έφυγε τρέχοντας προς το εσωτερικό του κάστρου.

Ο Άνθιμος βρισκόταν στην αίθουσα του θρόνου μαζί με τον Αδάμ, την Εύα και τον Αρίσταρχο με τους οποίους συνομιλούσε όταν εισήλθε τρέχοντας ο φρουρός.

«Άρχοντα μου...» είπε κάνοντας υπόκλιση. «Ο στρατός των Ξωτικών εισήλθε στη Σκοτεινή Διάσταση και στρατοπεδεύουν αρκετά μέτρα μακριά από το κάστρο.» Οι τέσσερις τους κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, χωρίς αγωνία ή φόβο στα πρόσωπα τους.

«Είδες αν ήταν μόνο Ξωτικά, ή αν είχαν και συμμάχους μαζί τους;» τον ρώτησε.

«Διακρίναμε τόσο τις στολές τους, όσο και κάτι άλλες στολές, μπλε ανοιχτό και μπλε σε μια πιο σκούρα απόχρωση.»

«Θα είναι οι Μάγοι και οι Θνητοί από το βασίλειο εκείνο των Ανθρώπων.» είπε ο Αδάμ.

«Ακριβώς.» συμφώνησε ο Άνθιμος και στράφηκε ξανά στον φρουρό: «Είδατε πόσοι περίπου ήταν; Αν ήταν ολόκληρος ο στρατός ή απλά ένα μέρος του;»

«Είναι πολλοί, μα αποκλείεται να είναι όλοι και από τους τρεις αυτούς στρατούς.»

«Χμμ, καλώς. Θα τους αφήσουμε ως έχει για την ώρα. Επέστρεψε στο πόστο σου, φρουρέ. Ευχαριστούμε για την ενημέρωση.»

«Δεν θα τους επιτεθούμε, Εξοχότατε;» απόρησε εκείνος.

«Όχι ακόμα. Θα επιτεθούμε ακριβώς την προκαθορισμένη ημερομηνία, τόσο εδώ όσο και στον Κόσμο των Ανθρώπων όπως είχαμε σχεδιάσει.»

«Και αν επιτεθούν εκείνοι πρώτοι;»

«Δεν θα το κάνουν σε κανένα πιθανό μέλλον. Μην ανησυχείς.» τον διαβεβαίωσε ο Αρίσταρχος. Και με αυτά τα λόγια ο φρουρός έκανε ξανά υπόκλιση και αποχώρησε.

«Όλα γίνονται όπως τα έχω σχεδιάσει μέχρι στιγμής, αγαπητοί μου.» είπε ο Σκοτεινός Άρχοντας στους υπόλοιπους με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη του. «Αδάμ, ενημέρωσε τον Ωρίωνα και πες του να στείλει τον Βαρόνο να εποπτεύσει το στρατόπεδο των εχθρών και να διαπιστώσει αν ο νεαρός μάγος βρίσκεται ανάμεσα τους.»

«Μάλιστα, Άρχοντα μου.» είπε εκείνος και έφυγε.

«Θα ανακοινώσουμε το σχέδιο και στους υπόλοιπους, Λόρδε μου;» τον ρώτησε η Εύα.

«Πολύ σύντομα, Δεύτερη. Για τώρα, Αρίσταρχε, φρόντισε ώστε να ενημερωθούν όλοι οι φρουροί και το προσωπικό του παλατιού ώστε να μην πανικοβληθούν αδίκως. Πες τους πως δεν θα επιτεθούμε ακόμα και ούτε εκείνοι πρόκειται να επιτεθούν.»

«Μάλιστα, Άρχοντα.» είπε και βγήκε κι αυτός.

Ο Σκοτεινός Άρχοντας βγήκε σε ένα από τα μπαλκόνια του παλατιού μαζί με την Εύα και κοίταξε το στρατόπεδο στην ευθεία. Είδαν όντως τα χρώματα που τους περιέγραψε ο φρουρός και εκτίμησαν το νούμερο των πολεμιστών. Σε ένα σημείο είχαν υψωθεί τρεις σημαίες: η τουρκουάζ με το λευκό περιστέρι των Ξωτικών, η μπλε με τον άσπρο αετό των Νοτίων και η σκούρα μπλε με τα τρία αστέρια και το κίτρινο σκήπτρο των Μάγων.

«Είναι αρκετοί, αλλά δεν θα μας νικήσουν, Εύα. Είναι τόσο ανόητοι και προβλέψιμοι όλοι τους...»

«Άρχοντα μου, με όλο το σεβασμό αλλά... ο Αρίσταρχος είχε προβλέψει και ένα μέλλον στο οποίο χάνουμε, έτσι δεν είναι;»

«Ακριβώς, Δεύτερη. Όμως ακόμα και αν αυτό το μέλλον πραγματοποιηθεί, έχουμε ακόμα το δεύτερο σχέδιο. Μείνε ήσυχη.»

{...}

Όλα ήταν ήρεμα μέχρι στιγμής στο στρατόπεδο, υπήρχε μεν μία ανησυχία όμως όλοι παρέμεναν ψύχραιμοι. Ο Γιάννης κι ο Ηρακλής βρήκαν τον Ιάσονα στην άκρη περίπου του στρατοπέδου να κοιτάζει το σκοτεινό κτήριο που υψωνόταν απειλητικό απέναντι.

«Πώπω, πολύ μεγάλο στρατόπεδο. Είδαμε και πάθαμε για να σε βρούμε.» είπε ο Γιάννης, σώπασε αμέσως και σοβάρεψε όμως μόλις είδε κατά που κοιτούσε ο φίλος τους.

«Η Ιφιγένεια βρίσκεται εκεί μέσα.» είπε.

«Ναι...» είπε ο κολλητός του και πλησίασε.

«Πιστεύετε πως θα είναι εντάξει;»

«Είναι δυνατή. Πιστεύω πως θα έχει αντέξει τόσον καιρό και θα αντέξει λίγο ακόμα μέχρι να τη σώσουμε.»

«Κι εγώ το πιστεύω.» συμφώνησε ο Ηρακλής.

«Πολύ εύκολα θα μπορούσε κάποιος να χάσει τον εαυτό του μέσα σε εκείνους τους τοίχους, σε αυτή τη διάσταση δίχως ήλιο.» είπε ο Ιάσονας εξακολουθώντας να κοιτάζει προς τα εκεί.

«Συμφωνώ, φίλε μου. Όμως δεν θα συμβεί το ίδιο και με τη φίλη μας και ξέρεις γιατί; Γιατί έχει εμάς. Έχει εσένα. Θα σε σκέφτεται και θα παίρνει δύναμη, είμαι σίγουρος. Δεν θα έχει εγκαταλείψει...» είπε ο Γιάννης. Παρόλο που και ο ίδιος ανησυχούσε για το νεαρό ξωτικό, προσπαθούσε να παραμένει ο αισιόδοξος εαυτός του που πάντα έδινε σ' όλους ελπίδα, παρόλο που πολλές φορές ο ίδιος βυθιζόταν στην απελπισία.

«Σε λίγες μέρες θα πολεμήσουμε.» είπε ο Ηρακλής. «Το διανοείστε;»

«Αδυνατώ να το πιστέψω.» είπε ο Γιάννης. «Απλά δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι σε λίγες μέρες, τα βέλη μου δεν θα εκτοξεύονται σε ξύλινους ή αχυρένιους στόχους αλλά σε ζωντανά όντα. Και ας είναι αυτό που είναι, δεν παύουν να είναι ζωές τις οποίες εμείς θα αφαιρέσουμε.» Το βλέμμα του αμέσως σκοτείνιασε.

«Ποιος να το φανταζόταν...» είπε ο Ιάσονας. «Λίγους μήνες πριν, ήμασταν απλοί μαθητές στο Βασίλειο του Νότου. Οι μόνες μας δυσκολίες ήταν ο τραμπουκισμός και οι νταήδες του σχολείου. Και μέσα σε λίγο καιρό, καταλήξαμε να γίνουμε πολεμιστές, και τώρα πρέπει να πολεμήσουμε όχι μόνο για όσα μάθαμε να θεωρούμε ιδανικά, για την πατρίδα και για έναν ειρηνικό κόσμο, αλλά επίσης για τη φιλία, την αγάπη και για να προστατεύσουμε τις οικογένειες μας. Φίλοι μου...» Στάθηκε μπροστά τους και τους κοίταξε και τους δύο. «Το ξέρω πως ίσως μετά από αυτόν τον πόλεμο δεν θα είμαστε οι ίδιοι. Το ξέρω πως ίσως νιώσουμε πως χάνουμε τον εαυτό μας, όταν θα αναγκαστούμε να σκοτώσουμε και να παλέψουμε με το σκοτάδι. Όμως θέλω να μου υποσχεθείτε ότι δεν θα τα παρατήσετε, δεν θα εγκαταλείψετε τη μάχη. Θα παραμείνετε ζωντανοί ό,τι και αν γίνει, για να βρεθούμε ξανά όλοι μαζί στον Νότο και να ζήσουμε ανέμελες στιγμές όπως τότε, να επισκεφθούμε ξανά τη Χώρα των Ξωτικών και να παρευρεθούμε σε όλες τις γιορτές των εποχών, μαζί με την Ιφιγένεια και τους υπόλοιπους. Μου το υπόσχεστε;»

Οι δύο κολλητοί του ήταν έτοιμοι να δακρύσουν με τα συγκινητικά λόγια του φίλου τους. Του το υποσχέθηκαν αυτό που τους ζήτησε, υποσχέθηκαν πως θα παρέμεναν ζωντανοί ή τουλάχιστον θα προσπαθούσαν, παρόλο που δεν ήταν σίγουροι αν θα κατάφερναν να τηρήσουν την υπόσχεση τους.

*****************

Πλησιάζουμε στις μάχες και είμαι πολύ ενθουσιασμένη για αυτό, παρόλο που έχω ένα μικρό άγχος γιατί δεν ξέρω αν θα τις περιγράψω καλά. Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; 

Προτού δούμε τις δύο παράλληλες μάχες, θα δούμε κάτι άλλο πρώτα, μια πολύ ριψοκίνδυνη κίνηση που θα κάνει κάποιος απ' τους ήρωες. Ποιος θα είναι άραγε και τι θα κάνει; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top