Κεφάλαιο 43: Σκοτεινό Δείπνο
Όλα ξεκίνησαν από έναν βρικόλακα, ένα ξωτικό και έναν μάγο, που ήθελαν ο καθένας να αλλάξει τον κόσμο για τους δικούς του εγωιστικούς σκοπούς. Ο βρικόλακας ήθελε να δημιουργήσει έναν κόσμο όπου ο Άνθρωπος δεν βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, αλλά ο μόνος λόγος για τον οποίο χρησιμεύει είναι να τρέφεται το είδος του Βρικόλακα με το αίμα του. Ο μάγος ήθελε να μετατρέψει τον κόσμο σε ένα μέρος όπου μονάχα οι μάγοι επιβίωναν, απαλλαγμένοι από τους ανθρώπους και από τις ενοχλητικές αδυναμίες της θνητής τους φύσης.
Το ξωτικό, από την άλλη μεριά, ήθελε να δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο για το είδος του, όπου να μπορούσαν όλοι να παντρεύονται το άτομο που αγαπούν και να κάνουν όσα παιδιά θέλουν, χωρίς να κινδυνεύουν από υπερπληθυσμό. Ο μόνος τρόπος για να το πετύχουν αυτό ήταν να κατακτήσουν τον Κόσμο των Ανθρώπων, εκείνον τον κόσμο που οι άνθρωποι κατέστρεφαν παρά την τόσο σύντομη ζωή τους, όμως κανένας δεν πήρε ποτέ στα σοβαρά την πρόταση του αυτή. Δεν ήθελαν να βλάψουν κανένα άλλο πλάσμα και αυτή ήταν η αδυναμία τους που τους έκαναν να ζουν καταπιεσμένοι και περιορισμένοι σε ένα μονάχα νησί, ενώ θα μπορούσαν να έχουν πολλά περισσότερα.
Και οι τρεις ζούσαν απελπισμένοι, ώσπου συναντήθηκαν. Ο βρικόλακας μεταμόρφωσε πρώτα τον μάγο και λίγο καιρό μετά, γνώρισε το ξωτικό και το μεταμόρφωσε και εκείνο, αφού πρώτα συμφώνησε και αυτός να συνεργαστεί μαζί του και με τον μάγο και να συνδυάσουν τα σχέδια τους. Θα δημιουργούσαν δηλαδή, έναν κόσμο όπου μόνο οι δυνατοί κι όσοι διέθεταν μαγεία θα επιβίωναν, κρατώντας τους ανθρώπους και εκτρέφοντας τους μόνο ως τροφή για το αίμα τους, ενώ συγχρόνως όλοι θα ήταν ελεύθεροι να αγαπούν και να επιλέγουν όποιον σύντροφο ήθελαν.
Μαζί και συνδυάζοντας τις δυνάμεις και τα σχέδια τους θα κατάφερναν πολλά.
{...}
Ο Λόρδος Άνθιμος κοίταξε την Ιφιγένεια και αφού ήπιε άλλη μια γουλιά απ' το αίμα του και σκούπισε τα χείλη του, συνέχισε την ιστορία:
«Το ξωτικό της ιστορίας, από ότι κατάλαβες ήμουν εγώ. Γνώριζα φυσικά για τους βρικόλακες, είχα διαβάσει και ακούσει αμέτρητους θρύλους σχετικά με αυτούς και ήξερα τι συμβαίνει στους θνητούς όταν μεταμορφώνονται σε βρικόλακες. Αποκτούν αθανασία, απεριόριστη αντοχή, υπεράνθρωπη δύναμη, όλες οι αισθήσεις οξύνονται. Τι γίνεται όμως όταν κάποιο άλλο είδος με ήδη υπερφυσικές ή μαγικές δυνάμεις μεταμορφωθεί σε βρικόλακα, όπως για παράδειγμα ένα ξωτικό; Αυτή ήταν η αιώνια απορία μου.
Έτσι, όταν γνώρισα εκείνον τον βρικόλακα, τον Κλέαρχο, ένιωσα πως αυτό ήταν κάποιο σημάδι από το σύμπαν, γιατί στους Θεούς ποτέ δεν πίστευα. Μου μίλησε για τα σχέδια του και για τον Μάγο Δημόκριτο, τον οποίο είχε ήδη μεταμορφώσει και η μαγεία του σε συνδυασμό με τις υπερφυσικές δυνάμεις του βρικόλακα τον έκαναν ανίκητο. Δέχτηκα να συνεργαστώ μαζί τους και με μεταμόρφωσε, με σκοπό να κάνουμε στη συνέχεια το ίδιο και με αρκετούς ακόμα από τα είδη μας, φτιάχνοντας στο τέλος ένα ολόκληρο έθνος.
Όταν άλλαξα, πήρα όλες τις υπερφυσικές δυνάμεις του βρικόλακα: δύναμη, ταχύτητα, οξεία όραση, ακοή και όσφρηση... Όσον αφορά το δάμασμα της γης, τη δύναμη την οποία διέθετα ήδη ως ξωτικό, εκείνη χάθηκε και τη θέση της πήρε η Κόκκινη Μαγεία, που συμβολίζει το αίμα. Δεν ήμασταν όμως έτοιμοι ακόμα να ξεκινήσουμε να φτιάχνουμε το στρατό μας. Έπρεπε να γίνουμε ακόμα δυνατότεροι.
Έτσι, πήγαμε στη Χώρα των Μάγων με οδηγό τον Δημόκριτο και κλέψαμε από τη Μυστική Σπηλιά της Μαγείας ένα κομμάτι από τη μαύρη πέτρα, που δίνει την ενέργεια της σε όλους τους Μάγους που διαθέτουν Μαύρη Μαγεία, επειδή ήταν το πιο δυνατό, ένα κομμάτι από την Κόκκινη Πέτρα που δίνει ενέργεια στους Κόκκινους Μάγους, καθώς και το απαγορευμένο πετράδι δημιουργίας κόσμων. Όμως ο μάγος μας πρόδωσε. Λίγο πριν βγούμε, επιχείρησε να γκρεμίσει την είσοδο της σπηλιάς με την πολύ ισχυρή μαγεία του, όμως δεν τα κατάφερε και εμείς προλάβαμε και τον σκοτώσαμε.
Όταν επιστρέψαμε στο κρησφύγετο μας στη Χώρα των Ξωτικών, ο Κλέαρχος κατ' επιθυμία μου εισήγαγε στο σώμα μου ένα μέρος του μαύρου πετραδιού, αλλάζοντας έτσι την κόκκινη μαγεία μου σε μαύρη και αποκτώντας δύο ακόμα μαγικές ικανότητες, το διάβασμα σκέψης και το άνοιγμα πυλών σε άλλες διαστάσεις. Εφόσον όμως διάβαζα σκέψεις πλέον, ανακάλυψα ότι ο Κλέαρχος σχεδίαζε να με χρησιμοποιήσει και στη συνέχεια να με σκοτώσει και να κατακτήσει μόνος του τον κόσμο, έτσι τον σκότωσα εγώ πρώτος. Θα κατακτούσα μόνος μου τον κόσμο, όμως όχι ακόμα. Έπρεπε να μαζέψω στρατό και να περιμένω την κατάλληλη στιγμή.
Δημιούργησα τη Σκοτεινή Διάσταση χρησιμοποιώντας το Πετράδι και επί δέκα συνεχόμενα έτη ζούσα μόνος μου, ταξιδεύοντας στη Διάσταση των Ανθρώπων για να τραφώ, ενώ παράλληλα πήγαινα κρυφά στη Χώρα των Ξωτικών για να αναζητήσω συντρόφους. Δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία της Σκοτεινής Διάστασης λοιπόν, βρήκα τον πρώτο, τον Αδάμ, ο οποίος με μεγάλη χαρά δέχτηκε να με ακολουθήσει. Όταν τον μεταμόρφωσα, έβαλα μέσα του ένα ακόμα κομμάτι από το Μαύρο Πετράδι, έτσι εκείνος απέκτησε επίσης Μαύρη Μαγεία και τη δύναμη να εξουσιάζει οποιονδήποτε θελήσει, διατάζοντας τον να κάνει οτιδήποτε. Το ίδιο έκανα πέντε χρόνια μετά με την Εύα, βάζοντας της το τελευταίο κομμάτι του πετραδιού.
Το κόκκινο πετράδι το μοίρασα στους υπόλοιπους απ' τους Ανώτερους Πέντε που ανακάλυψα αργότερα, δηλαδή στον Αρίσταρχο, τον Ωρίωνα και την Ελπινίκη, χαρίζοντας τους τις ιδιαίτερες δυνάμεις τους. Η Εύα διαθέτει το χάρισμα να σαγηνεύει τους άντρες και να τους αναγκάζει να κάνουν οτιδήποτε, ο Αρίσταρχος έχει τη Μαντική ικανότητα, ο Ωρίωνας έχει την ικανότητα να μεταφέρει όποιες από τις αναμνήσεις του θελήσει με ένα άγγιγμα, ενώ η Ελπινίκη δημιουργεί ψευδαισθήσεις. Όλοι οι παραπάνω έχουν επίσης την ικανότητα να ανοίγουν πύλες σε όλες τις διαστάσεις.» Έκανε μια παύση και της έδειξε το πιάτο με το μισοφαγωμένο φαγητό της. Η Ιφιγένεια, αν και δεν πήγαινε μπουκιά κάτω μετά από όσα είχε ακούσει, έφαγε άλλη μια πιρουνιά με το ζόρι.
«Και τώρα, ήρθε η μεγάλη στιγμή της δόξας μας. Θα κατακτήσω τον Κόσμο και θα επεκτείνω τη Σκοτεινή Διάσταση παντού. Ανακοίνωσα στον Άρχοντα σου ότι σε ένα μήνα θα επιτεθώ στο Μεγάλο Ξέφωτο του Νοτίου Βασιλείου. Τόσο οι δικοί σου, όσο και οι Μάγοι μα κυρίως οι Άνθρωποι θα σταθούν ανίκανοι απέναντι στην απεριόριστη δύναμη μου και στον ανίκητο στρατό μου.» κατέληξε. Το ύφος του ήταν ήρεμο και σίγουρο για όσα θα συνέβαιναν ενώ χαμογελούσε θριαμβευτικά για το μεγαλοφυές σχέδιο του.
Η Ιφιγένεια δεν ήξερε πώς να νιώσει και τι να πιστέψει πλέον μετά την αφήγηση αυτής της ιστορίας. Το μόνο σίγουρο ήταν πως φοβόταν. Φοβόταν πολύ για τους δικούς της, μα και για όλους όσους θα πολεμούσαν ενάντια σε αυτά τα σατανικά πλάσματα, ειδικά για τους Ανθρώπους που δεν ήξερε αν θα είχαν τις απαραίτητες δυνάμεις να τους αντιμετωπίσουν. Όμως τα Ξωτικά και οι Μάγοι θα τους βοηθούσαν σίγουρα.
«Οι δικοί μου δεν θα σε αφήσουν να κατακτήσεις τον κόσμο. Θα παλέψουν για αυτόν.» του είπε κοιτάζοντας τον με όσο θάρρος μπόρεσε να συγκεντρώσει.
«Δεν αντιλέγω ότι όντως θα το κάνουν, καλή μου. Ή τουλάχιστον θα προσπαθήσουν. Αλλά δεν θα τα καταφέρουν... Έκανα μια πρόταση στον Άρχοντα Έλιο, να μου παραδώσει το Νησί σας ώστε να λήξει όλο αυτό αναίμακτα, μα είναι τόσο ανόητος που προτίμησε το δύσκολο τρόπο. Δεν τρως καθόλου όμως... Συνέχισε να τρως...» είπε και ήπιε λίγο ακόμα από το αίμα του. Το νεαρό ξωτικό όμως θυμήθηκε και κάποια άλλη λεπτομέρεια που πρόσεξε στην ιστορία, και χωρίς να ξέρει γιατί το έκανε αυτό, εξέφρασε την απορία της:
«Δεν... ανέφερες καθόλου το δαιμόνιο σου στην ιστορία. Τα δαιμόνια μεταμορφώνονται και αυτά μαζί σας, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, πολύ σωστά, εξ' ου και τα κόκκινα μάτια τους. Όμως εγώ δεν έχω δαιμόνιο εδώ και πάρα πολύ καιρό. Πέθανε λίγο πριν γνωρίσω τον βρικόλακα και τον μάγο. Σκοτώθηκε σε ένα... τραγικό ατύχημα.»
Η Ιφιγένεια δεν ήξερε αν έπρεπε να το πιστέψει αυτό. Μήπως ήταν αυτό το γεγονός που τον οδήγησε να βυθιστεί τόσο στο σκοτάδι; Διότι το κάθε δαιμόνιο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή του κάθε ξωτικού και αν πεθάνει, το ξωτικό χάνει ένα κομμάτι της ψυχής του.
Ο Άνθιμος φυσικά και διάβασε τη σκέψη της, της χαμογέλασε πλαγίως, αλλά δεν σχολίασε αυτά που σκεφτόταν. Δεν ήξερε τι άλλο να του πει.
«Και τώρα που έμαθες την ιστορία και τους σκοπούς μου, αγαπητή Ιφιγένεια, ήρθε η ώρα να μάθεις και ποιος θα είναι ο δικός σου ρόλος σε όλα αυτά. Όπως σου ανακοίνωσα και χθες, όταν σε φέραμε εδώ, θα μας βοηθήσεις στον πόλεμο θεραπεύοντας όσους δικούς μας τραυματίζονται. Και όταν όλο αυτό τελειώσει και κερδίσουμε, όταν ενηλικιωθείς, θα γίνεις η Δέκατη Λοχαγός.» της ανακοίνωσε.
{...}
«Ώστε... εκείνο το κορίτσι φαίνεται να σου έχει κινήσει το ενδιαφέρον, έτσι;» είπε η Ελπινίκη. Καθόταν αναπαυτικά σε μια κόκκινη, βελούδινη πολυθρόνα στο δωμάτιο της, σε μια στάση κάπως περίεργη, με το ένα πόδι της ανεβασμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας ενώ απολάμβανε ένα ποτήρι αίμα.
Ο Ωρίωνας καθόταν στον καναπέ απέναντι της και στο τραπεζάκι μπροστά του βρισκόταν επίσης ένα ποτήρι με αίμα.
«Ξεχνάς μάλλον τι είμαστε, Ελπινίκη.» της είπε. «Ό,τι νομίζεις πως νιώθεις δεν είναι παρά αντανακλάσεις των συναισθημάτων από το παρελθόν. Υπάρχει λόγος που διέταξε ο άρχοντας μας εμένα να την προσέχω και αυτός δεν είναι το ενδιαφέρον που λανθασμένα πιστεύεις πως νιώθω.»
«Δηλαδή... Δεν αισθάνεσαι τίποτα για αυτήν; Τίποτα απολύτως; Πλήρης αδιαφορία, όπως με όλους;»
«Ακριβώς. Απλά ακολουθώ το καθήκον που έχω να την κρατήσω ασφαλή και αιχμάλωτη ώσπου να μας φανεί χρήσιμη. Δεν είναι παρά ένα περιττό φορτίο που πρέπει να φυλάξω.»
{...}
Η Ιφιγένεια είχε σοκαριστεί ακόμα περισσότερο. Μπορούσε να αντέξει το γεγονός ότι βρισκόταν στα χέρια των εχθρών και ότι εκείνοι οι εχθροί ετοίμαζαν πόλεμο ενάντια στο είδος της και στους ανθρώπους. Μπορούσε να αντέξει τις απειλές, τον αποχωρισμό της από τη Νάρα, την απομόνωση και τον αυστηρό και ψυχρό φύλακα της. Ανέχτηκε να δειπνήσει με τον Άνθιμο. Ήξερε πως θα την έκαναν μία από αυτούς αν κέρδιζαν τον πόλεμο. Ακόμα κι αν γινόταν όντως αυτό, θα μπορούσε να επιβιώσει. Όχι όμως και αυτό. Αν γινόταν η Δέκατη Λοχαγός, αυτό θα σήμαινε πως θα χρειαζόταν να σκοτώσει, πως θα έπρεπε να βρει υποτακτικούς και να τους μεταμορφώσει παίρνοντας τους με το μέρος τους.
«Όχι.» είπε. «Δεν πρόκειται να το κάνω αυτό. Οι δικοί μου θα κερδίσουν και θα σε φυλακίσουν μια για πάντα στη Σκοτεινή Διάσταση.» είπε προσπαθώντας να ελπίζει, αφού δεν είχε νόημα να κρύβει τις σκέψεις της.
«Καλή μου κι αθώα Ιφιγένεια...» Ο Άνθιμος σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει προς το μέρος της. «Ακόμα και αυτό αν γίνει, ακόμα και αν χάσω, εσένα δεν θα καταφέρουν να σε πάρουν πίσω. Έχω εναλλακτικό σχέδιο, σύμφωνα με ένα όραμα του Αρίσταρχου για ένα μέλλον στο οποίο χάνουμε. Και μέσα σε αυτό το μέλλον είδε και εσένα, με κόκκινα μάτια, αδίστακτη, να πίνεις αίμα από αδύναμους θνητούς.»
«Όχι. Δεν πρόκειται να κάνω κακό σε κανέναν, ακόμα κι αν μεταμορφωθώ!» αναφώνησε η Ιφιγένεια.
«Είσαι τόσο ανόητη, που δεν μπορείς να αντιληφθείς πόσα θα κερδίσεις από αυτό.» Ο Άνθιμος στεκόταν πλέον πίσω της και τα κρύα χέρια του με τα μακριά, βαμμένα μαύρα νύχια ακούμπησαν τους ώμους της, ανατριχιάζοντας την με δυσάρεστο τρόπο. «Νομίζεις ότι εκείνοι, αυτοί που αποκαλείς δικούς σου, θα σου επιτρέψουν ποτέ να είσαι με εκείνον τον μάγο, τον Ιάσονα; Η σχέση σας είναι απαγορευμένη, το ξέρεις ήδη αυτό. Αν όμως με τη θέληση σου έρθεις μαζί μου, και πάρουμε και εκείνον στη συνέχεια με το μέρος μας...» Έγειρε και συνέχισε την πρόταση του ψιθυρίζοντας στο αυτί της: «Θα είσαστε ελεύθεροι να ζήσετε μαζί...» Η νεαρή ένιωσε πως ο αέρας στα πνευμόνια της λιγόστευε. Ο ανατριχιαστικός ψίθυρος την έκανε να τρέμει, ένα απαίσιο ρίγος απλώθηκε στη ραχοκοκαλιά της... Το χειρότερο ήταν, πως ήξερε κατά βάθος ότι ο Άνθιμος είχε δίκιο. Δεν θα της επέτρεπαν ποτέ να είναι με τον Ιάσονα.
Την ίδια στιγμή, ένα άλλο πανέμορφο, Σκοτεινό Ξωτικό, η Λίλιαν, τους παρακολουθούσε κρυφά, πίσω από μια κολώνα από αυτές που χώριζαν την αίθουσα με το διάδρομο. Η ίδια ήταν ερωτευμένη με τον Άνθιμο, από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε όταν την οδήγησαν στη Σκοτεινή Διάσταση. Ήλπιζε πάντα ότι θα την έβλεπε και εκείνος το ίδιο και μια μέρα θα την έκανε γυναίκα του και αρχόντισσα της Σκοτεινής Διάστασης στο πλευρό του, όμως τα χρόνια περνούσαν και αυτή η μέρα δεν ερχόταν ποτέ. Δεν ήταν παρά μία πόρνη του παλατιού, της έλεγε, τι κι ήταν η αγαπημένη του πόρνη, δεν θα την έβλεπε ποτέ αλλιώς και ο ρόλος της θα ήταν πάντα ο ίδιος. Έτσι η Λίλιαν απελπιζόταν χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο. Και τώρα ήρθε να προστεθεί αυτό το κορίτσι, εκείνο το ανόητο ξωτικό με το δήθεν αθώο βλέμμα, να κινήσει το ενδιαφέρον του άρχοντα της... Τις ήξερε καλά κάτι τέτοιες η Λίλιαν. Ήθελε να τον τυλίξει με την αθωότητα της και την καλοσύνη της, το είχε ξαναδεί να συμβαίνει στο παρελθόν και παρόλο που δεν είχε πετύχει με εκείνη, και πάλι ο Άνθιμος δεν επέλεξε την ίδια, όσο και αν προσπάθησε να τον κάνει να ξεπεράσει τον πόνο και την απογοήτευση. Και ήρθε τώρα αυτή η μικρή να της τον κλέψει μέσα από τα χέρια της;
Όχι, δεν θα επιτρέψω να συμβεί αυτό. Σκέφτηκε. Πρέπει να της δώσω ένα γερό μάθημα, για να την κάνω να καταλάβει ότι ο Λόρδος Άνθιμος είναι δικός μου! Πώς θα την πλησιάσω όμως, όταν εκείνη η παγοκολόνα ο Ωρίωνας καιροφυλακτεί είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο έξω από την πόρτα της; Θα βρω τρόπο. Δεν μπορεί, κάποια στιγμή, θα μου δοθεί η ευκαιρία.
Παρόλο που ήταν όσο πιο αθόρυβη γινόταν, ο Λόρδος Άνθιμος έστρεψε κάποια στιγμή το κεφάλι του προς το μέρος της. Η Λίλιαν κρύφτηκε πίσω απ' την κολώνα και κρατώντας την αναπνοή της, προσπάθησε να μη σκέφτεται τίποτα. Έπειτα, όταν εκείνος συνέχισε να μιλάει στην Ιφιγένεια, έφυγε με ταχύτητα βρικόλακα.
«Σκέψου καλά τα λόγια μου, Ιφιγένεια.» της είπε ο Άνθιμος και επιτέλους έφυγε από πάνω της.
Είχε καταλάβει πως κάποιος τους παρακολουθούσε, του φάνηκε πως άκουσε άλλη μια σκέψη πέρα από τις σκέψεις της Ιφιγένειας, όμως δεν έδωσε σημασία.
«Μπορεί και να έχεις δίκιο για εμένα και τον Ιάσονα.» του απάντησε. «Όμως θα βρούμε ένα τρόπο. Έναν τρόπο καλύτερο από τη μεταμόρφωση μας σε δυο αιμοδιψή τέρατα.» Ο Άνθιμος γέλασε και απάντησε:
«Πίστεψε με, γλυκιά μου, αυτός είναι ο μόνος τρόπος. Διότι όταν κατακτήσουμε τη Χώρα των Ξωτικών, θα σκοτώσουμε τους Ανώτερους Άρχοντες και δεν θα υπάρχουν πλέον οι νόμοι τους γιατί θα υπερισχύσουν οι δικοί μου. Πολλά ξωτικά θα μας ακολουθήσουν και θα γίνουν σαν εμάς, ενώ θα εκτρέφουμε τους Ανθρώπους σαν τροφή για το αίμα τους! Ελάχιστοι θα γλιτώσουν! Όσο για τους Μάγους, δεν έχω σκεφτεί ακόμα τι θα κάνω με αυτούς. Ας κατακτήσουμε όμως πρώτα τον Κόσμο και βλέπουμε, σωστά;»
Η Ιφιγένεια ένιωσε να βυθίζεται ακόμα περισσότερο στην απελπισία και το φόβο και απλά ανυπομονούσε να τελειώσει αυτό το μαρτυρικό δείπνο για να επιστρέψει στο δωμάτιο της. Κι όταν επιτέλους εκείνη η ώρα έφτασε και ο Ωρίωνας επέστρεψε, σχεδόν ανακουφίστηκε, παρόλο που θα επέστρεφε στη φυλακή της.
«Σκέψου καλά αυτά που είπαμε, Ιφιγένεια. Ούτως η άλλως θα έρθεις μαζί μας, είτε το θέλεις είτε όχι. Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να αποδεχτείς τη μοίρα σου.» της είπε ο Άνθιμος προτού φύγει, με το συνηθισμένο δήθεν ευγενικό του χαμόγελο. «Καλή σου νύχτα.»
Η Ιφιγένεια ακολούθησε ξανά τον σιωπηλό Ωρίωνα ως την κάμαρη της. Βυθιζόταν στις σκέψεις της καθώς περπατούσε τελείως μηχανικά.
Όχι, δεν θα αποδεχτώ αυτή τη μοίρα. Οι δικοί μου θα έρθουν σύντομα να με ελευθερώσουν, το ξέρω. Όμως θα τα καταφέρουν; Δεν θέλω να κινδυνεύσουν για μένα... Όμως είναι και εκείνα τα προφητικά όνειρα που έχει δει ο Ιάσονας... Ναι, θα γίνει και εδώ στη Σκοτεινή Διάσταση μάχη. Ίσως τότε να καταφέρω να αποδράσω και να επιστρέψω στους δικούς μου. Θα κάνω υπομονή. Έλεγε μέσα της.
Έφτασαν έξω απ' το δωμάτιο της και αφού ο Ωρίωνας ξεκλείδωσε, την άφησε να περάσει μέσα. Προτού κλείσει την πόρτα όμως, η Ιφιγένεια τον πρόλαβε.
«Στάσου.» του είπε και την κοίταξε με το παγερό του βλέμμα. «Δεν κουράζεσαι να είσαι συνεχώς έξω απ' το δωμάτιο μου και να με προσέχεις;»
«Εμείς οι Ξωτικόλακες δεν κουραζόμαστε, τουλάχιστον σωματικά. Εγώ δεν κουράζομαι ούτε πνευματικά.» της απάντησε, δημιουργώντας της περισσότερες απορίες.
«Δηλαδή... δεν κοιμάσαι; Ποτέ;»
«Δεν χρειάζομαι ύπνο. Εσύ όμως χρειάζεσαι, και δεν ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου και με ρωτάς πράγματα που δεν σε αφορούν καθυστερώντας τον ύπνο σου.»
«Πάντως δεν έχω σκοπό να αποδράσω, αν αυτό είναι που σε απασχολεί.» του είπε, απορώντας και η ίδια που βρήκε αυτό το θάρρος. Όμως είχε μόλις αντιμετωπίσει τον ανώτερο ξωτικόλακα όλων, τον Λόρδο Άνθιμο, και αυτός δεν ήταν παρά ο Τέταρτος Λοχαγός του, ούτε καν ο πρώτος.
«Ακόμα και αν ήθελες, δεν θα είχες που να πας. Είσαι φυλακισμένη μέσα σε ένα κάστρο γεμάτο ξωτικά- βρικόλακες που οι περισσότεροι θέλουν να σου πιουν το αίμα. Αν όμως θέλεις να δοκιμάσεις να φύγεις, ορίστε.» της είπε και της κράτησε την πόρτα ανοιχτή, δείχνοντας της την έξοδο.
Η Ιφιγένεια δεν έκανε βήμα και έσκυψε το κεφάλι. Ο Ωρίωνας είχε δίκιο, ακόμα και αν έφευγε, η ζωή της θα κινδύνευε, ή θα γινόταν σαν αυτούς νωρίτερα από όσο το υπολόγιζαν. Δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Άνθιμος επέλεξε τον Ωρίωνα ως το πιο έμπιστο άτομο για να την προσέχει, και όπως της είπε και η Ροζαλία, δεν θα την πείραζε ούτε θα άφηνε κανέναν άλλο να την πειράξει. Οπότε, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τον ανεχτεί, εκείνον και την πολυτελή φυλακή της.
«Να είσαι έτοιμη αύριο το πρωί για την επιθεώρηση.» της είπε και έφυγε χωρίς να της πει καληνύχτα όπως ήταν φυσικό.
Άλλη μια μέρα μακριά από το σπίτι μου, μακριά απ' τους φίλους μου, μακριά από τον Ιάσονα. Σκεφτόταν καθώς άλλαζε από τη μαύρη τουαλέτα της στην επίσης μαύρη, μεταξωτή μακριά νυχτικιά της. Μετά από αρκετές προσπάθειες, κατάφερε να κατεβάσει το φερμουάρ και όταν το βαρύ ύφασμα έφυγε απ' το σώμα της ένιωσε ανακούφιση. Τοποθέτησε το φόρεμα προσεκτικά στον καναπέ και φόρεσε την ανάλαφρη νυχτικιά της.
Ένας μήνας... Σε τόσον καιρό είπε ο Άνθιμος πως θα ξεκινήσει τον πόλεμο. Άραγε θα αντέξω μέχρι τότε; Ελπίζω τουλάχιστον να αντέξω και να μη χάσω το μυαλό μου εδώ μέσα.
{...}
Την ίδια στιγμή, στο δωμάτιο του στο παλάτι της Έλφιας, ο Ιάσονας δεν είχε ύπνο. Στεκόταν έξω στο μπαλκόνι του και κοιτούσε τους ελαφρά φωτισμένους από φαναράκια κήπους, προσευχόμενος στους Θεούς των Ξωτικών, παρόλο που δεν ήταν η θρησκεία στην οποία πίστευε, να προστάτευαν την Ιφιγένεια από κάθε κακό εκεί που βρισκόταν.
«Θα συναντηθούμε ξανά σύντομα, αγαπημένη μου και θα κάνω τα πάντα για να σε σώσω.» είπε μετά την προσευχή του, σε μια προσπάθεια να στείλει μέσα στην ψυχή της αυτό το μήνυμα.
Και όντως, το μήνυμα του πέρασε ακόμα και τα όρια μεταξύ των διαστάσεων, φτάνοντας στην Ιφιγένεια, η οποία το άκουσε κάπου μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Ακόμα και αν ήταν όνειρο όμως, ένιωσε για λίγο τον Ιάσονα κοντά της και η παρουσία του τη γέμισε με θάρρος και ελπίδα.
**********
Παιδεύτηκα αρκετά για να γράψω αυτό το κεφάλαιο, καθώς προσπαθούσα να χωρέσω όλη αυτή την ιστορία που είπε ο Άνθιμος μέσα σε μερικές γραμμές. Και αυτή είναι μόνο η μισή από την ιστορία του, όμως την υπόλοιπη θα τη δούμε αρκετά αργότερα. Πώς σας φάνηκε ο Άρχοντας της Σκοτεινής Διάστασης τώρα που τον γνωρίσαμε καλύτερα;
Θα καταφέρει η Ιφιγένεια να αντέξει μέχρι να ξεκινήσει ο πόλεμος χωρίς να χάσει το μυαλό της, όπως είπε; Είναι αρκετές οι αναμνήσεις που έχει με την οικογένεια και την παρέα της για να την κρατήσουν στα λογικά της; Και πώς πηγαίνει άραγε η προετοιμασία για τον πόλεμο στη Χώρα των Ξωτικών και στα Πέντε Βασίλεια; Τι άλλα σχέδια έχουν;
Όλα αυτά θα απαντηθούν στα επόμενα κεφάλαια. Μέχρι τότε, μην ξεχνάτε να ψηφίζετε (δεν κάνει κόπο βρε παιδιά ένα αστεράκι) και αν θέλετε να μου αφήνετε και έστω ένα σχόλιο με τη γνώμη σας. Να είστε όλοι και όλες καλά
😘🧝♀️🧝♂️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top