Κεφάλαιο 42: Ροζαλία

Η Ιφιγένεια κοιτούσε τη μαύρη γοτθική τουαλέτα στα χέρια της Ροζαλίας. Ήταν σε στενή γραμμή, από μαύρο βελούδο με διαφάνεια στο ντεκολτέ και δαντέλα στις άκρες των μακριών μανικιών.

«Σου αρέσει; Εγώ το σχεδίασα.» της είπε με περηφάνια το θηλυκό Σκοτεινό Ξωτικό, με ένα χαμόγελο ενθουσιασμού. Η Ιφιγένεια χαμογέλασε ευγενικά και είπε:

«Είναι πανέμορφο.»

«Αχ, σε ευχαριστώ. Είσαι τόσο ευγενικό πλάσμα... Καιρό έχω να ακούσω ένα καλό λόγο. Έλα, μη ντρέπεσαι. Φόρεσε το.»

Η Ιφιγένεια με προσεκτικές κινήσεις και με τη βοήθεια της Ροζαλίας φόρεσε το φόρεμα και εκείνη της κούμπωσε το φερμουάρ καθώς κοιταζόταν μελαγχολικά στον καθρέφτη.

«Γιατί είσαι τόσο καλή μαζί μου;» τη ρώτησε τότε η μικρότερη κοπέλα, όταν τελείωσαν. «Χθες, όταν με παρουσίασε σε όλους σας ο Λόρδος Άνθιμος, με υπερασπίστηκες και ήσουν η μόνη που δεν με είδε ως αντικείμενο ή γεύμα, αλλά ως ένα πλάσμα με ψυχή και συναισθήματα. Γιατί;»

Η Ροζαλία φάνηκε να μελαγχόλησε κι η ίδια στα λόγια της και την κοίταξε μέσα απ' τον καθρέφτη. Τα μάτια της, αν και κόκκινα όπως των υπόλοιπων Σκοτεινών, ήταν καλοσυνάτα και έκρυβαν πόνο. Παρά τη χλομάδα του προσώπου της ήταν πολύ γλυκιά.

«Δεν ξέρω αλήθεια.» της απάντησε αναστενάζοντας. «Υποθέτω πως... σε εσένα βλέπω τον εαυτό μου. Όπως εσύ, έτσι κι εγώ πάντα νοιαζόμουν για τους άλλους. Ως κανονικό ξωτικό πάντα βοηθούσα ξωτικά που με είχαν ανάγκη, παρόλο που δεν είχα τις θεραπευτικές σου ικανότητες... Έκανα όμως ότι μπορούσα. Το μόνο που μπορώ να κάνω πλέον είναι να σχεδιάζω ρούχα ώστε να ευχαριστώ τον Λόρδο Άνθιμο, τους υπόλοιπους Λοχαγούς καθώς και το προσωπικό του παλατιού, κι όμως δεν πήρα ποτέ έναν καλό λόγο από κανέναν τους.»

Η Ιφιγένεια την κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο.

«Σε ευχαριστώ για το φόρεμα.» της είπε.

«Παρακαλώ. Είναι χαρά μου που το φόρεσες.»

«Έχεις πολύ ωραίο στυλ και η ίδια. Πολύ ωραίο ντύσιμο.» είπε και όντως αυτό πίστευε. Φορούσε μια κόκκινη βελουτέ μπλούζα με φαρδιά μανίκια και μαύρα κουμπιά, που πίσω είχε μια ουρά που έφτανε ως τα γόνατα περίπου, ένα μαύρο σορτς επίσης βελουτέ και μαύρες μπότες που έφταναν ως τη μέση του μηρού της.

«Αλήθεια το λες; Σε ευχαριστώ.» είπε η Ροζαλία. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα χαχανητό και έπειτα μια πολύ λεπτή, γλυκιά φωνούλα που έλεγε:

«Αχ, τι γλυκιά και καλή που είναι...!»

«Ποιος το είπε αυτό;» απόρησε η Ιφιγένεια και κοίταξε τριγύρω.

«Εδώ.» ακούστηκε ξανά η φωνούλα. Ερχόταν από το μέρος της Ροζαλίας. Ένα μικροσκοπικό πλάσμα ξεπρόβαλλε πίσω απ' τα μαλλιά της και στάθηκε στον ώμο της. Η Ροζαλία γέλασε και είπε:

«Από εδώ η Λίντα, το δαιμόνιο μου. Είναι ίσως το μοναδικό δαιμόνιο που μπορεί να επικοινωνεί και με άλλους εκτός από εμένα.» Η Λίντα ήταν μια μίνι νεράιδα στο μέγεθος μιας παλάμης. Είχε ροζ μαλλιά και ένα ζευγάρι φτερά σε μια πιο ανοιχτή απόχρωση του ροζ, και φορούσε ένα μικροσκοπικό κόκκινο φορεματάκι και μαύρες μπαλαρίνες. Το μόνο στοιχείο που μαρτυρούσε ότι ανήκε σε Σκοτεινό Ξωτικό και ότι μεταμορφώθηκε μαζί με την κυρά της ήταν τα κόκκινα μάτια της, που κάποτε σίγουρα θα ήταν άλλο χρώμα.

«Είναι τόσο χαριτωμένη...» είπε η Ιφιγένεια.

«Σε ευχαριστώ, γλυκούλα. Και εσύ επίσης.» της είπε η Λίντα.

«Μου φαίνεται πολύ περίεργο που ένα δαιμόνιο μπορεί και μιλάει σε άλλους. Σίγουρα θα είναι μοναδική στο είδος της.» είπε και σκέφτηκε με θλίψη τη Νάρα. 

«Ναι, από ότι φαίνεται είναι.»

«Να της φτιάξω τα μαλλιά, Ροζαλία; Ε; Ε; Σε παρακαλώ!» αναφώνησε χαριτωμένα η Λίντα πετώντας μπροστά στο πρόσωπο της.

«Ο Λόρδος Άνθιμος την περιμένει για δείπνο, Λίντα, και ο Ωρίωνας που περιμένει απ' έξω θα μας επιπλήξει αν αργήσουμε.»

«Ω, έλα, δεν θα αργήσω... Δύο λεπτάκια θα κάνω το πολύ.» επέμεινε παρακαλώντας εκείνη, κάνοντας το δύσκολο να της αρνηθεί.

«Εντάξει.» υποχώρησε τελικά η Ροζαλία. «Υποθέτω πως πρέπει να φαίνεται τέλεια στο δείπνο, έτσι κι αλλιώς. Έλα, Ιφιγένεια. Κάθισε εδώ.» της είπε δείχνοντας της το κρεβάτι.

Η θεραπεύτρια κάθισε και το μικρό δαιμόνιο άρχισε να πετάει ανάμεσα και γύρω απ' τα μαλλιά της, να ανασηκώνει τούφες και να τις πλέκει μεταξύ τους με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο, χρησιμοποιώντας νεραϊδόσκονη, και για λίγο η Ιφιγένεια είχε ξεχάσει ότι βρισκόταν στη Σκοτεινή Διάσταση σε ένα κάστρο γεμάτο από αιμοδιψή ξωτικά.

«Μη φοβάσαι. Ο Λόρδος Άνθιμος δεν πρόκειται να σε πειράξει. Λογικά σε κάλεσε σε δείπνο για να σου μιλήσει σχετικά με τα σχέδια του και για το ρόλο σου εδώ με περισσότερες λεπτομέρειες. Και ο Ωρίωνας, μπορεί να φαίνεται τρομακτικός και άδειος από συναισθήματα, μα είναι καθήκον του να μην αφήσει κανέναν να σε βλάψει μέχρι τη μεταμόρφωση σου.» της είπε η Ροζαλία. Η Ιφιγένεια μελαγχόλησε ξανά καθώς θυμήθηκε το σκοπό για τον οποίο βρισκόταν εκεί και προσπάθησε να αλλάξει θέμα:

«Αλήθεια, εσύ πριν πόσον καιρό μεταμορφώθηκες;» τη ρώτησε. Εκείνη αναστέναξε καθώς σίγουρα ανακαλούσε τις μνήμες του παρελθόντος της και είπε:

«Πριν από είκοσι χρόνια. Θεωρούμαστε από τους πιο νέους Ξωτικόλακες, εγώ και όσοι μεταμόρφωσα μετά, καθώς είμαστε ο προτελευταίος λόχος. Ήμουν ξωτικό του αέρα προτού μεταμορφωθώ.»

«Του αέρα;  Έτσι εξηγείται το φτερωτό σου δαιμόνιο. Και... ήρθες εδώ με τη θέληση σου ή σε απήγαγαν, όπως εμένα;» τη ρώτησε διστακτικά, και αμέσως το μετάνιωσε καθώς διέκρινε τον πόνο στο βλέμμα της Ροζαλίας.

«Είναι περίπλοκο. Ακολούθησα τον Λόρδο Άνθιμο με τη θέληση μου, όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Είχα απογοητευθεί από την αγάπη, απ' την οικογένεια μου, από τον κόσμο στον οποίο ζούσα. Το λάθος μου ήταν ότι αγάπησα κάποιον με τον οποίο δεν μπορούσα να είμαι μαζί. Πόσο λάθος μπορεί να είναι όμως κάτι που σε κάνει να νιώθεις τόσο όμορφα, που όταν κοιτάς μέσα στα μάτια του όλα φαίνονται σωστά;»

Η Ιφιγένεια έφερε στο νου της τη δική της απαγορευμένη σχέση με τον Ιάσονα. Τελικά, είχε περισσότερα κοινά από όσα νόμιζε με την Όγδοη Λοχαγό του Άνθιμου. Η κοπέλα, που από ότι φαινόταν είχε ανάγκη να εξομολογηθεί σε κάποιον την ιστορία της, συνέχισε:

«Εκείνος... ήταν ο κόσμος μου όλος, κι έτσι πίστευα πως ένιωθε κι ο ίδιος. Ήταν όμως ξωτικό της φωτιάς, και μια σχέση ανάμεσα μας ήταν απαγορευμένη. Όταν οι δικοί του αποφάσισαν να τον παντρέψουν με κάποια όμοια του, στην αρχή αρνήθηκε, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει τη σχέση μας για να μη με εκθέσει. Όμως ο πατέρας του κάτι είχε υποψιαστεί, έτσι έβαλε το δαιμόνιο του να τον παρακολουθήσει μια μέρα που έφυγε και ήρθε να με δει. Μας είδε μαζί και μας ξεσκέπασαν. Οι γονείς μου ενημερώθηκαν και έγιναν έξαλλοι, τους ντρόπιασα είπαν, ατίμασα την τιμή της οικογένειας. Ο πατέρας μου με αποκλήρωσε, αλλά δεν με ένοιαζε, εγώ και εκείνος θα παλεύαμε για την αγάπη μας. Με έδιωξαν από το σπίτι και δεν είχα που να πάω, έτσι έμεινα στο δάσος, σε ένα καλυβάκι στο οποίο συναντιόμασταν, να τον περιμένω. Τρία μερόνυχτα πέρασαν και δεν είχε φανεί. Το απόγευμα της τρίτης μέρας, ήρθε και με βρήκε, για να μου πει ότι τελικά ήθελε να παντρευτεί εκείνο το ξωτικό της φωτιάς, ότι δεν είχε άλλη επιλογή και είχε κουραστεί να παλεύει για μια καταδικασμένη αγάπη. Με αρνήθηκε, και έτσι έμεινα στο δάσος μόνη, χωρίς αγάπη, χωρίς οικογένεια. Τότε ήταν που με βρήκε ο Βαρόνος, το κοράκι του Ωρίωνα, ο οποίος εμφανίστηκε λίγο μετά, μαζί με τον Λόρδο Άνθιμο. Στην αρχή φοβήθηκα όταν τους είδα, ποιος δεν θα φοβόταν βλέποντας δυο ξωτικά με κόκκινα μάτια; Όμως ο Άνθιμος με καθησύχασε, μου είπε πως δεν ήθελε το κακό μου παρά μόνο να μου προσφέρει μια καλύτερη ζωή. Τον ακολούθησα στη Σκοτεινή Διάσταση, όπου μου αποκάλυψε τα σχέδια του και μου πρότεινε να γίνω ένα μέρος αυτών. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να δεχτώ. Έτσι κι αλλιώς, δεν μου είχε απομείνει τίποτα πίσω στη Χώρα των Ξωτικών.»

Πόσο λυπητερή η ιστορία της... σκέφτηκε η Ιφιγένεια. Άραγε έτσι θα αντιδρούσε και η δική μου οικογένεια αν μάθαιναν για τη σχέση μου με τον Ιάσονα; Όχι, σίγουρα δεν θα ήταν τόσο σκληροί όσο οι γονείς της Ροζαλίας, όμως κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε αν το μάθαιναν οι Ανώτεροι Άρχοντες. Η Ροζαλία αναστέναξε και πάλι μελαγχολικά και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι.

«Λυπάμαι πολύ για όσα πέρασες.» της είπε η Ιφιγένεια.

«Συγνώμη αν σου μαύρισα την ψυχή. Απλά είχα την ανάγκη να τα μοιραστώ και με κάποιον άλλον πέραν της Λίντας που τα έζησε από πρώτο χέρι μαζί μου όλα αυτά.»

Η νεαρή μπήκε σε σκέψεις πάλι, τι κι αν δεν ήταν τόσο σατανικά τα Σκοτεινά Ξωτικά, παρά μόνο ο άρχοντας τους; Κι αν προδόθηκαν και απογοητεύθηκαν από το ίδιο τους το είδος και ο Άνθιμος πάτησε πάνω στον πόνο και την απελπισία τους για να τους πάρει με το μέρος του, δίνοντας τους έναν σκοπό, έστω και σκοτεινό; Κι αν η ιστορία του Ωρίωνα ήταν ακόμα πιο θλιβερή και έγινε έτσι τόσο ψυχρός; Ποτέ δεν θα της έλεγε όμως, ήταν σίγουρη. Η Ροζαλία τη συμπάθησε απ' την αρχή και σίγουρα της ενέπνευσε εμπιστοσύνη, για αυτό μοιράστηκε μαζί της την ιστορία της. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα μπορούσαν να γίνουν φίλες.

«Έτοιμη!» αναφώνησε η Λίντα και το χαμόγελο στόλισε ξανά το πρόσωπο της Ροζαλίας.

«Είναι πανέμορφο το χτένισμα, Λίντα. Έλα να δεις πόσο όμορφη είσαι...» είπε έπειτα στην Ιφιγένεια και την έπιασε απαλά από το χέρι για να σηκωθεί. Το χέρι της, αν και κρύο, της απέπνεε μια ζεστασιά που προερχόταν ίσως απ' την καρδιά της, η οποία δεν είχε κρυώσει εντελώς.

Την οδήγησε μπροστά απ' τον καθρέφτη. Το χτένισμα ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Μια μακριά πλεξούδα ξεκινούσε από ψηλά στο κεφάλι της, πήγαινε πλαγίως και κατέληγε μπροστά, μέχρι λίγο πιο κάτω απ' το στήθος της ενώ ήταν στολισμένη με κόκκινα λουλουδάκια τα οποία δημιούργησε με τη νεραϊδόσκονη της η Λίντα, δίνοντας έτσι λίγο χρώμα στο κατά τα άλλα μαύρο σύνολο. Παπούτσια δεν της είχε φέρει, γιατί ταίριαζαν οι μπότες που ήδη φορούσε, έτσι έβαλε αυτές.

"Είναι όντως υπέροχο. Σε ευχαριστώ."

"Παρακαλώ." της είπε.

Εκείνη τη στιγμή, ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και μπήκε ο Ωρίωνας.

«Τι κάνετε τόση ώρα; Δεν σε έφερα για να πιάσετε συζήτηση.» είπε κοιτάζοντας αυστηρά και ψυχρά τη Ροζαλία.

«Ζητώ συγνώμη, Τέταρτε. Μα έπρεπε να φτιάξουμε και ένα χτένισμα που να ταιριάζει με το φόρεμα, ώστε να παρουσιαστεί άψογη στο δείπνο της με τον Λόρδο Άνθιμο.» είπε η Ροζαλία σκύβοντας το κεφάλι.

«Καλώς. Επέστρεψε στις δουλειές σου ή σε οτιδήποτε έκανες προηγουμένως, Όγδοη. Και εσύ, ξωτικό, ακολούθησε με. Αρκετά καθυστερήσαμε.»

Η Ροζαλία και η Λίντα, η οποία πετούσε πλάι της, έριξαν μια τελευταία συμπονετική ματιά στην Ιφιγένεια, σαν να της εύχονταν καλό κουράγιο με το βλέμμα και βγήκαν, ενώ η νεαρή θεραπεύτρια ακολούθησε τον Ωρίωνα, ο οποίος κλείδωσε πίσω τους και τις δύο πόρτες, εκείνη του δωματίου της και εκείνη του προθαλάμου, και άρχισε να βαδίζει πάλι στο διάδρομο που φωτιζόταν από αρκετές δάδες στους τοίχους. Από μια άποψη, χαιρόταν η Ιφιγένεια που τουλάχιστον βγήκε από αυτό το δωμάτιο, από την άλλη όμως φοβόταν και αγχωνόταν για το επερχόμενο δείπνο, παρά τα καθησυχαστικά λόγια της Ροζαλίας ότι ο Άνθιμος δεν θα την πείραζε.

Τη νύχτα το κάστρο ήταν πιο ζωντανό από ποτέ, έτσι συνάντησαν περισσότερα Σκοτεινά Ξωτικά από ότι την προηγούμενη μέρα, τα οποία την κοιτούσαν με τον ίδιο τρόπο, κάποια με διψασμένο βλέμμα, κάποια άλλα υποτιμητικά, όμως όπως ήταν φυσικό κανένα δεν την πείραξε.

Μετά από αρκετούς διαδρόμους που διέσχισαν και σκάλες που κατέβηκαν, έφτασαν σε μια αίθουσα, η οποία ήταν πλαισιωμένη από κολώνες, χωρίς πόρτα να τη χωρίζει από το διάδρομο, μόνο μια καμάρα ενδιάμεσα στις κολώνες την οποία φρουρούσαν δυο φρουροί δεξιά κι αριστερά οι οποίοι υποκλίθηκαν ελαφρώς στον Ωρίωνα. Πέρασαν στην τραπεζαρία, η οποία ήταν στην ουσία μια μεγάλη αίθουσα με μαύρο μάρμαρο, με μοναδικό έπιπλο ένα μεγάλο ορθογώνιο τραπέζι στη μέση με επιβλητικές καρέκλες σε μαύρο και κόκκινο βελούδο. Στην κορυφή του τραπεζιού καθόταν ο Λόρδος Άνθιμος, ο οποίος σηκώθηκε αμέσως μόλις ο Τέταρτος Λοχαγός με την αιχμάλωτη του εισήλθαν στην αίθουσα. Στο βάθος της αίθουσας πίσω του, τρία ψηλά και μεγάλα παράθυρα έβλεπαν στο νυχτερινό, μαύρο ουρανό και στο άγονο και σκοτεινό τοπίο.

«Επιτέλους, Τέταρτε. Το φαγητό της καλεσμένης μου σχεδόν κρύωσε.» είπε καθώς πλησίαζε. Ήταν ντυμένος πολύ κομψά και επιβλητικά συγχρόνως, με ένα μαύρο, μεσάτο βελουτέ γιλέκο, μέσα από το οποίο φαινόταν ένα κόκκινο πουκάμισο με φαρδιά μανίκια και ένα εξίσου μαύρο παντελόνι. Τα μαλλιά του ήταν άψογα χτενισμένα προς τα πίσω και έλαμπαν, και η Ιφιγένεια πρόσεξε και αρκετά μαύρα σκουλαρίκια να κοσμούν τα μυτερά αυτιά του, κάποια ήταν απλές χάντρες και κάποια άλλα μικρές αλυσίδες που ενώνονταν μεταξύ τους.

«Η Όγδοη Λοχαγός καθυστέρησε να την ετοιμάσει, Άρχοντα μου.» του είπε ο Ωρίωνας σοβαρός.

«Χμ, μάλιστα. Δεν πειράζει, αν κρίνω από το αποτέλεσμα σίγουρα η Ροζαλία ήθελε η καλεσμένη μου να είναι άψογη. Μπορείς να πηγαίνεις, Ωρίωνα. Έχεις μία ώρα ελεύθερο χρόνο στη διάθεση σου μέχρι να έρθεις ξανά για να την οδηγήσεις στο δωμάτιο της.»

«Μάλιστα, Άρχοντα Άνθιμε.» είπε εκείνος κλείνοντας το κεφάλι και έφυγε από την αίθουσα.

Ο Άνθιμος κοίταξε την Ιφιγένεια και της χαμογέλασε, όμως για κάποιο λόγο το χαμόγελο του δεν της απέπνεε σιγουριά και άνεση αλλά αμηχανία και φόβο.

«Πέρασε στο τραπέζι, Ιφιγένεια, προτού κρυώσει εντελώς το φαγητό σου.» της είπε αγγίζοντας την πλάτη της απαλά και οδηγώντας την στο τραπέζι. Της έσυρε την καρέκλα που βρισκόταν ακριβώς απέναντι του, στην άλλη άκρη του τραπεζιού, κι η νεαρή κάθισε με δισταγμό σ' αυτήν. Τότε πρόσεξε το φαγητό της, που ήταν το τελευταίο που την ένοιαζε. Ήταν ψητές ντομάτες γεμιστές με ρύζι και διάφορα μυρωδικά, συνοδευόμενες από στρογγυλές πατάτες φούρνου.

Ο Άνθιμος κάθισε ξανά στη θέση του. Μπροστά του δεν υπήρχε φαγητό, αλλά ένα κρυστάλλινο, κολονάτο ποτήρι με ένα κόκκινο υγρό το οποίο ήταν σίγουρη τι ήταν.

«Με συγχωρείς που δεν θα φάω μαζί σου, όμως λόγω της φύσης μου καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ. Θα σου κάνω όμως παρέα πίνοντας σιγά- σιγά το αίμα μου.» Η Ιφιγένεια κοίταξε με αηδία το «ποτό» του.

Ποιον σκότωσε άραγε για να το πάρει αυτό; Σκέφτηκε. Εκείνη τη στιγμή ένας σερβιτόρος εμφανίστηκε δίπλα της, τόσο αθόρυβα που την τρόμαξε. Κρατούσε ένα μπουκάλι στο χέρι του με το οποίο σέρβιρε ένα ροζέ αφρώδες υγρό στο δικό της ποτήρι.

«Μην ανησυχείς. Είναι απλά αφρώδης οίνος. Επέλεξα τον πιο ελαφρύ για εσένα.» της εξήγησε ο Άνθιμος. «Όσο για το αίμα που πίνω εγώ, αγαπητή μου, δεν χρειάστηκε να θυσιαστεί καμία αθώα ψυχή για να το πάρω.» συμπλήρωσε, αφήνοντας την έκπληκτη. Ήταν σαν να διάβασε την προηγούμενη σκέψη της.

«Βλέπεις, εμείς τα Ξωτικά- Βρικόλακες δεν είμαστε σαν τους άλλους τους βάρβαρους, τους κλασικούς βρικόλακες που προέρχονται από θνητούς. Εμείς κάνουμε τα πάντα με έναν πιο... εκλεπτυσμένο τρόπο και αποφεύγουμε να λερώνουμε τα χέρια μας. Ο Δεύτερος Λόχος με Λοχαγό την Εύα, είναι υπεύθυνοι για την προμήθεια αίματος από τον Κόσμο των Ανθρώπων. Μεταφέρουν αίμα από τη Διάσταση του Κόσμου με επικοινωνία μέσω προμηθευτών, οι οποίοι είναι θνητοί που με υπηρετούν κρυφά. Οι προμηθευτές στέλνουν στον Τρίτο Λόχο αίμα από νοσοκομεία, το οποίο στη συνέχεια με τη χρήση Κόκκινης Μαγείας κλωνοποιείται και μεταφέρεται σε όλες τις λίμνες και τα ποτάμια της Σκοτεινής Διάστασης για να τρεφόμαστε όλοι με αυτό. Κατά διαστήματα, οι προμηθευτές στέλνουν ανθρώπους ως τροφή στη Σκοτεινή Διάσταση, κακοποιούς συνήθως, όμως μόνο εγώ και οι λοχαγοί μου έχουμε το προνόμιο να πίνουμε αίμα απευθείας από αυτούς, για να μειώσουμε την πιθανότητα να γίνουν οι υπόλοιποι υπήκοοι ανεξέλεγκτα αιμοδιψή όντα. Όσο για το δικό σου φαγητό, κάποιοι υπήκοοι μου ήταν στο παρελθόν μάγειρες, έτσι τους προσέλαβα με σκοπό να μαγειρεύουν ειδικά για εσένα μέχρι να μεταμορφωθείς.»

Η Ιφιγένεια είχε σοκαριστεί με όλες αυτές τις πληροφορίες. Είχε φροντίσει πραγματικά για όλα μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Σίγουρα χρειαζόταν πολύ έξυπνο μυαλό για να τα σκεφτεί κανείς όλα αυτά και το μυαλό του Λόρδου Άνθιμου ήταν τόσο έξυπνο, που την τρόμαζε. Τι θα γινόταν όταν επιτίθονταν στους δικούς της; Πώς θα τα έβαζαν όλοι τους με αυτούς και με μια τέτοια σατανική ιδιοφυία;

Μην του δείξεις ότι φοβάσαι! Είπε στον εαυτό της από μέσα της και τον κοίταξε γενναία στα μάτια. Πρέπει να παραμείνεις δυνατή για χάρη όλων τους, για χάρη της πατρίδας, των γονιών σου, των φίλων σου, του Ιάσονα. Ο γλυκός μου ο Ιάσονας... Τι να κάνει άραγε τώρα; Ήταν σίγουρη πως δεν θα δίσταζε να τα βάλει μέχρι και με τον ίδιο τον Άνθιμο για να τη σώσει και τρόμαζε στη σκέψη ότι θα μπορούσε να του συμβεί το οτιδήποτε. Θυμήθηκε ξανά όλες τις στιγμές που πέρασαν μαζί και ήταν έτοιμη να δακρύσει. Όμως η φωνή του Λόρδου Άνθιμου διέκοψε τις σκέψεις της:

«Ω... Ώστε όντως τρέφεις αισθήματα για εκείνον τον νεαρό μάγο και από ότι φαίνεται, και εκείνος το ίδιο για εσένα. Ενδιαφέρον...»

Τον κοίταξε ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια της.

Πώς...; Αναρωτήθηκε μέσα της.

«Ω, ναι συγνώμη... Δεν σου αποκάλυψα ακόμα το πιο βασικό. Διαβάζω τις σκέψεις, καλή μου. Δεν μπορείς να κρυφτείς από εμένα.» της είπε και τρομοκρατήθηκε ακόμα περισσότερο. «Στην αρχή μου ήταν δύσκολο, άκουγα γύρω μου τις σκέψεις ολονών και τρελαινόμουν. Όμως, πλέον έχω εξασκήσει τόσο αυτή την ικανότητα, ώστε να μπορώ να επιλέγω εγώ τίνος τη σκέψη να ακούσω, τις περισσότερες φορές. Κανονικά δεν χρειάζεται καν να μιλάς μαζί μου, αλλά δεν θα ήθελα να κάνω μονόλογο... Οπότε, μπορείς να λες οτιδήποτε σκέφτεσαι, γιατί θα είναι πολύ άβολο να μου μιλάς με το μυαλό και εγώ να μιλάω μόνος μου.»

Η Ιφιγένεια θυμήθηκε ξανά το λόγο που βρισκόταν εκεί και συγκρατώντας την ψυχραιμία της ρώτησε:

«Ποια είναι τα σχέδια σου, Άνθιμε; Για αυτό δεν με κάλεσες σε δείπνο;»

«Μα ναι, φυσικά, μικρή μου, θα φτάσω και εκεί. Για αρχή όμως απόλαυσε το φαγητό σου... Ο σεφ έβαλε όλη του την τέχνη απόψε. Φάε λοιπόν...» της είπε δείχνοντας το πιάτο της. Η Ιφιγένεια δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Πεινούσε άλλωστε, και το πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή ήταν να επιβιώσει. Πήρε το πιρούνι της και έκοψε διστακτικά ένα κομμάτι. Η ψητή ντομάτα σε συνδυασμό με το ρύζι ήταν πεντανόστιμη, όμως δεν μπορούσε να την απολαύσει στη σκέψη πως ήταν φυλακισμένη σε αυτό το κάστρο και ότι ο άνδρας απέναντι της ήταν ένα σατανικό πλάσμα που κρυβόταν πίσω από την ευγένεια του. Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις, να σκεφτεί κάτι άλλο, ένιωθε άβολα που ήξερε πως γνώριζε τι σκεφτόταν.

«Λοιπόν, σήμερα το πρωί επισκέφθηκα τον Άρχοντα σου.» της είπε ξαφνικά και αμέσως σταμάτησε να τρώει και τον κοίταξε σοκαρισμένη.

«Τι του έκανες;» ρώτησε με αγωνία, αλλά ψύχραιμα.

«Τον χτύπησα λίγο, γιατί από φόβο μου επιτέθηκε πρώτος, αλλά θα είναι εντάξει. Τον ενημέρωσα ότι είσαι καλά στην υγεία σου και του αποκάλυψα τα σχέδια μου, αυτά που θα αποκαλύψω και σε εσένα μόλις τώρα, μόνο που σε εσένα θα πω πολλά περισσότερα, θα σου διηγηθώ την ιστορία της Σκοτεινής Διάστασης και των Σκοτεινών Ξωτικών από την αρχή.» της απάντησε και ήπιε μια γουλιά από το αίμα. Σκούπισε τα χείλη του με μια πετσέτα κι έπειτα άρχισε να της αφηγείται την ιστορία, παροτρύνοντας την πότε- πότε να τρώει και να πίνει απ' το κρασί της.

************

Δεν ξέρω πώς σας φαίνεται αυτό το κεφάλαιο. Εγώ πάντως δεν είμαι και τόσο ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα... Αλλιώς το φανταζόμουν. Ελπίζω να επανορθώσω στο επόμενο. 

Πώς σας φάνηκε η Ροζαλία και η ιστορία της; Η συμπεριφορά του Άνθιμου στο δείπνο; 

Θα δούμε και τη δική του ιστορία κάποια στιγμή, όμως όχι ακόμα. Για αρχή θα δούμε την ιστορία του από τη στιγμή που αποφάσισε να δημιουργήσει τη Σκοτεινή Διάσταση, μαζί με έναν βρικόλακα και έναν μάγο, καθώς και τους σκοπούς του λίγο πιο αναλυτικά. Μέχρι τότε, μην ξεχνάτε να ψηφίσετε αν σας άρεσε έστω και λίγο το κεφάλαιο και αν θέλετε να αφήσετε και κάποιο σχόλιο! 😘🧝‍♂️🧝‍♀️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top