Κεφάλαιο 39: Αιχμάλωτη
Όλοι είχαν εντυπωσιαστεί έπειτα από τη θεραπεία και επαναφορά του χεριού του Αντίνοου.
«Και αυτή, κυρίες και κύριοι, είναι η σπάνια δύναμη της Θεραπεύτριας Ιφιγένειας. Αυτός είναι ο λόγος που επέλεξα αυτήν ανάμεσα σε τόσους άλλους θεραπευτές.» είπε ο Λόρδος Άνθιμος.
«Θα είναι πράγματι μια πολύτιμη βοήθεια στα σχέδια μας, Άρχοντα μου.» είπε η Εύα.
«Ειδικά αν παραμείνουν οι θεραπευτικές της ικανότητες μετά τη μεταμόρφωση.» συμπλήρωσε ο Αδάμ.
«Εγώ το ξέρω ήδη.» μίλησε ο Αρίσταρχος. «Έχω δει αρκετές πιθανές προβλέψεις με αυτήν, και στις περισσότερες κάνει πολύ σπουδαία πράγματα για εμάς.» Τι εννοεί; Σκέφτηκε σοκαρισμένη η Ιφιγένεια.
Προβλέπει το μέλλον, σαν τον Ιάσονα; Είναι μια από τις ειδικές ικανότητες των ανώτερων πέντε που ανέφερε ο Λόρδος Άνθιμος; Έχουν και άλλες μαγικές δυνάμεις; Και καθώς τα σκεφτόταν αυτά, τόσο πιο απελπισμένη ένιωθε.
Δεν ήθελε να πολεμήσει για αυτούς... Η θέση της ήταν να θεραπεύει τους δικούς της, να πολεμήσει για την πατρίδα της, όχι να γίνει Σκοτεινό Ξωτικό. Τι θα έκανε τώρα; Ο φόβος την είχε κυριεύσει, μα τον έκρυβε όσο μπορούσε.
«Είστε σοβαροί;!» άκουσε μια γυναικεία φωνή ανάμεσα τους. Ήταν η Ροζαλία, η κοπέλα με τα γκρίζο- ροζ μαλλιά που την είχε κοιτάξει συμπονετικά πριν από λίγο. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της. Την πλησίασε και τη ρώτησε:
«Πόσων χρονών είσαι, γλυκιά μου;»
«Δεκαεφτά...» απάντησε.
«Είναι παιδί ακόμα, μόλις δεκαεφτά χρονών! Θα καταστρέψετε τη ζωή της από τόσο νωρίς;! Γνωρίζετε τι επιπτώσεις θα έχει αν τη μεταμορφώσουμε προτού την ενηλικίωση της;!»
«Δεν είναι ώρα για... γυναικεία αλληλεγγύη, Ροζαλία.» της είπε ο Αδάμ σε ελαφρώς ειρωνικό τόνο και κάποιοι γέλασαν σιγανά.
«Όχι, Αδάμ. Έχει ένα δίκιο η Όγδοη Λοχαγός. Ούτως η άλλως, αγαπητή Ροζαλία, δεν σκοπεύουμε να τη μεταμορφώσουμε προτού κλείσει τα δεκαοχτώ. Θα τη χρησιμοποιήσουμε στον πόλεμο με τις δυνάμεις της όπως είναι τώρα.» είπε ο Λόρδος Άνθιμος.
Η Ιφιγένεια έπνιξε ένα επιφώνημα φόβου, ενώ επικράτησε για λίγο μια μικρή αναστάτωση μεταξύ των παρευρισκομένων, οι μισοί έλεγαν ότι δεν θα μπορούσε να πολεμήσει έτσι και θα σκοτωνόταν ενώ οι άλλοι μισοί υποστήριζαν ότι θα ήταν μια χαρά, εκτός από τον Ωρίωνα και την Ελπινίκη που παρέμειναν αμέτοχοι.
«Εγώ λέω να της πιούμε το αίμα, να μη χαθεί άδικα, αν είναι έτσι...» είπε ο Νικηφόρος και την πλησίασε επικίνδυνα γλύφοντας τα χείλη του διψασμένα.
«Καθόλου κακή ιδέα, φίλε μου. Μπορούμε να πολεμήσουμε και χωρίς αυτήν.» είπε ο Φοίβος. Εν τω μεταξύ οι υπόλοιποι συνέχισαν να τσακώνονται.
«ΣΙΩΠΗ! Μη μιλάει κανείς και μη σκέφτεστε για λίγο!» επέβαλλε την τάξη φωνάζοντας ο Άνθιμος. Μόλις σώπασαν όλοι και τον κοίταξαν, συνέχισε με πιο ήρεμη φωνή:
«Επειδή βλέπω ότι έφερε ήδη την αναστάτωση ανάμεσα σας, και επειδή αρκετοί κάνετε και πονηρές σκέψεις για αυτήν επιπλέον, το κορίτσι από εδώ και στο εξής θα είναι στην ευθύνη του Λοχαγού Ωρίωνα, ο οποίος θα την προστατεύει μέχρι τη στιγμή που θα τη χρησιμοποιήσουμε. Ωρίωνα, οδήγησε σε παρακαλώ τη φιλοξενούμενη μας στο δωμάτιο της.»
«Μάλιστα.» αποκρίθηκε εκείνος και αφού προχώρησε, σταμάτησε μπροστά της και χωρίς να την κοιτάξει είπε: «Ακολούθησε με, κορίτσι.»
Κανένας δεν είπε άλλη κουβέντα.
«Και τώρα διαλυθείτε όλοι και επιστρέψτε στις δουλειές σας.» άκουσε τον Άνθιμο να λέει καθώς εκείνη ακολουθούσε τον Ωρίωνα ανάμεσα απ' το πλήθος στο βάθος της αίθουσας.
Μια δρύινη πόρτα άνοιξε και βγήκαν σε ένα διάδρομο με μαύρους τοίχους και κόκκινο χαλί. Διέσχισαν αρκετούς ακόμα διαδρόμους και ανέβηκαν πολλά σκαλιά. Αυτό το κάστρο ήταν τεράστιο, σίγουρα η Ιφιγένεια θα χανόταν αν την άφηναν μόνη της εκεί μέσα. Ούτως η άλλως όμως δεν θα επιβίωνε αν προσπαθούσε να το σκάσει, όχι με τόσους ξωτικοβρικόλακες που διψούσαν για το αίμα της. Από όπου περνούσαν, αρκετοί από αυτούς την κοιτούσαν με ξεκάθαρη λαχτάρα στο βλέμμα, κάποιοι μάλιστα έγλυφαν τα χείλια τους, και ήταν βέβαιη πως αν δεν ήταν ο Τέταρτος Λοχαγός μπροστά, θα της επιτίθονταν ενδίδοντας στη δίψα τους για το αίμα της. Ξεροκατάπιε σε αυτή τη σκέψη. Ο Ωρίωνας, που περπατούσε μπροστά της αμίλητος δεν έκανε πιο εύκολη την κατάσταση, δεν την παρηγορούσε καθόλου το γεγονός ότι αυτός θα ήταν από εδώ και στο εξής ο φύλακας της.
Σταμάτησαν μπροστά από μία διπλή δρύινη πόρτα, σε έναν από τους μακρόστενους, φαρδιούς διαδρόμους. Ο Ωρίωνας την άνοιξε και βρέθηκαν σε ένα μικρό προθάλαμο με δύο μαύρους καναπέδες αντικριστά. Μπροστά τους υπήρχε μία ακόμα πόρτα, επίσης ξύλινη αλλά πιο απλή απ' την προηγούμενη. Ο Ωρίωνας την άνοιξε και της έκανε νόημα να περάσει μέσα.
Το δωμάτιο της ήταν πολύ διαφορετικό από όσο το είχε φανταστεί. Ήταν αρκετά μεγάλο για να θεωρείται φυλακή, και μόνο τα κάγκελα στο παράθυρο που βρισκόταν στην ευθεία της το υπενθύμιζαν αυτό. Αριστερά από το παράθυρο στον τοίχο υπήρχε ένα κρεβάτι με λευκούς κίονες και ουρανό, μαύρο πάπλωμα και μαξιλάρια. Στον δεξιό τοίχο του δωματίου υπήρχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία και στη γωνία δίπλα από αυτήν, ένα τζάκι αναμμένο και ένας κόκκινος, βελούδινος καναπές μπροστά του. Η μοκέτα ήταν κόκκινη και από το ταβάνι κρεμόταν ένας ασημένιος πολυέλεος με κρύσταλλα που φώτιζε ελαφρώς το δωμάτιο. Υπό άλλες συνθήκες, η Ιφιγένεια μπορεί και να ένιωθε άνετα σε αυτό το δωμάτιο. Όχι όμως και τώρα.
«Αυτό θα είναι το δωμάτιο σου για όσο καιρό παραμείνεις μαζί μας, μέχρι να έρθει η στιγμή να σε χρησιμοποιήσουμε.» ξεκίνησε να της εξηγεί ο Ωρίωνας. «Εκείνη η πόρτα οδηγεί στο μπάνιο.» της είπε δείχνοντας μία λευκή πόρτα στον αριστερό τοίχο. «Θα απευθύνεσαι μόνο σε εμένα για το οτιδήποτε, όχι στο υπηρετικό προσωπικό που πιθανόν θα έρχεται για να σου φέρει το φαγητό σου ή να καθαρίσει το δωμάτιο, εκτός και αν σου δώσω εγώ την άδεια. Θα βρίσκομαι απ' έξω σχεδόν όλον αυτόν τον καιρό, και αν χρειαστεί να λείπω θα αφήνω κάποιον έμπιστο στο πόστο μου. Δεν θα με καλείς χωρίς ιδιαίτερο λόγο και θα κάνεις ό,τι σε διατάζω. Τώρα, φόρεσε τα ρούχα που υπάρχουν πάνω στο κρεβάτι. Έχεις πέντε λεπτά για να ετοιμαστείς. Θα επιστρέψω και θέλω να είσαι έτοιμη.» Είπε αυτά με την παγερή φωνή του, σαν να διάβαζε κανόνες μέσα από κάποιο τετράδιο, και έπειτα βγήκε κλείνοντας την πόρτα.
Η Ιφιγένεια έμεινε μόνη της στο δωμάτιο και πλησίασε το κρεβάτι. Δεν είχε προσέξει τα ρούχα που βρίσκονταν ακουμπισμένα σε αυτό. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για ένα μαύρο φόρεμα που θύμιζε πολύ το ντύσιμο όλων των σκοτεινών ξωτικών. Το επάνω μέρος είχε δαντέλα στο στήθος, στους ώμους και στα μανίκια, στη μέση ήταν δερμάτινο και έδενε με λουριά μπροστά στο ύψος της κοιλιάς περίπου ενώ το κάτω μέρος είχε ασύμμετρες άκρες. Συνοδευόταν από ένα ζευγάρι μαύρες, δερμάτινες μπότες που έδεναν με κορδόνια ψηλά.
Είχε πέντε λεπτά και καμία επιλογή να αρνηθεί. Έτσι, τα φόρεσε και πλησίασε τον καθρέφτη που βρισκόταν επίσης στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι. Το φόρεμα της έφτανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο, κατά έναν περίεργο τρόπο εφάρμοζε πάνω της λες και είχε φτιαχτεί ειδικά για αυτήν, ενώ οι μπότες ήταν στο νούμερο της και της έφταναν ως το γόνατο. Χαμογέλασε με θλίψη. Παρόλο που δεν ντυνόταν συχνά στα μαύρα, κάτω από άλλες συνθήκες θα της άρεσε αυτό το φόρεμα. Ήταν κάτι διαφορετικό και σίγουρα θα άρεσε και στον Ιάσονα.
Ο Ωρίωνας τουλάχιστον ήταν διακριτικός και χτύπησε την πόρτα, για να βεβαιωθεί πως είχε ντυθεί το κορίτσι. Εκείνη του απάντησε πως ήταν έτοιμη και μπήκε στο δωμάτιο. Πλησίασε και την κοίταξε από πάνω ως κάτω εξεταστικά, με ανέκφραστο ύφος.
Τι θα μου κάνει τώρα; Αναρωτήθηκε με φόβο. Όχι, αποκλείεται να με πειράξει. Ο Λόρδος Άνθιμος του ανέθεσε να με προσέχει και εκτός αυτού τους είμαι πολύτιμη. Δεν τους συμφέρει να με βλάψουν, παρόλο που ορισμένοι δεν ελέγχουν τις ορμές τους.
«Από εδώ και στο εξής, είσαι μία από εμάς, και ας έχεις ακόμα ξωτικό αίμα στις φλέβες σου και μια καρδιά που χτυπάει δυνατά από φόβο.» της μίλησε.
Ακούει την καρδιά μου; Φυσικά και την ακούει, οι βρικόλακες έχουν υπερφυσική ακοή, και αυτοί έχουν πάρει όλες τις υπερφυσικές τους δυνάμεις.
«Η ψυχή σου ανήκει ήδη στον Άρχοντα Άνθιμο.» συνέχισε. «Για αυτό πρέπει να κάνεις ό,τι διαταγή σου μεταφέρει εκείνος μέσω εμού, αν θέλεις να επιζήσουν οι δικοί σου μέχρι τον πόλεμο. Αυτή είναι η πρώτη διαταγή: κάθε πρωί στις εννέα ακριβώς θα μπαίνω στο δωμάτιο σου για επιθεώρηση. Θέλω να έχεις ξυπνήσει, να έχεις ντυθεί και να έχεις τακτοποιήσει το κρεβάτι σου. Ένας υπηρέτης θα σου σερβίρει πρωινό, το οποίο δεν είναι δικαίωμα σου, αλλά υποχρέωση να το φας όπως και τα υπόλοιπα γεύματα της ημέρας, γιατί σε θέλουμε ζωντανή και ακμαία. Τώρα θα φύγω και θα σε αφήσω. Θα επιστρέψω το μεσημέρι μαζί με έναν υπηρέτη με το φαγητό σου.» είπε και στράφηκε αμέσως να φύγει.
Η Ιφιγένεια ένιωσε οργή μέσα της, τώρα που ο πρώτος φόβος είχε αρχίσει να υποχωρεί. Πώς ήταν δυνατόν να της έλεγε πως ήταν μία από αυτούς τη στιγμή που της φερόταν σαν κατώτερη;
«Δεν είμαι μία από εσάς!» αναφώνησε. Ο Ωρίωνας κοντοστάθηκε λίγο πριν ανοίξει την πόρτα και την κοίταξε με απορία.
«Είμαι αιχμάλωτη σας. Με εκβίασες για να έρθω εδώ και θα με κρατάς φυλακισμένη σε ένα κελί μεταμορφωμένο σε δωμάτιο πριγκίπισσας. Ακόμα και αν γίνω σαν εσάς, δεν θα ανήκω ποτέ στα αλήθεια στον Λόρδο Άνθιμο τη στιγμή που είμαι εδώ παρά τη θέληση μου και με απειλές.» του είπε κοιτάζοντας τον με θάρρος, και ας έτρεμε μέσα της. «Δεν θα γίνω ποτέ ένα πιόνι του σαν εσένα.» Αυτό το τελευταίο της ξέφυγε, το είπε παρασυρμένη από τα συναισθήματα οργής και θλίψης εκείνη τη στιγμή. Φοβήθηκε πολύ για την αντίδραση του, όμως εκείνος απλά στράφηκε πάλι προς την πόρτα και βγήκε χωρίς να της πει λέξη παραπάνω. Η Ιφιγένεια ένιωσε μια μικρή περηφάνια μέσα της που έκανε μια πρώτη προσπάθεια να τους αντισταθεί έστω και έτσι.
{...}
Ο Ιάσονας είχε δει ένα πολύ περίεργο όνειρο εκείνη τη νύχτα, σίγουρος πως ήταν ένα από τα πολλά προφητικά του όνειρα. Είδε ένα κάστρο με μαύρους τοίχους, είδε πολλά ξωτικά με κόκκινα μάτια και χλωμό δέρμα καθώς διέσχιζε νοερά τους διαδρόμους του κάστρου. Είδε πολλά από εκείνα τα ξωτικά να μπήγουν τα δόντια τους σε σάρκες ανθρώπων και να καταβροχθίζουν το αίμα τους.
Έπειτα είδε την Ιφιγένεια πίσω από μαύρα κάγκελα και αμέσως μετά τον Ωρίωνα. Τέλος, είδε σε μια μεγάλη αίθουσα, να κάθεται σε ένα θρόνο ένα ακόμα σκοτεινό ξωτικό με μακριά καστανά μαλλιά, που δεν είχε ξαναδεί ούτε στους εφιάλτες του μα ούτε και ξύπνιος. Τον κοίταξε και του χαμογέλασε ειρωνικά, έπειτα έτεινε προς το μέρος του σαν πρόποση ένα ποτήρι με αίμα και ήπιε από αυτό.
Ξύπνησε πολύ ανήσυχος, αν και όχι τόσο τρομαγμένος όπως άλλες φορές. Βρισκόταν και πάλι στο δωμάτιο του, στο εξοχικό του Άρχοντα Νίμου στην Ανφάνη. Περίεργο... Ποτέ πριν δεν είχε δει προφητικά όνειρα όλον αυτόν τον καιρό που βρισκόταν στη Χώρα των Ξωτικών, λες και το γαλήνιο αυτό κλίμα τον γιάτρευε και ηρεμούσε τους εφιάλτες του. Αυτό ήταν που τον ανησύχησε και πιο πολύ. Θυμήθηκε ότι στο όνειρο του είδε και την Ιφιγένεια...
«Η Ιφιγένεια!» αναφώνησε έντρομος και πετάχτηκε πάνω. Έξω είχε ξημερώσει για τα καλά.
Βγήκε και πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο της, ευχόμενος το προφητικό όνειρο που μόλις είδε με εκείνη να μην είχε γίνει ήδη πραγματικότητα...
«Ιφιγένεια!» φώναξε και κοπάνησε δυνατά την πόρτα. Όταν χτύπησε μερικές φορές ακόμα και δεν πήρε απάντηση, άνοιξε και μπήκε μέσα. Δεν υπήρχε ίχνος της Ιφιγένειας στο δωμάτιο. Στο μεταξύ είχαν ακούσει τη φασαρία και οι φίλοι του από τα διπλανά δωμάτια, καθώς και οι γονείς της.
«Τι συμβαίνει, παιδί μου; Μας τρόμαξες... Έπαθε κάτι η Ιφιγένεια;» άκουσε τη φωνή του Ζαχαρία καθώς έμπαιναν και εκείνοι στο δωμάτιο. Ο Ιάσονας στεκόταν στο κέντρο του δωματίου πιάνοντας τα μαλλιά του απελπισμένος.
«Ιάσονα, τι συνέβη;!» φώναξε ανήσυχη η Χρυσάνθη.
«Η Ιφιγένεια λείπει... Και είδα... Είδα ένα προφητικό όνειρο με εκείνη...»
«Μη μας τρομάζεις! Τι είδες;!» αναφώνησε ο Ζαχαρίας.
Δίπλα του στέκονταν ο Γιάννης κι ο Ηρακλής και είχαν την ίδια ανησυχία στο βλέμμα.
«Ας μην ανησυχήσουμε από τώρα...» είπε τελικά. «Ας επιβεβαιώσουμε πρώτα ότι λείπει και ύστερα θα σας πω τι είδα.»
«Συμφωνώ. Μπορεί να σηκώθηκε νωρίτερα και να πήγε καμιά βόλτα.» είπε ο Ηρακλής, ψύχραιμος όπως πάντα.
«Εντάξει, ας ψάξουμε.» είπε η Χρυσάνθη, χωρίς να φεύγει όμως η αγωνία για την κόρη της από το πρόσωπο της.
«Ψάξε να βρεις τη Νάρα. Εκείνη σίγουρα θα ξέρει που βρίσκεται η Ιφιγένεια.» είπε ο Ζαχαρίας στο δαιμόνιο του, τον Λίνιο, που βρισκόταν μπροστά, ανοίγοντας την πύλη για τη Διάσταση των Δαιμονίων. Ο λευκός γάτος νιαούρισε μια φορά προς κατάφαση και πέρασε μέσα απ' τη μικρή πύλη.
«Πείτε όλοι και στα δαιμόνια σας να ψάξουν. Αν βρούμε τη Νάρα, θα βρούμε και την κόρη μου.» είπε έπειτα σε όσα ξωτικά βρίσκονταν μπροστά, δηλαδή στη Χρυσάνθη, στη Φωτεινή, στην Ηλέκτρα και στον Σεραφείμ. Εκείνοι κάλεσαν αμέσως τα δαιμόνια τους και τους μετέφεραν το μήνυμα.
Ο Ιάσονας πήγε ξανά στο δωμάτιο του, ντύθηκε και αφού πήρε το σπαθί για σιγουριά, πήγε μαζί με τον Γιάννη και τον Ηρακλή να ψάξουν τριγύρω. Ειδοποιήθηκε ο Άρχοντας Έλιος, η Λαίδη Αθηνά και η Λαίδη Ανδριάνα, και φυσικά ο Άρχοντας Νίμος, ο οποίος κινητοποίησε ολόκληρο το προσωπικό του αρχοντικού και τους φρουρούς του να ψάξουν.
Την έψαξαν σε όλο το κτήριο, στους κήπους και στην παραλία, ορισμένοι πήγαν μέχρι το κέντρο της Ανφάνης, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το κινητό της το είχε αφήσει στο δωμάτιο της, οπότε δεν μπορούσαν να την καλέσουν που θα ήταν κι η εύκολη λύση.
Μετά από αρκετή ώρα αναζήτησης, μαζεύτηκαν όλοι στο μεγάλο σαλόνι και είπαν πως όλες οι προσπάθειες τους ήταν άκαρπες. Την ίδια στιγμή ο Έλιος διέταξε να καλέσουν όλοι πίσω τα δαιμόνια τους. Απάντησε ο Λυκούργος (το δαιμόνιο- λύκος του Έλιου) για όλους:
«Δεν βρήκαμε πουθενά τη Νάρα, Άρχοντα μου.» είπε στον αφέντη του.
Έτσι, έφτασαν όλοι σε ένα σοκαριστικό συμπέρασμα, το οποίο θα ενέτεινε ακόμα περισσότερο τις ανησυχίες τους: η Ιφιγένεια εξαφανίστηκε.
«Εκείνοι την πήραν.» είπε τότε ο Ιάσονας και όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του. «Τα Σκοτεινά Ξωτικά την απήγαγαν, είμαι σίγουρος. Το είδα στο όνειρο μου.» Μια σιγή ανησυχίας έπεσε στην αίθουσα και ο Ζαχαρίας αγκάλιασε παρηγορητικά τη σύζυγο του.
«Είμαι σίγουρος ότι ήρθε και την άρπαξε εκείνος ο τύπος με το περίεργο όνομα που έχει το κοράκι.» είπε ο Αδριανός. «Οράτιος, Ορέστης, κάπως έτσι.»
«Ωρίωνας.» είπε ο Ιάσονας, που θυμόταν καλά το όνομα και το ανέκφραστο πρόσωπο εκείνου του σκοτεινού ξωτικού. Και αν όντως είχε αρπάξει εκείνος την Ιφιγένεια θα γινόταν ο χειρότερος εχθρός του.
«Τον είδα και αυτόν στον ύπνο μου. Είδα και έναν ακόμα από αυτούς, είχε ακόμα πιο επιβλητική παρουσία και καθόταν σε ένα θρόνο.»
«Ο άρχοντας τους.» συμπέρανε ο Έλιος.
«Τι θα κάνουμε, Άρχοντα Έλιε;» ρώτησε με την ανησυχία έκδηλη στη φωνή του ο Ζαχαρίας.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα προς το παρόν.» απάντησε εκείνος προς μεγάλη έκπληξη όλων.
«Όχι! Δεν θα αφήσουμε την Ιφιγένεια έρμαιο εκείνων των αιμοδιψών ξωτικών!» ύψωσε τη φωνή του ξεσπώντας ο Ιάσονας. «Βρείτε μου ένα τρόπο να μπω μέσα στη Διάσταση τους να τη σώσω!»
«Ηρέμησε σε παρακαλώ. Καταρχάς, δεν μπορείς να πας εκεί πέρα μόνος σου.»
«Τότε θα πάμε όλοι εμείς μαζί του! Έτσι, παιδιά;» είπε αποφασισμένος ο Γιάννης κοιτάζοντας όλους τους φίλους του, παλιούς και νέους. Όλοι ένευσαν με την ίδια αποφασιστικότητα και θάρρος.
«Σας παρακαλώ, σκεφτείτε την πρόταση του Ιάσονα, Άρχοντα μου.» είπε ο Ζαχαρίας. «Μπορούμε να στείλουμε ένα στράτευμα μαζί με τον Ιάσονα και να ελευθερώσουμε την Ιφιγένεια.»
«Θα μπορούσαμε, όμως δυστυχώς δεν μπορούμε να ανοίξουμε έτσι απλά πύλες στη Σκοτεινή Διάσταση. Θα πρέπει να απευθυνθούμε στους Χρονομάγους. Ακόμα και κάποιοι από αυτούς αν μπορούν όμως, δεν ξέρουμε τι δυσάρεστες εκπλήξεις θα μας επιφυλάσσει ο εχθρός εκεί. Είναι πολύ επικίνδυνο, όσοι και αν είμαστε.»
«Και τι προτείνετε να κάνουμε;!» αναφώνησε η Χρυσάνθη. «Να αφήσουμε την κόρη μας αιχμάλωτη τους;!»
«Έχετε κάθε δίκιο να ανησυχείτε και πιστέψτε με, ανησυχώ και εγώ το ίδιο. Εγώ και η Λαίδη Αθηνά έχουμε σχεδόν μεγαλώσει μαζί σας την Ιφιγένεια και τη βλέπουμε και σαν δική μας κόρη, όμως δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει αυτό που ζητάτε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε την επόμενη κίνηση του εχθρού. Εκείνος ο Άρχοντας Άνθιμος παρακολουθούσε εδώ και καιρό την Ιφιγένεια μέσω του κατασκόπου του, πράγμα που σημαίνει ότι σχεδίαζε την απαγωγή της εδώ και καιρό. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για ποιο λόγο, πάντως τη χρειάζονται, οπότε σίγουρα δεν σκοπεύουν να τη βλάψουν.»
Μια πολύ σκοτεινή σκέψη πέρασε από το μυαλό του Ιάσονα και αποφάσισε να τη μοιραστεί με όλους:
«Κι αν σκοπεύουν να τη μεταμορφώσουν και να την κάνουν σαν αυτούς;!» αναφώνησε. «Και πάλι ζωντανή θα είναι, μα και νεκρή συγχρόνως! Αυτό θέλετε για εκείνη, Άρχοντα Έλιε;» Πλησίασε τον Ζαχαρία και τη γυναίκα του. «Αυτό θέλετε για την κόρη σας;» Ο Ζαχαρίας κούνησε το κεφάλι αρνητικά με πόνο να φανερώνεται στην έκφραση του.
«Λυπάμαι, Ιάσονα. Εννοείται πως δεν το θέλουμε αυτό για την κόρη μας, όμως πρέπει να εμπιστευθούμε τον άρχοντα μας και να κάνουμε υπομονή.»
«Εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω υπομονή όσο ξέρω ότι η Ιφιγένεια βρίσκεται στα χέρια τους!» φώναξε εκτός εαυτού ο Ιάσονας.
Έπειτα πλησίασε τον Σωκράτη:
«Σε παρακαλώ, μίλα με τον Άρχοντα σου μήπως στείλει μάγους, έστω να δουν τι γίνεται.» του είπε σε πιο ήρεμο τόνο.
«Θα προσπαθήσω, Ιάσονα, όμως και αυτός είμαι σίγουρος πως θα αρνηθεί. Δεν θα θέλει να ρισκάρει να χάσει δικούς του και θα έχει δίκιο. Ούτε εσένα θα ρισκάρει να στείλει, ακόμα και αν βρουν τρόπο οι Χρονομάγοι να ανοίξουν πύλες.»
«Όλοι μας ανησυχούμε.» είπε ο Έλιος. «Όμως πρέπει να παραμείνουμε ψύχραιμοι γιατί μαίνεται πόλεμος. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να επιστρέψουμε στην Έλφια, να κανονίσω συμβούλιο εξ αποστάσεως με τα Πέντε Βασίλεια και τον Άρχοντα Παύλο των Μάγων και να συνεχίσουμε να προπονούμαστε σκληρά για αυτά που έρχονται. Όσο για την Ιφιγένεια, θα μάθουμε σύντομα τι ρόλο παίζει στον πόλεμο και κατά τη διάρκεια του θα κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια να τη σώσουμε.»
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο, Ιάσονα. Έχει δίκιο.» του είπε ο Γιάννης, έτοιμος να δακρύσει. Είχε κι εκείνος την ίδια αγωνία.
Έτσι λοιπόν, όλοι άρχισαν να προετοιμάζονται για την αναχώρηση τους για την πρωτεύουσα. Ο Έλιος έδωσε διαταγή στον Νίμο να φροντίσει ώστε να είναι όλα τα ξωτικά του νερού έτοιμα για μάχη και το ίδιο θα έλεγε και στους υπόλοιπους αρχηγούς.
Ο Ιάσονας γεμάτος θλίψη και οργή ετοίμαζε τη βαλίτσα του στο δωμάτιο του, σκουπίζοντας πότε- πότε τα δάκρυα του. Ήξερε πως δεν θα τον ωφελούσαν σε τίποτα τα δάκρυα, πως έπρεπε να σταθεί δυνατός. Πώς θα μπορούσε όμως, όταν πήραν την Ιφιγένεια σχεδόν μέσα από τα χέρια του; Όταν για μία ακόμα φορά στάθηκε ανίκανος να την προστατεύσει;
*******************************************************************************
Λοιπόν, πώς σας φάνηκε αυτό το κεφάλαιο; Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις των Σκοτεινών; Τι προετοιμασίες θα κάνουν τα Ξωτικά για να τους αντιμετωπίσουν; Θα καταφέρουν να συνεργαστούν με τους ανθρώπους των Πέντε Βασιλείων και τους Μάγους; Και πώς θα περάσει τις μέρες της η Ιφιγένεια ως αιχμάλωτη.
Σημείωση 1:Στην εικόνα επάνω όπως καταλάβατε είναι το φόρεμα που φόρεσε η Ιφιγένεια.
Σημείωση 2: Ανέβηκαν τρία κεφάλαια με τους χαρακτήρες που έχουμε γνωρίσει μέχρι στιγμής, στο βιβλίο "Μαγικός Extras", αν θέλετε μπορείτε να τα κοιτάξετε και να ανατρέχετε εκεί κάθε φορά που δεν θυμάστε κάποιον.
Αν σας άρεσε, όπως και σε κάθε κεφάλαιο, μην ξεχάσετε να ψηφίσετε και αν θέλετε να αφήσετε έστω ένα σχόλιο. Δεν κοστίζουν τίποτα και με βοηθάνε πάρα πολύ ❤🧝♂️🧝♀️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top