Κεφάλαιο 38: Σκοτεινή Διάσταση

Η δεύτερη νύχτα του φεστιβάλ ήταν μαγική για όλους. Όλοι διασκέδαζαν, χόρευαν και παρακολουθούσαν τις μίνι παραστάσεις με θέμα το Καλοκαίρι, χωρίς να σκέφτονται ότι ερχόταν πόλεμος με υπερφυσικά σκοτεινά όντα, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτός ο πόλεμος ήταν πολύ πιο κοντά από ότι περίμεναν.

Η Ιφιγένεια διασκέδαζε με τους φίλους της σαν να μην υπήρχε αύριο, έφαγαν σνακ, ήπιαν δροσιστικά κοκτέιλ και χόρεψαν γελώντας γύρω από μεγάλες φωτιές, για τις οποίες είχε μιλήσει στον Ιάσονα στο σχολείο στο Νότιο Βασίλειο, τις πρώτες ημέρες τις γνωριμίας τους.

«Θυμάσαι τότε, όταν είχα πρωτοέρθει στο σχολείο σας που μου είχες δείξει μέσα στη γαλάζια φλόγα αυτή τη σκηνή που σου είχα πει, με τη φωτιά και ξωτικά να χορεύουν γύρω της...;» τον ρώτησε κάποια στιγμή που κάθισαν να ξεκουραστούν λιγάκι απ' τους χορούς.

«Φυσικά και το θυμάμαι. Δεν περίμενα ποτέ όμως να τη ζήσω από κοντά αυτή την εμπειρία. Είναι πολύ πιο όμορφα από όσο το είχα φανταστεί, ειδικά με εσένα στο πλάι μου.» της είπε και την κοίταξε μέσα στα μάτια, με το φωτισμό απ' τη φωτιά να τονίζει τα χαρακτηριστικά του. Η Ιφιγένεια ορκίστηκε πως δεν θα έκλαιγε άλλο. Ήταν αποφασισμένη να μη σκέφτεται απόψε τι την περίμενε την επόμενη μέρα και τι ήταν αναγκασμένη να κάνει. Απόψε θα ζούσε στο έπακρο τις στιγμές με τον Ιάσονα και τους φίλους της, γνωρίζοντας ότι θα έκανε καιρό να ξαναδεί τα πρόσωπα τους.

Σύντομα πλησίαζαν τα μεσάνυχτα και τότε όλοι συγκεντρώθηκαν μπροστά από την κεντρική σκηνή. Λίγο πριν αλλάξει η μέρα, άρχισαν να μετρούν όλοι από το δέκα αντίστροφα όπως ακριβώς έκαναν την Πρωτοχρονιά, κι όταν το ρολόι έδειξε δώδεκα άρχισαν να πανηγυρίζουν και έπειτα να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον χαρούμενοι, ευχόμενοι Καλό Καλοκαίρι.

Έπειτα συνεχίστηκαν οι παραδοσιακοί χοροί των ξωτικών γύρω απ' τις φωτιές. Η παραδοσιακή μουσική τους ήταν παραμυθένια, με πολύ απαλές νότες, θύμιζε λίγο Μεσαιωνικούς ρυθμούς με φλάουτο, κιθάρες και φλογέρα, και ήταν πότε πιο αργός ο ρυθμός, πότε πιο γρήγορος. Ο Ιάσονας με την Ιφιγένεια το διασκέδασαν πραγματικά, ενώ γέλασαν αρκετές φορές με τον Γιάννη και τον Ηρακλή που ακολουθούσαν αδέξια τα βήματα, ενώ ο Αδριανός προσπαθούσε μάταια να τους μάθει να χορεύουν σωστά.

Πού και που, όταν δεν κοιτούσε κανένας, ο Ιάσονας έκλεβε από την Ιφιγένεια ένα φιλί. Την έβλεπε πολύ καλύτερα από ότι ήταν νωρίτερα το απόγευμα και κατάλαβε πως ότι κι αν ήταν αυτό που είχε, της πέρασε, ή ήταν όπως είπε κι η ίδια ο συναισθηματισμός της στιγμής.

Δυστυχώς, κάποια στιγμή η γιορτή αυτή έπρεπε να τελειώσει. Έληξε πολύ πιο αργά από την προηγούμενη νύχτα, λίγο πριν χαράξει. Γύρισαν όλοι στο αρχοντικό, όπου ο Νίμος τους ευχαρίστησε όλους που είχαν μείνει εκεί και συμμετάσχει στο φεστιβάλ.

«Πότε σκοπεύετε να αναχωρήσετε, Άρχοντα Έλιε; Θα μας κάνετε την τιμή να μείνετε λίγο ακόμα; Είχα συνηθίσει τη συντροφιά και την παρουσία όλων σας αυτές τις τρεις ημέρες.» είπε.

«Θα μείνουμε μία ημέρα ακόμα, αγαπητέ Νίμο, για να ξεκουραστούμε απ' τη γιορτή, όμως δυστυχώς μεθαύριο θα πρέπει να αναχωρήσουμε για την Έλφια και να συνεχίσουμε τις προετοιμασίες και την εκπαίδευση.» απάντησε ο Έλιος.

«Μα φυσικά... Και εγώ θα πρέπει να επιστρέψω σύντομα για να δω πώς πηγαίνει η εκπαίδευση των ξωτικών του νερού. Καλή ήταν η διασκέδαση όσο κράτησε, αλλά έρχονται σκοτεινές μέρες και πρέπει να είμαστε έτοιμοι για αυτές.» είπε ο Νίμος. Πρώτη φορά αυτές τις τρεις μέρες που έμεναν εκεί που τον έβλεπαν τόσο σοβαρό και με το πρόσωπο του σκοτεινιασμένο.

Στη συνέχεια, τους καληνύχτισε και αποσύρθηκε για ύπνο. Ανέβηκαν και οι υπόλοιποι στα δωμάτια τους. Η Ιφιγένεια κοντοστάθηκε μπροστά από το δικό της. Ήθελε να αγκαλιάσει όλους τους φίλους της, τους γονείς της, να τους πει πόσο τους αγαπούσε, ήθελε να φιλήσει τον Ιάσονα για μία ακόμα φορά. Όμως δεν το έκανε. Δεν ήθελε να παρασυρθεί και να κλάψει πάλι, γιατί ίσως την υποπτεύονταν.

«Είσαι καλά, γλυκιά μου;» τη ρώτησε η μητέρα της, η οποία μαζί με τον πατέρα της στέκονταν έξω από την πόρτα του δικού τους δωματίου, που ήταν απέναντι σχεδόν απ' το δικό της.

«Ναι, εντάξει είμαι.» τους είπε η Ιφιγένεια αναγκάζοντας τον εαυτό της να χαμογελάσει. Ο Ζαχαρίας την κοίταξε ανήσυχος, το ίδιο και οι φίλοι της που δεν είχαν μπει ακόμα στα δωμάτια τους.

«Είμαι απλά λίγο κουρασμένη από το γλέντι, το χορό και το ξενύχτι.»

«Εντάξει, κορίτσι μου. Κοιμήσου και θα τα πούμε αύριο στο πρωινό.» της είπε ο πατέρας της.

Δεν θα είμαι αύριο στο πρωινό, μπαμπά. Συγνώμη... είπε από μέσα της. Τους καληνύχτισε όμως γλυκά και εκείνοι μπήκαν στο δωμάτιο της.

«Μάγκες, και εγώ πτώμα είμαι, ε; Περάσαμε ωραία όμως.» είπε ο Αδριανός.

«Ναι.» συμφώνησε η Ιφιγένεια. «Παιδιά... Σας ευχαριστώ που είστε πάντα δίπλα μου.» τους είπε, αποχαιρετώντας τους χωρίς να το γνωρίζουν εκείνοι.

«Μα φυσικά και είμαστε και θα είμαστε για πάντα στο πλευρό σου, αγάπη μου.» της είπε η Ηλέκτρα.

«Λοιπόν... Θα τα πούμε αύριο, έτσι; Καληνύχτα.» είπε η θεραπεύτρια και βιάστηκε να μπει στο δωμάτιο της, για να μην τη δουν να δακρύζει. Δεν κοίταξε ξανά ούτε τον Ιάσονα, γιατί τότε θα έκλαιγε πάλι σίγουρα.

Λίγο απορημένοι και ανήσυχοι με τη συμπεριφορά της, η υπόλοιπη παρέα άρχισαν σιγά- σιγά και εκείνοι να μπαίνουν στα δωμάτια τους, με τον Ιάσονα, τον Γιάννη και την Ηλέκτρα να μένουν τελευταίοι. Ο Ιάσονας έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς το δωμάτιο της Ιφιγένειας.

«Θα πάω να της μιλήσω, να βεβαιωθώ ότι θα είναι εντάξει.» είπε, όμως η Ηλέκτρα τον σταμάτησε.

«Καλύτερα όχι.» του είπε. «Εμείς τα κορίτσια χρειαζόμαστε το χρόνο και το χώρο μας μερικές φορές, ασχέτως αν είμαστε ξωτικά, μάγισσες ή θνητές. Θα μιλήσετε αύριο με πολύ πιο καθαρό μυαλό.»

«Εντάξει.» αποφάσισε να υποχωρήσει ο νεαρός μάγος, αν και η ανησυχία του δεν έλεγε να φύγει... Είπαν καληνύχτα και αποσύρθηκαν και εκείνοι στα δωμάτια τους.

{...}

Ξημέρωσε. Η Ιφιγένεια ελάχιστα κατάφερε να κοιμηθεί, αν και αυτό δεν ήταν ύπνος παρά μόνο μία κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Η Νάρα βρισκόταν στο πλάι της, δίνοντας της κουράγιο. Όταν το ξυπνητήρι της χτύπησε, σηκώθηκε αποφασισμένη να μη χύσει άλλα δάκρυα.

«Πρέπει να φανώ δυνατή, Νάρα. Δεν θα τους δείξω ότι φοβάμαι.» είπε και κατευθύνθηκε στο μπάνιο για να πλύνει το πρόσωπο της.

Η ώρα ήταν δέκα παρά, και θυμόταν ότι ο Ωρίωνας την προηγούμενη μέρα είχε εμφανιστεί στις δέκα ακριβώς. Πέρα από το φόβο για την αβέβαιη μοίρα της και την αγωνία, κατά βάθος ένιωθε μια ανακούφιση που το πάρτι είχε τελειώσει αργά τη νύχτα και όλοι θα κοιμούνταν μέχρι αργά, έτσι κανένας δεν την καταλάβαινε.

Φόρεσε τα πρώτα ρούχα που βρήκε μπροστά της, δηλαδή μια κίτρινη κοντομάνικη, ένα τζιν και τα all-star της, έπειτα όμως σκέφτηκε πως δεν ήξερε τι εποχή θα επικρατούσε στη Σκοτεινή Διάσταση έτσι φόρεσε και μία γκρι ζακέτα φούτερ για να είναι σίγουρη. Κοίταξε ξανά το κινητό της. Η ώρα είχε φτάσει. Χαμογέλασε πικραμένα στη Νάρα.

Ο Ωρίωνας εμφανίστηκε μέσω της πύλης ακριβώς την ώρα που είχε εμφανιστεί και την προηγούμενη φορά.

«Είσαι έτοιμη.» της είπε κοιτάζοντας την ψυχρά. Εκείνη απλά του ένευσε. Ο Βαρόνος πέταξε μέσα απ' το παράθυρο και στάθηκε στον ώμο του.

«Πάμε.» είπε ο Ωρίωνας και πέρασε πρώτος μέσα απ' την πύλη. Η Ιφιγένεια με ένα τεράστιο βάρος στην καρδιά της κοίταξε τη Νάρα και τον ακολούθησαν μαζί.

Πέρασαν μέσα στο σκοτεινό τοπίο, που έμοιαζε λες και ήταν βγαλμένο μέσα από θρίλερ. Ο ουρανός καλυπτόταν από κόκκινα σύννεφα, ενώ από πάνω τους στεκόταν επιβλητικό το κάστρο που είχε δει και την προηγούμενη μέρα, ψηλό και φτιαγμένο από μαύρη πέτρα. Βρίσκονταν μπροστά από την κεντρική είσοδο, μια μεγάλη μαύρη καγκελόπορτα. Η Ιφιγένεια γύρισε προς τα πίσω και κοίταξε για μια τελευταία φορά τον κόσμο της, το δωμάτιο της και το φως της ημέρας που έμπαινε μέσα απ' το παράθυρο αποχαιρετώντας το προτού ο Ωρίωνας κλείσει με μια κίνηση του χεριού του πάλι την υπερφυσική πύλη.

«Αυτή είναι η Σκοτεινή Διάσταση, ένας κόσμος δημιουργημένος εξ ολοκλήρου από τον Λόρδο Άνθιμο. Αυτή τη στιγμή είναι μέρα και τα πυκνά σύννεφα τα οποία εκτείνονται σε όλο το μήκος και το πλάτος της διάστασης, μας προστατεύουν από τις φονικές ακτίνες του ήλιου.» της εξήγησε καθώς ξεκίνησαν να περπατούν προς το κάστρο.

Τους άνοιξαν τις πύλες δύο εξίσου σκοτεινά ξωτικά ντυμένοι στα μαύρα και στα κόκκινα και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό κτήριο. Υπήρχε μια αυλή φωτισμένη χαμηλά με δάδες ενώ μπροστά τους φαινόταν η κεντρική πύλη του επιβλητικού κτίσματος. Αρκετά μέτρα πάνω από την είσοδο η Ιφιγένεια διέκρινε μια μαύρη σημαία με μια κόκκινη νυχτερίδα στη μέση.

Έχουν δημιουργήσει ένα ολόκληρο έθνος! Μέχρι και δική τους σημαία έχουν... διαπίστωσε με τρόμο η Ιφιγένεια, καταλαβαίνοντας ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για τους δικούς της όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι με εκείνους.

{...}

Στην αίθουσα του θρόνου, εκτός από τον Λόρδο Άνθιμο ο οποίος καθόταν ως συνήθως στο θρόνο του, είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι επίλεκτοι, καθώς και αρκετοί από το προσωπικό του παλατιού, φρουροί και υπηρέτες για να γνωρίσουν τη νεοφερμένη. Μπήκε ένας υπηρέτης στην αίθουσα και αφού πέρασε από όλους, έκανε υπόκλιση μπροστά από τον Άνθιμο και είπε:

«Ο Λόρδος Ωρίωνας μαζί με το ξωτικό μόλις κατέφθασαν, Άρχοντα μου.»

«Υπέροχα. Ας περάσουν.» διέταξε εκείνος.

Η διπλή, ξύλινη και επιβλητική πόρτα άνοιξε και η Ιφιγένεια βάδισε στο πλάι του Ωρίωνα, με τη Νάρα στο πλάι της από την άλλη πλευρά, σε μια αίθουσα με αρκετά ακόμα ξωτικά με κόκκινα μάτια. Φορούσαν όλοι τους σκούρα μεσαιωνικά ρούχα, στα χρώματα του μαύρου, του κόκκινου και του καφέ. Έτρεμε μέσα της, αλλά δεν θα τους το έδειχνε σε καμία περίπτωση.

Τα παράξενα ξωτικά, άντρες στην πλειοψηφία τους, την κοιτούσαν λες κι ήταν κάποιο αξιοθέατο, κάποιοι με άγριο ύφος, κάποιοι αδιάφορα κι άλλοι με ενδιαφέρον, ενώ υπήρχαν και ελάχιστοι που την κοιτούσαν με οίκτο. Ορισμένοι είχαν και τα δαιμόνια τους στο πλάι τους η επάνω στους ώμους τους. Μερικοί είχαν σταθεί σε δύο σειρές που σχημάτιζαν ένα διάδρομο, από τις δύο αντίθετες μεριές του κόκκινου χαλιού πάνω στο οποίο βάδιζαν, τέσσερις απ' τη μία μεριά και τέσσερις από την άλλη. Ένας από αυτούς στη δεξιά μεριά ήταν ο Αντίνοος, εκείνος με τον οποίο είχε παλέψει ο Ιάσονας, μόνο που κατά ένα περίεργο τρόπο, το δεξί του χέρι έλειπε και άθελα της αναρωτήθηκε τι του συνέβη. Δίπλα του στεκόταν ένας γορίλας με κόκκινα μάτια όπως αυτός, το δαιμόνιο του δηλαδή.

Η Νάρα σύριξε απειλητικά προς το μέρος κάποιων δαιμονίων που την κοίταξαν άγρια.

Στο βάθος, στο βάθρο ενός υπερυψωμένου θρόνου με μαύρο ξύλο και κόκκινη επένδυση, στεκόταν ένα ακόμα ξωτικό, που από ότι φαινόταν ήταν ο Λόρδος Άνθιμος. Είχε μακριά, καστανά μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, κόκκινα μάτια όπως όλοι και πολύ επιβλητική παρουσία. Φορούσε μαύρο παντελόνι, σκούρο κόκκινο πουκάμισο και από πάνω ένα πανωφόρι επίσης μαύρο αλλά με χρυσές λεπτομέρειες στις άκρες του οι οποίες του προσέδιδαν κύρος.

«Καλώς ήλθες στη Σκοτεινή Διάσταση, Ιφιγένεια. Χαίρομαι που επιτέλους σε γνωρίζω από κοντά. Είμαι ο Λόρδος Άνθιμος και βρισκόμαστε στο Κόκκινο Κάστρο, όπως ονομάζεται για προφανείς λόγους παρόλο που εξωτερικά δεν είναι κόκκινο... Αυτοί που βλέπεις στις μπροστινές σειρές είναι οι εννέα Λοχαγοί μου. Οι υπόλοιποι ανήκουν στο προσωπικό του παλατιού και ήρθαν να σε γνωρίσουν. Έλα, πλησίασε πιο κοντά. Δεν δαγκώνουμε... για την ώρα...»

Η Ιφιγένεια πλησίασε μόνη προς το κέντρο περίπου της αίθουσας, ενώ ό Ωρίωνας πήγε και στάθηκε στην αριστερή σειρά, ανάμεσα σε μια γυναίκα – σκοτεινό ξωτικό με σκούρα καστανά μαλλιά που είχε το ίδιο ανέκφραστο ύφος με εκείνον, και σε έναν άντρα με μακριά, σγουρά ξανθά μαλλιά με επιβλητική παρουσία και ντύσιμο καθώς και έναν μικρό μαύρο δράκο με απόκοσμα κόκκινα μάτια να στέκεται στον ώμο του.

Ο Λόρδος Άνθιμος κατέβηκε αργά τα σκαλιά και την πλησίασε.

«Φοβάσαι...» της είπε κοιτάζοντας τη διερευνητικά. «Και με το δίκιο σου, βέβαια... όμως, αν συνεργαστείς μαζί μας δεν θα πάθεις τίποτα ούτε εσύ, ούτε οι δικοί σου... τουλάχιστον όχι πριν από τη μάχη. Σου τα εξήγησε και ο Ωρίωνας, μην ξαναλέμε τα ίδια...» Κάποιοι βρήκαν διασκεδαστικό το ύφος του και σιγώ γέλασαν μεταξύ τους, όμως το άγριο βλέμμα που τους έριξε στη συνέχεια ο άρχοντας τους, τους έκανε να σοβαρευτούν αμέσως. «Λοιπόν, αγαπητοί μου Λοχαγοί, αγαπητοί υπήκοοι, σας συστήνω και επίσημα την Ιφιγένεια, το ξωτικό- θεραπεύτρια. Ιφιγένεια, να σου συστήσω με τη σειρά τους Εννέα Λοχαγούς, όπως ονομάζονται, που είναι οι καλύτεροι πολεμιστές και αρχηγοί εννέα λόχων αντίστοιχα. Αυτό που τους κάνει δυνατότερους είναι το γεγονός ότι εγώ ο ίδιος τους μεταμόρφωσα. Η σειρά με την οποία κατατάσσονται είναι από τον πιο παλιό ως τον πιο καινούργιο και συνεπώς από τον δυνατότερο ως τον λιγότερο δυνατό. Λοιπόν, γνώρισε τον Αδάμ και την Εύα, τον Πρώτο και τη Δεύτερη Λοχαγό αντίστοιχα.» Έδειξε έναν άντρα με αρκετά μακριά σκούρα μαλλιά, στο πλάι του οποίου στεκόταν ένας πάνθηρας και μια γυναίκα με ξανθά μαλλιά αρκετά γοητευτική, που περασμένο στους ώμους της βρισκόταν ένα φίδι.

Έπειτα της σύστησε τον άνδρα δίπλα στην Εύα από την άλλη μεριά, εκείνον στα αριστερά του Ωρίωνα με το δαιμόνιο δράκο.

«Από εδώ ο Αρίσταρχος, ο Τρίτος Λοχαγός, ο Ωρίωνας τον οποίο είχες την τιμή να γνωρίσεις και να σε συνοδεύσει εδώ είναι ο Τέταρτος, η Ελπινίκη» έδειξε τη γυναίκα στα δεξιά του, «είναι η Πέμπτη... Αυτοί λοιπόν είναι οι πέμπτοι ανώτεροι, που έχουν ορισμένες ξεχωριστές ικανότητες εκτός από την κλασική ταχύτητα, τη δύναμη των βρικολάκων και την Κόκκινη Μαγεία που έχουν όλοι. Οι υπόλοιποι τέσσερις,» έδειξε τους σκοτεινούς που στέκονταν στην απέναντι σειρά, «είναι μεν δυνατοί αλλά δεν έχουν ξεχωριστές ικανότητες, όπως για παράδειγμα να ανοίγουν πύλες. Ο Έκτος Λοχαγός είναι ο Νικηφόρος.» έδειξε έναν άντρα με μακριά, μαύρα ολόισια μαλλιά. «Έπειτα έχουμε τον Έβδομο, τον Φοίβο,» εκείνος είχε κοντά ξανθά μαλλιά «τη Ροζαλία η οποία είναι η Όγδοη» έδειξε μια γυναίκα που φαινομενικά η Ιφιγένεια θα την τοποθετούσε κοντά στην ηλικία της και κατά έναν περίεργο λόγο, την κοιτούσε με συμπόνια. Πέρα από τα κόκκινα μάτια της και ένα μαύρο σημάδι από δάγκωμα στο λαιμό της, το οποίο παρατήρησε επίσης σε όσους από αυτούς είχαν το λαιμό τους ακάλυπτο, ήταν πολύ γλυκιά. Τα μαλλιά της είχαν μια απόχρωση μεταξύ γκρι και ροζ.

«Και, τέλος, από εδώ ο Αντίνοος, ο Ένατος Λοχαγός, τον οποίο επίσης έχεις γνωρίσει ήδη.» Η Ιφιγένεια είχε σοκαριστεί.

Δηλαδή... σκέφτηκε, ο Ιάσονας πάλεψε με τον τελευταίο λοχαγό και έχασε; Δηλαδή πόσο δυνατότερος να είναι άραγε ο Ωρίωνας; Πόση δύναμη να έχουν οι δύο πρώτοι, ο Αδάμ και η Εύα; Σκεφτόταν με φόβο. 

Ο Λόρδος Άνθιμος την έπιασε από τους ώμους και την οδήγησε σε ένα σημείο ανάμεσα τους.

«Το ξέρω πως σε μπερδεύουν και σε τρομάζουν όλα αυτά.» της είπε. «Μα θα τα συνηθίσεις σιγά- σιγά.»

«Τι θα κάνουμε με αυτήν, Άρχοντα;» ρώτησε ο Φοίβος. «Γιατί τη φέρατε εδώ;»

«Μα για να την κάνουμε σαν εμάς, φυσικά!» απάντησε με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο ο Άνθιμος, κάνοντας το αίμα στις φλέβες τις Ιφιγένειας να παγώσει ακόμα περισσότερο. Η Νάρα σύριξε και μπήκε μπροστά της προστατευτικά.

«Μην τολμήσετε...» είπε, όμως μόνο τα δαιμόνια και η Ιφιγένεια κατάλαβαν τι είπε, φάνηκε όμως σαν να την κατάλαβε και ο σκοτεινός άρχοντας, γιατί την κοίταξε λοξά.

«Πάρτε της το δαιμόνιο.» διέταξε.

«Όχι!» φώναξε η Ιφιγένεια, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα όμως, γιατί αμέσως το φίδι από τους ώμους της Εύας όρμησε ταχύτατα και τύλιξε τη Νάρα, ενώ ο γορίλας του Αντίνοου έτρεξε και τη σήκωσε όπως ήταν στα χέρια του με το φίδι τυλιγμένο γύρω της.

«Νάρα!» φώναξε ξανά μάταια το νεαρό ξωτικό.

«Πηγαίνετε την στη φυλακή δαιμονίων.» διέταξε ξανά ο Άνθιμος. Ο γορίλας ένευσε κι έπειτα η Εύα άνοιξε μια μικρή κόκκινη πύλη, μέσα από την οποία τα δύο δαιμόνια με την αιχμάλωτη Νάρα πέρασαν.

«Νάρα! Όχι! Σας παρακαλώ, αφήστε την!»

«Θα είμαι εντάξει, Ιφιγένεια. Μην ανησυχείς για εμένα. Θα βρω τρόπο να επιστρέψω πίσω σε εσένα. Να προσέχεις τον εαυτό σου!» πρόλαβε και της είπε προτού η πύλη κλείσει πίσω τους.

«Μην ανησυχείς. Η γάτα σου θα είναι μια χαρά, απλώς δεν θα μπορεί να εισέλθει στη Διάσταση των Δαιμονίων ούτε να επικοινωνήσει μαζί σου.» της είπε ο Άνθιμος. «Λυπάμαι, μα δεν μπορούμε να ρισκάρουμε και να σε βοηθήσει να δραπετεύσεις.» Η Ιφιγένεια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της όσο και αν προσπάθησε. Είχε την παρηγοριά ότι θα είχε έστω τη Νάρα μαζί της, κάποια στην οποία θα μιλούσε και θα της έδινε κουράγιο. Δεν περίμενε να τις χωρίσουν...

«Λοιπόν, όπως έλεγα...» στράφηκε ξανά στους Λοχαγούς του ο Άνθιμος. «Η Ιφιγένεια θα γίνει μία από εμάς. Ο λόγος που το κάνω αυτό για όσους αναρωτιέστε, είναι επειδή δεν έχουμε μεταμορφώσει ξανά, κανένα ξωτικό θεραπευτή. Κανένας από εσάς, αλλά ούτε και από τους λόχους σας ή από το προσωπικό του παλατιού, δεν ήταν θεραπευτής προτού μεταμορφωθεί. Έχω την περιέργεια να δω τι θα προκύψει μετά τη μεταμόρφωση της. Θα διατηρήσει τις θεραπευτικές της ικανότητες, ή θα αποκτήσει και αυτή Κόκκινη Μαγεία όπως όλοι σας σχεδόν;»

«Γιατί αυτήν όμως; Τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η συγκεκριμένη θεραπεύτρια και την επιλέξατε;» απόρησε ο Νικηφόρος.

Ο Λόρδος Άνθιμος χαμογέλασε σατανικά.

«Θα σας δείξω αμέσως. Ιφιγένεια, θέλω να θεραπεύσεις το κομμένο χέρι του Αντίνοου.» τη διέταξε. Οι περισσότεροι αναφώνησαν ξαφνιασμένοι και ειδικά ο Αντίνοος.

«Αυτό είναι αδύνατον! Δεν φτάνει μέχρι εκεί η ικανότητα τους!» αναφώνησε ο Φοίβος.

«Κι όμως, η συγκεκριμένη δεν είναι σαν όλους τους υπόλοιπους θεραπευτές. Είναι μια σπάνια περίπτωση με ιδιαίτερες και πολύ πιο ισχυρές θεραπευτικές ικανότητες, που συμβαίνει μια φορά στα χίλια χρόνια. Και μην ξεχνάμε ότι είναι και η κόρη του Αρχιθεραπευτή. Ιφιγένεια...» Της έτεινε τον Αντίνοο και η νεαρή δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τον πλησιάσει. Εκείνος την κοίταξε με άγρια δυσπιστία.

«Μπορείς όντως να το κάνεις;» τη ρώτησε.

«Εμπρός λοιπόν... Δείξε του ότι μπορείς. Δεν θέλεις να βλέπεις κανένα πλάσμα να υποφέρει, σωστά; Γιατί εμείς να αποτελούμε εξαίρεση;» την παρότρυνε ο άρχοντας.

Η Ιφιγένεια όντως ήταν διχασμένη. Πράγματι λυπήθηκε τον Αντίνοο μόλις τον είδε με ένα χέρι, παρόλο που είχε χτυπήσει την ίδια και τους φίλους της στέλνοντας τους στο νοσοκομείο. Όμως ακόμα και αν δεν τον λυπόταν, δεν είχε άλλη επιλογή. Βρισκόταν ολομόναχη, παγιδευμένη σε ένα κάστρο γεμάτο ξωτικά- βρικόλακες αναμεμειγμένους με μαγεία. Έβαλε λοιπόν τις παλάμες της επάνω στο κομμένο σημείο του χεριού του και άφησε τη βιολετί ενέργεια να ξεχυθεί. Κάποιοι πλησίασαν με περιέργεια να δουν. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, είδαν έκπληκτοι να σχηματίζονται από την αρχή κόκκαλα, μύες και τέλος το δέρμα, ένα ολοκαίνουργιο, ολόκληρο χέρι, και ακούστηκαν επιφωνήματα ξαφνιάσματος στην αίθουσα.

Ο Αντίνοος κοίταξε με ορθάνοιχτα τα κόκκινα μάτια του το καινούργιο χέρι του, το περιεργάστηκε, το έκανε γροθιά, έπειτα ανοιγόκλεισε τα δάχτυλα...

«Δεν το πιστεύω...» είπε στρέφοντας το βλέμμα του επάνω της. «Έφερες πίσω το χέρι μου! Σε ευχαριστώ!» αναφώνησε και γέλασε πανηγυρικά. 

***************************************************

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Η Ιφιγένεια και επισήμως αιχμάλωτη των Σκοτεινών Ξωτικών. Πώς θα της φερθούν εκείνοι και πώς θα την αναγκάσουν να πολεμήσει μαζί τους; 

Θα ανεβάσω κεφάλαιο με τον Λόρδο Άνθιμο και τους εννέα Λοχαγούς στο βιβλίο "Μαγικός Έξτρα", με πληροφορίες και φωτογραφίες τους όπως περίπου τους φαντάζομαι, για να  τους έχουμε όλους συγκεντρωμένους εκεί και να μη μπερδευτείτε, διότι όλοι θα παίξουν σημαντικό ρόλο είτε εδώ, είτε στο δεύτερο βιβλίο. 

Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο 

🧝‍♀️🧝‍♂️😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top