Κεφάλαιο 37: Απειλή
«Έχεις ερωτευθεί ποτέ, Ντέριε;» ρώτησε ο Ιάσονας τον πρώην άρχοντα καθώς κάθονταν μαζί στο ντιβάνι του δωματίου του στη Διάσταση του Σπαθιού. Εκείνη την πρώτη νύχτα του φεστιβάλ, που είχε δώσει το πρώτο του φιλί με την Ιφιγένεια, όταν αργότερα η γιορτή τελείωσε και πήγαν όλοι για ύπνο, τη σκεφτόταν συνέχεια και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, έτσι αποφάσισε να μιλήσει στο άτομο που βρισκόταν πιο κοντά του εκείνη την ώρα.
«Α... Πρόκειται για εκείνο το θηλυκό ξωτικό για την οποία έχεις αισθήματα, ε; Τη φίλησες.» του είπε με ένα πονηρό χαμόγελο. Ο Ιάσονας δεν αναρωτήθηκε πώς το κατάλαβε εφόσον είχε αφήσει το σπαθί στο δωμάτιο του. Ήξερε ότι μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη του.
«Ναι.» του απάντησε. «Αθέτησα την υπόσχεση που είχα δώσει στον πατέρα της, μα δεν μετάνιωσα και αν μου δοθεί ξανά η ευκαιρία, θα το ξανακάνω. Όμως... δεν μου είχαν πει ότι ο έρωτας θα σε έκανε να νιώθεις τόσο όμορφα, αλλά να πονάς συγχρόνως. Γιατί κατά βάθος ξέρω ότι η σχέση μας είναι απαγορευμένη και δεν πρόκειται να τη δεχθούν... κι ύστερα είναι και τα όνειρα που έχω δει με εμένα και εκείνη...»
«Θεωρείς πως δεν είσαι ο κατάλληλος για εκείνη και ότι στο τέλος θα καταστραφείτε και οι δύο.» συμπέρανε ο Ντέριος.
«Ακριβώς. Δεν μου απάντησες όμως, εσύ ένιωσες ποτέ έτσι όπως νιώθω εγώ τώρα στη θνητή ζωή σου;»
Τα μάτια του Ντέριου κοίταξαν κάπου στην ευθεία, σαν να ατένιζε το παρελθόν του και τελικά είπε:
«Ήταν εκείνη η γυναίκα, μια γιατρός. Η Πατρίσια.»
«Πατρίσια;» απόρησε ο Ιάσονας. «Αυτή δεν ήταν που σε σκότωσε μαζί με τον Κατάσκοπο Δανιήλ;»
«Τα ιστορικά σας βιβλία είναι σωστά. Εκείνη ήταν που μου έδωσε να πιω το δηλητήριο το οποίο είχε φτιάξει ο κατάσκοπος, κι ύστερα εγώ απελπισμένος που θα πέθαινα, αποφάσισα να το τελειώσω μια ώρα αρχύτερα και έπεσα στο Τέρας της Τιμωρίας. Ξέρεις πώς λεγόταν εκείνο το δηλητήριο; Το δηλητήριο του φιλιού, έτσι μου είχε πει. Με σκότωσε με ένα φιλί...»
«Απίστευτο...» ψιθύρισε σχεδόν ο νεαρός. «Την αγαπούσες;»
«Ναι, την ερωτεύθηκα στην πορεία αν και άργησα να το καταλάβω... Όμως είχα ένα σχέδιο και ξέρεις πώς πάει η ιστορία... Σκότωνα όποιον μου στεκόταν εμπόδιο και ανακάλυπτε τους σκοπούς μου, και επειδή η εξουσία με είχε παρασύρει έστελνα στην εκτέλεση και αθώους, πολλές φορές μπορεί να σκότωνα κάποιον που δεν με είχε πειράξει απλά και μόνο επειδή ξύπνησα στραβά. Ο κατάσκοπος μου και η γιατρός είχαν κάθε λόγο να με βγάλουν απ' τη μέση και να γλιτώσουν το λαό τους. Όπως καταλαβαίνεις, σε μια τέτοια καρδιά σαν και τη δική μου δεν υπήρχε χώρος για έρωτα.
Η Πατρίσια εκτός από γιατρός ήταν και πόρνη, δεχόταν πελάτες στο κρεβάτι της έναντι αμοιβής. Κι όμως, εγώ δεν την είχα επισκεφθεί ποτέ για αυτό το σκοπό. Πάντοτε την έβλεπα να με κοιτάει με λατρεία, ήξερα πως ήμουν το απωθημένο της και ότι ήθελε σαν τρελή να κοιμηθεί μαζί μου, δεν της έκανα όμως τη χάρη... Ώσπου εκείνη την ημέρα που ήρθε και με βρήκε στο παλάτι και μου ρίχτηκε διακριτικά, κατάλαβα ότι κάτι σκάρωνε. Σύντομα ανακάλυψα ότι συνεργαζόταν κρυφά με τον κατάσκοπο για να με βγάλουν απ' τη μέση, δεν ήθελα όμως να τη σκοτώσω. Εκείνη τη νύχτα, την πήρα μαζί μου στο δάσος μαζί με τη φρουρά μου, που οι φήμες έλεγαν πως ήταν δαίμονες από τις πανοπλίες που τους είχα δώσει, πράγμα το οποίο φυσικά δεν ισχύει... Της έδειξα τι ήμουν ικανός να κάνω σε όσους μου αντιστέκονταν κι έσφαξα μια ομάδα ανθρώπων που συνωμοτούσαν εναντίον μου στο δάσος. Την ίδια νύχτα, πήγαμε μαζί στο παλάτι και κάναμε έρωτα. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να τη σκοτώσω, ότι κι αν μου έκανε, παρόλο που ήξερα τι σχεδίαζε. Την απείλησα πως θα το έκανα, αλλά δεν το εννοούσα... Θα την κρατούσα στο πλευρό μου και στο κρεβάτι μου. Οπότε, ναι, αν με ρωτάς αν έχω ερωτευθεί και πονέσει όπως εσύ, πήρες νομίζω την απάντηση σου. Όμως με εμένα ήταν διαφορετικά. Εγώ ήμουν ένας παλιάνθρωπος και δεν άξιζα την αγάπη της, ακόμα και αν ένιωσε και εκείνη κάτι για εμένα. Και ξέρω πως εκείνη πήγε στον Παράδεισο, γιατί στη συνέχεια έγινε ηρωίδα και οι αμαρτίες του σώματος συγχωρέθηκαν. Δεν θα ήμασταν μαζί ούτε μετά θάνατον, γιατί ξέρουμε κι οι δυο που θα πήγαινα εγώ αν δεν κατέφευγα στο σπαθί μου.»
Ο Ιάσονας είχε συγκλονιστεί με αυτή την ιστορία. Την είχε ακούσει βέβαια, όμως χωρίς τόσες λεπτομέρειες και ούτε γνώριζε για το ειδύλλιο εκείνης της ηρωίδας γιατρού με τον Λόρδο Ντέριο. Ποιος να το φανταζόταν ότι στη σκληρή καρδιά εκείνου του σατανικού άρχοντα υπήρχαν συναισθήματα... Όμως τελικά, η αγάπη δεν ήταν ικανή για να τον σώσει. Άραγε θα συνέβαινε το ίδιο και σε εκείνον;
«Ξεφύγαμε από το θέμα μας όμως.» είπε αλλάζοντας εντελώς διάθεση και ύφος ο Ντέριος. «Για εσένα μιλούσαμε και τη μικρή. Η συμβουλή μου είναι να ακολουθήσεις την καρδιά σου και να αφήσεις στην άκρη πεθερούς, ανώτερους άρχοντες και λοιπούς που εμπλέκονται στη σχέση σας. Εσύ το θες το κορίτσι; Θα έπεφτες και στη φωτιά για εκείνη; Είσαι ικανός να τα βάλεις με τους Ανώτερους Άρχοντες για χάρη της;»
«Είμαι.» είπε αποφασισμένος ο Ιάσονας. «Θα έδινα και τη ζωή μου για την Ιφιγένεια.»
«Τότε συνέχισε το. Όσο για τον Ζαχαρία, σύντομα θα καταλάβει πως μόνο μαζί σου θα είναι ευτυχισμένη η κόρη του και θα κάνει πίσω. Και αν δεν κάνει πίσω, θα τον περιποιηθούμε καλά...»
«Ντέριε!» τον επέπληξε φωνάζοντας.
«Καλά, συγνώμη, μικρέ. Δεν το εννοούσα. Η δύναμη της συνήθειας βλέπεις...»
{...}
Ξημέρωσε. Τη νύχτα που πέρασε, η Ιφιγένεια είχε επίσης κοιμηθεί ελάχιστα καθώς θυμόταν το φιλί της με τον Ιάσονα και πόσο όμορφα ένιωθε εκείνες τις στιγμές στην αγκαλά του... Παρόλο που δεν φιλήθηκαν ξανά εκείνη τη νύχτα, γιατί δεν ήθελαν να ρισκάρουν να τους δουν οι γονείς της ή ο Άρχοντας Έλιος, πέρασαν υπέροχα.
Παρόλο όμως που είχε κοιμηθεί τόσο λίγο, δεν ένιωθε καθόλου κουρασμένη χάρη στη γλυκιά εκείνη ανάμνηση που έκανε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν όσο τη θυμόταν. Καθώς ετοιμαζόταν για να κατέβει στο πρωινό, τα έλεγε όλα αυτά στη Νάρα, η οποία καθόταν στο κρεβάτι και την άκουγε με προσοχή.
Φόρεσε ένα γαλάζιο απλό φόρεμα και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο με βλέμμα ονειροπόλο.
«Αχ, Νάρα, όσο ερωτευμένη και χαρούμενη νιώθω, άλλο τόσο θλίψη με κυριεύει καθώς σκέφτομαι ένα πιθανό μέλλον με τον Ιάσονα. Τι θα γίνει αν το μάθει ο μπαμπάς μου, ή ακόμα και ο Άρχοντας; Θα είναι αναγκασμένοι να μας πάνε ενώπιον των Ανώτερων Αρχόντων και τότε τι θα κάνουμε;»
«Εγώ λέω να μην τα σκέφτεσαι αυτά τώρα, να αφεθείς και να δεις που θα σας πάει πρώτα και μετά θα δείτε τι θα κάνετε. Άλλωστε έρχεται πόλεμος, μην το ξεχνάς. Ακόμα και αν μαθευτεί η σχέση σας, οι Ανώτεροι Άρχοντες δεν θα έχουν χρόνο να ασχοληθούν με αυτό.» τη συμβούλευσε και την καθησύχασε το δαιμόνιο.
«Έχεις δίκιο.» της είπε και ένα χαμόγελο στόλισε το πρόσωπο της, καθώς κοιτούσε ακόμα κατά την πλευρά της θάλασσας. «Θα αφεθώ.»
Και τότε, σαν ένας εφιάλτης που ήταν προορισμένος να καταστρέψει ένα όμορφο όνειρο, ακούστηκε ένα κρώξιμο κορακιού και την ίδια στιγμή, είδε τον Βαρόνο να προσγειώνεται ακριβώς μπροστά της στο περβάζι του παραθύρου της. Έπνιξε μια κραυγή και έκανε δύο πίσω βήματα τρομαγμένη, ενώ η Νάρα σύριξε προς το μαύρο δαιμόνιο.
«Τι κάνεις εσύ εδώ και πως τολμάς να εισβάλλεις έτσι στο δωμάτιο της κυράς μου;!» του είπε απειλητικά. Τότε άνοιξε μια κόκκινη πύλη στο ύψος περίπου της Ιφιγένειας πίσω της και στράφηκε ξεροκαταπίνοντας προς τα εκεί. Από μέσα βγήκε ο Ωρίωνας, το σκοτεινό ξωτικό με το απαθές βλέμμα.
«Τι... Τι θέλεις εδώ;» κατάφερε να του πει και ας έτρεμε μέσα της. Πρώτη φορά τον έβλεπε από τόσο κοντά και ένιωθε την απειλή να ξεραίνει το λαιμό της.
«Ήρθα για να σου παραδώσω ένα μήνυμα.» της είπε εκείνος. Πώς ήταν δυνατόν η φωνή του να ακουγόταν τόσο ήρεμη και συγχρόνως η επιβλητική του, απόκοσμη παρουσία να την τρόμαζε τόσο;
«Ο Λόρδος Άνθιμος θέλει να έρθεις μαζί μου στη Σκοτεινή Διάσταση και με διέταξε να σε φέρω. Όμως δεν θέλω να σε απαγάγω διά της βίας, οπότε μόνη σου θα με ακολουθήσεις εκεί.»
«Όχι! Ποτέ δεν θα έρθω μαζί σου! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις...» κατάφερε να του αντισταθεί με σθένος η Ιφιγένεια.
«Κι όμως, αυτό θα κάνεις, γιατί διαφορετικά οι γονείς σου, οι φίλοι σου και όλοι αυτοί για τους οποίους νοιάζεσαι θα πάθουν μεγάλο κακό.»
«Δ... Δεν καταλαβαίνω... Αφού ούτως ή άλλως προετοιμάζεστε για πόλεμο, έτσι κι αλλιώς δεν βρισκόμαστε όλοι σε κίνδυνο; Ποιο το νόημα να με απειλήσεις με τις ζωές τους;» Σιωπή ακολούθησε αυτή την ερώτηση της καθώς ο Ωρίωνας την κοιτούσε με τα κόκκινα ψυχρά μάτια του.
«Σωστά, όλοι τους θα μπουν σε κίνδυνο όταν ξεκινήσει η μάχη. Μα αν δεν έρθεις μαζί μας με τη θέληση σου, θα σε αρπάξουμε διά της βίας και θα επιτεθούμε απροειδοποίητα στους δικούς σου με πρώτο εκείνο το αγόρι- μάγο, πίνοντας τους το αίμα. Ενώ αν έρθεις με τη θέληση σου, θα τους χαρίσουμε μια δίκαιη μάχη όταν έρθει εκείνη η ώρα.»
Η Ιφιγένεια ένιωσε λες και το αίμα στις φλέβες της πάγωσε με αυτά τα λόγια. Ένιωσε παγιδευμένη.
«Δεν έχεις άλλη επιλογή αν θέλεις να τους κρατήσεις ασφαλείς μέχρι τη μάχη.» συνέχισε ο Ωρίωνας. «Έχεις είκοσι τέσσερις ώρες να προετοιμαστείς ψυχολογικά και να περάσεις το χρόνο που σου απομένει μαζί τους. Αύριο την ίδια ώρα ακριβώς, θα έρθω εδώ να σε συνοδεύσω στη Σκοτεινή Διάσταση. Μην πάρεις κανένα προσωπικό αντικείμενο μαζί σου, μόνο τα ρούχα που θα φοράς. Μη μιλήσεις σε κανέναν. Φρόντισε να μην καταλάβουν τίποτα.» Ακούστηκε ένα κρώξιμο και ο Βαρόνος πέρασε φτερουγίζοντας από πάνω της τρομάζοντας την και προσγειώθηκε στον ώμο του. «Ο Βαρόνος έχει ξεχωριστές και πολύ διαφορετικές ικανότητες από τα περισσότερα δαιμόνια. Έχει τη δυνατότητα να πετάει αρκετά μακριά μου και ανεξάρτητα από εμένα, ακόμα και σε άλλες διαστάσεις και να περνάει από τη μια διάσταση στην άλλη με δική του βούληση χωρίς να χρειαστεί να τον καλέσω. Επίσης έχει την ικανότητα να γίνεται αόρατος για όποια μάτια επιλέξει εκείνος, οπότε θα σε παρακολουθεί αυτές τις είκοσι τέσσερις ώρες και μόνο εσύ θα μπορείς να τον δεις, για να βεβαιωθεί ότι δεν θα μιλήσεις σε κανέναν, το ίδιο και το δαιμόνιο σου.» Ένα δάκρυ απελπισίας, θλίψης και φόβου κύλησε στο πρόσωπο της Ιφιγένειας.
«Γιατί;» ρώτησε. «Τι σχεδιάζετε και τι με θέλετε εμένα;»
«Δεν μπορώ να σου αποκαλύψω τίποτα άλλο, παρά μόνο αυτό: οι θεωρίες σας σχετικά με εμάς είναι σωστές. Ήμασταν ξωτικά κάποτε, όμως μεταμορφωθήκαμε σε κάτι πολύ δυνατότερο.» είπε αυτό και έπειτα στράφηκε προς την αντίθεση κατεύθυνση και άνοιξε ξανά την πύλη. Από μέσα της η Ιφιγένεια κατάφερε να διακρίνει ένα κόκκινο ουρανό και τους μαύρους, πέτρινους τοίχους ενός κάστρου. Ο Βαρόνος πέταξε πάλι και χάθηκε έξω απ' το παράθυρο.
«Φρόντισε να είσαι πιστή στο ραντεβού μας αύριο το πρωί, ξωτικό.» της είπε ο Ωρίωνας χωρίς να την κοιτάξει και έπειτα πέρασε μέσα στη Σκοτεινή Διάσταση και η πύλη έκλεισε ξανά, σαν να μην είχε βρεθεί ποτέ στο δωμάτιο.
Η Ιφιγένεια κάθισε στο κρεβάτι και άφησε κι άλλα δάκρυα να κυλήσουν καθώς έτρεμε ακόμα από το σοκ. Η Νάρα κάθισε αμέσως στην αγκαλιά της για να την παρηγορήσει όσο μπορούσε.
«Συγνώμη που δεν κατάφερα να κάνω τίποτα, γλυκιά μου.» της είπε. «Μα ένιωθα την ενέργεια του τόσο δυνατή που σχεδόν με έπνιγε.»
«Δεν θα μπορούσες να τα βάλεις μαζί του, Νάρα. Ούτε εγώ θα μπορούσα. Έτσι και αλλιώς όμως, δεν σκόπευε να με πειράξει, μόνο να με εκβιάσει για να τον ακολουθήσω. Γιατί...; Γιατί έπρεπε να γίνει αυτό; Γιατί τώρα που δώσαμε το πρώτο μας φιλί με τον Ιάσονα...; Δεν θέλω να πάω σε εκείνο το μέρος... Φοβάμαι τόσο πολύ...» έλεγε κλαίγοντας και καθώς την αγκάλιαζε.
«Ησύχασε, κορίτσι μου. Θα είμαι κι εγώ μαζί σου, είμαι το δαιμόνιο σου και δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνη. Είμαι σίγουρη πως όλοι, ο Άρχοντας Έλιος, οι γονείς σου, ο Ιάσονας και οι φίλοι σου θα καταλάβουν ότι σε πήραν και θα σε σώσουν.»
«Τι μπορεί να σχεδιάζουν; Για αυτό με παρακολουθούσαν τόσον καιρό; Για να με απαγάγουν και να με χρησιμοποιήσουν για τις δυνάμεις μου;» αναρωτήθηκε, όμως τότε θυμήθηκε τα λόγια που της είχε μόλις πει ο Ωρίωνας:
Φρόντισε να μην καταλάβει κανένας τίποτα. Σκούπισε τα μάτια της και προσπάθησε να ηρεμήσει παίρνοντας βαθιές ανάσες. Δεν έπρεπε να τη δουν κλαμένη στο πρωινό...
«Δεν έχω άλλη επιλογή, Νάρα. Θα δείξω γενναιότητα και θα πάω, για να προστατεύσω τα άτομα που αγαπώ. Δεν θα τους πω τίποτα... Και στη Σκοτεινή Διάσταση, θα σταθώ απέναντι στον άρχοντα τους με θάρρος.»
«Έτσι σε θέλω! Και θα τους πεις επίσης ότι με απειλές και ψυχολογικούς εκβιασμούς δεν πρόκειται να καταφέρουν τίποτα! Και αν τολμήσει κανένας τους να σε πειράξει, όσο δυνατός και αν είναι θα έχει να κάνει μαζί μου.»
Η Ιφιγένεια έπλυνε το πρόσωπο της και βάφτηκε ελαφρά για να καλύψει τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της, έπειτα έστειλε τη Νάρα πίσω στη Διάσταση των Δαιμονίων και κατέβηκε στο πρωινό. Η συνάντηση της με τον Ωρίωνα την είχε κάνει να αργήσει, έτσι όλοι είχαν ξεκινήσει ήδη να τρώνε.
«Καλώς την.» είπε ο Άρχοντας Νίμος μόλις την είδε.
«Καλημέρα, κορίτσι μου. Άργησες να ξυπνήσεις. Αν αργούσες λίγο ακόμα θα έστελνα κάποιον να σε ξυπνήσει.» της είπε ο πατέρας της. Εκείνη τους καλημέρισε όλους με ένα χαμόγελο σαν να μη συνέβη τίποτα και κάθισε δίπλα στη μητέρα της έχοντας απέναντι της τον Ιάσονα. Εκείνος της χαμογέλασε, ήταν σίγουρη ότι θυμόταν το φιλί τους. Και εκείνη το σκεφτόταν, όμως με θλίψη πλέον. Ευτυχώς, δεν κατάλαβε κανείς ότι είχε κλάψει. Ίσως απέδωσαν τα ελαφρώς κοκκινισμένα μάτια της στην αϋπνία, γιατί όλοι τους ούτως η άλλως κοιμήθηκαν αργά λόγω της γιορτής.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας, προσπαθούσε να μη σκέφτεται ότι αυτές ήταν οι τελευταίες της στιγμές με τους φίλους και την οικογένεια της πριν την φυγή της και προτού ξεκινήσει ο πόλεμος. Ήθελε σαν τρελή να μιλήσει σε κάποιον, όμως σκεφτόταν την απειλή του Ωρίωνα και ήξερε πως ο Βαρόνος βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Ούτε η Νάρα μπορούσε να μιλήσει στα άλλα δαιμόνια, γιατί ίσως την παρακολουθούσε και μέσα στη διάσταση τους αόρατος και δεν ήθελε να το ρισκάρει για κανένα λόγο.
Λίγο μετά το πρωινό, η παρέα πήγαν πάλι στη θάλασσα και η Ιφιγένεια απολάμβανε τα πάντα, τον ήλιο, τη θάλασσα, τη συντροφιά όλων και ιδιαίτερα του Ιάσονα, περισσότερο από πριν. Ήξερε ότι σύντομα θα τα στερούνταν όλα αυτά. Η σκέψη όμως ότι αναγκαστικά θα πήγαινε στη Σκοτεινή Διάσταση για να τους κρατήσει όλους ασφαλείς μείωνε το φόβο της σχετικά με το τι θα συναντούσε εκεί.
«Τι έχεις εσύ; Πολύ σκεπτική σε βλέπω σήμερα.» της είπε η Ηλέκτρα, κάποια στιγμή που είχαν βγει από τη θάλασσα και κάθονταν κάτω από μια ομπρέλα στις ξαπλώστρες. Ήταν και η Φωτεινή μαζί τους, ενώ οι υπόλοιποι ήταν μέσα στη θάλασσα. Η Ιφιγένεια κοίταξε άθελα της προς το μέρος των δέντρων και είδε στα κλαδιά ενός φοίνικα τον Βαρόνο.
«Τίποτα...» είπε, δεν ακουγόταν όμως και τόσο σκεπτική.
«Πρόκειται για το φιλί με τον Ιάσονα;» τη ρώτησε η Φωτεινή. Η Ηλέκτρα πήρε το πιο έκπληκτο ύφος που είχε δει ποτέ της.
«Τι;! Σοβαρά μιλάς;! Πότε;! Και εγώ γιατί δεν πήρα είδηση τίποτα;!» αναφώνησε με το γνωστό ενθουσιασμό της.
«Χθες το βράδυ, στο φεστιβάλ. Έγινε μόνο μια φορά όπως χορεύαμε.» παραδέχτηκε η Ιφιγένεια, προσπαθώντας να μη σκέφτεται την επερχόμενη φυγή της και τον τόπο που θα πήγαινε.
«Αλήθεια; Επιτέλους! Χαίρομαι τόσο πολύ για εσάς...» είπε η κολλητή της και την αγκάλιασε.
Και ο Ιάσονας όμως, μέσα στη θάλασσα, έχοντας πάει λίγο παράμερα με τον Γιάννη και τον Ηρακλή, τους είπε για το φιλί.
«Αλήθεια; Χαμπάρι δεν πήραμε. Μπράβο, κολλητέ, χαίρομαι για εσάς.» του είπε ο Ηρακλής.
«Εγώ σας είδα.» του είπε ο Γιάννης. «Και χαίρομαι επίσης πολύ.» Φυσικά και χαιρόταν για τους δύο φίλους του, παρόλο που μέσα του πονούσε συγχρόνως. Όμως έπρεπε να αποδεχτεί το γεγονός ότι είχε κερδίσει την καρδιά της απ' την αρχή ο φίλος του και ούτε καν σκεφτόταν να μπει ποτέ ανάμεσα τους.
{...}
Όλα κύλησαν χαλαρά και υπέροχα, όπως κυλούσε η κάθε μέρα στη Χώρα των Ξωτικών. Σαν να μην σχεδίαζε να παραδοθεί η Ιφιγένεια στους Σκοτεινούς... Το μεσημέρι έφαγαν όλοι μαζί και μετά η παρέα πήγαν στο κέντρο της Ανφάνης, έκαναν βόλτα, χάζεψαν στα καταστήματα με τα σουβενίρ και αγόρασαν και μερικά για ενθύμια.
Το απόγευμα επέστρεψαν στο εξοχικό και ο Ιάσονας πρότεινε στην Ιφιγένεια να πάνε βόλτα στην παραλία, να περάσουν λίγο χρόνο οι δυο τους πριν τη δεύτερη νύχτα του φεστιβάλ.
Η Ιφιγένεια φορούσε ένα ανάλαφρο, μακρύ κίτρινο φόρεμα που ανέμιζε στο απαλό αεράκι καθώς περπατούσαν ξυπόλητοι στην απαλή άμμο, ενώ ο ουρανός είχε πάρει τα υπέροχα χρώματα της δύσης, πορτοκαλί, μοβ, ροζ σαν πίνακας ζωγραφικής. Πέρασαν το οργανωμένο σημείο της παραλίας, όπου μερικοί λουόμενοι ακόμα έκαναν μπάνιο, και τότε ο Ιάσονας κράτησε το χέρι της μέσα στο δικό του καθώς συνέχισαν να περπατούν κατά μήκος της θάλασσας, ακριβώς εκεί που ενώνονταν το κύμα με την άμμο, ως το πιο ήσυχο σημείο της παραλίας.
«Τι έχεις, Ιφιγένεια;» τη ρώτησε κάποια στιγμή. «Όλη την ημέρα σήμερα ήσουν πολύ σιωπηλή και μελαγχολική.» Τι να του έλεγε τώρα η Ιφιγένεια; Μακάρι να μπορούσε να του πει την αλήθεια, όμως ήταν βέβαιη ότι ο Βαρόνος ήταν κάπου εκεί κοντά. Αποφάσισε να του πει ένα μέρος μόνο της αλήθειας:
«Φοβάμαι, Ιάσονα. Για το μέλλον που έρχεται, για όλα τα οράματα που είδες... Για εμάς.»
Ο Ιάσονας διέκοψε το περπάτημα του και τη κοίταξε. Τα καστανά του μάτια την κοίταξαν ζεστά σαν να ήθελαν να της πουν τόσα πολλά...
«Κι εγώ φοβάμαι.» παραδέχτηκε. «Έχω επωμιστεί τεράστια ευθύνη με τις δυνάμεις που κληρονόμησα... Ακόμα περισσότερο όμως φοβάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό, τι μπορεί να προκαλέσω... Όμως μαζί σου, μειώνεται λίγο ο φόβος. Θέλω να ζήσουμε αυτό που έχουμε, για όσο κρατήσει. Και θέλω να κρατήσει πάρα πολύ, Ιφιγένεια...» Η νεαρή θεραπεύτρια έσκυψε το κεφάλι και ένα δάκρυ κύλησε. «Έι...» της είπε απαλά ο Ιάσονας και της έπιασε το πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια του. «Άκουσε με. Θα κάνω τα πάντα για εμάς, θα αντιμετωπίσω μέχρι και με τους Ανώτερους Άρχοντες αν χρειαστεί για να τους πείσω να δεχτούν τη σχέση μας. Και όσον αφορά τον πόλεμο που έρχεται, θα ζητήσω να πολεμήσω με το στρατό των Ξωτικών, για να είμαι στο πλάι σου και να σε προστατεύω.»
Αντί για απάντηση, η Ιφιγένεια τον φίλησε, ένα αποχαιρετιστήριο φιλί το οποίο δεν θα επέτρεπε όμως να ήταν και το τελευταίο τους. Θα έκανε κι εκείνη τα πάντα, ότι τη διέταζαν τα Σκοτεινά Ξωτικά, φτάνει να έβγαιναν και οι δυο αλώβητοι από όλο αυτό και να ήταν ξανά μαζί. Ήξερε πως την επόμενη μέρα, τέτοια ώρα δεν θα ήταν μαζί του, δεν θα τη φιλούσε με φόντο τον ήλιο που έδυε πέρα στη θάλασσα, και εκείνος, όπως όλοι, θα είχε τρελαθεί από ανησυχία με την απουσία της.
Συγνώμη, Ιάσονα... είπε από μέσα της. Συγνώμη που θα πρέπει να ζήσεις όλη αυτή την αγωνία εξαιτίας μου.
Ο Ιάσονας απομάκρυνε τα χείλη του από τα δικά της και σκούπισε απαλά με τους αντίχειρες του τα δάκρυα της. Ο τρόπος που τον φίλησε ήταν πολύ διαφορετικός από την προηγούμενη νύχτα, πιο απελπισμένος ίσως, σαν να ήταν η τελευταία φορά που το έκαναν. Κάτι της συνέβαινε, ήταν σίγουρος. Θα έπρεπε να ήταν χαρούμενη και να ζούσε την κάθε στιγμή όπως τους είχε πει απ' την αρχή να κάνουν. Κι όμως, δεν ήταν. Κάτι σοβαρό της συνέβαινε και ήταν αποφασισμένος να μάθει τι ήταν αυτό.
«Μην κλαις...» της είπε. «Μου ραγίζει η καρδιά όταν βλέπω τα όμορφα μάτια σου να δακρύζουν.»
«Συγνώμη.» του είπε. «Όμως όλο αυτό, όλα αυτά τα συναισθήματα με κάνουν πολύ ευαίσθητη.» Έπειτα σκούπισε τα μάτια της και κοίταξε πέρα στον ορίζοντα. Ποιος ξέρει πότε θα έβλεπε ξανά αυτόν τον υπέροχο, χρωματιστό ουρανό...
«Θα βραδιάσει σύντομα.» του είπε. «Πάμε πίσω. Πρέπει να ετοιμαστούμε για το φεστιβάλ. Απόψε θα είναι πολύ όμορφα, θα υποδεχτούμε το Καλοκαίρι με την αλλαγή της ώρας τα μεσάνυχτα.» Ένωσαν τα χέρια τους και πήραν το δρόμο της επιστροφής.
**************************************************************************
Η μεγάλη ανατροπή που σας έλεγα, τελικά δεν ήταν ευχάριστη. Η εμφάνιση του Ωρίωνα στη Χώρα των Ξωτικών και η απειλή του προς την Ιφιγένεια για να τον ακολουθήσει στη Σκοτεινή Διάσταση, κατέστρεψε τις όμορφες στιγμές που επρόκειτο να ζούσε με τον Ιάσονα. Στην ουσία για απαγωγή πρόκειται εφόσον την απείλησε με τις ζωές της οικογένειας και των φίλων της και δεν είχε άλλη επιλογή. Και το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν για αυτό και να προσποιείται πως δεν συμβαίνει τίποτα, αν και ο Ιάσονας υποψιάστηκε ότι κάτι της συνέβαινε.
Στο επόμενο θα δούμε το πέρασμα της Ιφιγένειας στη Σκοτεινή Διάσταση. Άραγε πώς θα αντιδράσουν όλοι μόλις αντιληφθούν ότι λείπει; Και τι σκοπό έχει να κάνει ο Λόρδος Άνθιμος μαζί της; Η απαγωγή της θα σημάνει και την έναρξη του πολέμου;
😘🧝♂️🧝♀️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top