Κεφάλαιο 35: Ανφάνη


Το Σάββατο, η ημέρα που περίμεναν όλοι για την αναχώρηση τους για την Ανφάνη, επιτέλους έφτασε. Ο καιρός ήταν ήδη καλοκαιρινός, παρόλο που ήθελε ακόμα δύο μέρες για να μπει το Καλοκαίρι. Ο πρωινός ουρανός ήταν καταγάλανος, με μοναδικό του στολίδι τον ήλιο που έλαμπε, όμως ευτυχώς η ζέστη βρισκόταν σε φυσιολογικά πλαίσια και δεν ήταν καθόλου αποπνικτική. Ξεκίνησαν από τις εννέα το πρωί, γιατί, όπως ίσχυε και για το ταξίδι από το Λιμάνι των Ξωτικών ως την Έλφια, ήθελαν τέσσερις ώρες μαζί με τις στάσεις όπως είχαν υπολογίσει για να φτάσουν στην ακτή. Θα έφταναν μεσημέρι και θα γευμάτιζαν κατευθείαν με τον Λόρδο Νίμο, έπειτα θα τους ξεναγούσε στο μέγαρο του και στην παραλία και το απόγευμα θα τους ξεναγούσε στα πιο γνωστά σημεία της Ανφάνης.

Η βασιλική συνοδεία ξεκίνησε με αρκετές άμαξες, ενώ κάποιοι ίππευαν απλά τα άλογα τους. Ο Αδριανός ταξίδευε στη ράχη του Λεύκιου ενώ ο Γιάννης σε ένα ολοκαίνουργιο άλογο που του είχε χαρίσει ο ίδιος ο Αρχηγός των Τοξοτών, ως δώρο επειδή τα πήγαινε τόσο καλά στην εκπαίδευση και είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον εαυτό του. Στους κολλητούς του φαινόταν περίεργο το ότι τον έβλεπαν να ιππεύει, θύμιζε έναν γοητευτικό ιππότη από άλλες εποχές που έκαιγε καρδιές, από ότι του είπαν μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Το ταξίδι ήταν για όλους ευχάριστο, γνώρισαν και άλλα όμορφα μέρη τα οποία δεν είχαν δει όσο καιρό έμεναν εκεί, έκαναν στάσεις σε μαγευτικά τοπία με λίμνες και καταρράκτες μέσα σε πυκνή βλάστηση αλλά και σε χωριά στα οποία οι κάτοικοι τους καλωσόριζαν εγκάρδια. Έφτασαν σχεδόν στη μία η ώρα το μεσημέρι, όπως ακριβώς είχε υπολογίσει ο Άρχοντας Έλιος, που σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις η γυναίκα του τον πείραζε λέγοντας του πως ήταν ψυχαναγκαστικός. Και δεν τη διέψευσε καθόλου, καθώς χαμογέλασε ικανοποιημένος όταν πέρασαν τις πύλες της Ανφάνης την ώρα που είχε υπολογίσει.

Η Ανφάνη ήταν μια πολύ όμορφη πόλη, με την πλειοψηφία των κατοίκων να είναι ξωτικά του νερού. Οι δρόμοι της έσφυζαν από ζωή, τα περισσότερα σπίτια ήταν χαμηλά λες και ήταν χωριό, ενώ η βλάστηση εδώ θύμιζε τροπικό παράδεισο, με φοίνικες και άλλα τροπικά φυτά. Στον κεντρικό δρόμο βρίσκονταν πολλά μαγαζιά που πουλούσαν σουβενίρ, αλλά και διάφορα θαλάσσια πράγματα, σανίδες του σερφ, ομπρέλες θαλάσσης, μέχρι και στολές κατάδυσης, και άλλα που πουλούσαν χειροποίητα κοσμήματα με κοχύλια και πολύχρωμες πέτρες, αλλά και καταστήματα εστίασης, καφετέριες, εστιατόρια και ταβέρνες. Τα περισσότερα από αυτά ήταν γεμάτα, καθώς ξωτικά από όλη τη χώρα είχαν καταφθάσει για να παρευρεθούν στο φεστιβάλ.

Από όπου περνούσαν οι άμαξες, τα ξωτικά χαίρονταν  που έβλεπαν τον άρχοντα τους και τη συνοδεία του και τους χαιρετούσαν. Ολόκληρη η πόλη κινούνταν σε ρυθμούς καλοκαιρινού φεστιβάλ και η διάθεση ολονών ήταν πολύ ανεβασμένη.

Το κομβόι με τις άμαξες έφτασε κάποια στιγμή στο τέλος του κεντρικού δρόμου και άρχισε να στρίβει στην παραλιακή λεωφόρο. Πέρασαν το Λιμάνι της Ανφάνης, με τα ιστιοφόρα πλοία όλα στολισμένα για το φεστιβάλ και έπειτα ένα μικρότερο λιμανάκι με όμορφες βαρκούλες και μικρά σκάφη. Πολύς κόσμος περπατούσε και εδώ κατά μήκος της θάλασσας, έτρωγαν στα διάφορα ταβερνάκια ή απλά χάζευαν τις βάρκες.

Όταν πέρασαν και τη μαρίνα, οι άμαξες άρχισαν να διασχίζουν ένα δρόμο ανάμεσα σε φοίνικες, ενώ όμορφα αρχοντικά σπίτια βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά τους. Στο βάθος στα δεξιά απλωνόταν η τεράστια παραλία της Ανφάνης και τα γαλαζοπράσινα νερά της θάλασσας φαίνονταν.

Έφτασαν μπροστά από ένα σπίτι, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο από όλα, σχεδόν ίσο σε μέγεθος όσο και το Παλάτι. Στα αγόρια θύμιζε λίγο κάποια παραλιακά, πολυτελή ξενοδοχεία που υπήρχαν σε τουριστικά μέρη του Νότου. Δύο ξύλινα ζωγραφισμένα δελφίνια στόλιζαν την είσοδο, την οποία πέρασαν οι άμαξες και σταμάτησαν σε έναν κήπο με εξωτικά φυτά. Στο βάθος βρισκόταν το κυρίως κτήριο του εξοχικού του Αρχηγού Νίμου.

«Αν αυτό είναι το εξοχικό του, τότε το κυρίως σπίτι του πώς είναι;» αναρωτήθηκε εύλογα ο Ηρακλής καθώς αποβιβάζονταν από τις άμαξες.

Ο Λόρδος Νίμος είχε πληροφορηθεί για την άφιξη τους και τον είδαν να έρχεται από το κυρίως κτίσμα. Το στυλ του ξεπερνούσε κάθε πρόβλεψη των νεαρών μαθητών από τον Νότο, που δεν τον είχαν γνωρίσει. Ήταν ντυμένος με ένα μπλε παντελόνι με χρυσά ζωγραφιστά κύματα στα πλάγια, ένα ασορτί πουκάμισο ανοιχτό μπροστά, μέσα από το οποίο φαινόταν το ηλιοκαμένο, γυμνασμένο στήθος του και ήταν ξυπόλητος. Τα μαλλιά του, μαύρα και μακριά, ήταν όλα πλεξούδες, σαν ράστα.

«Άρχοντα Έλιε!» αναφώνησε και τον υποδέχτηκε εγκάρδια αγκαλιάζοντας τον. Έπειτα έκανε το ίδιο με τη Λαίδη Αθηνά και τη Λαίδη Ανδριάνα, με τους γονείς της Ιφιγένειας και την ίδια και τέλος με τον Αχιλλέα.

«Καλώς ήρθατε στην Ανφάνη! Είμαι πολύ χαρούμενος που θα φιλοξενήσω τόσο κόσμο στο εξοχικό μου!»

«Είναι αρκετά ενθουσιώδης.» παρατήρησε ο Γιάννης. Ο Αρχηγός του Νερού τους πλησίασε.

«Αρχηγέ Νίμο, να σου συστήσω τους νεαρούς μαθητές από τον Νότο για τους οποίους σου μίλησα: από εδώ ο Ιάσονας.»

«Ο νεαρός μάγος. Φυσικά. Είναι τιμή μου που σε γνωρίζω.» του είπε και του έσφιξε το χέρι, κοιτάζοντας τον χαμογελώντας, ενώ και τα μπλε μάτια του φαίνονταν να γελάνε μαζί του.

«Κι εγώ χάρηκα, Αρχηγέ Νίμο. Έχω ακούσει πολλά για εσάς.»

«Και φυσικά οι πιστοί του φίλοι Γιάννης και Ηρακλής.» συνέχισε με τις συστάσεις ο Έλιος και ο Νίμος τους καλωσόρισε και αυτούς εγκάρδια. Έπειτα συνέχισε με τους χαιρετισμούς, καθώς ήταν πολλά τα άτομα και δεν προλάβαινε να μιλήσει πολύ στον καθένα ξεχωριστά. Φάνηκε πως χάρηκε ιδιαίτερα που είδε τη Ναυσικά και τους γονείς της, καθώς ήταν όπως και ο ίδιος ξωτικά του νερού και εκείνοι τον χαιρέτησαν με σεβασμό.

«Λοιπόν!» αναφώνησε μόλις ολοκληρώθηκαν ο συστάσεις και οι χαιρετισμοί. «Τώρα θα πάμε να φάμε, μετά θα σας ξεναγήσω λίγο στην παραλία για να δείτε και το χώρο που θα γίνει το φεστιβάλ, ύστερα θα ξεκουραστείτε και το βράδυ θα σας πάω σε ένα μαγικό μέρος, να χαλαρώσουμε πριν το μεγάλο πάρτι που θα ξεκινήσει αύριο. Συμφωνείτε;» Εννοείται πως συμφώνησαν όλοι κι έπειτα τον ακολούθησαν στο εσωτερικό του κτηρίου. «Μην ανησυχείτε για τις βαλίτσες σας! Θα τις μεταφέρουν οι υπηρέτες μου στα δωμάτια σας.» τους είπε.

«Πώς σας φαίνεται;» ρώτησε η Ιφιγένεια τους Νότιους φίλους της, περπατώντας δίπλα τους.

«Είναι... διαφορετικός.» απάντησε ο Ιάσονας. Αυτή ήταν η πρώτη λέξη που του ερχόταν στο μυαλό.

«Πολύ χαλαρός και κουλ.» είπε ο Ηρακλής.

«Ξέγνοιαστος. Μάλλον το θαλασσινό κλίμα του κάνει καλό.» συμπλήρωσε ο Γιάννης.

«Ή πολύ απλά κάτι πίνει και είναι συνέχεια έτσι χαρούμενος.» αστειεύτηκε ο Ηρακλής και γέλασαν οι τέσσερις τους.

Το εξοχικό ήταν στα χρώματα του λευκού και του μπλε, με λιτή, θαλασσινή θα έλεγε κανείς διακόσμηση, με άγκυρες, δελφίνια και ζωγραφιές με θάλασσα παντού στους τοίχους, ενώ ήταν αρκετά δροσεροί οι χώροι του. Από την κεντρική αίθουσα πέρασαν σε μια μεγάλη τραπεζαρία με ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες, όπου δύο μεγάλα τραπέζια είχαν ήδη στρωθεί για να υποδεχτούν τους καλεσμένους. Ο Ιάσονας, ο Γιάννης και ο Ηρακλής πλησίασαν στο μπαλκόνι και έμειναν άφωνοι από τη θέα που αντίκρισαν: μπροστά τους βρισκόταν η απέραντη σχεδόν  Παραλία της Ανφάνης, εκεί που τελείωναν οι φοίνικες απλωνόταν η κατάλευκη άμμος και αρκετά μέτρα πιο πέρα η γαλαζοπράσινη, πεντακάθαρη θάλασσα. Μερικοί γλάροι πετούσαν από πάνω στον καταγάλανο ουρανό.

Στην παραλία μπροστά τους επικρατούσε κίνηση, καθώς διάφορα ξωτικά εργάζονταν πυρετωδώς για τις ετοιμασίες του φεστιβάλ και στο βάθος είχε αρχίσει να στήνεται μία εξέδρα συναυλιών.

«Δεν είναι υπέροχα;» τους ρώτησε η Ιφιγένεια που στάθηκε δίπλα της και τα τρία αγόρια συμφώνησαν.

Το φαγητό, όπως άλλωστε και όλα τα γεύματα που είχαν φάει, ήταν πεντανόστιμο, παρόλο που όπως ήταν φυσικό δεν υπήρχε ψάρι ή θαλασσινά στα πιάτα. Τα ξωτικά δεν έτρωγαν ούτε αυτές τις μορφές ζωής. Μετά το φαγητό, σερβιριστηκαν φρούτα και γλυκά ενώ όλοι συζητούσαν μεταξύ τους και ο Νίμος μιλούσε σχετικά με το πρόγραμμα του φεστιβάλ στην αρχοντική οικογένεια, καθώς και για τις δυσκολίες που είχε συναντήσει, όπως κάθε χρόνο.

«Τουλάχιστον έχουμε ξεχαστεί από όλα αυτά που έρχονται.» είπε ρίχνοντας μια ματιά στον Ιάσονα. «Η Μάντισσα τι λέει για όλα αυτά; Έχει κάνει κάποια πρόβλεψη;»

«Ναι, φυσικά και έχει δει και εκείνη τον πόλεμο, αν και όχι τόσο καθαρά. Έχει δει οράματα με διάφορα σενάρια σχετικά με αυτόν.» απάντησε ο Έλιος. «Οι μοναδικές συμβουλές που μου έχει δώσει είναι να εκπαιδεύσουμε όσο καλύτερα γίνεται τον Ιάσονα και να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα στην Ιφιγένεια. Για αυτό ανησυχούμε περισσότερο.»

«Κλασική Μάντισσα. Πάντα μέσα στα αινίγματα. Ότι και αν γίνει όμως, θα πολεμήσουμε όλοι στο πλευρό σου, Άρχοντα μου.» τον διαβεβαίωσε ο Νίμος.

Ο Ιάσονας άκουσε τη συζήτηση τους και απέμεινε σκεπτικός να κοιτάει το κενό. Όσο καιρό βρίσκονταν στην Έλφια, είχαν δει μόνο δυο φορές τη Μάντισσα Ορτανσία, όμως φαινόταν απασχολημένη και δεν κατάφερε να της ζητήσει να κάνει κάποια πρόβλεψη για εκείνον ή να του εξηγήσει τι σήμαιναν τα λόγια που του είπε την πρώτη μέρα που έφτασαν, " Είσαι προορισμένος για μεγάλα πράγματα, καλά μα και άσχημα", "Το τέρας γίνεται άνθρωπος και ο άνθρωπος τέρας"...

Γενικά το ηλικιωμένο ξωτικό ζούσε αρκετά απομονωμένη και δεν είχε πολλές επαφές με κανέναν πέρα από τον Άρχοντα Έλιο, σπάνια πήγαινε στο παλάτι και ποτέ δεν συμμετείχε στις δραστηριότητες, για αυτό δεν βρισκόταν και στην Ανφάνη μαζί τους.

Λίγο αργότερα, ο Νίμος τους είπε να τον ακολουθήσουν στην παραλία, η οποία από κοντά ήταν πιο όμορφη και το θαλασσινό αεράκι τους αναζωογόνησε και τους ξεκούρασε αμέσως απ' το ταξίδι τους. Είδαν και από κοντά τις προετοιμασίες, ο Νίμος μίλησε με κάποιους υπεύθυνους σχετικά με την πρόοδο των ετοιμασιών και του είπαν ότι πήγαιναν όλα καλώς. Είχαν στηθεί επίσης και κάποια περίπτερα με δραστηριότητες και κάποια άλλα που θα πωλούσαν φαγητό και σνακ για τους παρευρισκόμενους.

«Που να τα δείτε και αύριο το βράδυ.» είπε ο Νίμος στα παιδιά. «Καμία σχέση με το φως της μέρας. Από εκεί μέχρι εκεί» έδειξε τα σημεία με το χέρι του «θα τοποθετηθούν χρωματιστά λαμπάκια, οι προβολείς θα ανάψουν και εκεί, στην πίστα, θα παίξουν διάφοροι καλλιτέχνες που έχω καλέσει, συγκροτήματα και τραγουδιστές. Σε εκείνα τα σημεία θα ανάψουν φωτιές και θα χορεύουν ξωτικά γύρω τους, αλλά αυτό θα γίνει μεθαύριο, την νύχτα που θα υποδεχτούμε το Καλοκαίρι. Αύριο θα γίνει η συναυλία που σας είπα, θα έχει διάφορες καλοκαιρινές δραστηριότητες για όποιον θέλει να συμμετάσχει, παραστάσεις από ξωτικά της φωτιάς και του νερού, που έχουν την τιμητική τους σε αυτή τη γιορτή και εννοείται θα υπάρχουν πολλά φαγητά, ποτά και σνακ.»

Στη συνέχεια επέστρεψαν στο μεγάλο σπίτι, όπου τους ξενάγησε στους χώρους του, στα δύο μεγάλα σαλόνια, στην αίθουσα εκδηλώσεων, σε μια άλλη αίθουσα με ιαματικά λουτρά, και τέλος ανέβηκαν στα δωμάτια στους επάνω ορόφους όπου και τακτοποιήθηκαν. Ο Ιάσονας είχε και εκεί δικό του δωμάτιο με ιδιωτικό λουτρό, εξίσου λυτό με του παλατιού της Έλφιας, χωρίς τζακούζι όμως και με θαλασσινή διακόσμηση φυσικά στα χρώματα του μπλε και του λευκού. Το κρεβάτι του ήταν διπλό και αρκετά άνετο, με ένα πουπουλένιο πάπλωμα επίσης χρώματος μπλε. Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα. Για καλή του τύχη, το δωμάτιο του είχε θέα την παραλία και τη θάλασσα, πράγμα το οποίο τον γαλήνευσε αμέσως. Τέλος, σε μια γωνία παρατήρησε το σάκο με τα πράγματα του και το σπαθί του μέσα στη θήκη του.

Άλλαξε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ένας μεσημεριανός υπνάκος θα ήταν ό,τι πρέπει τώρα. Ένιωθε τόσο γαλήνιος σε εκείνο το μέρος, που δεν σκεφτόταν καν τα οράματα του, ούτε ανησυχούσε για όσα θα έρχονταν. Άλλωστε είχε συμφωνήσει με τους φίλους του να μην αφήσουν καμία στενάχωρη σκέψη να τους επηρεάσει και να απολαύσουν τη Γιορτή του Καλοκαιριού, που θα ήταν σίγουρα μια πρωτόγνωρη και υπέροχη εμπειρία.

Το απόγευμα ξύπνησε και πήγε στο διπλανό δωμάτιο, το οποίο μοιραζόταν ο Γιάννης με τον Ηρακλή, και κάθισε εκεί μαζί τους να χαλαρώσουν και να συζητήσουν, ώσπου είδαν το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, με τον ήλιο να δύει πίσω από τη θάλασσα. Την ίδια στιγμή, η Ιφιγένεια είχε πάει με τα κορίτσια, δηλαδή την Ηλέκτρα, τη Ναυσικά και τη Φωτεινή βόλτα κατά μήκος της παραλίας, ενώ ο Σωκράτης βρήκε τον Νίμο στο ιδιωτικό μπαρ του κήπου, ήπιαν μαζί ρούμι και κουβέντιασαν.

Μόλις βράδιασε, οι υπηρέτες ειδοποίησαν ότι όσοι ήθελαν να πάνε μια μικρή εκδρομή με τον Λόρδο Νίμο, να ντυθούν ανάλαφρα και να τον συναντήσουν στην έξοδο του κήπου σε μία ώρα περίπου. Δεν τους είπαν σε ποιο μέρος θα πήγαιναν, μόνο ότι θα ήταν κάπου ρομαντικά όπως είπε ο οικοδεσπότης τους. Όλη η παρέα πήγε φυσικά, όμως οι περισσότεροι ενήλικες, με εξαίρεση τον Άρχοντα Έλιο, τη Λαίδη Αθηνά και τους γονείς της Ιφιγένειας έμειναν πίσω.

Ξεκίνησαν με τρεις άμαξες, οι οποίες διέσχισαν τον παραλιακό δρόμο ως την άλλη άκρη του. Στα δεξιά τους φαινόταν η θάλασσα να φωτίζεται φυσικά από το σχεδόν γεμάτο φεγγάρι, ενώ τα διάφορα σπίτια που περνούσαν φωτίζονταν τεχνητά από τους προβολείς ή τα φαναράκια των κήπων.

Έφτασαν σε ένα παράξενο μέρος, σε ένα μικρό δασάκι με μοβ δέντρα, τα φύλλα των οποίων στραφτάλιζαν σαν να είχαν επάνω τους πολύτιμους λίθους, στις αποχρώσεις του μοβ, του ροζ και του μπλε, συνθέτοντας έτσι μια πολύ όμορφη, ονειρική εικόνα.

«Ουάου...» κατάφερε να πει μόνο ο Ιάσονας.

«Που μας έφερες, αγαπητέ Νίμο; Τόσες φορές έχω έρθει εδώ, δεν με έχεις φέρει όμως ποτέ σε αυτό το μαγευτικό τοπίο.» τον ρώτησε ο Έλιος. Οι υπόλοιποι είχαν μείνει άφωνοι.

«Υπέροχο δεν είναι; Και που να δείτε την παραλία αυτού του μέρους.» τους είπε ο Νίμος και ένευσε να τον ακολουθήσουν.

Περπατούσαν ανάμεσα στα μοβ φωσφορίζοντα δέντρα με κομμένη την ανάσα. Το έδαφος κατηφόριζε ελαφρώς. Καθώς ο Ιάσονας κοιτούσε σαν μαγεμένος γύρω του, ένιωσε ένα χέρι να αγγίζει το δικό του. Ήταν η Ιφιγένεια. Γύρισε και την κοίταξε. Φαινόταν τόσο όμορφη κάτω από το μοβ φως που έβγαζαν τα δέντρα...

«Αυτό το δάσος και η παραλία του, είναι έτσι λόγω των ορυκτών που υπάρχουν εδώ.» εξήγησε ο Νίμος.

Κάποια στιγμή, έφτασαν στα τελευταία δέντρα του δάσους. Τότε, είδαν μπροστά τους ένα εξίσου φανταστικό θέαμα: μοβ βράχοι με τα ίδια απαστράπτοντα ορυκτά απλώνονταν για αρκετά μέτρα μέχρι τη θάλασσα, η οποία καθώς κυμάτιζε ελαφρά, αποκάλυπτε επίσης τα ορυκτά αυτά στο εσωτερικό της και γινόταν μοβ, ενώ από πάνω φαίνονταν τα χιλιάδες αστέρια του σύμπαντος να λάμπουν με το φεγγάρι συντροφιά τους.

«Μπορείτε να απολαύσετε το τοπίο και να το εξερευνήσετε, όμως να μην απομακρυνθείτε πολύ. Σε μία ώρα θα αναχωρήσουμε πάλι για πίσω.» τους είπε ο Νίμος και κάθισε πάνω σε έναν από τους βράχους.

Οι βράχοι είχαν λείες επιφάνειες και ελάχιστο κενό μεταξύ τους, έτσι μπορούσε άνετα κανείς να περάσει από τον έναν στον άλλον και να περπατήσει ανάμεσα τους. Τα νεαρά ξωτικά άρχισαν να πηδούν γελώντας χαρούμενα στους βράχους, ενώ ο Ιάσονας και οι δύο κολλητοί του έμειναν απλά να στέκονται εκεί και να χαζεύουν τη θάλασσα. Ένιωθαν λες και ξαφνικά είχαν περάσει σε άλλη διάσταση. Ο Ιάσονας είδε τον Ζαχαρία να κάθεται μαζί με τη σύζυγο του αγκαλιασμένοι σε ένα βράχο και το ίδιο είχε κάνει και το άλλο ζευγάρι της παρέας, ο Άρχοντας Έλιος φυσικά με τη Λαίδη Αθηνά.

«Ελάτε να αράξουμε εδώ!» φώναξε η Ηλέκτρα στους τρεις φίλους.

«Ιάσονα...!» άκουσε μια γνώριμη φωνή λίγα μέτρα πιο μακριά στα δεξιά του. Ο Γιάννης και ο Ηρακλής είχαν αρχίσει ήδη να κατευθύνονται προς το μέρος των υπολοίπων, που έπιασαν θέση σε ένα βράχο μπροστά από τη θάλασσα.

Ο Ιάσονας κοίταξε προς τα εκεί όπου του έγνεφε η Ιφιγένεια να την ακολουθήσει. Έριξε μια ματιά πίσω του. Δεν τον κοιτούσε κανείς, όλοι ήταν απασχολημένοι. Έτσι, πέρασε από βράχο σε βράχο και πλησίασε την Ιφιγένεια. Εκείνη τον οδήγησε σε ένα σημείο κάπως απομονωμένο, με ένα βράχο λίγο ψηλότερο να τους κρύβει από τους υπόλοιπους.

Το ξωτικό κάθισε και έκανε νόημα και στον Ιάσονα να καθίσει. Έτσι και έκανε ο νεαρός, κάθισε δίπλα της νιώθοντας μια παράξενη αγωνία. Η Ιφιγένεια έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του και κοίταξε προς το μέρος της θάλασσας, με τα λαμπερά μοβ κυματάκια.

«Αχ, ήθελα τόσο να μείνουμε οι δυο μας σε αυτό το μαγικό μέρος....» του είπε και εκείνος ξεροκατάπιε. Σίγουρα δεν έβλεπε όνειρο; Σίγουρα βρισκόταν εδώ, μαζί της, σε ένα τέτοιο μέρος; Δεν ήταν μόνοι τους όμως.

«Ιφιγένεια, οι γονείς σου βρίσκονται μόλις μερικά μέτρα μακριά.» της είπε καθώς προσγειωνόταν στην πραγματικότητα.

«Εντάξει, δεν κάνουμε κάτι κακό...» του είπε εκείνη και τον κοίταξε.

Όχι, μη με κοιτάς έτσι, Ιφιγένεια... Όχι με αυτά τα μάτια. Δεν θα μπορέσω να αντισταθώ...

«Ιάσονα, τώρα πλέον ξέρω γιατί δίσταζες να... με φιλήσεις...» αυτή τη φράση την είπε κάπως ντροπαλά, «Ξέρω πως το έχεις υποσχεθεί στον πατέρα μου να μη συμβεί τίποτα μεταξύ μας, όμως σκέψου λίγο και τα δικά μου συναισθήματα... Είμαι...» Πήρε μια βαθιά ανάσα σε αυτό το σημείο. «Είμαι ερωτευμένη μαζί σου, Ιάσονα. Και για κάποιο λόγο, ξέρω ότι δεν θα έχουμε πολύ χρόνο να ζήσουμε άλλες όμορφες στιγμές μαζί... Ο πόλεμος θα έρθει και δεν θα μας δοθούν άλλες ευκαιρίες. Για αυτό θέλω να ξέρεις, πως αν σπάσεις την υπόσχεση που έδωσες στον πατέρα μου, εμένα δεν με νοιάζει. Και αν μάθει για εμάς, θα πάρω πάνω μου όλη την ευθύνη.»

Γιατί μου το κάνεις αυτό; Είπε από μέσα του ο Ιάσονας, που είχε μείνει να την κοιτάει με τη καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή ύστερα από αυτά τα λόγια της.

«Δεν είναι έτσι, Ιφιγένεια...» είπε τελικά. «Κι εγώ είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Σε ερωτεύτηκα από το πρώτο άκουσμα, ούτε καν από την πρώτη ματιά, όταν ανακοινώθηκε στην τάξη η άφιξη σου. Για κάποιο λόγο ήξερα ότι κάτι μας συνέδεε. Και οι στιγμές που περάσαμε ως τώρα μαζί ήταν οι ωραιότερες της ζωής μου. Όμως... Όμως ο έρωτας μας είναι καταδικασμένος. Δεν θέλω να συμβεί κάτι το οποίο αργότερα θα σκεφτόμαστε και οι δυο και θα πονάμε.»

Η Ιφιγένεια δάκρυσε, από συγκίνηση μα και θλίψη συγχρόνως. Ο Ιάσονας της σκούπισε το δάκρυ και συνέχισε να την κοιτά στα μάτια.

«Ήδη πονάμε...» του είπε. Ο Ιάσονας ένιωθε πλέον την καρδιά του έτοιμη να σπάσει. Ήθελε σαν τρελός να τη φιλήσει, όμως η υπόσχεση και τα λόγια του Ζαχαρία αντηχούσαν στο μυαλό του, τονίζοντας του πως αυτό που ζούσαν ήταν απαγορευμένο.

Η Ιφιγένεια θα πληγωθεί εάν οι Ανώτεροι Άρχοντες σας αρνηθούν να είστε μαζί... Μπορεί να την εξορίσουν από τη χώρα μας και αυτό θα της στοιχίσει, ή να επιβάλλουν βαρύτερες ποινές και στους δύο σας.

Έγειρε μπροστά, μην τολμώντας όμως να αγγίξει τα μισάνοιχτα χείλη της που λαχταρούσαν να ενωθούν με τα δικά του. Φίλησε απαλά το μάγουλο της, έπειτα το απαλό δέρμα του λαιμού της... Η Ιφιγένεια έκλεισε τα μάτια, απολαμβάνοντας αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που τα χείλη του την άγγιζαν έστω και εκεί ενώ είχε αναριγήσει. Έπειτα, ο Ιάσονας ένωσε ξανά τα βλέμματα τους.

Ένα φιλί... Μόνο ένα φιλί, υπόσχομαι. Είπε μέσα του καθώς τα χείλη τους απείχαν μόλις μια ανάσα.

«Ιφιγένεια;!» Η φωνή του πατέρα της τους διέκοψε.

***************************************************

Μπορείτε να με βρίσετε ελεύθερα που για μία ακόμα φορά ο Ιάσονας και η Ιφιγένεια πήγαν να φιληθούν και κάποιος τους διέκοψε. Τρίτη και τυχερή όμως λένε, έτσι δεν είναι; 😉

Είδαμε και μια άλλη πόλη της Χώρας των Ξωτικών, την παραλιακή πόλη Ανφάνη. Πώς σας φάνηκε; Είσαστε έτοιμοι για το φεστιβάλ της Γιορτής του Καλοκαιριού; 

Τι θα γίνει όμως με τον Ιάσονα και την Ιφιγένεια; Τους είδε ο πατέρας της σε τόσο... κοντινή στιγμή, ή είναι τυχεροί και δεν πρόλαβε να δει τίποτα; Θα δούμε στο επόμενο. 


🧝‍♀️🧝‍♂️😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top