Κεφάλαιο 27: Το Ταξίδι Ξεκινά
Το Βασίλειο των Ξωτικών βρισκόταν νοτιοδυτικά της Χώρας των Πέντε Βασιλείων και, για να φτάσουν σε αυτό από το λιμάνι του Νοτίου Βασιλείου της χώρας, από ό,τι πληροφορήθηκαν ο Ιάσονας και οι φίλοι του, χρειάζονταν δύο ολόκληρες μέρες, γιατί τα καράβια τα οποία χρησιμοποιούσαν τα ξωτικά ήταν ιστιοφόρα παλαιού τύπου. Λειτουργούσαν με μηχανές, αλλά εκείνες χρειάζονταν μόνο για να δώσουν ώθηση και να φύγει το πλοίο απ' το λιμάνι. Όταν ανοιγόταν, το πλοίο άνοιγε πανιά και αφηνόταν στον άνεμο να το οδηγήσει (και στο έμπειρο πλήρωμα φυσικά, όλοι τους Ξωτικά του Νερού και του Αέρα). Ο λόγος που τα Ξωτικά αρνούνταν σύγχρονα μηχανοκίνητα πλοία και αεροπλάνα ήταν για να αποφεύγεται η ρύπανση της ατμόσφαιρας και της θάλασσας, καθώς ως γνωστόν τα Ξωτικά ως λαός προστάτευαν τη φύση, τόσο τη χλωρίδα όσο και την πανίδα, και η χρήση της τεχνολογίας γινόταν πάντα με τρόπο ώστε να μην επηρεάζει αρνητικά τη φύση.
Η ομάδα των ταξιδιωτών συναντήθηκαν έξω από το πλοίο του Ζαχαρία και της Χρυσάνθης, με την οικογένεια των ξωτικών να καταφθάνουν τελευταίοι. Η Ιφιγένεια είχε σκουπίσει τα μάτια της από τα δάκρυα συγκίνησης λόγω της γιατρειάς προς τη Σοφία. Δεν είχαν συζητήσει ξανά με τους γονείς της για αυτό κατά τη διάρκεια της διαδρομής και δεν θα το έλεγε ακόμα στον Ηρακλή, αλλά σε μια στιγμή που θα ήταν όλη η παρέα ήρεμοι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Μόλις είχε καταφθάσει και ο Γιάννης, τον οποίο είχε φέρει ο πατέρας του με το πανάκριβο αυτοκίνητο του. Αφού χαιρετήθηκε με τους φίλους του, έμειναν να θαυμάζουν όλοι μαζί το μεγάλο, ξύλινο ιστιοφόρο με τις τρεις σειρές κατάρτια και φυσικά, στο ψηλότερο κάθετο κατάρτι, τη σιέλ σημαία του Νησιού των Ξωτικών με το λευκό περιστέρι να κυματίζει απαλά στο αεράκι. Εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα, ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον καταγάλανο ουρανό χωρίς ούτε ένα σύννεφο να τον απειλεί, ενώ η ήρεμη σαν γυαλί θάλασσα προμήνυε ένα ήσυχο και ατάραχο ταξίδι προς μεγάλη ανακούφιση όλων.
Έφτασε και η οικογένεια των ξωτικών περπατώντας, καθώς είχαν αφήσει το αυτοκίνητο που είχαν νοικιάσει στον ενοικιαστή δίπλα στο Λιμάνι. Η Ιφιγένεια έλαμπε μέσα στο ροζ ανοιξιάτικο φόρεμα της και τη μπεζ λεπτή ζακέτα της, τα μαλλιά της έμοιαζαν με χρυσάφι στο φως του ήλιου, όμως οι φίλοι της – με πρώτο και καλύτερο τον Ιάσονα, παρατήρησαν τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της.
Μα γιατί έκλαιγε; Αναρωτήθηκε ο Ιάσονας. Τόσο πολύ λυπάται που φεύγουμε, ή μήπως είναι η αγωνία και ο φόβος σχετικά με το τι μας περιμένει να αντιμετωπίσουμε;
«Καλημέρα σε όλους.» είπε ο Ζαχαρίας και πλησίασε τον Άρχοντα Έλιο για να ρωτήσει αν ήταν όλα έτοιμα για αναχώρηση. Η Ιφιγένεια πλησίασε τα παιδιά.
«Καλημέρα. Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Ιάσονας.
«Ναι, καλά είμαι τώρα.» του απάντησε επιβεβαιώνοντας τα λόγια της με ένα χαμόγελο.
«Καλά ε, φοβερό το πλοίο σας. Σαν να βγήκε από ταινία ή βιβλίο με πειρατές, αν και μόνο με πειρατικό δεν μοιάζει.» είπε ο Γιάννης.
«Ελπίζω μόνο να μη γίνει καρυδότσουφλο στον άνεμο αν τυχόν πιάσει τρικυμία.» είπε ο Ηρακλής και όλοι σχεδόν γέλασαν με το φοβισμένο ύφος που πήρε ο Γιάννης.
«Ιάσονα, καμία πρόβλεψη για τον καιρό;» ρώτησε τον κολλητό του.
«Προφήτης είμαι, όχι μετεωρολόγος.» αστειεύτηκε εκείνος. «Πάντως, από όσο μπορώ να διαβάσω τα σημάδια του καιρού, θα έχουμε ένα ήσυχο και όμορφο ταξίδι.»
«Μη φοβάστε, νεαροί!» άκουσαν τη φωνή του Άρχοντα Έλιου πίσω τους και σχεδόν τρόμαξαν έτσι ξαφνικά που μίλησε. «Ακόμα και κύματα να έχει η θάλασσα, τα έμπειρα ξωτικά του νερού που υπηρετούν στο πλήρωμα της Ροδάνθης θα δαμάσουν το νερό γύρω μας και τα ξωτικά του αέρα θα δαμάσουν τον άνεμο στα πανιά μας, έτσι θα πλεύσουμε ήρεμα.»
«Αυτό είναι τόσο...» πήγε να πει ενθουσιασμένος ο Γιάννης, μα η αυστηρή φωνή του πατέρα του που πετάχτηκε τον διέκοψε:
«Διασκεδάζεις, Ιωάννη;» Όλοι σώπασαν αμέσως στην αυστηρή παρουσία του Ιάκωβου Λιβανού.
«Έλα λίγο που θέλω να σου πω...» Ο Γιάννης τον ακολούθησε απρόθυμα, ρίχνοντας ένα απολογητικό βλέμμα στους φίλους του.
Αφού απομακρύνθηκαν λίγο του είπε:
«Μην ξεχνάς... Πηγαίνεις για εκπαίδευση στη Χώρα των Ξωτικών, όχι για διακοπές. Κοίτα να είσαι σοβαρός, να με βγάλεις ασπροπρόσωπο και όχι να με ντροπιάσεις στα Ξωτικά. Έγινα κατανοητός;» του είπε με ήρεμη αλλά απειλητική φωνή.
«Μάλιστα, πατέρα.» απάντησε σφίγγοντας τις γροθιές του. Υπομονή, Γιάννη! Έλεγε στον εαυτό του. Υπομονή και σε λίγο θα είσαι ελεύθερος από αυτόν!
«Θα τηλεφωνώ κάθε μέρα για να μου λες πώς τα πας.» του είπε μετά με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Η φωνή του Έλιου που ακούστηκε ακριβώς δίπλα του, τον τρόμαξε και τον διέκοψε:
«Η χρήση των κινητών θα είναι περιορισμένη για τους εκπαιδευόμενους, κύριε Λιβανέ.» του είπε με ένα προσποιητό χαμόγελο όπως ήταν ακριβώς και το δικό του. Στάθηκε δίπλα στον Γιάννη και συμπλήρωσε:
«Θα πρέπει να είναι αφοσιωμένοι στην εκπαίδευση τους χωρίς να αποσπάται η προσοχή τους με την περιττή χρήση της τεχνολογίας.» και έκλεισε το μάτι συνωμοτικά στον νεαρό, ο οποίος τον ευχαρίστησε μέσα του.
«Μάλιστα, Άρχοντα Έλιε. Να πράξετε όπως νομίζετε. Είμαι σίγουρος ότι ο γιος μου βρίσκεται σε καλά χέρια.»
«Στα καλύτερα. Και τώρα σας παρακαλώ, αποχαιρετίστε τον για να επιβιβαστούμε στο πλοίο.»
Οι βαλίτσες και τα πράγματα των παιδιών είχαν ήδη φορτωθεί, όπως και δύο κούτες με ποτά του Σωκράτη. Παρόλο που ο Έλιος τον διαβεβαίωσε ότι είχαν ό,τι ποτό λαχταρούσε η ψυχή του στη χώρα τους, εκείνος επέμεινε ότι ήθελε να έχει «καβάτζα» όπως είπε χαρακτηριστικά. Κανένας δεν τον εμπόδισε και οι ναύτες ανέβασαν τις κούτες του στο πλοίο.
Ο Φαίδωνας αποχαιρέτησε τον Ιάσονα με μια αγκαλιά κι έπειτα του είπε:
«Ιάσονα... Σε περίπτωση που δεν ξαναϊδωθούμε πριν τον πόλεμο, να θυμάσαι: μην αφήσεις το σκοτάδι να σε καταπιεί. Όταν πολεμάς τα τέρατα...»
«Να μη γίνω κι εγώ ένα από αυτά. Ξέρω, μπαμπά.» του χαμογέλασε ο Ιάσονας. «Να προσέχεις τη μαμά.»
«Κι εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου και τους φίλους σου γιε μου.» του είπε κάνοντας τον άλλη μία αγκαλιά πριν εκείνος απομακρυνθεί.
Ανέβηκαν ένας- ένας στο πλοίο από μια ξύλινη μπάρα που ένωνε την προβλήτα με το κατάστρωμα, η οποία κινούνταν ελαφρά όμως οι ναύτες τους διαβεβαίωσαν ότι ήταν ασφαλής, ενώ μάλιστα τους βοηθούσαν στο τελευταίο σκαλοπάτι πιάνοντας τον καθένα από το χέρι για σιγουριά. Ήταν αρκετά δυνατά ξωτικά όλοι τους, οι περισσότεροι με μακριά μαλλιά ενώ ορισμένοι είχαν τατουάζ στα γυμνασμένα τους μπράτσα. Όταν η παρέα βρέθηκε πλέον στο κατάστρωμα, κοίταξαν εντυπωσιασμένοι γύρω τους το πλοίο. Ήταν πολύ καλύτερο από ότι το είχαν φανταστεί, καμία σχέση με τα πλοία που έβλεπαν στις ταινίες. Στην πρύμνη φαινόταν η υπερυψωμένη γέφυρα με το πηδάλιο στο οποίο είχε ήδη πάρει θέση ο καπετάνιος, ένα ξωτικό με μαύρα μαλλιά και μούσια που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Σαν άνθρωπος φαινόταν γύρω στα πενήντα, οπότε σαν ξωτικό θα ήταν σίγουρα πεντακοσίων χρόνων.
Τα μέλη του πληρώματος πηγαινοέρχονταν τρέχοντας σχεδόν, καθώς είχαν κινητοποιηθεί για την αναχώρηση. Ο καπετάνιος έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουν, η μπάρα ανέβηκε και όλοι στάθηκαν στην κουπαστή για να δουν την προβλήτα σιγά- σιγά να απομακρύνεται όταν έβαλαν μπροστά οι μηχανές. Από κάτω, στο λιμάνι, ο πατέρας του Ιάσονα χαιρετούσε συγκινημένος, ενώ ο Ιάκωβος παρακολουθούσε με σοβαρό ύφος το πλοίο να φεύγει.
Τα παιδιά ένιωσαν τον αέρα στα πρόσωπα τους να τους αναζωογονεί και για λίγο ξέχασαν τα όσα είχαν γίνει, όσα τους βάραιναν μα και το λόγο για τον οποίο αναχωρούσαν για τη θαυμαστή εκείνη χώρα. Το πλοίο μέσα σε λίγη ώρα είχε βγει απ' το Λιμάνι και έβλεπαν σιγά- σιγά και το Βασίλειο του Νότου να μένει πίσω τους. Ύστερα το πλοίο, η Ροδάνθη όπως ονομαζόταν, αφού είχε ανοιχτεί αρκετά, άνοιξε πανιά χάρη στους έμπειρους ναύτες και έσβησαν οι μηχανές καθώς χάραξε πορεία νοτιοδυτικά. Η στεριά πίσω τους ολοένα και απομακρυνόταν.
«Λοιπόν, πώς νιώθετε;» ρώτησε τους φίλους της η Ιφιγένεια.
«Υπέροχα. Είναι πολύ ωραία εμπειρία η αναχώρηση ενός τέτοιου πλοίου.» απάντησε ο Ιάσονας.
Ο Γιάννης εισέπνευσε βαθιά το θαλασσινό αέρα και ένιωσε σαν ένα τεράστιο βάρος να φεύγει από πάνω του. Πρώτη φορά θα έμενε τόσο μακριά από τον πατέρα του και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιτέλους θα μπορούσε να είναι ο ανέμελος εαυτός του, να είναι μόνο με τα άτομα που πραγματικά νοιάζονταν για αυτόν. Μπορεί βέβαια ο Ιάκωβος να τον έλεγχε ακόμα και από απόσταση, όμως ο Άρχοντας Έλιος έκανε προφανές ότι δεν θα επέτρεπε να συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό αυτό.
«Εγώ νιώθω ελεύθερος.» είπε την αλήθεια στην ερώτηση της Ιφιγένειας. «Ξέρετε πιστεύω για ποιο λόγο.» Όλοι ένευσαν συμφωνώντας.
«Ας τα ξεχάσουμε τώρα αυτά και ας απολαύσουμε το ταξίδι. Γιατί, μπορεί να έρχεστε στη χώρα μας για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε εδώ αλλά και όταν φτάσουμε να περάσουμε καλά σαν παρέα... Έχω πάρα πολλά μέρη για να σας ξεναγήσω.» είπε ενθουσιασμένο και χαρούμενο το ξωτικό.
Λίγο μετά, ένας καμαρότος τους οδήγησε στις καμπίνες τους. Μπήκαν στο εσωτερικό του πλοίου, το οποίο είχε παντού περίτεχνα σχέδια σκαλισμένα στο ξύλο, πορτραίτα, πίνακες και χρυσά στολίδια σε σχήμα φύλλων σε κάποια σημεία, θάλασσας και δελφινιών σε κάποια άλλα.
Οι καμπίνες του Έλιου και των γονιών της Ιφιγένειας βρίσκονταν επάνω, στο κατάστρωμα κάτω από τη γέφυρα, όπου βρισκόταν και η καμπίνα του καπετάνιου, ενώ των παιδιών και του Σωκράτη ένα κατάστρωμα πιο κάτω. Ήταν μικρές, αλλά πολύ όμορφες και άνετες, σαν να βρίσκονταν στο εσωτερικό ενός δέντρου και η κάθε μία είχε και δικό της λουτρό, εξίσου μικρό αλλά με ωραίες εγκαταστάσεις. Η Ιφιγένεια είχε μια καμπίνα μόνη της, ως το μοναδικό κορίτσι, ο Γιάννης με τον Ηρακλή μοιράστηκαν μια καμπίνα με μία κουκέτα, στην οποία ο πρώτος πρόλαβε το πάνω κρεβάτι και ο δεύτερος αρκέστηκε στο κάτω, ενώ ο Ιάσονας έπρεπε να μοιραστεί μια καμπίνα με τον Σωκράτη.
Ελπίζω να μη ροχαλίζει. Είπε μέσα του ο Ιάσονας όταν μπήκαν. Σε αυτή την καμπίνα τα κρεβάτια δεν ήταν σε κουκέτα, αλλά δύο ξεχωριστά μονά κρεβάτια στις δύο άκρες της καμπίνας, με ένα κομοδίνο σκαλισμένο σαν δέντρο και ένα στρογγυλό φινιστρίνι* με χρυσό πλαίσιο που έβλεπε στο πλάι του πλοίου και είχε θέα την καταγάλανη θάλασσα, φυσικά. Προς μεγάλη του δυσαρέσκεια, στη μέση ανάμεσα στα δύο κρεβάτια βρίσκονταν οι δύο κούτες με τα ποτά του μάγου.
«Συγνώμη για αυτό, μικρέ. Δεν ήθελα να μου τα πάνε στο αμπάρι. Δεν εμπιστεύομαι τους ναύτες. Θα μου τα έπιναν όλα μέχρι να φτάσουμε.»
«Δεν πειράζει.» είπε ο Ιάσονας προσπαθώντας να φανεί ευγενικός, προσπερνώντας τις κούτες για να καθίσει στο κρεβάτι στα δεξιά. «Υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω, κάτι που έμαθα χθες το βράδυ απ' τους γονείς μου.»
Ο Σωκράτης κάθισε στο απέναντι κρεβάτι και τον κοίταξε με αγωνία.
«Τι, παιδί μου;»
«Χθες το βράδυ... Οι γονείς μου... Μου αποκάλυψαν πως είμαι υιοθετημένος.» Ο μεγαλύτερος μάγος φάνηκε να εκπλήσσεται, τα καστανά του μάτια τον κοίταξαν ανοιγμένα διάπλατα.
«Και... Πώς το πήρες;» τον ρώτησε μόνο. «Τι ακριβώς σου είπαν, αρχικά;»
«Μου είπαν ότι... η μητέρα μου με είχε αφήσει στην πόρτα τους όταν ήμουν μωρό, έχοντας αφήσει μόνο ένα πουγκί με ένα γράμμα και ένα μενταγιόν μέσα. Ήλπιζα εσύ να γνωρίζεις κάτι μιας και οι βιολογικοί μου γονείς από ότι έχω καταλάβει, κατάγονται από τη χώρα σου.»
Σηκώθηκε και τράβηξε κάτω απ' το κρεβάτι τη βαλίτσα του, ψάχνοντας μέσα σ' αυτή το πουγκί για να του δείξει τα πράγματα, ενώ έβλεπε με την άκρη του ματιού του τον Σωκράτη να ανοίγει ένα απ' τα μπουκάλια από την κούτα μπροστά του και να πίνει μανιωδώς.
Έβγαλε τα πράγματα μέσα απ' το πουγκί και του τα έδωσε. Εκείνος τα πήρε στα χέρια του, τα περιεργάστηκε αγγίζοντας τα και κοιτάζοντας το μενταγιόν με το πράσινο σμαράγδι.
«Σου θυμίζει κάτι;» τον ρώτησε. Ο Σωκράτης ήπιε ξανά μερικές μεγάλες γουλιές απ' το μπουκάλι.
«Δεν ξέρω, μικρέ.» είπε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. «Αυτό το σμαράγδι πάντως, συμβολίζει το είδος μαγείας που έχεις, το πράσινο. Το γνωρίζω γιατί έχω κι εγώ το ίδιο χρώμα μαγείας.» Τότε, ο Ιάσονας έφτασε σε μια υπόθεση, που αν τελικά ήταν αλήθεια, θα ήταν σοκαριστική. Μέσα του ήθελε και δεν ήθελε να ήταν αλήθεια, όμως όλα τα σημάδια εκεί οδηγούσαν: ο εθισμός του Σωκράτη στο αλκοόλ, προφανώς για να πνίξει έναν μεγάλο πόνο, ο τρόπος με τον οποίο άγγιξε το γράμμα και το μενταγιόν, σαν να ανήκαν σε κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο... κι ύστερα το χρώμα των ματιών του ήταν ίδιο με το δικό του, αλλά και το χρώμα της μαγείας τους το ίδιο!
«Σωκράτη...» ξεροκατάπιε και έπειτα τον ρώτησε στα ίσια: «Είσαι ο πατέρας μου;»
Τα μάτια του άνοιξαν πάλι διάπλατα.
«Τι... Τι εννοείς; Που το στηρίζεις αυτό;» τον ρώτησε.
«Έχουμε ίδιο χρώμα ματιών και ίδιο χρώμα μαγείας. Εσύ ήσουν αυτός που έστειλαν από τη Χώρα των Μάγων για να μάθει στον Φαίδωνα να με προπονεί όταν ήμουν μικρός. Άγγιζες με στοργή το γράμμα και το μενταγιόν που μόλις σου έδωσα... Απάντησε μου λοιπόν! Πες μου την αλήθεια! Δεν αντέχω άλλα ψέματα... Εσύ είσαι ο πατέρας μου; Και η μητέρα μου με έδωσε επειδή δεν μπορούσε να με μεγαλώσει με έναν αλκοολικό πατέρα;»
«Αρκετά!» τον διέκοψε φωνάζοντας ο Σωκράτης. Τον έδειξε με το δείκτη του, ενώ στα μάτια του που γυάλιζαν άρχισε να φαίνεται η επίδραση του αλκοόλ.
«Βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα, νεαρέ. Το χρώμα των ματιών δεν έχει να λέει... Και με την Ευτυχία έχεις ίδια μάτια και ίδια μαλλιά, κι όμως δεν είναι η βιολογική σου μητέρα. Το χρώμα της μαγείας δεν είναι απαραίτητα κληρονομικό... Ο πατέρας μου έχει Λευκή Μαγεία, ο παππούς μου, ο Μάγος Γιλβέρτος, είχε κίτρινη και γαλάζια... Ενώ η μητέρα μου μαύρη.» Ήταν ένα αξιοπερίεργο το ότι η Αρχόντισσα της Χώρας των Μάγων και σύζυγος του Πάνου του Λευκού είχε Μαύρη Μαγεία, καθώς ήταν κακή μαγεία, αλλά δεν ήταν η ώρα για να το αναλύσει ο Ιάσονας αυτό. «Δεν είμαι ο πατέρας σου, Ιάσονα. Αν ήμουν, δεν θα άφηνα τη μητέρα σου να σε εγκαταλείψει. Θα πάλευα να ξεπεράσω τον εθισμό μου και να γίνω καλά. Ξέρεις γιατί πίνω; Ε; Δεν έχεις ιδέα, αλλά δεν πρόκειται να σου πω. Πάω να πάρω λίγο αέρα.» Και βγήκε βιαστικά από την καμπίνα, αφήνοντας τον Ιάσονα εμβρόντητο. Ένιωσε άσχημα που τον κατηγόρησε εμμέσως πλην σαφώς ότι έφταιγε το πάθος του για το ποτό, που τον εγκατέλειψε η μητέρα του, αν όντως ήταν αυτός ο πατέρας του. Και όντως αυτά στα οποία στήριξε το συμπέρασμα του δεν είχαν βάση. Ίσως έκανε λάθος λοιπόν. Το σίγουρο ήταν πως ο Σωκράτης, αν και δεν ήταν πατέρας του, νοιαζόταν για εκείνον και τα λόγια του τον πλήγωσαν. Θα τον άφηνε να ηρεμήσει λίγο και ύστερα θα πήγαινε να του ζητήσει συγνώμη.
Χρειαζόταν κι εκείνος λίγο καθαρό αέρα, έτσι βγήκε στο κατάστρωμα όπου βρίσκονταν τα κατάρτια. Εκεί, όλη σχεδόν η συντροφιά έμοιαζε να απολαμβάνει τον ήλιο και το ταξίδι. Ο Ζαχαρίας και η Χρυσάνθη είχαν βγάλει τα δαιμόνια τους, ο πρώτος έναν λευκό γάτο και η δεύτερη ένα κουνέλι σε μπεζ-χρυσό χρώμα, τα οποία έπαιζαν με τη Νάρα τρέχοντας τριγύρω.
«Ιάσονα!» του φώναξε η Ιφιγένεια και τον κάλεσε με ένα νεύμα κοντά τους. «Γνώρισε τα δαιμόνια των γονιών μου, τον Άσπρο, το Δαιμόνιο του μπαμπά μου και τη Χρύσα, το δαιμόνιο της μαμάς μου.»
«Χάρηκα.» είπε στα δυο χαριτωμένα πλάσματα ο Ιάσονας που στάθηκαν μπροστά του και τον παρατηρούσαν με ενδιαφέρον. Στράφηκε ξανά στο νεαρό ξωτικό:
«Πού είναι οι άλλοι δύο; Θέλω να σας μιλήσω.»
«Κι εγώ θέλω να σας αποκαλύψω κάτι.» είπε εκείνη. «Πρέπει να είναι ακόμα στην καμπίνα τους.»
«Πάμε. Έχουμε συμβούλιο.» της είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού και έφυγαν οι δυο τους για να κατέβουν πάλι στο κατάστρωμα των καμπινών.
«Θα έρθουμε σε λίγο!» φώναξε η Ιφιγένεια στους γονείς της για να την ακούσουν.
Στην καμπίνα του Γιάννη και του Ηρακλή, ο Ιάσονας αποκάλυψε και σε εκείνους την αλήθεια που έμαθε απ' τους γονείς του σχετικά με την υιοθεσία του.
«Απίστευτο... Έτσι εξηγούνται όλα...» είπε ο Γιάννης, που δυσκολευόταν να το πιστέψει, ήταν όμως απόλυτα λογικό. «Μακάρι να ήμουν κι εγώ υιοθετημένος...»
«Κόφ' το.» του είπε ο Ηρακλής. «Θα μπορούσαν οι πραγματικοί σου γονείς να ήταν τα χειρότερα καθάρματα.»
«Κι εγώ αυτό φοβάμαι, για αυτό διστάζω να ανακαλύψω την αλήθεια. Η μητέρα μου πάντως με αγαπούσε, το έκανε ξεκάθαρο στο γράμμα της αυτό. Ίσως ο πατέρας μου να ήταν κάθαρμα, κάποιος που όταν έμαθε πως ήταν έγκυος την εγκατέλειψε ίσως, και δεν μπορούσε να με μεγαλώσει μόνη της.» έκανε ένα ακόμα σενάριο ο Ιάσονας. «Προηγουμένως όμως, στην καμπίνα που μοιράζομαι με τον Σωκράτη... τον κατηγόρησα άδικα ότι αυτός είναι ο πατέρας μου.» είπε αφήνοντας τους όλους έκπληκτους και τους περιέγραψε τη συζήτηση τους.
«Τα λόγια που του είπες ήταν βαριά, φίλε μου.» του είπε ο Ηρακλής.
«Ναι, όμως έχουνε μια λογική.» συμπλήρωσε ο Γιάννης. «Όπως και να 'χει, για να είστε εντάξει μεταξύ σας, πιάσε τον μετά και ζήτα του συγνώμη. Και αν όντως είναι ο πατέρας σου, κάποια στιγμή ίσως το παραδεχτεί.»
«Αυτό σκοπεύω να κάνω.» είπε ο Ιάσονας και στράφηκε στην Ιφιγένεια: «Εσύ τι ήθελες να μας πεις;» τη ρώτησε και το ξωτικό έσκυψε το κεφάλι.
«Σήμερα το πρωί... Πριν αναχωρήσουμε... Ζήτησα απ' τους γονείς μου να πάμε από το σπίτι σου, Ηρακλή. Εσύ είχες ήδη φύγει πριν από λίγο.» του είπε κοιτάζοντας τον διστακτικά. Ήταν σίγουρη ότι θα χαιρόταν, τότε όμως γιατί φοβόταν τόσο να το ξεστομίσει;
«Αλήθεια; Και τι πήγες να κάνεις εκεί;» απόρησε εκείνος.
«Θεράπευσα την αδελφή σου.» του αποκάλυψε. Ο Ηρακλής την κοίταξε σοκαρισμένος, αδυνατώντας να το πιστέψει.
«Τι εννοείς τη θεράπευσες; Έκανες καλά... τα πόδια της;»
«Ναι.» απάντησε δακρύζοντας η Ιφιγένεια. «Περπάτησε ξανά, Ηρακλή...»
Ο Ηρακλής με δυο δρασκελιές, βρέθηκε μπροστά της και την αγκάλιασε, ευχαριστώντας την κλαίγοντας, προσπαθώντας ακόμα να το πιστέψει, ενώ ο Ιάσονας και ο Γιάννης κοιτάζονταν έκπληκτοι μεταξύ τους.
«Συγνώμη που δεν το είχα κάνει τόσον καιρό που τη γνωρίζω και κάνουμε παρέα.» του είπε μετά, όταν η πρώτη συγκίνηση πέρασε. «Καταλαβαίνεις πιστεύω το λόγο που είπα ψέματα ότι δεν μπορώ.»
«Ναι, φυσικά και καταλαβαίνω. Όμως τώρα...»
«Τώρα δεν θα συμβεί τίποτα, Ηρακλή, πίστεψε με. Ο τύπος και τα μέσα θα έχουν άλλα πράγματα να ασχοληθούν, όπως τον επερχόμενο πόλεμο που προέβλεψε ο Ιάσονας και τα Σκοτεινά Ξωτικά με τα οποία ακόμα ασχολούνται μετά την εμφάνιση εκείνων των δύο στο Μεγάλο Ξέφωτο. Δεν θα την πειράξει κανείς. Με εμάς ίσως τα βάλουν, αλλά και πάλι δεν τους συμφέρει τώρα που η βασίλισσα σας έγινε σύμμαχος με τον άρχοντα μας.»
«Όχι, δεν ανησυχώ για αυτό. Το ξέρω πως δεν θα την ενοχλήσουν και η μητέρα μου θα προσπαθήσει να μη δημοσιοποιηθεί. Όμως, αυτό που έκανες για εμάς είναι... Θεέ μου, ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Μακάρι να ήμουν εκεί να τη δω να περπατάει...» είπε σαν χαμένος και δάκρυσε πάλι.
«Θα τη δεις.» τον διαβεβαίωσε η γλυκιά Ιφιγένεια.
«Έχει δίκιο, Ηρακλή. Μόλις φτάσουμε στη Χώρα των Ξωτικών, επειδή εδώ στη θάλασσα έχει χάλια σήμα, θα πάρεις τη μητέρα σου με βιντεοκλήση.» του είπε ο Γιάννης.
«Ναι, έχεις δίκιο φίλε μου, αυτό θα κάνω.»
«Να 'ναι καλά η τεχνολογία.» είπε ο φίλος του και όλοι γέλασαν ανάλαφρα.
Ο Ιάσονας χαμογέλασε στην Ιφιγένεια και εκείνη του χαμογέλασε πίσω.
Τελικά, είσαι ένα ακόμα πιο θαυμαστό πλάσμα από ό,τι πίστευα ήδη πως είσαι, Ιφιγένεια. Είπε από μέσα του και ήταν σαν να της το είπε με τα μάτια.
*φινιστρίνι ή φιλιστρίνι λέγεται το παράθυρο στα πλοία, στη ναυτική διάλεκτο στην πραγματικότητα, όχι μόνο στον Κόσμο. Αποφάσισα να κρατήσω τη βασική ναυτική ορολογία ίδια με το δικό μας κόσμο.
*****************************************************
Λοιπόν, πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο με την αναχώρηση από το Νότιο Βασίλειο; Είσαστε ενθουσιασμένοι που θα γνωρίσουμε τη Χώρα των Ξωτικών; Εγώ είμαι πολύ, αν κι έχω ένα άγχος είναι η αλήθεια αν θα σας περιγράψω με επιτυχία όσα φαντάζομαι...
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο, σχολιάστε μου τι σας έκανε εντύπωση και γενικά τι πιστεύετε σχετικά με όσα διαβάσατε, αν θέλετε φυσικά!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top