Κεφάλαιο 26: Συγκίνηση
Ο Ιάσονας γύρισε σπίτι του με μια περίεργη μελαγχολία, και δεν ήταν μόνο ο αποχαιρετισμός που είχε προηγηθεί με τους φίλους του. Για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να χαρεί που επισκεπτόταν τη Χώρα των Ξωτικών. Φοβόταν πως κάτι κακό θα συνέβαινε εκεί και ο ίδιος δεν θα ήταν σε θέση να προστατεύσει τα άτομα που αγαπούσε. Πως όσο κι αν προπονούνταν και βελτίωνε τις ικανότητες του, δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να φτάσει σε δύναμη εκείνα τα σκοτεινά ξωτικά για να πολεμήσει εναντίον τους. Ήδη σκεφτόταν πόσο είχε πληγωθεί ο ίδιος και οι φίλοι του στο Μεγάλο Ξέφωτο... Δεν το έλεγε σε κανέναν όμως αυτό, προσπαθούσε να φαίνεται δυνατός για όλους.
Μπήκε στο σπίτι και βρήκε τους γονείς του να κάθονται στο σαλόνι. Η μητέρα του τον κοίταξε δακρυσμένη, ενώ ο πατέρας του με θλιμμένη έκφραση είχε τυλίξει παρηγορητικά το χέρι του γύρω από τους ώμους της.
«Καλώς τον. Έλα, θέλαμε να σου μιλήσουμε.» του είπε ο πατέρας του.
Ο Ιάσονας πλησίασε αργά.
«Μαμά; Μπαμπά; Τι συμβαίνει;» ρώτησε, ενώ είχε ήδη ένα προαίσθημα σχετικά με τι ήθελαν να του πουν...
«Κάθισε, παιδί μου.» του είπε ο Φαίδωνας δείχνοντας του την πολυθρόνα δίπλα από τον καναπέ στον οποίο κάθονταν εκείνοι. Ο γιος τους κάθισε και τους κοίταξε με αγωνία.
«Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις. Κάτι το οποίο σου έχουμε κρύψει για χρόνια...» Δίστασε να συνεχίσει.
«Περιμέναμε να ενηλικιωθείς για να στο πούμε, όμως... έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα πρέπει να μάθεις την αλήθεια, για να πάψεις επιτέλους να αναρωτιέσαι για τον εαυτό σου.» συνέχισε η Ευτυχία σκουπίζοντας τα μάτια της με ένα χαρτομάντιλο.
«Πείτε το μια κι έξω.» τους είπε. Τον κοίταξαν και οι δύο με θλίψη και έπειτα, η μητέρα του είπε:
«Είσαι υιοθετημένος, Ιάσονα...» και νέα δάκρυα κύλησαν.
Ο Ιάσονας κοίταξε το κενό. Να λοιπόν που το προαίσθημα του έβγαινε αληθινό. Για κάποιο λόγο το ήξερε, το είχε υποψιαστεί προσπαθώντας να εξηγήσει από πού πήρε όλες αυτές τις δυνάμεις, αφού δεν είχε βρει απαντήσεις μέχρι τώρα σχετικά με αυτό. Όμως, τώρα που το μάθαινε, που άκουγε από τα χείλη της μητέρας του ότι δεν ήταν γιος της και γιος του Φαίδωνα... ότι όλη του η ζωή ήταν ένα ψέμα... δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος για αυτό.
Τότε παρατήρησε ότι η Ευτυχία κρατούσε και κάτι άλλο στα χέρια της εκτός από το χαρτομάντιλο. Ήταν ένα μπεζ βελούδινο πουγκί, το οποίο άνοιξε και του έδωσε αυτά που είχε μέσα λέγοντας:
«Σε άφησαν έξω από την πόρτα μας όταν ήσουν μόλις μερικών μηνών, σε ένα καλαθάκι με μόνο αυτά εδώ μέσα.» Ο Ιάσονας τα πήρε στα χέρια του και τα κοίταξε. Ήταν ένα μενταγιόν με ένα πράσινο πετράδι, το οποίο κρεμόταν από μια χρυσή αλυσίδα, καθώς και ένα χαρτί σαν σελίδα τετραδίου. Το άνοιξε και διάβασε μερικά όμορφα καλλιγραφικά γράμματα που έλεγαν:
Σας παρακαλώ, δεν μπορώ να τον κρατήσω... Ρώτησα για εσάς και έμαθα ότι αγαπάτε πολύ τα παιδιά, κι όμως όσο και να προσπαθήσατε δεν καταφέρατε να κάνετε ένα δικό σας. Είμαι βέβαιη ότι θα τον μεγαλώσετε με αγάπη και θα αποδεχτείτε τις ιδιαιτερότητες και τα χαρίσματα του. Θα καταλάβετε με τον καιρό τι εννοώ. Να μου τον προσέχετε. Το όνομα του είναι Ιάσονας.
Ο Ιάσονας άγγιξε τα γράμματα, σαν να ήθελε να νιώσει λίγο πιο κοντά σε εκείνη, τη μητέρα του, την πραγματική του μητέρα. Γιατί τον εγκατέλειψε, όμως; Τα δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους και μαζί τους η θλίψη σε συνδυασμό με θυμό τον κατέλαβαν.
«Ιάσονα... Μίλα παιδί μου, πες κάτι.» Ο πατέρας του, ή μάλλον εκείνος ο οποίος νόμιζε για πατέρα του, τον κοιτούσε με ικετευτικό βλέμμα.
«Γιατί τώρα;» ρώτησε με ύφος σκληρό.
«Τι εννοείς;»
«Γιατί μου το είπατε ΤΩΡΑ αυτό, μία μόλις μέρα προτού φύγω για τη Χώρα των Ξωτικών;» είπε με πιο έντονο τον τόνο της φωνής του.
«Επειδή θα έχεις αρκετό καιρό να το σκεφτείς και να μας συγχωρέσεις, μακριά μας και με καθαρό μυαλό.» προσπάθησε να του εξηγήσει η Ευτυχία, όμως μια πληγή είχε μόλις ανοίξει μέσα του και ήταν νωπή ακόμα για να μπορέσει να αποδεχτεί κάτι τέτοιο. Γιατί τον παράτησε η μητέρα του; Γιατί δεν μπορούσε να τον κρατήσει; Και ο πατέρας του; Ήταν μάγοι οι γονείς του, ή έστω ένας από αυτούς; Και γιατί οι υποτιθέμενοι γονείς του, ο Φαίδωνας και η Ευτυχία, του έλεγαν ψέματα τόσα χρόνια;
«Με καθαρό μυαλό;» απόρησε σε ύφος πικραμένο. Σηκώθηκε και περπάτησε ως τη μέση περίπου του σαλονιού.
«Τόσα χρόνια μου κρύβατε την αλήθεια, αφήνοντας με να αναρωτιέμαι γιατί είχα μαγικές δυνάμεις αφού εσείς, οι γονείς μου υποτίθεται, είσαστε θνητοί και δεν έχουμε κανέναν μάγο πρόγονο. Και τώρα που πρόκειται να αντιμετωπίσω μια μεγάλη απειλή που έρχεται, παλεύοντας συγχρόνως με το σκοτάδι που ξέρω πως έχω κι εγώ μέσα μου, με τους εφιάλτες μου κι όλα αυτά, μου ζητάτε να έχω καθαρό μυαλό και μάλιστα ύστερα από αυτό που έμαθα;»
«Αγόρι μου, σε παρακαλώ, μη μας θυμώνεις...» τον παρακάλεσε η Ευτυχία κλαίγοντας.
«Σε παρακαλώ, Ιάσονα, προσπάθησε να καταλάβεις. Ήμασταν δέκα χρόνια παντρεμένοι και θέλαμε όσο τίποτα να αποκτήσουμε ένα παιδί, όμως οι προσπάθειες μας έπεφταν πάντα στο κενό. Η μητέρα σου είχε μαραζώσει.» εξήγησε ο Φαίδωνας.
«Είχα χάσει τέσσερα παιδιά, Ιάσονα.» συμπλήρωσε η Ευτυχία, χύνοντας ακόμα περισσότερα δάκρυα και με φωνή γεμάτη πόνο. «Τέσσερις αποβολές και έπειτα τα παρατήσαμε, ώσπου ήρθες εσύ στη ζωή μας. Ήσουν... Ήσουν θεόσταλτο δώρο για εμάς... Η ζωή μας γέμισε φως και χρώμα, το σπίτι γέμισε με τις παιδικές φωνούλες σου και καθώς μεγάλωνες, ξεχνούσαμε ότι σε είχαμε υιοθετήσει.»
«Και πράγματι, αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι σε αγαπήσαμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Γιατί, όπως και να 'χει, ακόμα και αν δεν σε γεννήσαμε εμείς, είσαι το παιδί μας.» τη συμπλήρωσε ο άντρας της, έχοντας συγκινηθεί και ο ίδιος. «Όταν άρχισες να εμφανίζεις τις μαγικές σου δυνάμεις, καταλάβαμε ότι οι βιολογικοί σου γονείς δεν ήταν απλοί άνθρωποι, και ότι ίσως η μητέρα σου να μη μπορούσε να κάνει αλλιώς και αναγκάστηκε να σε αφήσει σε εμάς. Δεν μπορούσαμε να σου το πούμε. Έχεις δίκιο, ίσως δεν ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή. Όμως, τώρα ίσως μπορέσεις να βρεις απαντήσεις και να κατανοήσεις πιο εύκολα τον εαυτό σου.»
Ο Ιάσονας κάθισε πάλι. Πονούσε, όφειλε να το παραδεχτεί. Όμως δεν μπορούσε να τους μισήσει. Τώρα όμως, ακόμα περισσότερα ερωτήματα του δημιουργήθηκαν, αντί να λάβει απαντήσεις στις ερωτήσεις που ήδη έψαχνε.
«Έτσι εξηγούνται όλα... Οι δυνάμεις μου, το γεγονός ότι δεν απέκτησα ποτέ έναν αδελφό ή μια αδελφή...» συμπέρανε, ακόμα χωρίς να τους κοιτάει. «Οι πραγματικοί μου γονείς ήταν μάγοι. Όμως... Ποιοι μπορεί να είναι; Ο Σωκράτης, μήπως γνωρίζει κάτι;»
«Εννοείται πως ρωτήσαμε τους Μάγους, αγόρι μου.» του απάντησε ο πατέρας του. «Και κανείς τους δεν γνωρίζει τίποτα. Τουλάχιστον, έτσι μας είπαν.»
«Δεν φαντάζεσαι πόσο πονούσαμε, κάθε φορά που μας ζητούσες απελπισμένα απαντήσεις και εμείς έπρεπε να σου λέμε δικαιολογίες και ψέματα...» είπε η Ευτυχία. «Όμως, τώρα πλέον σου λέμε την αλήθεια. Δεν μάθαμε ποτέ ποιοι ήταν οι γονείς σου, τι είδους μάγοι ήταν και γιατί σε άφησε η μητέρα σου σε εμάς.»
«Ίσως οι Μάγοι να αποκρύπτουν την αλήθεια σχετικά με τους γονείς μου, ακόμα και από τον Σωκράτη, ποιος ξέρει...;» αναρωτήθηκε σκεπτικός τώρα ο Ιάσονας, που ο θυμός του είχε καταλαγιάσει. «Όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα ψάξω να τους βρω, έστω να μάθω αν ζουν ή αν έχουν πεθάνει.» Για πρώτη φορά μετά από ώρα έστρεψε ξανά το βλέμμα του πάνω τους, τους κοίταξε και τους δύο. Στιγμές από την παιδική του ηλικία επανήλθαν στο μυαλό του, εκείνον με τον Φαίδωνα να παίζουν ποδόσφαιρο στον κήπο, η να τον προπονεί για τις μαγικές ικανότητες και την Ευτυχία χαρούμενη να τους φωνάζει από μέσα ότι το φαγητό ήταν έτοιμο... Τις συζητήσεις τους, τα γέλια και τα πειράγματα... Τη μητέρα του να του διαβάζει παραμύθια όταν ήταν μικρός και να τον σκεπάζει, φιλώντας τον έπειτα για καληνύχτα... Την υποστήριξη και την αγκαλιά τους όταν έμαθαν ότι ήταν ένας μικρός μάγος...
«Μαμά, μπαμπά...» είπε τελικά. «Σας συγχωρώ. Και ακόμα κι αν μάθω για τους βιολογικούς μου γονείς, αυτό δεν θα αλλάξει τίποτα. Για μένα εσείς είστε οι πραγματικοί μου γονείς. Και σας αγαπάω.» Με δυο βήματα έφτασε μπροστά τους και τους αγκάλιασε, και ξέσπασαν και οι τρεις σε δάκρυα συγκίνησης.
{...}
Ξημέρωσε. Τη νύχτα που πέρασε, ο Ιάσονας είχε κοιμηθεί ελάχιστες ώρες, κι όταν το ξυπνητήρι στο κινητό του χτύπησε, θυμήθηκε αμέσως την αιτία της αϋπνίας του. Αυτή τη φορά, δεν ήταν οι εφιάλτες του. Ήταν η πραγματικότητα και η σκληρή αλήθεια που έμαθε από τους γονείς του. Φυσικά και τους είχε συγχωρέσει που του έκρυβαν τόσα χρόνια ένα τέτοιο μυστικό, όμως θα έκανε καιρό να το αποδεχτεί. Ίσως αυτό συνέβαινε όταν θα έπαιρνε τις απαντήσεις που ζητούσε...
Ετοιμάστηκε και κατέβασε τη βαλίτσα του από τις σκάλες, κρατώντας μαζί και το σπαθί μέσα στη θήκη του. Ο Φαίδωνας με το που τον είδε, έσπευσε να τον βοηθήσει, όμως ο Ιάσονας επέμεινε πως δεν χρειαζόταν και πως το είχε και μόνος του. Στην τραπεζαρία, η Ευτυχία είχε ετοιμάσει ένα πλούσιο και θρεπτικό πρωινό με δημητριακά, φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι και καφέ, το οποίο έφαγαν οι τρεις τους σιωπηλοί σε μελαγχολικό κλίμα, όχι μόνο λόγω των χθεσινοβραδινών αποκαλύψεων, αλλά και του αποχωρισμού τους.
«Ο Σωκράτης είπε πως θα είναι εδώ γύρω στις εννέα, για να πάμε να πάρουμε τον Ηρακλή και να σας κατεβάσω στο λιμάνι.» τον ενημέρωσε κάποια στιγμή ο Φαίδωνας.
«Μια χαρά. Ελπίζω να μην τον πάρει ο ύπνος τον Σωκράτη και αργήσει...» έκανε μια προσπάθεια να αστειευτεί ο Ιάσονας για να ελαφρύνει κάπως το κλίμα. Όμως η θλίψη δεν έλεγε να φύγει από τα μάτια των γονιών του και ειδικά της μητέρας του.
Κι όμως, ο Σωκράτης εμφανίστηκε στην πόρτα τους στις εννέα ακριβώς, με τσαλακωμένα ρούχα και μια παλιά φθαρμένη βαλίτσα.
«Καλημέρα.» είπε σε όλους.
«Σωκράτη! Ξύπνησες στην ώρα σου τελικά.» του είπε ο Φαίδωνας.
«Για την ακρίβεια, δεν κοιμήθηκα καθόλου, φίλε μου. Καθόμουν και τα έπινα μέχρι αργά.» είπε και φαινόταν όντως ξενυχτισμένος. Στράφηκε στον Ιάσονα:
«Είσαι έτοιμος, νεαρέ;»
«Έτοιμος.»
Η Ευτυχία τους συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητο, όπου φόρτωσαν τις βαλίτσες τους και τότε ήρθε η στιγμή του αποχωρισμού. Ο Ιάσονας την αγκάλιασε και δάκρυσαν κι οι δύο.
«Να προσέχεις, γιε μου.» του είπε μετά κοιτάζοντας τον στα μάτια.
«Θα μου λείψεις, μαμά. Και να μη φοβάσαι. Να ξέρεις ότι πηγαίνω για καλό. Και, όπως σου είπα και χθες, τίποτα δεν άλλαξε ύστερα από αυτό που έμαθα.» Η Ευτυχία χαμογέλασε δακρυσμένη, έπειτα τον φίλησε στο μέτωπο και τον κοίταξε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο μαζί με τον πατέρα του και τον Μάγο Σωκράτη, ο οποίος επίσης την αποχαιρέτησε σύντομα.
«Όταν τελειώσουν όλα και επιστρέψουμε, θα διοργανώσουμε ένα γλέντι τρικούβερτο.» της είπε.
Έμεινε στην αυλόπορτα και παρακολούθησε το αυτοκίνητο καθώς ξεμάκραινε, με τα δάκρυα να μη λένε να σταματήσουν και ένα βάρος να πλακώνει την καρδιά της.
{...}
Την ίδια στιγμή, ξεκινούσε και η Ιφιγένεια με τους γονείς της. Θα πήγαιναν στο Λιμάνι με το αυτοκίνητο που είχαν νοικιάσει από εκεί και θα συναντούσαν τους υπόλοιπους για να επιβιβαστούν στο καράβι τους, αφού πρώτα επέστρεφαν το αυτοκίνητο. Η Ιφιγένεια στάθηκε για λίγο έξω από το σπίτι και το κοίταξε βουρκωμένη.
«Έλα, καλή μου. Μη στενοχωριέσαι. Αφού θα έρθουν και οι φίλοι σου μαζί.» της είπε η μητέρα της, η οποία ακουμπούσε απαλά τον ώμο της.
«Το ξέρω.» της είπε. «Όμως δεν παύω να νιώθω μια θλίψη, να νοσταλγώ όλες τις στιγμές που έζησα εδώ... Μακάρι να ξανάρθω.»
«Μην τα σκέφτεσαι αυτά τώρα, κορίτσι μου. Τώρα προέχουν άλλα πράγματα.» της είπε ο πατέρας της.
Δεν ήταν όμως μόνο το σπίτι, το Νότιο Βασίλειο και οι ανέμελες στιγμές που έζησε εκεί που θα της έλειπαν. Ήταν και ότι γνώρισε έναν άλλο κόσμο, που είχε επίσης αρκετές δυσκολίες, υπήρχε πολλή φτώχεια και αρρώστιες και άνθρωποι που χρειάζονταν βοήθεια... Βέβαια και στη δική τους χώρα υπήρχαν αυτά, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Υπήρχαν και εκεί αρρώστιες που δεν θεραπεύονταν και που αφορούσαν κατάρες και μαγεία, όμως τουλάχιστον τα ξωτικά είχαν τους Θεραπευτές και έκαναν ό,τι μπορούσαν.
Δεν ήξερε γιατί έκανε εκείνες τις σκέψεις τώρα. Ίσως επειδή, βαθιά μέσα της φοβόταν μήπως δεν επέστρεφε και έτσι δεν της δινόταν η ευκαιρία, να κάνει περισσότερα πράγματα και να βοηθήσει λίγο παραπάνω. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε να χάσει τίποτα...
«Μπορούμε να κάνουμε μια στάση πρώτα;» τους είπε. «Θέλω να κάνω κάτι τελευταίο πριν φύγω.» Οι γονείς της απόρησαν, μα τελικά δέχτηκαν.
«Φυσικά, γλυκιά μου. Που θες να σε πάμε;» τη ρώτησε ο Ζαχαρίας.
«Ας ξεκινήσουμε και θα σας πω.»
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και τους έδωσε οδηγίες να πάνε μέσα από κάτι φτωχογειτονιές. Ο Ζαχαρίας οδηγούσε απορημένος. Έφτασαν έξω από ένα φτωχικό σπίτι.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησε η Χρυσάνθη.
«Είναι το σπίτι του Ηρακλή.»
«Του Ηρακλή; Του φίλου σου; Μα είπαν πως θα έρθει με τον Ιάσονα, τον πατέρα του και τον Μάγο Σωκράτη.» είπε ο Ζαχαρίας.
«Ναι, με εκείνους θα έρθει και θα μας βρουν εκεί. Όμως δεν αποχαιρέτησα τη μητέρα του και τα αδέλφια του.» είπε η Ιφιγένεια και άνοιξε την πίσω πόρτα. «Περιμένετε με. Δεν θα αργήσω.» τους είπε και έφυγε βιαστικά.
Χτύπησε την πόρτα του σπιτιού και περίμενε με τα πρώτα δάκρυα να κυλάνε, όμως άκρως αποφασισμένη σχετικά με αυτό που επρόκειτο να κάνει. Η Μύρνα της άνοιξε κι έπεσε αμέσως στην αγκαλιά της.
«Ιφιγένεια;» απόρησε. «Τι κάνεις εδώ; Ο Ηρακλής μόλις έφυγε με τον Ιάσονα και τον μπαμπά του...» της είπε.
«Κυρία Μύρνα... Είσαστε μία τόσο καλή γυναίκα και υπέροχη μητέρα... Προτού να φύγω, ήρθα να πω ένα τελευταίο αντίο σε εσάς και στα αδέλφια του Ηρακλή. Είναι εδώ;»
«Ναι, μέσα είναι. Όμως, νόμιζα πως ήδη χαιρετηθήκατε...»
«Όχι όπως θα έπρεπε. Μπορώ;» και έδειξε προς τα μέσα.
«Ναι... Βέβαια. Πέρασε.» της είπε και παραμέρισε για να περάσει.
Πήγαν μαζί στο δωμάτιο των παιδιών, όπου η Σοφία και ο Ηλίας την κοίταξαν επίσης με απορία αλλά και θλίψη.
«Ήρθα να σας πω ένα τελευταίο αντίο.» τους είπε και αγκάλιασε πρώτα τον Ηλία. «Να προσέχεις τη μαμά και την αδελφή σου, εντάξει;» του είπε μέσα από δάκρυα μα και με ένα χαμόγελο.
«Εννοείται αυτό. Και εσένα ελπίζω να σε προσέχει ο Ιάσονας και να γίνετε κάποια στιγμή ζευγάρι. Ταιριάζετε πολύ.» είπε ο μικρός, κάνοντας τις δύο κοπέλες και τη μεγαλύτερα γυναίκα να γελάσουν μες στη συγκίνηση τους.
Η Ιφιγένεια έπειτα προχώρησε ως τη Σοφία και γονάτισε μπροστά απ' το καροτσάκι της.
«Σοφία μου...»
«Ιφιγένεια... Σε ευχαριστώ που ήσουν εδώ για εμένα... Για όλα όσα έκανες... Θα μου λείψεις, φίλη μου.»
«Κι εμένα, Σοφία.» Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά με αγωνία και η συγκίνηση ήταν ακόμα μεγαλύτερη. «Όμως, σου είπα ένα ψέμα. Μπορώ να θεραπεύσω την αναπηρία σου, απλά για διάφορους λόγους δεν έπρεπε να το κάνω... όμως, τώρα τίποτα δεν με σταματάει. Θα επανορθώσω, θεραπεύοντας σε τώρα.»
«Τι...;» έμεινε έκπληκτη η μικρότερη κοπέλα. Κοίταξε τη μητέρα της, υπήρχε η ίδια ακριβώς έκπληξη στο πρόσωπο της.
Η Ιφιγένεια τοποθέτησε τα χέρια της επάνω στα πόδια της κοπέλας και απελευθέρωσε την ενέργεια της Θεραπείας της. Τα τρία μέλη της οικογένειας κοιτούσαν εκστασιασμένοι για λίγο, ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσουν αυτό που συνέβαινε. Όταν τελείωσε, η Ιφιγένεια σηκώθηκε και της έπιασε τα χέρια.
«Σήκω, Σοφία. Σήκω και περπάτα.» της είπε. Η Σοφία λίγο διστακτικά, κράτησε σφιχτά τα χέρια της φίλης της και σηκώθηκε απ' το καροτσάκι. Στεκόταν όρθια, αλλά δεν έλεγε να κάνει το πρώτο βήμα.
«Πώς νιώθεις, κορίτσι μου;» τη ρώτησε η μητέρα της με αγωνία.
«Νιώθω... Νιώθω τα πόδια μου, μαμά. Τα νιώθω υγιή και δυνατά ξανά.» της απάντησε κλαίγοντας από χαρά η κόρη της. Η Ιφιγένεια τότε την άφησε.
«Περπάτησε ως τη μητέρα σου.» της είπε. «Μπορείς να το κάνεις.»
Η Σοφία τότε έκανε ένα βήμα διστακτικά, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερα δάκρυα χαράς σε όλους και ιδιαίτερα στη Μύρνα. Έπειτα τρέχοντας σχεδόν έφτασε σε εκείνη και προσγειώθηκε στην αγκαλιά της, ενώ ο μικρός Ηλίας είχε καλύψει το στόμα του με τα χέρια του από έκπληξη.
«Απίστευτο... Έγινε θαύμα...» ψέλλισε η Μύρνα ανάμεσα στους λυγμούς της. Η Ιφιγένεια τότε άρχισε να τρέχει ως την έξοδο. Αυτό που είχε κάνει ήταν πολύ μεγάλο και δεν άντεχε άλλη συγκίνηση. Ο Ηλίας την ακολούθησε τρέχοντας λίγα δευτερόλεπτα μετά, φωνάζοντας της να περιμένει για να την ευχαριστήσουν. Όμως εκείνη δεν τον άκουσε, μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο των γονιών της κλαίγοντας ακόμα. Εκείνοι ανησύχησαν που την είδαν έτσι.
«Ιφιγένεια, τι συνέβη; Τι έκανες;!» αναφώνησε ο Ζαχαρίας.
«Σε παρακαλώ, ξεκίνα.» του είπε μόνο.
«Τι έκανες, Ιφιγένεια;! Γιατί σου φωνάζει ο μικρός αδελφός του Ηρακλή και κλαίτε κι οι δύο;»
«Ξεκίνα και θα σας πω. Σε παρακαλώ...» τον παρακάλεσε.
«Ιφιγένεια! Σε ευχαριστούμε!» άκουσε τη φωνή του μικρού καθώς το αυτοκίνητο πέρασε από δίπλα του όταν ξεκίνησε.
Το νεαρό ξωτικό ήξερε ότι ίσως προκαλούνταν σάλος όταν μαθευόταν η θεραπεία της αναπηρίας της Σοφίας. Δεν ήταν και λίγο ένα Ξωτικό- Θεραπεύτρια να γιατρεύει μία μη αναστρέψιμη κατάσταση, διαψεύδοντας έτσι όλους τους γιατρούς... Γιατί σίγουρα θα το καταλάβαιναν, ακόμα κι αν η οικογένεια το απέκρυπτε κι έλεγε απλά πως η έφηβη περπάτησε από μόνη της. Όμως η Ιφιγένεια έκανε αυτό που της έλεγε η καρδιά της, ακόμα και αν αυτό ήταν ενάντια στους κανόνες της χώρας της. Εξάλλου, τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί; Ο αφέντης του κορακιού που την καταδίωκε είχε αποκαλυφθεί, τον είχε αντιμετωπίσει και τώρα πια το δαιμόνιο δεν της φαινόταν και τόσο τρομακτικό. Επιπλέον, ερχόταν πόλεμος, οπότε σίγουρα αυτό το γεγονός σύντομα θα ξεχνιόταν.
«Ιφιγένεια, τι συνέβη στο σπίτι του Ηρακλή; Έκανες κάτι κακό;» τη ρώτησε ο πατέρας της ξανά όταν απομακρύνθηκαν απ' τη γειτονιά.
«Όχι, μπαμπά. Αντιθέτως, έκανα κάτι πολύ καλό. Υπό άλλες συνθήκες θα με έβαζε σε μπελάδες, όμως τώρα...»
«Τι έκανες, Ιφιγένεια;!» επέμεινε ο Ζαχαρίας, που ήδη είχε καταλάβει αλλά ήθελε να το ακούσει από την ίδια.
«Θεράπευσα τη Σοφία.»
«Τι;» ψέλλισαν σαστίζοντας και οι δύο γονείς της. Έμειναν σιωπηλοί για λίγη ώρα, έπειτα ο πατέρας της είπε ήρεμα:
«Ξέρεις ότι αυτό είναι ενάντια στους κανονισμούς επειδή οι άνθρωποι ίσως ξεσηκωθούν, έτσι; Θα απαιτήσουν να μοιραστούμε τη Θεραπεία μαζί τους.»
«Και γιατί να μην τη μοιραστούμε;!» αναφώνησε η Ιφιγένεια νιώθοντας το άδικο να την πνίγει. «Ξέρετε πόσα παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο από καρκίνο, χωρίς να έχουν προλάβει να ζήσουν καν;! Ξέρετε πόσοι τραυματίζονται σε τροχαία και καταλήγουν από τα τραύματα τους στο νοσοκομείο; Το ξέρετε ότι αν υπήρχε κάποιος Θεραπευτής κοντά θα τους έσωζε; Γιατί να μη βοηθήσουμε τους ανθρώπους;»
«Δεν γνωρίζουμε με σιγουριά αν μπορούμε να θεραπεύσουμε τον καρκίνο, Ιφιγένεια. Ακόμα και αν μπορέσουμε, θα εξαφανίσουμε μόνο τους όγκους και τα μολυσμένα κύτταρα, θα γιατρεύσουμε προσωρινά μόνο τον πόνο ενώ η αρρώστια θα υποβόσκει ακόμα στον οργανισμό και ίσως επιστρέψει ακόμα δυνατότερη. Και επιπλέον, αν θεραπεύαμε όλα τα θύματα των τροχαίων ή των ανθρώπινων ασθενειών, οι Άνθρωποι θα κινδύνευαν με υπερπληθυσμό όπως εμείς και θα κατέστρεφαν τον Κόσμο. Ο Θεός των Ανθρώπων αποφασίζει πότε θα πάρει κοντά του τον κάθε έναν από αυτούς, κόρη μου. Και κανένας δεν επιτρέπεται να το αλλάζει αυτό.»
«Ναι, όμως... η Σοφία δεν κινδύνευε με θάνατο, απλώς ήταν δυστυχισμένη και εγώ την έκανα χαρούμενη. Τόσο κακό είναι;» ρώτησε με παράπονο.
«Έκανες αυτό που σου έλεγε η καρδιά σου, όπως και τις προηγούμενες φορές που βοήθησες τους φίλους σου, γλυκιά μου.» πήρε το λόγο η μητέρα της. «Απλά, ο πατέρας σου προσπαθεί να σου εξηγήσει ότι δεν γίνεται να το κάνουμε συνέχεια στους Ανθρώπους αυτό. Ξέρεις ότι έχουμε κι εμείς ανίατες ασθένειες, διαφορετικές από των ανθρώπων τις οποίες ούτε καν εμείς οι Θεραπευτές δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε εντελώς. Όπως επίσης και στους πολέμους, υπήρχαν πολλοί τραυματίες που δεν είχαμε καταφέρει να σώσουμε.»
«Έτσι είναι, Ιφιγένεια.» της είπε ο πατέρας της. «Δεν μπορούμε να τους σώζουμε όλους. Ωστόσο, εσύ συνεχίζεις να προσπαθείς πάντα για το καλύτερο. Έχεις διαφορετικό τρόπο σκέψης από όλους εμάς και ίσως την πιο αγνή καρδιά. Και για αυτό, είμαστε περήφανοι για εσένα. Ακόμα και αν αυτό, μας βάζει σε μπελάδες.» αστειεύτηκε και για την ώρα η Ιφιγένεια ανακουφίστηκε που δεν τη μάλωσαν.
Το αυτοκίνητο έφτασε στο Λιμάνι, όπου τους περίμενε το καράβι για το ταξίδι πίσω στην πατρίδα τους. Για το νεαρό Ξωτικό και τους φίλους της, μια νέα περιπέτεια θα ξεκινούσε.
*******************************************************************************************
Ένα αρκετά συναισθηματικά φορτισμένο κεφάλαιο, θα έλεγα, αν και δεν μου βγήκε όπως θα το ήθελα... Αλλιώς το φανταζόμουν. Εσάς πώς σας φάνηκε, όμως;
Ο Ιάσονας έμαθε την αλήθεια (και εμείς μαζί του) ότι είναι υιοθετημένος. Το περίμενατε; Ποιες είναι οι σκέψεις σας πάνω σε αυτό; Τι πιστεύετε σχετικά με τους βιολογικούς του γονείς; Γιατί άραγε η μητέρα του δεν μπορούσε να τον κρατήσει;
Η Ιφιγένεια, μην έχοντας πλέον κάτι άλλο να χάσει, θεράπευσε την αναπηρία της Σοφίας, κάνοντας τη τελικά να περπατήσει, λίγο πριν την αναχώρηση. Πώς σας φάνηκε;
Οι γονείς της έχουν άλλη άποψη σχετικά με τη Θεραπεία και από ότι φαίνεται, τις ίδιες απόψεις έχει και η πλειοψηφία των Ξωτικών. Εσείς τι πιστεύετε σχετικά με αυτό;
Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο 😘🧝♀️🧝♂️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top