Κεφάλαιο 22: Συμφωνία με έναν Τύραννο

Στην εικόνα επάνω μπορείτε να δείτε ένα πορτραίτο του Λόρδου Ντέριου. Δεν ήταν ξωτικό, δεν ήταν μάγος, ήταν ένας άνθρωπος με δίψα για εξουσία που μετατράπηκε σε τύραννο. Προσωπικά είναι ένας από τους αγαπημένους κακούς που έχω γράψει 😍🖤

***********************************************************************************

Η Ιφιγένεια ήταν κι εκείνη μόνη της στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Θλιβόταν που ήταν κι εκείνη χτυπημένη και για αυτό το λόγο δεν μπορούσε να θεραπεύσει τους φίλους της. Το τίμημα που πλήρωναν οι θεραπευτές για αυτή την άγια σχεδόν δύναμη τους, ήταν το ότι δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν τους εαυτούς τους. Αν τραυματίζονταν θανάσιμα και δεν υπήρχε άλλος θεραπευτής κοντά να τους γιατρεύσει, θα πέθαιναν. Δεν την ένοιαζε για τον εαυτό της όμως. Είχε ένα ελαφρύ τραύμα στο κεφάλι, καθώς και ένα μώλωπα στο πλάι του προσώπου της από την αριστερή μεριά και το χέρι της είχε ραγίσει. Τόσο δυνατό ήταν το χτύπημα του μεγαλόσωμου και άγριου εκείνου ξωτικού, που πέρα από τα μυτερά αυτιά δεν θύμιζε σε τίποτα άλλο ξωτικό.

Ωστόσο, οι πληγές της θα θεραπεύονταν από μόνες τους κάποια στιγμή, όχι τόσο γρήγορα ενός δαμαστή* βέβαια αλλά πιο γρήγορα από εκείνες ενός θνητού. Και όταν γινόταν καλά, θα θεράπευε τυχόν τραύματα που θα είχαν ακόμα οι φίλοι της.

Η πόρτα άνοιξε και οι γονείς του Ιάσονα μπήκαν στο δωμάτιο.

«Κορίτσι μου...» είπε η Ευτυχία, ανακουφισμένη που γενικά το ξωτικό ήταν καλά. Πλησίασε και την έκανε μια αγκαλιά, ενώ ο Φαίδωνας, έμεινε λίγο πιο πίσω συγκρατημένος όπως πάντα και είπε:

«Μάθαμε τι έγινε από τις αρχές, αλλά μας τα είπε κι ο Ιάσονας με περισσότερες λεπτομέρειες.»

«Είδατε τον Ιάσονα; Πώς είναι; Θέλω να τον δω.» είπε η Ιφιγένεια και έκανε να σηκωθεί, μα η Ευτυχία τη συγκράτησε απαλά.

«Θα τον δεις σύντομα, κορίτσι μου. Όπως και τον Γιάννη και τον Ηρακλή. Έχουν κι εκείνοι ελαφρά χτυπήματα και θα γίνουν καλά. Λίγη υπομονή κάνε.» Η Ιφιγένεια ένιωσε ευγνώμων που οι γονείς του Ιάσονα νοιάζονταν για την ίδια σαν να ήταν επίσης κόρη τους.

«Μέχρι να φτάσουν οι γονείς σου από τη Χώρα των Ξωτικών, θεωρήσαμε σωστό να μη σε αφήσουμε μόνη σου μέχρι να σου επιτραπεί να δεις τα παιδιά.» της είπε ο Φαίδωνας.

«Ευχαριστώ.» τους είπε. «Όμως είμαι εντάξει. Καλύτερο θα είναι να μείνετε με τον γιο σας. Είμαι σίγουρη ότι θα κατηγορεί τον εαυτό του για ό,τι έγινε, ενώ δεν θα έπρεπε.»

«Αυτό του είπαμε κι εμείς, κορίτσι μου. Όμως τον ξέρεις τώρα τον Ιάσονα. Άμα του μπει κάτι στο μυαλό...» και γέλασαν σιγανά και συνάμα μελαγχολικά οι τρεις τους.

Εν τω μεταξύ και η οικογένεια του Ηρακλή είχε καταφθάσει, η μητέρα του με τα αδέλφια του. Μίλησαν μαζί του και τους περιέγραψε κι εκείνος όλα τα γεγονότα από την αρχή. Μετά, πήγαν κι εκείνοι να δουν τους άλλους τρεις φίλους του Ηρακλή, ξεκινώντας από την Ιφιγένεια. Η Σοφία πλησίασε με το καροτσάκι της στο κρεβάτι και την έσφιξε στην αγκαλιά της, λέγοντας της πόσο ανησύχησε και ότι χαιρόταν που ήταν καλά.

Το βράδυ έφτασε. Οι γιατροί αποφάσισαν να κρατήσουν τα τέσσερα παιδιά στο νοσοκομείο για τη νύχτα, έτσι οι γονείς του Ιάσονα, η μητέρα του Ηρακλή καθώς και η μητέρα του Γιάννη, πήγαν στα σπίτια τους για να πάρουν μερικά πράγματα και έπειτα επέστρεψαν στο νοσοκομείο για να περάσουν τη νύχτα μαζί με τα παιδιά τους. Η Μύρνα άφησε τη Σοφία και τον Ηλία στο σπίτι, λέγοντας τους ότι ο αδελφός τους ήταν καλά και ότι δεν χρειαζόταν να μείνουν και εκείνοι στο νοσοκομείο.

Συγκεντρώθηκαν όλοι στο δωμάτιο του Γιάννη για λίγο, καθώς ήταν και εκείνος που δυσκολευόταν περισσότερο από όλους να σηκωθεί. Μέχρι και την Αντιγόνη καθησύχασαν οι γονείς του Ιάσονα και τη δέχτηκαν στην παρέα τους. Ο Ιάκωβος δεν ξαναφάνηκε και δεν τους πείραζε καθόλου.

Οι τέσσερις φίλοι χάρηκαν που ένιωθαν όλοι καλύτερα.

«Θέλω να σας ζητήσω συγνώμη που απέτυχα να σας προστατεύσω.» είπε σε όλους ο Ιάσονας.

«Μη λες βλακείες. Με τη θέληση μας ορμήσαμε στη μάχη για να σε βοηθήσουμε. Αντιθέτως εγώ πρέπει να ζητήσω συγνώμη από την Ιφιγένεια. Δικό μου ήταν το σχέδιο να της πω να καθυστερήσω τον μεγαλόσωμο τύπο για να σε γιατρεύσει.» είπε ο Γιάννης κοιτάζοντας απολογητικά το ξωτικό στο τέλος.

«Μη μου ζητάς συγνώμη. Θα πήγαινα να τον θεραπεύσω ακόμα κι αν δεν μου το έλεγες, Γιάννη. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον άφηνα να λαβωθεί κι άλλο. Και τώρα, μόλις νιώσω λίγο καλύτερα θα σας θεραπεύσω όλους.» είπε εκείνη.

«Δεν χρειάζεται να θεραπεύσεις εμένα. Κράτα τις δυνάμεις σου και θεράπευσε μόνο τον Ηρακλή και τον Ιάσονα.» της ζήτησε ο Γιάννης.

«Μα φυσικά και χρειάζεται. Εξάλλου, τι άλλο μπορεί να πάει στραβά; Ο αφέντης του κορακιού αποκαλύφθηκε και όλοι έμαθαν ότι παρακολουθούσε εμένα. Δεν έχω τίποτα να κρύψω από κανέναν.» κοίταξε απολογητικά τους γονείς των φίλων της έναν- έναν. «Ζητώ συγνώμη από όλους σας. Εγώ φταίω για όλα εξαρχής. Εμένα ήθελαν εκείνα τα παράξενα ξωτικά... και εξαιτίας μου μπήκαν όλοι σε κίνδυνο και ιδιαίτερα ο Ιάσονας.»

«Δεν έχουμε τίποτα να σου συγχωρέσουμε, καλή μου.» της είπε η Ευτυχία και την αγκάλιασε προσεχτικά.

«Άλλωστε, τώρα δεν είναι η ώρα να ρίχνετε ευθύνες ο καθένας στον εαυτό του, αλλά να δούμε τι θα κάνουμε από εδώ και στο εξής.» πήρε το λόγο ο Φαίδωνας. «Γιατί σίγουρα αυτό που έγινε δεν αφορούσε μόνο εσάς. Κάτι μεγάλο και κακό κρύβεται από πίσω.»

«Ακριβώς.» συμφώνησε ο Ιάσονας. «Εκείνα τα πλάσματα έκαναν λόγο για κάποιον Λόρδο Άνθιμο, και αυτός που έχει το κοράκι, ο Ωρίωνας, είπε στην Ιφιγένεια ότι κάποιος άλλος τον είχε διατάξει να την παρακολουθήσει.»

«Σίγουρα αυτός που έδωσε τη διαταγή είναι αυτός ο Λόρδος Άνθιμος.» είπε ο Ηρακλής. «Και είναι σαν αυτούς, μπορεί και κάτι χειρότερο.» Όλοι συμφώνησαν με αυτά τα λόγια.

«Πρέπει να μιλήσουμε στη Βασίλισσα για τα όσα είδαμε και... έχω και κάτι άλλο να αποκαλύψω.» είπε ο Ιάσονας.

«Το ίδιο και στον Άρχοντα μας.» συμπλήρωσε το ξωτικό. «Όμως τώρα, προέχει να αναρρώσω από τα τραύματα μου για να γιατρεύσω και εσάς.»

«Η Βασίλισσα σίγουρα θα συγκαλέσει συμβούλιο. Δεν πρόκειται να το αφήσει έτσι. Κάτι μου λέει ότι αυτό που έρχεται δεν αφορά μόνο τη Χώρα σας.» της είπε ο Φαίδωνας.

Λίγο αργότερα, όλοι αποσύρθηκαν στα δωμάτια τους. Όμως ο Ιάσονας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν εκείνο το σπαθί του Λόρδου Ντέριου και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τον Αντίνοο, άσχετα αν εκείνος κέρδισε τη μάχη στο τέλος. Το σπαθί είχε κατασχεθεί από τις αρχές όταν έφτασαν στο Μεγάλο Ξέφωτο, και τώρα που δεν το είχε ένιωθε ένα περίεργο κενό, σαν εκείνο να τον καλούσε ξανά.

«Ιάσονα...» άκουγε ξανά εκείνη τη φωνή στο μυαλό του. Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να το πάρει ξανά στα χέρια του. Σηκώθηκε και κοίταξε τους γονείς του που κοιμούνταν, η μητέρα του στο διπλανό κρεβάτι του θαλάμου και ο πατέρας του σε μια πολυθρόνα απέναντι. Πήγε στο παράθυρο και το άνοιξε. Τέντωσε το χέρι του προς την κατεύθυνση στην οποία ένιωθε εκείνη την έλξη και συγκεντρώθηκε. Έκλεισε τα μάτια...

Τα άνοιξε λίγα δευτερόλεπτα μετά, για να δει το ξίφος να έρχεται πετώντας προς το μέρος του και με μεγάλη ταχύτητα. Χαμογέλασε χαρούμενος που πέτυχε, εκείνη τη στιγμή όμως, το σπαθί προσγειώθηκε με τόση ορμή στο χέρι του, που τον έριξε πίσω.

Όταν άνοιξε τα μάτια του, δεν βρισκόταν στο δωμάτιο του νοσοκομείου, αλλά σε ένα περίεργο και απόκοσμο δωμάτιο φτιαγμένο με πέτρα σε μια απόχρωση προς το κόκκινο. Έμοιαζε με δωμάτιο κάστρου, σαν το Παλιό Κάστρο το οποίο είχαν επισκεφθεί, είχε όμως στρογγυλό σχήμα και μόλις κοίταξε προς τα πάνω, είδε ότι το πάνω μέρος του είχε σχήμα σταυρού, ενώ αχνό φως έμπαινε από μερικά παράθυρα που ήταν αρκετά ψηλά για να μπορέσει να δει έξω. Δεν είχε άλλα παράθυρα, ούτε πόρτες.

Που βρίσκομαι; Αναρωτήθηκε. Να είναι ένα από τα προφητικά μου όνειρα;

«Όχι, δεν βρίσκεσαι σε όνειρο, Ιάσονα.» τον τρόμαξε μια φωνή. Στράφηκε προς τα εκεί από όπου ερχόταν και αντίκρισε την επιβλητική παρουσία ενός άντρα με μακριά, σκούρα καστανά μαλλιά, μούσια μερικών ημερών και μεσαιωνικά ρούχα, να στέκεται στηριζόμενος το ένα του πόδι στον τοίχο και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του.

«Υποθέτω πως δεν κατάλαβες ποιος είμαι, μπορείς να μαντέψεις όμως.» του είπε και τον κοίταξε με ένα πλάγιο χαμόγελο.

Ο Ιάσονας σηκώθηκε, δίσταζε όμως να τον πλησιάσει.

«Ποιος;» τον ρώτησε, αν και είχε μια υποψία.

«Τίνος το σπαθί κρατούσες προτού βρεθείς εδώ;» τον ρώτησε ανασηκώνοντας το ένα φρύδι του, πονηρά θα έλεγε κανείς. Ο νεαρός κατάλαβε, αδυνατούσε όμως να το πιστέψει.

«Λ- Λόρδε Ντέριε...;»

«Αυτοπροσώπως.» του είπε ο άνδρας κάνοντας μια θεατρική υπόκλιση.

«Μα πώς...; Έχεις πεθάνει εδώ και αιώνες.»

«Ω, ναι. Την είχα ξεχάσει αυτή τη λεπτομέρεια. Όντως πέθανα. Μα η ψυχή δεν πεθαίνει ποτέ, έτσι δεν λένε;» έκανε δήθεν σκεπτικός. Πλησίασε τον Ιάσονα και στάθηκε σε μια απόσταση ενός μέτρου μπροστά του, ενώ εκείνος ακόμα προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.

«Άκου να δεις πως έχουν τα πράγματα, μικρέ. Όταν πεθαίνει ένα πλάσμα, η ψυχή του πηγαίνει είτε στην Κόλαση, είτε στον Παράδεισο ανάλογα με τη ζωή που έχει κάνει και τις αμαρτίες που έχει διαπράξει. Ορισμένες φορές όμως, αν η ψυχή αποχωριστεί βίαια από το σώμα, αν έχει άλυτες υποθέσεις ή αν φοβάται τη μετά θάνατον κρίση, αρνείται να ακολουθήσει τον Χάρο στον Άλλο Κόσμο. Τότε η ψυχή παραμένει στον Κόσμο των Ζωντανών, ακολουθώντας αγαπημένα της πρόσωπα ή στοιχειώνοντας αντικείμενα. Αυτό το τελευταίο συνέβη και με εμένα.» Ο Ιάσονας έκπληκτος με αυτά τα λόγια, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει.

«Στοίχειωσες το σπαθί σου...» συμπέρανε.

«Ακριβώς. Είσαι έξυπνος και για αυτό, νομίζω ότι θα τα πάμε πολύ καλά εμείς οι δύο.» Ο Ιάσονας κοίταξε προς τα επάνω, τον τρούλο του κάστρου σε σχήμα σταυρού, που θύμιζε πολύ το σχήμα της λαβής του σπαθιού.

«Βρισκόμαστε... μέσα στο σπαθί;» αναρωτήθηκε.

«Μπορείς να το πεις και έτσι. Πιο σωστό όμως είναι να λέμε ότι βρισκόμαστε μέσα στο μυαλό σου.» Τον κοίταξε στα μάτια. Τα μάτια του Ντέριου ήταν ένα ψυχρό γαλάζιο και τότε συνειδητοποίησε ότι κοιτούσε τα μάτια ενός δολοφόνου, ενός ανθρώπου που είχε αφαιρέσει πολλές αθώες ανθρώπινες ζωές χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

«Τι θες από εμένα; Γιατί με κάλεσες;» τον ρώτησε σε κάπως επιθετικό τόνο. Δεν ήθελε να δεθεί για πάντα με εκείνη τη σκοτεινή ψυχή. Θυμόταν ξεκάθαρα όσα είχαν μάθει για αυτόν. Όχι, δεν ήταν σαν εκείνον. Γιατί τον επέλεξε, λοιπόν;

«Για αιώνες, όπως σου είπα, παρέμεινα εγκλωβισμένος σε αυτήν εδώ τη μικρή διάσταση, αρνούμενος να περάσω στην άλλη πλευρά. Με τόσα άσχημα πράγματα που είχα κάνει, η θέση μου στην Κόλαση ήταν εγγυημένη. Και εγώ δεν επρόκειτο να πάω σε εκείνο το μέρος να βασανίζομαι αιώνια, όπως λένε. Έτσι, προτίμησα η ψυχή μου να μείνει για πάντα συνδεδεμένη με το σπαθί, και παρέμεινα εδώ, περιμένοντας εκείνον που θα με σώσει. Μια αγνή και γενναία ψυχή που θα μπορούσε να σηκώσει το σπαθί μου και να πολεμήσουμε μαζί. Δεν ήξερα πως, αλλά για κάποιο λόγο το γνώριζα αυτό. Και όταν είδα εσένα, Ιάσονα, σε αναγνώρισα αμέσως. Ήσουν ο μόνος που άκουσε το κάλεσμα μου, στην αίθουσα του Κάστρου στο οποίο φυλασσόταν το σπαθί μου, και αμέσως κατάλαβα ότι εσύ ήσουν εκείνη η αγνή και γενναία ψυχή που θα ενωνόταν με το σπαθί μου. Και έπειτα με κάλεσες και εγώ σε έσωσα και σε βοήθησα να πολεμήσεις με εκείνο το τέρας.»

«Ώστε εσύ ήσουν... Εσύ με οδηγούσες στη μονομαχία.» συμπέρανε ο Ιάσονας.

«Ακριβώς.»

«Δεν μου απάντησες όμως στο άλλο ερώτημα μου. Τι θέλεις από εμένα;»

«Να δεχτείς το σπαθί μου και εγώ θα σε βοηθήσω και θα σε καθοδηγώ καθώς θα πολεμάς τους εχθρούς σου.»

Ο Ιάσονας πισωπάτησε κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά.

«Όχι.» είπε. «Δεν θα δεχτώ βοήθεια από ένα δολοφόνο σαν εσένα.» Ο Ντέριος γέλασε πονηρά και κάπως ειρωνικά.

«Δεν έχεις άλλη επιλογή. Μαζί μου, θα είσαι πολύ πιο δυνατός. Είδες πώς πολέμησες με εκείνον τον αλαζόνα ξωτικό- βρικόλακα και δεν ήξερες καν πώς να μονομαχείς...» Ο νεαρός μάγος έδειξε να το σκέφτεται και απορούσε με τον εαυτό του για αυτό. «Ξέρω τι σκέφτεσαι. Ως πνεύμα του σπαθιού που εσύ επέλεξες, ξέρω την κάθε σου σκέψη και συναίσθημα, μικρέ. Ξέρω ότι σκέφτεσαι να δεχθείς, αλλά έχεις αμφιβολίες. Όντως υπήρξα δολοφόνος και τύραννος. Οι ιστορίες που έχουν βγει για εμένα είναι αληθινές. Όμως είμαι επίσης η μοναδική σου ευκαιρία να σώσεις τους φίλους σου και ιδιαίτερα εκείνο το κορίτσι για την οποία τρέφεις αισθήματα, από ό,τι κι αν είναι αυτό που έρχεται.»

«Εσύ τι θα κερδίσεις από όλο αυτό;» τον ρώτησε τελικά προσπαθώντας να καταλάβει τους σκοπούς του.

«Μερικές ακόμα στιγμές μάχης. Βαρέθηκα κλεισμένος εδώ μέσα όλα αυτά τα χρόνια.»

«Μόνο αυτό; Και αφού βαρέθηκες, γιατί δεν έφυγες να πας στην Κόλαση όπου ανήκεις, να υποστείς την τιμωρία σου;»

«Γιατί φοβόμουν και επειδή κάτι με κρατούσε πίσω. Όπως σου είπα, έχω την ευκαιρία η ψυχή μου να σωθεί αν κάνω κάτι καλό. Εξάλλου, και ο εγκλεισμός μου όλα αυτά τα χρόνια εδώ μέσα τιμωρία είναι.»

«Όσα έκανες δεν διαγράφονται...»

«Άλλες εποχές όμως τότε, μικρέ. Αν βρισκόσουν στη θέση μου, και εσύ ίσως να έκανες τα ίδια. Όμως σου υπόσχομαι να μη βλάψω αθώους. Η λεπίδα μου θα κόβει μονάχα όποιον επιλέγεις εσύ.»

Ο Ιάσονας το σκέφτηκε ακόμα περισσότερο. Στράφηκε από την άλλη, έπιασε το κεφάλι του, ανακάτεψε τα μαλλιά του ξεφυσώντας. Είχε δει στους εφιάλτες του ότι έκανε κακό στους φίλους του. Μήπως θα ευθυνόταν ο Ντέριος για αυτό; Μήπως ήταν λάθος να επιλέξει το σπαθί του; Όμως, αν ήταν όντως προφήτης, το μέλλον το οποίο έβλεπε δεν άλλαζε, σωστά; Έπρεπε όντως να γίνει πιο δυνατός για να προστατεύσει τα άτομα που αγαπούσε, και η λεπίδα του Ντέριου ήταν το πιο γρήγορο μέσο για να το πετύχει αυτό, γιατί από ότι φάνηκε δεν υπήρχε πολύς χρόνος.

«Ναι... Από ότι βλέπω στις σκέψεις σου βαδίζεις προς τη σωστή απόφαση. Η μαγεία σου σε συνδυασμό με το σπαθί μου θα σε κάνουν όντως πολύ δυνατό, Ιάσονα.» είπε ο Ντέριος χαμογελώντας ικανοποιημένος.

«Πώς θα γίνει;» στράφηκε ξανά προς το μέρος του. «Με ποιο τρόπο θα μπορώ να επικοινωνώ μαζί σου και να μπορώ να συμβαδίσω με τις κινήσεις σου;»

«Είναι απλό. Όταν θες να καλέσεις το πνεύμα μου, θα κρατήσεις και με τα δυο σου χέρι τη λαβή προς τα κάτω, θα κλείσεις τα μάτια σου και θα συγκεντρωθείς. Όσο πιο συγκεντρωμένος, τόσο πιο σύντομα θα φτάσεις εδώ. Θα μπορούμε να προπονηθούμε και εδώ μέσα, παλεύοντας μεταξύ μας για να μπορέσουμε να συγχρονιστούμε. Λοιπόν; Σύμφωνοι;» Έτεινε το χέρι του προς το μέρος του.

Δεν έχω τίποτα να χάσω. Σκέφτηκε ο Ιάσονας. Ο Ντέριος μπορεί να υπήρξε ένας απαίσιος ηγέτης και άνθρωπος, αλλά δεν μπορεί, κάτι καλό έχει παραμείνει στην ψυχή του που να αξίζει να σωθεί και επιπλέον οι ικανότητες του θα μου είναι κάτι παραπάνω από χρήσιμες. Οπότε...

«Εντάξει.» του είπε τελικά. «Δέχομαι.» και μόλις έπιασε το χέρι του, μια ριπή ανέμου φάνηκε να τον σπρώχνει ξαφνικά προς τα πίσω και ξύπνησε απότομα στο δωμάτιο του νοσοκομείου.

Βρισκόταν ξαπλωμένος στο πάτωμα και από πάνω του είδε ανήσυχους τους γονείς του.

«Δόξα το Θεό, Ιάσονα! Είσαι καλά;» είπε η μητέρα του. Ανασηκώθηκε, για να διαπιστώσει ότι κρατούσε το σπαθί του Ντέριου στα χέρια του.

«Τι συνέβη;» απόρησε μπερδεμένος.

«Ακούσαμε ένα θόρυβο και ξυπνήσαμε, για να σε δούμε πεσμένο κάτω σαν να είχε λιποθυμήσει, ενώ στα χέρια σου κρατούσες αυτό το σπαθί και δεν το άφηνες με τίποτα.» του εξήγησε ο πατέρας του.

«Συγνώμη αν σας ανησύχησα. Είμαι καλά και θα σας εξηγήσω. Πείτε μου όμως, πόση ώρα ήμουν αναίσθητος;»

«Μόνο μερικά δευτερόλεπτα με ένα λεπτό.» απάντησε ο Φαίδωνας.

Ώστε ήταν όντως όνειρο... Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ήταν αληθινό... Πιάνοντας το σπαθί, η συνείδηση μου μεταφέρθηκε στη διάσταση στην οποία βρίσκεται παγιδευμένος ο Λόρδος Ντέριος. Όμως η συνάντηση μαζί του μου φάνηκε ότι κράτησε αρκετά λεπτά. Ίσως ο χρόνος να κυλάει διαφορετικά όταν βρίσκομαι κι εγώ μέσα. Σκέφτηκε κοιτάζοντας το σπαθί.

«Τι σου συμβαίνει, Ιάσονα; Αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο σπαθί, έτσι; Πώς βρέθηκε στα χέρια σου εδώ;» ρώτησε ανήσυχη η Ευτυχία.

«Είναι το σπαθί με το οποίο μας είπες πως πολέμησες εκείνο το πλάσμα, έτσι; Το σπαθί του Λόρδου Ντέριου.» συμπέρανε ο πατέρας του, ψύχραιμος αλλά και μια υποψία φόβου στη φωνή του.

«Ναι.» απάντησε. «Θα σας εξηγήσω.»

Τον βοήθησαν να καθίσει και στερέωσαν το σπαθί στη γωνία δίπλα απ΄το κρεβάτι του. Ήταν σίγουροι ότι οι αρχές θα το έψαχναν την επόμενη μέρα, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που τους ανησυχούσε.

Ο Ιάσονας αφηγήθηκε στους γονείς του τα πάντα απ΄ την αρχή, από τους εφιάλτες με τον πόλεμο, το τέρας και τους φίλους του, στο συμπέρασμα πως πρόκειται για προφητικά όνειρα έως την πρώτη του συνάντηση με εκείνο το σπαθί, μέσω του οποίου ο Ντέριος τον καλούσε, για να καταλήξει στην αποψινή συνάντηση μαζί του στη διάσταση του σπαθιού και σε όλα όσα τον οδήγησαν να πάρει την απόφαση να δεχτεί το σπαθί μαζί με τις ικανότητες του Ντέριου.

«Το ξέρω πως μπορεί να είναι ένα ολέθριο λάθος η συμφωνία μαζί του.» είπε στο τέλος, ρίχνοντας μια ακόμα ματιά στο σπαθί. «Όμως εδώ που φτάσαμε, δεν έχω άλλα περιθώρια για να το σκεφτώ. Δεν υπάρχει χρόνος... Οπότε μου φάνηκε ως η πιο σωστή απόφαση. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούμε να αλλάξουμε όσα θα συμβούν.»

Οι γονείς του κοιτάχτηκαν σοκαρισμένοι με όσα άκουσαν.

«Γιατί δεν μας είχες μιλήσει τόσον καιρό για όλα αυτά, παιδί μου;» ρώτησε με παράπονο η Ευτυχία.

«Επειδή... Δεν ξέρω. Δίσταζα. Ούτε στους φίλους μου δεν είχα μιλήσει μέχρι πρόσφατα. Δεν ήθελα να σας ανησυχήσω κι άλλο. Ήδη ξέρω ότι μερικές φορές σας φοβίζουν οι δυνάμεις που επειδή δεν ξέρουμε από πού προέρχονται. Και τώρα ήρθε να προστεθεί και η προφητική ικανότητα.» τους είπε. Η Ευτυχία τον κοίταξε με θλίψη, έτοιμη να βουρκώσει και ο Φαίδωνας της έπιασε το χέρι τρυφερά.

«Μαμά; Μπαμπά; Μου κρύβετε κάτι; Κάτι που αφορά τις δυνάμεις μου...; Οτιδήποτε;» τους ρώτησε αναζητώντας για μία ακόμα φορά απαντήσεις.

«Θα μάθεις κάποια στιγμή.» του είπε ο Φαίδωνας. «Τώρα προέχουν άλλα πράγματα. Τι θα κάνεις με αυτό το σπαθί και με τα προφητικά όνειρα; Πρέπει να μιλήσεις στη Βασίλισσα και στον Άρχοντα των Ξωτικών για αυτά.»

Θα μάθεις... επανέλαβε τα λόγια του στο μυαλό του. Δηλαδή όντως του έκρυβαν κάτι και για κάποιο λόγο, ο Ιάσονας ήξερε ήδη τι ήταν αυτό. Όμως δεν ήθελε να το δεχτεί.

«Θα μιλήσω.» απάντησε στον πατέρα του. «Εδώ που φτάσαμε δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να τους προειδοποιήσω όλους για όσα έρχονται.» Ο Φαίδωνας έπιασε το ένα χέρι του γιου τους και Ευτυχία κράτησε το άλλο.

«Θα είμαστε πάντα στο πλευρό σου, ότι και αν αποφασίσεις, ότι κι αν κάνεις, πάντοτε θα είμαστε πλάι σου να σε στηρίζουμε, ακόμα κι αν δεν είμαστε εκεί.» είπε ο Φαίδωνας.

«Ότι και αν συμβεί από εδώ και πέρα.» συμπλήρωσε η Ευτυχία με δάκρυα στα μάτια. Φοβόταν τόσο πολύ για τον γιο της... Ήξερε ότι θα συμμετείχε στον πόλεμο και ο μεγαλύτερος της φόβος ήταν να τον χάσει σε αυτόν, γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι θα έδινε και τη ζωή του για να προστατεύσει τα άτομα που αγαπούσε. Εκείνο όμως που φοβόταν εκείνη τη στιγμή, όταν τους κοίταξε αναζητώντας απελπισμένα απαντήσεις, ήταν μήπως τους μισούσε με αυτό που θα μάθαινε. Όμως δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήταν αναπόφευκτο ότι θα το μάθαινε κάποια στιγμή και τώρα πλησίαζε η ώρα.

*Δαμαστές ονομάζονται όσα ξωτικά ελέγχουν και δαμάζουν τα στοιχεία της φύσης, δηλαδή τα Ξωτικά της Φωτιάς, του Νερού, του Αέρα και της Γης, καθώς και τα υβρίδια αυτών. Επομένως, όλα τα υπόλοιπα ξωτικά πλην των Θεραπευτών.

************************************************************************

Λοιπόν, πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Η συνάντηση του Ιάσονα με το πνεύμα του Λόρδου Ντέριου; Θεωρείται πως ήταν σωστό που έκανε τη συμφωνία μαζί του και δέχτηκε το σπαθί και τις δυνάμεις του;

Όσοι έχετε διαβάσει το βιβλίο "Μεσαίωνας στα Πέντε Βασίλεια", είχατε γνωρίσει τον Λόρδο Ντέριο και πολλοί από εσάς τον μισήσατε για όσα έκανε. Πώς σας φάνηκε εδώ σαν χαρακτήρας; (Αυτό μπορείτε να το απαντήσετε ακόμα και αν δεν είχατε διαβάσει τον "Μεσαίωνα".)

Και το κυριότερο: Ποιο είναι το μυστικό που κρύβουν ο Φαίδωνας και η Ευτυχία απ' τον Ιάσονα; Αφορά τις δυνάμεις του; Τον ίδιο; Την κληρονομιά του; Θα απαντηθούν όλα σύντομα. Μέχρι τότε όμως, θα χαρώ πολύ να διαβάσω θεωρίες και σκέψεις σας 😘🧝‍♂️🧝‍♀️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top