Κεφάλαιο 21: Διαπληκτισμοί
Ο Ιάσονας είχε σηκωθεί και μαχόταν νιώθοντας πιο δυνατός από ποτέ. Δεν είχε ιδέα από ξιφομαχία, όμως κατά έναν παράξενο τρόπο, ήταν λες και το ιστορικό σπαθί του Λόρδου Ντέριου λειτουργούσε από μόνο του, σαν να ήταν ξεχωριστή οντότητα. Τον τραβούσε μπροστά καθώς προσπαθούσε να καταφέρει χτύπημα στον Αντίνοο, ενώ έμπαινε προστατευτικά μπροστά του όταν το σπαθί του Αντίνοου απειλούσε να τον χτυπήσει. Παρόλο που φαίνονταν λίγο αδέξιες οι κινήσεις του λόγω της έλλειψης εμπειρίας και επειδή το σπαθί κινούνταν σαν από δική του βούληση, σαν να μαχόταν το σπαθί χρησιμοποιώντας τον ίδιο δηλαδή, τους είχε εντυπωσιάσει όλους, ακόμα και τον Ωρίωνα που παρακολουθούσε.
Ο Αντίνοος είχε αρχίσει να νευριάζει. Μέχρι στιγμής δεν είχε καταφέρει ούτε ένα χτύπημα στον νεαρό μάγο, ενώ αντιθέτως εκείνος με το σπαθί που ξεφύτρωσε από το πουθενά τον είχε κόψει σε αρκετά σημεία και μαύρο αίμα έτρεχε.
Μαύρο αίμα; Αναρωτήθηκε ο Ιάσονας. Μα οι βρικόλακες, σύμφωνα με τους θρύλους, δεν έχουν καθόλου αίμα. Δεν μπορεί... Κάποιο διαφορετικό είδος θα είναι. Εκτός κι αν οι ιστορίες σχετικά με τους βρικόλακες που υπάρχουν στον Κόσμο είναι λανθασμένες...
Με αυτές τις σκέψεις όμως, έχασε την αυτοσυγκέντρωση του, και ένα χτύπημα του Αντίνοου με Κόκκινη Μαγεία από το αριστερό του χέρι με το οποίο άφησε λίγο το σπαθί, τον έριξε ξανά κάτω με την πλάτη στο χορτάρι του ξέφωτου. Έκανε να σηκωθεί, μα μια μπάλα Κόκκινης Μαγείας τον χτύπησε ξανά και το σπαθί του Αντίνοου καρφώθηκε στο δεξί του χέρι. Ούρλιαξε απ' τον πόνο, έπειτα όμως έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να σηκώσει ξανά το σπαθί το οποίο είχε πέσει λίγα μέτρα παραπέρα. Εκείνο κουνήθηκε, μα ήταν πολύ αδύναμος και πληγωμένος για να το φέρει ξανά στο χέρι του.
«Είπα ότι δεν θα χρησιμοποιήσω το σπαθί μου μαζί σου.» μίλησε ξανά με την άγρια, αλαζονική φωνή του το μεγαλόσωμο, απόκοσμο ξωτικό. «Προτιμώ να δέρνω παρά να πετσοκόβω. Όμως δεν μου άφησες άλλη επιλογή. Και σίγουρα θα μας είσαι άχρηστος, αφού σε έριξα τόσες φορές και τόσο εύκολα, οπότε σίγουρα δεν θα τον πειράξει τον αφέντη μας αν σε αποτελειώσω.» και ύψωσε το σπαθί του, το οποίο έλαμψε απειλητικά στο φως του ήλιου, για το τελειωτικό χτύπημα.
Ώστε αυτό ήταν; Τέλειωσαν όλα; Θα με σκοτώσει έτσι απλά; Και οι φίλοι μου;
Όμως, από το πουθενά και σε κλάσματα δευτερολέπτου εμφανίστηκε ο Ωρίωνας, αυτή τη φορά χωρίς τον Βαρόνο στον ώμο του ο οποίος πέταξε προς άγνωστη κατεύθυνση. Το χέρι του κρατούσε το χέρι του Αντίνοου με το σπαθί, σταματώντας το τελειωτικό του χτύπημα ενάντια στον Ιάσονα.
«Φτάνει.» του είπε. «Νομίζω πως είδαμε αρκετά και πήραμε τις πληροφορίες που χρειαζόμασταν. Ώρα να επιστρέψουμε και να δώσουμε αναφορά στον Λόρδο Άνθιμο.»
«Μα...» πήγε να διαμαρτυρηθεί εκείνος. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια άγνωστη φωνή πίσω τους:
«Ακίνητοι! Ψηλά τα χέρια!» Ο Ωρίωνας γύρισε και είδε μια δεκάδα άνδρες με μπλε σκούρες στολές μπροστά τους, οι οποίοι τους σημάδευαν με ανθρώπινα όπλα.
«Επιτέλους, ήρθε η αστυνομία!» είπε κάποιος απ' το πλήθος.
«Όμως οι σφαίρες τους θα καταφέρουν να πληγώσουν αυτά τα υπερφυσικά πλάσματα;» αναρωτήθηκε κάποιος άλλος.
Ο Ωρίωνας και ο Αντίνοος δεν έκαναν βήμα, μα ούτε τα χέρια τους σήκωσαν ψηλά.
«Πυρ!» φώναξε ο επικεφαλής αστυνομικός και δεκάδες σφαίρες εκτοξεύτηκαν απ΄ τα όπλα προς τα δύο σκοτεινά ξωτικά, μα ο Ωρίωνας άπλωσε τα χέρια του μπροστά και σχημάτισε μια κόκκινη ασπίδα, η οποία δεν άφησε να περάσουν οι σφαίρες και να φτάσουν εκείνον και τον Αντίνοο. Ο Ιάσονας είδε αυτή τη σκηνή με έκπληξη, ακόμα ξαπλωμένος στο έδαφος. Έπειτα ο Ωρίωνας κράτησε με το ένα του χέρι την ημιδιάφανη κόκκινη ασπίδα, ενώ με το άλλο άνοιξε μια μαγική πύλη, σαν εκείνη από την οποία έβγαινε η Νάρα από τη Διάσταση των Δαιμονίων αλλά μεγαλύτερη και με κόκκινο πλαίσιο. Ο Αντίνοος πέρασε μέσα σ' αυτήν και ο Ωρίωνας τον ακολούθησε. Πριν εισέλθει στην πύλη, κοίταξε για μία ακόμα φορά τον Ιάσονα μέσα απ' την ασπίδα και του είπε:
«Εις το επανιδείν, θνητέ μάγε.» Έπειτα πέρασε την πύλη, η οποία εξαφανίστηκε μαζί με την ασπίδα του.
Ο Ιάσονας κοίταξε έναν- έναν τους φίλους του. Μόνο ο Γιάννης είχε ακόμα τις αισθήσεις του και είχε δει το υπόλοιπο της μάχης. Τον κοιτούσε ανακουφισμένος που ήταν ακόμα ζωντανός. Η Ιφιγένεια κι ο Ηρακλής παρέμειναν πεσμένοι με κλειστά μάτια. Οι άνθρωποι που παρευρίσκονταν τους πλησίασαν, ενώ μαζί με την αστυνομία είχαν καταφθάσει και ασθενοφόρα και οι γιατροί έσπευσαν με φορεία να πάρουν τους τραυματίες.
Δεν κατάφερα να σας προστατεύσω... τα έβαλε με τον εαυτό του ο Ιάσονας καθώς έπαιρναν και τον ίδιο και τον ανέβαζαν σε ένα φορείο. Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ανεξέλεγκτα στα μάτια του.
Ο Ωρίωνας είχε δίκιο... Εγώ τους προκάλεσα... Αν δεν είχα βγάλει τις πράσινες φλόγες, αν δεν είχα απειλήσει ότι θα τους τσακίσω αν πειράξουν τους φίλους μου, τίποτα δεν θα είχε γίνει... Έπρεπε να τους πάρω και να φύγουμε μακριά με το που μάθαμε ότι ήρθαν, να κρυφτούμε η να ζητήσουμε βοήθεια. Δεν έπρεπε να υπερεκτιμήσω τις δυνάμεις μου... Γιάννη, Ηρακλή, Ιφιγένεια... Συγνώμη. Πληγωθήκατε εξαιτίας μου και κινδυνεύσατε... Να λοιπόν που τα όνειρα μου έχουν αρχίσει να βγαίνουν αληθινά...
{...}
Πίσω στη Σκοτεινή Διάσταση, ο Άρχοντας Άνθιμος καθόταν στο θρόνο του και απολάμβανε ένα ποτήρι κόκκινο αίμα. Το βλέμμα του πήγε για ακόμα μια φορά στο ρολόι που βρισκόταν κάτω από την πύλη της αίθουσας, στον απέναντι τοίχο τον χτισμένο από μαύρη πέτρα.
«Ακόμα δεν επέστρεψαν... Κοντεύει να περάσει η μία ώρα...»
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην αίθουσα ο Αδάμ, πλησίασε και αφού υποκλίθηκε ελαφρά είπε:
«Άρχοντα μου... Ο Ωρίωνας και ο Αντίνοος μόλις επέστρεψαν.»
«Καιρός ήταν. Συγκάλεσε τους σε ένα συμβούλιο ανάμεσα μας και φρόντισε να είναι και η Εύα παρούσα. Κανένας άλλος. Θα σας περιμένω σε δέκα λεπτά.»
«Μάλιστα, Άρχοντα Άνθιμε.»
Μετά από δέκα λεπτά, μπήκαν στην αίθουσα ο Αδάμ με τους δύο συντρόφους οι οποίοι επισκέφθηκαν τον Κόσμο των Θνητών, μαζί με ένα θηλυκό Σκοτεινό Ξωτικό απαράμιλλης ομορφιάς. Είχε ξανθά κυματιστά μαλλιά, μακριά ως την πλάτη της, κόκκινα μάτια όπως όλοι και φορούσε, όπως και οι υπόλοιποι, ρούχα που θύμιζαν άλλες εποχές, δηλαδή ένα στενό κόκκινο κορσέ ο οποίος τόνιζε το πλούσιο στήθος της, ένα μαύρο εξίσου στενό παντελόνι και μπότες. Το βάψιμο της ήταν έντονο, με κόκκινο κραγιόν στα σαρκώδη χείλη της και μαύρη σκιά στα μάτια η οποία τόνιζε ακόμα περισσότερο το απόκοσμο χρώμα τους και το βλέμμα της.
«Επιτέλους, Ωρίωνα. Γιατί χρονοτριβήσατε τόσο στον Κόσμο των Θνητών;» ρώτησε ο Άνθιμος, που στεκόταν τώρα όρθιος έχοντας κατέβει από το βάθρο του θρόνου του.
«Τις απολογίες μου, Άρχοντα μου. Εντοπίσαμε τα άτομα τα οποία ψάχναμε, όμως ο Αντίνοος θέλησε να παλέψει με το Αγόρι- Μάγο για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του.» αποκρίθηκε ο Ωρίωνας γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι σαν υπόκλιση.
«Α, ώστε έτσι; Αν και αψήφησες τις εντολές μου, αγαπητέ Αντίνοε...»
«Μας προκάλεσε το νιάνιαρο! Τι να έκανα; Να τον άφηνα να μας ταπεινώσει;!» τον διέκοψε φωνάζοντας ο Αντίνοος.
«Καταρχάς, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου, Ένατε. Δεν με άφησες να ολοκληρώσω την πρόταση μου. Κανονικά, θα έπρεπε να σας τιμωρήσω που αψηφήσατε τις εντολές μου να μη γίνει κανενός είδους μονομαχία, καθώς σας έστειλα μονάχα για ανίχνευση, εκτίμηση της κατάστασης και δήλωσης της παρουσίας μας.»
Ο Αντίνοος έσκυψε το κεφάλι φοβισμένος.
Τι θέλω και το ανοίγω το ρημάδι το στόμα μου; Σκέφτηκε.
«Όμως, εφόσον πήρες την πρωτοβουλία να μου δείξετε στην πράξη ποιες είναι οι δυνάμεις του νεαρού, και εφόσον ο Ωρίωνας έκρινε σωστό να συμφωνήσει μαζί σου, και αν κρίνω κι από την εμφάνιση σου αυτή τη στιγμή, αυτή η μάχη μάλλον θα είχε τρομερό ενδιαφέρον.» συνέχισε ο Άνθιμος δείχνοντας τον Αντίνοο. Μερικές κόκκινες τούφες είχαν ξεφύγει απ' την κοτσίδα του, τα ρούχα του είχαν τσαλακωθεί, σκιστεί και λερωθεί σε κάποια σημεία με σταγόνες θνητού αίματος, ενώ υπήρχε και ένα κόψιμο από σπαθί στο μάγουλο του, η πληγή του οποίου είχε αρχίσει ήδη να κλείνει. Ο Αδάμ και η Εύα έπνιξαν ένα γέλιο μεταξύ τους.
«Ναι, γελάτε εσείς.» τους είπε ενοχλημένος. «Ας πηγαίνατε εσείς στον Κόσμο των Θνητών, να βλέπαμε αν θα τα καταφέρνατε καλύτερα. Και εσύ Ωρίωνα, με άφησες να μονομαχήσω μόνος μου μαζί του, ενώ έμεινες να παρακολουθείς με σταυρωμένα τα χέρια παραμένοντας ατσαλάκωτος ως συνήθως.» Ο Ωρίωνας τον κοίταξε σοβαρός.
«Δεν χρειάστηκε να επέμβω παρά μόνο στο τέλος. Σου υπενθυμίζω ότι δεν τον θέλαμε νεκρό.» του είπε.
«Τέλος πάντων, ας προχωρήσουμε παρακάτω.» είπε με βαριεστημένη φωνή ο Λόρδος Άνθιμος. Πλησίασε τον Ωρίωνα.
«Δείξε μου τι ακριβώς έγινε.» του είπε και έτεινε το χέρι του. Ο Ωρίωνας το έπιασε και έμειναν οι δυο τους ακίνητοι για μερικά δευτερόλεπτα. Οι υπόλοιποι έβλεπαν απλά τον Λόρδο Άνθιμο να χαμογελάει ενώ τα κόκκινα μάτια του έλαμπαν με ενθουσιασμό. Είχαν καιρό να τον δουν να ενθουσιάζεται έτσι... Ο Αντίνοος όμως έτρεμε μέσα του από φόβο. Αν έβλεπε τον ίδιο να επιχειρεί να σκοτώσει τον μάγο στο τέλος, ποιος ξέρει ποια θα ήταν η τιμωρία του...
Τον παρακολούθησαν λίγο ακόμα, καθώς μέσα από τα μάτια του Ωρίωνα και μέσω του αγγίγματος έβλεπε ξανά όλη τη σκηνή της μάχης από την αρχή.
«Χμ... Ενδιαφέρον. Πολύ ενδιαφέρον...» ήταν το μοναδικό του σχόλιο και έπειτα αφήνοντας το χέρι του επέστρεψε στο παρόν.
«Άρχοντα μου, εκείνο το παιδί... Είναι αυτός που νομίζουμε;» τον ρώτησε διστακτικά ο Αδάμ.
«Ναι. Αυτός είναι.» απάντησε εκείνος με ένα πλάγιο χαμόγελο. «Λοιπόν, αγαπητοί μου, οφείλω να ομολογήσω ότι κάνατε καλή δουλειά όσον αφορά την ανίχνευση των δυνάμεων εκείνου του νεαρού. Όμως, ο καλός μας ο Αντίνοος παράκουσε τις εντολές μου και παραλίγο να τον σκοτώσει, ενώ τόνισα προτού φύγετε ότι δεν είναι η ώρα για σκοτωμούς. Για μία ακόμα φορά, δεν κατάφερες να ελέγξεις την οργή και τη δίψα σου για φόνο, έτσι, Ένατε;» Ο Αντίνοος έσκυψε το κεφάλι χωρίς να απαντήσει. «Και για αυτό, πρέπει να τιμωρηθείς. Κανονικά θα έπρεπε να σου κόψουμε και τη γλώσσα που μου αντιμιλάς, όμως για την ώρα θα αρκεστώ μόνο στο χέρι σου. Αδάμ...»
Ο τρόμος ζωγραφίστηκε στα μάτια του όταν ο Αδάμ ένευσε στον Άρχοντα τους και τον πλησίασε απειλητικά.
«Όχι... Σε παρακαλώ... Συγνώμη, Άρχοντα μου... Δεν θα τον σκότωνα, θα τον τραυμάτιζα μόνο. Μάγος είναι, θα γινόταν καλά σύντομα.» προσπάθησε να δικαιολογηθεί κάνοντας πίσω βήματα. Όμως ο Αδάμ τον έφτασε και, χαμογελώντας του ειρωνικά, τράβηξε το σπαθί του.
«Όχι!» φώναξε για μια τελευταία φορά προτού το δεξί του χέρι κοπεί και πέσει στο πάτωμα. Ούρλιαξε από πόνο καθώς μαύρο αίμα πεταγόταν από αυτό και γονάτισε βαστώντας το πάνω μέρος του χεριού του, που ήταν το μοναδικό που έμεινε. Το υπόλοιπο χέρι του μετατράπηκε με μιας σε στάχτη. Όλοι τον κοίταξαν δείχνοντας τη σατανική τους ευχαρίστηση, εκτός απ' τον Ωρίωνα ο οποίος δεν έδειξε κανένα συναίσθημα ως συνήθως.
«Μην ανησυχείς, καλέ μου Αντίνοε. Η πληγή θα κλείσει σύντομα και ο πόνος θα υποχωρήσει, παρόλο που το χέρι σου δεν θα γυρίσει πίσω. Θα πρέπει να μάθεις να παλεύεις μόνο με το αριστερό.» του είπε ο Άνθιμος και στράφηκε στους υπόλοιπους τρεις: «Θέλω να ενημερωθεί και ο Αρίσταρχος σχετικά με τα καθέκαστα και το σχέδιο μου που αφορά το Αγόρι- Μάγο, όταν επιστρέψει. Κανένας άλλος. Όπως αποδείχθηκε, ο μικρός θα είναι είτε μια μεγάλη απειλή, είτε ένας πολύτιμος σύμμαχος για εμάς, αν και πιο πολύ τείνει προς το πρώτο. Αν όντως αποδειχθεί απειλή, δεν θα έχουμε άλλη επιλογή παρά να τον βγάλουμε από τη μέση.»
«Και τι θα κάνουμε με το κορίτσι;» ρώτησε ο Ωρίωνας.
«Χμ... Όσον αφορά το κορίτσι, θα προχωρήσουμε σύντομα σε ό,τι είχαμε σχεδιάσει σχετικά με αυτήν. Να είσαστε έτοιμοι και να αναμένετε εντολές μου.» Και με αυτά τα τελευταία λόγια του, η ομάδα διαλύθηκε, με τον Αντίνοο ακόμα να μουγκρίζει και να διαμαρτύρεται για το κομμένο χέρι του.
{...}
Τα τέσσερα παιδιά μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο, όπου οι γονείς τους ειδοποιήθηκαν και κατέφθασαν αλαφιασμένοι και πολύ τρομαγμένοι. Ειδοποιήθηκαν και οι γονείς της Ιφιγένειας στη Χώρα των Ξωτικών, αφού η Βασίλισσα Αλεξάνδρα γνώριζε ότι είχαν στείλει μόνη την κόρη τους στο βασίλειο της και τους ενημέρωσε αμέσως σχετικά με ό,τι συνέβη στο Μεγάλο Ξέφωτο. Εκείνοι άρχισαν να ετοιμάζονται αμέσως για να αναχωρήσουν για μία ακόμα φορά για εκείνη τη χώρα των ανθρώπων.
Ο Φαίδωνας και η Ευτυχία μπήκαν τρέχοντας στο δωμάτιο που βρισκόταν ο γιος τους. Ήταν σε σχετικά καλύτερη κατάσταση από τους υπόλοιπους και οι πληγές του ήδη είχαν αρχίσει να επουλώνονται με τη βοήθεια της μαγικής του ενέργειας. Όμως ψυχολογικά ήταν ένα ράκος. Οι γιατροί του είχαν πει ότι οι φίλοι του ήταν καλά παρά τα χτυπήματα που είχαν δεχθεί και θα μπορούσε να τους δει σύντομα. Όμως δεν έπαυε να νιώθει υπεύθυνος για ό,τι τους συνέβη.
«Ιάσονα! Ω Θεέ μου, τι συνέβη;!» αναφώνησε η Ευτυχία και έτρεξε στο πλάι του κρεβατιού του γιου της. Τον αγκάλιασε με προσοχή για να μην τον πληγώσει και φίλησε τα μαλλιά του, έπειτα κράτησε το χέρι του και τον κοίταξε δακρυσμένη.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο ανησυχήσαμε όταν μας είπαν τι έγινε... Νομίζαμε πως θα σε χάναμε.» Πλησίασε και ο πατέρας του και τον έκανε κι εκείνος μια αγκαλιά.
«Τι ακριβώς συνέβη στο Μεγάλο Ξέφωτο, Ιάσονα; Οι αρχές μας είπαν για δύο υπερφυσικά πλάσματα που εμφανίστηκαν, σαν ξωτικά αλλά με κόκκινη μαγεία. Ο ένας από αυτούς πάλεψε μαζί σου και τραυμάτισε τους φίλους σου όταν προσπάθησαν να σε βοηθήσουν. Όντως έγιναν τέτοια πράγματα;» τον ρώτησε ο Φαίδωνας με την ανησυχία να χρωματίζει τη φωνή του.
«Ναι. Έτσι έγιναν όλα.» παραδέχτηκε εκείνος σκύβοντας το κεφάλι. «Δεν ξέρω τι ήταν αυτά τα πλάσματα, ούτε με νοιάζει για μένα, όμως... Δεν κατάφερα να προστατεύσω τους φίλους μου...» Δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα στην αγκαλιά της μητέρας του.
«Ησύχασε, γιε μου. Τα παιδιά είναι όλοι καλά, ρωτήσαμε και για αυτούς και μας διαβεβαίωσαν.»
«Ότι έγινε, έγινε.» είπε ο πατέρας του κι έβαλε το χέρι του στην πλάτη του με στοργή, από την άλλη μεριά του κρεβατιού. «Η Βασίλισσα μας θα μιλήσει με τον Άρχοντα των Ξωτικών και θα βρουν μια λύση. Τώρα προέχει να αναρρώσετε όλοι. Το τι ήταν αυτοί και ποιες είναι οι προθέσεις τους, αυτό θα το μάθουμε αργότερα.»
Ο Γιάννης δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση... Είχε σπάσει το χέρι του ξανά καθώς και μερικά πλευρά από το χτύπημα του δυνατού εκείνου πλάσματος. Τα έβαζε κι εκείνος με τον εαυτό του.
Δική μου ιδέα ήταν να συμμετάσχω στη μάχη και έβαλα και σε κίνδυνο την Ιφιγένεια όταν της είπα να τον θεραπεύσει. Είχα όμως άλλη επιλογή; Η Ιφιγένεια θα έσπευδε ούτως η άλλως στο πλάι του αν δεν την κρατούσα. Δεν περίμενα εκείνο το τέρας να χτυπήσει και εκείνη... Όμως, ποιος νόμιζα πως είμαι για να τα βάλω μαζί του; Ένα αδύναμο ανθρωπάκι είμαι, δεν έχω ούτε λίγη μαγεία για να μπορούσα να κάνω κάτι.
Έκανε αυτές τις σκέψεις κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο, όταν μπήκαν στο δωμάτιο οι γονείς του.
«Γιάννη...» Η μητέρα του πλησίασε το κρεβάτι και τον αγκάλιασε. Ήταν η δεύτερη φορά που την έβλεπε να ανησυχεί πραγματικά για εκείνον και ανταπέδωσε την αγκαλιά εκτιμώντας τη στιγμή, γιατί ήξερε πως δεν θα υπήρχαν πολλές σαν και αυτήν. Η πρώτη φορά ήταν όταν ο πατέρας του τον έσπρωξε απ' τις σκάλες.
«Τι συνέβη, Ιωάννη;» Η αυστηρή φωνή του Ιάκωβου διέκοψε την αγκαλιά τους. «Ισχύουν αυτά που μας είπαν; Σας επιτέθηκαν πλάσματα από άλλη διάσταση;»
«Έτσι έγινε.» του απάντησε. Ο Ιάκωβος του ζήτησε να του πει τι ακριβώς έγινε και εκείνος με τα χίλια ζόρια του περιέγραψε τη μάχη.
«Τι στο καλό σκεφτόσουν και όρμησες με ένα τόξο και ψεύτικο μάλιστα;!» αναφώνησε έξαλλος. «Ρίσκαρες τη ζωή σου για εκείνον τον μάγο και μπλέχτηκες σε κάτι που δεν σε αφορά!»
«Είναι φίλος μου! Δεν μπορούσα απλά να τον αφήσω να τρώει ξύλο!» φώναξε ο Γιάννης και ο πόνος στα πλευρά του τον σούβλισε από την ένταση.
«Τα ήθελε και τα έπαθε! Αν εκείνα τα πλάσματα ήρθαν για εκείνον, ή για τη Θεραπεύτρια τότε άσε τους να κάνουν ότι θέλουν μαζί τους! Έπρεπε να σκεφτείς τον εαυτό σου! Τη μάνα σου δεν τη σκέφτηκες που ανησύχησε;»
«Ναι, τώρα σε έπιασε ο πόνος για τη μαμά...» Τα λόγια του βγήκαν πριν καν τα σκεφτεί και τον είδε αμέσως να σφίγγει τις γροθιές του σαν να ήταν έτοιμος να βγάλει καπνούς.
«Έχε χάρη που είσαι πληγωμένος.» είπε έπειτα συγκρατώντας το θυμό του. «Φεύγω. Εσύ μείνε όσο θέλεις μαζί του. Έχω κάποιες δουλειές να τακτοποιήσω.» είπε στην Αντιγόνη.
«Μην του δίνεις σημασία. Τα λέει γιατί ανησύχησε. Μπορεί να μην το δείχνει με τον τρόπο που θα θέλαμε, αλλά νοιάζεται.» του είπε εκείνη μόλις η πόρτα πίσω του έκλεισε.
«Το είδα.» της είπε ειρωνικά. «Για κανέναν δεν νοιάζεται, μητέρα. Ούτε για εσένα. Μονάχα για το κύρος του. Όσο νωρίτερα το καταλάβεις αυτό, τόσο το καλύτερο.» Καινούργια δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της, όμως δεν τη λυπόταν. Εκείνη είχε επιλέξει εκείνη τη ζωή δίπλα του εξαρχής, εκείνη επέλεξε να κάνει οικογένεια με αυτόν τον άνθρωπο.
«Νομίζω ότι γίνεσαι άδικος μαζί του. Από τότε που χάσαμε τον Άγγελο...»
«Και εσύ σαν εκείνον είσαι!» της φώναξε αγνοώντας αυτή τη φορά τον πόνο στα πλευρά του και το ξάφνιασμα της. «Ανίκανη να αγαπήσεις... Δεν ήθελες το ίδιο σου το παιδί! Δεν με ήθελες απ' την αρχή, από τότε που έμαθες για την ύπαρξη μου και πάντα μου το έδειχνες σε κάθε ευκαιρία, ακόμα και πριν πεθάνει ο Άγγελος!»
Η Αντιγόνη αυτή τη φορά έκλαιγε πραγματικά και ήταν μια από τις λίγες φορές που έδειχνε κάποιο συναίσθημα. Η συνειδητοποίηση αυτού που άκουσε ήταν πολύ σκληρή. Ώστε ο Γιάννης είχε μάθει την αλήθεια, ότι δεν ήθελε να τον γεννήσει; Ο Ιάκωβος του την είχε αποκαλύψει σίγουρα, γιατί όμως; Τι ήθελε να πετύχει πέρα από το να πληγώσει και τους δύο όπως έκανε πάντα;
Ο Γιάννης σκούπισε και ο ίδιος βιαστικά τα δάκρυα του και ξάπλωσε με δυσκολία στο νοσοκομειακό κρεβάτι, γυρίζοντας από την άλλη μεριά να μην αντικρίζει τη μητέρα του.
«Έχεις δίκιο σε όλα, γιε μου.» του είπε εκείνη. «Εκτός από ένα πράγμα: μπορεί να μην ήθελα τη γέννηση σου, όμως σε αγάπησα την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα και μετάνιωσα που ήθελα να κάνω έκτρωση. Λυπάμαι που δεν κατάφερα να σου δείξω την αγάπη μου... Πραγματικά λυπάμαι. Όμως εκείνος δεν μου άφηνε ποτέ περιθώρια. Έπρεπε να είμαι κι εγώ σκληρή για να μη δείχνω αδύναμη μπροστά του. Και όταν χάσαμε τον Άγγελο μας...»
«Σε παρακαλώ, μην χρησιμοποιείς το θάνατο του για να δικαιολογηθείς.» της μίλησε με ήρεμη φωνή τώρα ο Γιάννης. «Φύγε. Θέλω να μείνω μόνος μου.»
«Εντάξει. Θα σε αφήσω για τώρα. Όμως θα είμαι εδώ τριγύρω. Οτιδήποτε χρειαστείς, σου αφήνω εδώ το κινητό σου για να με καλέσεις.» Και τοποθέτησε το κινητό του, το οποίο της είχαν δώσει οι γιατροί όταν έφτασε, στο κομοδίνο δίπλα του.
Ο Γιάννης προσπαθούσε μάταια να διώξει τα δάκρυα του, όμως εκείνα δεν κατάφεραν να σταματήσουν να τρέχουν, τα καταραμένα... Πώς κατέληξε εκείνο το συμβάν της μάχης στο Μεγάλο Ξέφωτο να τον κάνει να τσακωθεί με τη μητέρα του και να ξεσπάσει έτσι; Όμως, βαθιά μέσα του, ήξερε κατά βάθος ότι ήταν για καλό, γιατί παραδέχτηκαν ο ένας στον άλλον τι ένιωθαν. Μίλησαν επιτέλους για όσα τους βασάνιζαν εδώ και χρόνια. Τι έφταιγε κι εκείνη; Θύμα του πατέρα του ήταν, όπως κι ο ίδιος. Και δεν θα κατάφερναν ποτέ να ελευθερωθούν από αυτόν. Όμως τουλάχιστον ας στήριζαν ο ένας τον άλλον.
******************************************************
Δυνατό το κλείσιμο του κεφαλαίου, θα έλεγα.
Είδαμε ξανά τον Λόρδο Άνθιμο και τον "γνωρίσαμε" καλύτερα. Πώς σας φάνηκε το σκηνικό με την τιμωρία του Αντίνοου επειδή απείλησε να σκοτώσει τον Ιάσονα; Τι σημαίνουν άραγε τα λόγια του Αδάμ "Εκείνο το παιδί είναι αυτός που νομίζουμε" και η επιβεβαίωση τους από τον Άνθιμο; Και ποιο θα είναι το σχέδιο τους που αφορά την Ιφιγένεια; Πώς σας φαίνονται μέχρι στιγμής οι κακοί χαρακτήρες και γενικά όσα έχουμε δει από τη Σκοτεινή Διάσταση;
Στην επόμενη σκηνή περάσαμε στο νοσοκομείο, όπου οι φίλοι μας προσπαθούν να αναρρώσουν από τα τραύματα τους. Όμως τα ψυχικά τραύματα του Γιάννη δεν φαίνεται να περνούν, τουλάχιστον όμως παραδέχτηκε τι ένιωθε για τη μητέρα του και εκείνη το ίδιο. Πώς σας φάνηκε αυτή η σκηνή; Πιστεύετε ότι θα καταφέρουν οι δυο τους, κάποια στιγμή στο μέλλον να αντιμετωπίσουν τον Ιάκωβο;
Μπορεί κάποια σημεία της πλοκής να μη φαίνονται να συνδέονται με την κυρίως πλοκή, όμως πιστέψτε με, όλα είναι σημαντικά και όλα συνδέονται 😉
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top