Κεφάλαιο 20: Η Μάχη στο Μεγάλο Ξέφωτο
Ο Αντίνοος σφίχτηκε καθώς εκείνος και ο Ωρίωνας περπατούσαν ανάμεσα στο πλήθος, το οποίο έκανε στην άκρη φοβισμένο ή απορημένο, και η φωνή του βγήκε αγριωπή παίρνοντας μια έκφραση αηδίας:
«Γκρρρ... Θνητοί. Τόσα θετικά συναισθήματα... Τόση αγάπη και καλοσύνη που μου έρχεται να ξεράσω το αίμα που ήπιαμε προηγουμένως.»
«Πάψε, ανόητε. Εσύ επέμενες να έρθεις μαζί μου, οπότε μη διαμαρτύρεσαι για το οτιδήποτε.» του είπε ο άλλος, αλλά χωρίς κανένα συναίσθημα οργής η δυσαρέσκειας στη φωνή του.
«Μα είσαι φίλος μου!» αναφώνησε ο Αντίνοος. «Υπήρχε περίπτωση να σε αφήσω να έρθεις μόνος σου σε αυτόν τον μολυσμένο Κόσμο των Θνητών;»
«Δεν είμαι φίλος σου. Μην το ξαναπείς αυτό. Δεν θα δίσταζα λεπτό να σου κόψω το λαιμό αν ήταν διαταγή του Λόρδου Άνθιμου.»
«Άουτς! Τώρα με πλήγωσες, Ωρίωνα.»
Εν το μεταξύ, από όπου περνούσαν, οι άνθρωποι αναρωτιούνταν ποιοι να ήταν και έκαναν διάφορες υποθέσεις. Δεν τους είχαν δει όλοι να βγαίνουν από τη μυστηριώδη, υπερφυσική πύλη και ούτε είχε προλάβει το νέο να φτάσει ακόμα εκεί.
«Τι είναι αυτό;»
«Μήπως ήρθαν νωρίτερα οι Απόκριες, ή είναι κάποιο θέμα του λούνα παρκ;»
«Ίσως ξέφυγαν από το Σπίτι του Τρόμου.»
Ο Τεό βρισκόταν λίγο πιο πέρα με την παρέα του από τραμπούκους του σχολείου, όταν παρατήρησαν τους δυο μυστηριώδεις άνδρες με τα μυτερά αυτιά και τα κόκκινα μάτια που περπατούσαν ανάμεσα στο πλήθος.
«Τι είναι αυτοί, ρε;» ρώτησε κοροϊδευτικά ένας από αυτούς.
«Μοιάζουν με εκείνο το ξωτικό απ' το σχολείο μας, εξαιτίας της οποίας είχες φάει ξύλο.» είπε ένας άλλος.
«Σκάσε, ηλίθιε. Όχι, αυτοί δεν είναι ξωτικά. Κοίτα πόσο χλωμοί είναι κι έχουν ντυθεί σαν γκοθάδες. Τι φάση...;» αναρωτήθηκε ο Τεό, έπειτα πήρε πάλι το πονηρό του ύφος και είπε:
«Ελάτε, πάμε να σπάσουμε πλάκα.»
Τους πλησίασαν.
«Ε, yo! Πολύ κουλ η μεταμφίεση σας. Τι ακριβώς είσαστε; Ήρθαν νωρίτερα οι Απόκριες, ή μήπως γίνεται κάποιο πανηγύρι εδώ κοντά γιατί για εκεί είστε!» είπε και γέλασε με την παρέα του. Τα γέλια των νεαρών κόπηκαν απότομα, καθώς ο Αντίνοος έπιασε τον Τεό απ' το λαιμό με το χοντρό του χέρι και τον σήκωσε ψηλά. Οι υπόλοιποι της παρέας τρομοκρατημένοι απομακρύνθηκαν αρκετά μέτρα.
«Πανηγύρι θα γίνει στο λαρύγγι μου μόλις γευτώ το αίμα σου.» του είπε και έτσι όπως άνοιξε το στόμα του φάνηκαν δυο μυτεροί κυνόδοντες σαν αυτούς που έχουν οι βρικόλακες. Ο νεαρός τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια ενώ δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Όμως ο Ωρίωνας έπιασε με το χέρι του εκείνο με το οποίο ο Αντίνοος κρατούσε στον αέρα το παιδί και του είπε:
«Κράτα την οργή και τη δίψα σου για αργότερα, Αντίνοε. Ο Λόρδος Άνθιμος είπε να αποφύγουμε τις αιματοχυσίες από τώρα.» Το μεγαλόσωμο Ξωτικό άφησε κάτω τον νεαρό μουγκρίζοντας, και εκείνος μαζί με την παρέα του αποχώρησαν τρέχοντας και τρέμοντας.
Όσοι είδαν αυτή τη σκηνή άρχισαν να τρέχουν επίσης πανικόβλητοι ενώ ο Αντίνοος απολάμβανε το φόβο τους.
Ο Ιάσονας περπατούσε πλάι στην Ιφιγένεια, ενώ λίγο πιο πίσω ακολουθούσαν ο Γιάννης κι ο Ηρακλής. Είδαν ξαφνικά ένα πλήθος ανθρώπων να τρέχουν προς την έξοδο του λούνα παρκ τρομοκρατημένοι.
«Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε. Ανάμεσα στο πλήθος ήταν και ο Τεό με τους φίλους του. Μόλις είδε τον Ιάσονα, έφτασε τρέχοντας μπροστά του και τον έπιασε από τους ώμους.
«Ιάσονα!» φώναξε πανικόβλητος. «Σε παρακαλώ, βοήθεια! Είναι δυο τύποι... Δυο τέρατα. Πήγαν να μου πιουν το αίμα, Ιάσονα... Μόνο εσύ μπορείς να τους πολεμήσεις με τις δυνάμεις σου. Είναι υπερφυσικά πλάσματα!» Η φωνή του στο τέλος κατέληξε σε κλάματα. Ο Ιάσονας κοιτάχτηκε με την Ιφιγένεια και είδε τον ίδιο τρόμο στα μάτια της. Γύρισε και κοίταξε τους υπόλοιπους φίλους τους, είχαν κι εκείνοι τον ίδιο φόβο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους.
«Πήγαινε σε κάποιο ασφαλές μέρος.» του είπε. «Θα τους αντιμετωπίσω.» Ο Τεό έτρεξε προς την κατεύθυνση όπου πήγαιναν όλοι.
«Ιάσονα.» είπε τότε η Ιφιγένεια. «Πάμε να φύγουμε κι εμείς. Είναι πολύ επικίνδυνο να τα βάλεις μαζί τους... Δεν ξέρουμε καν τι είναι.»
«Δεν θα καταλάβω αν δεν τους δω πρώτα. Πηγαίνετε εσείς στην ασφάλεια. Θα τους καθυστερήσω έστω.»
«Δεν πάμε πουθενά. Θα παραμείνουμε στο πλευρό σου, φίλε.» είπε ο Γιάννης και όλοι συμφώνησαν κοιτάζοντας τον μάγο φίλο τους αποφασισμένοι.
Όλο σχεδόν το λούνα παρκ είχε αδειάσει, καθώς κι άλλοι άνθρωποι έμαθαν τι συνέβη. Μερικοί πιο τολμηροί παρέμειναν μονάχα για να δουν με περιέργεια τι ήταν αυτά τα πλάσματα που είχαν σκορπίσει παντού τον τρόμο, παρόλο που ήταν μόλις δύο, και για να δουν τι θα ακολουθήσει. Ο Ιάσονας μπήκε μπροστά απ' τους φίλους του όταν είδε τις δυο δαιμονικές και συνάμα γοητευτικές μορφές που πλησίαζαν.
Η Ιφιγένεια παρατήρησε κι εκείνη τα μυτερά αυτιά τους και τα κόκκινα μάτια τους κι αναρωτήθηκε μέσα της:
Ποιοι είναι αυτοί; Είναι ξωτικά, σαν εμένα; Όμως εκείνα τα μάτια...
Ο Ιάσονας έκανε κι αυτός τις δικές του σκέψεις:
Κανένας από τους δύο δεν θυμίζει το τέρας από τους εφιάλτες μου. Ούτε θυμάμαι να τους έχω δει... Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα κρώξιμο και το κοράκι εκείνο με τα ιδίου χρώματος μάτια πέταξε πάνω απ' τα κεφάλια τους, ενώ η Ιφιγένεια έπνιξε μια ανάσα φόβου.
Το κοράκι, ο Βαρόνος, προσγειώθηκε στον ώμο του Ωρίωνα.
«Ωρίωνα. Είναι κάποιοι από αυτούς τα άτομα που ψάχνουμε;» ρώτησε ο Αντίνοος δείχνοντας προς τα παιδιά. Εκείνος εξακολουθώντας να κοιτάει ψυχρά προς το μέρος τους απάντησε μονολεκτικά:
«Ναι.»
Ο δυο εισβολείς πλησίασαν κι άλλο και στάθηκαν περίπου στα πέντε μέτρα. Όσοι βρίσκονταν εκεί έκαναν ένα κύκλο σε ασφαλή σχετικά απόσταση με τους φίλους του Ιάσονα λίγο πιο κοντά σε αυτόν. Η Ιφιγένεια αντιμετωπίζοντας πλέον το φόβο της στάθηκε δίπλα του και κοίταξε κατάματα το σκοτεινό ξωτικό με το κοράκι στον ώμο του.
«Εσύ...» ψέλλισε, έπειτα η φωνή της αύξησε ένταση: «Εσύ έστελνες αυτό το κοράκι να με παρακολουθεί και να με τρομοκρατεί!» Εκείνος της ένευσε.
«Ακριβώς, κορίτσι.» της απάντησε με απόλυτα ψύχραιμη φωνή και συγχρόνως υποτιμητικά. «Ο Βαρόνος είναι το δαιμόνιο μου, τα μάτια και τα αυτιά μου στον κόσμο των ανθρώπων και των ξωτικών. Εγώ τον έστελνα, ωστόσο κι εγώ με τη σειρά μου εκτελούσα εντολές κάποιου άλλου.»
«Γιατί;» ρώτησε με θάρρος η Ιφιγένεια. «Ποιοι είστε και τι θέλετε από εμένα;! Από εμάς!» φώναξε.
Ο Αντίνοος έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος της.
«Είσαι πολύ θαρραλέα πάντως, κοριτσάκι.» της είπε με σατανικό χαμόγελο. «Και ομορφούλα, έτσι Ωρίωνα;» και γέλασε πονηρά.
Ο Ιάσονας μπήκε αμέσως μπροστά της προστατευτικά και δυο πράσινες φλόγες άναψαν στα χέρια του. Ο Αντίνοος έπνιξε ένα επιφώνημα έκπληξης, ενώ ο Ωρίωνας, αν και παρέμεινε απαθής, τον κοίταξε με ενδιαφέρον.
«Έτσι και την πειράξετε, θα σας κάνω κομμάτια.» γρύλισε απειλητικά ο Ιάσονας.
«Τι είναι αυτό; Ένας μάγος; Τι δουλειά έχει στον κόσμο των ανθρώπων;» αναρωτήθηκε το μεγαλόσωμο σκοτεινό ξωτικό.
«Είμαι ο Ιάσονας Ιωαννίδης, τέρατα. Είμαι θνητός, αλλά έχω μαγικές δυνάμεις και δεν θα διστάσω να τις χρησιμοποιήσω έτσι και βλάψετε τη φίλη μου.» Ο Αντίνοος γέλασε δυνατά.
«Ένας θνητός μάγος, έ; Λοιπόν αυτό είναι πρωτάκουστο. Τι θα έλεγες να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις του, Ωρίωνα; Είμαι σίγουρος ότι ο Λόρδος Άνθιμος θα τον βρει αρκετά ενδιαφέρων.»
«Δεν ήρθαμε εδώ για να παλέψουμε, Αντίνοε. Σου εξήγησα πως δεν έχουμε πολύ χρόνο.»
«Ω, έλα... Σε παρακαλώ...! Λίγο μόνο, έτσι για να ελέγξουμε τις δυνάμεις του νεαρού.» Ο Ωρίωνας, που από ότι κατάλαβε ο Ιάσονας ήταν ανώτερος του Αντίνοου, έδειξε να το σκέφτεται για λίγο.
Ποιοι είναι; Αναρωτιόταν στο μεταξύ. Είναι ξωτικά, σαν την Ιφιγένεια; Είναι βρικόλακες; Γιατί και με τα δύο αυτά είδη μοιάζουν. Όμως, αν είναι βρικόλακες, πώς μπορούν και περπατούν στο φως της μέρας; Ο Αντίνοος φαίνεται αρκετά δυνατός, αλλά από μυαλό κουκούτσι. Από την άλλη ο Ωρίωνας δεν φαίνεται πολύ μεγαλύτερος από εμάς, όμως λες και κουβαλάει επάνω του τη σοφία αιώνων. Άραγε θα μπορέσω να τους πολεμήσω και τους δύο; Υπάρχει κάποιος τρόπος... Ο Ωρίωνας είπε πως δεν έχουν πολύ χρόνο. Άραγε αυτό να έχει να κάνει με το γεγονός ότι περπατούν κάτω από το φως του ήλιου χωρίς να καίγονται; Υπάρχει κάποιο χρονικό όριο μέσα στο οποίο να μπορούν να το κάνουν αυτό; Αν είναι έτσι, τότε θα μπορούσα να τους καθυστερήσω αρκετά, ακόμα κι αν δεν μπορώ να τους νικήσω, μέχρι να τελειώσει ο χρόνος αυτός. Αυτό θα προσπαθήσω να κάνω.
«Εντάξει.» συμφώνησε τελικά ο Ωρίωνας. «Πράξε όπως νομίζεις. Άλλωστε μας προκάλεσε.» Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του Αντίνοου και στάθηκε αντίκρυ στον Ιάσονα. Η Ιφιγένεια ήθελε να κάνει κάτι, να το σταματήσει αυτό, να προστατεύσει τον φίλο της, μα τα πόδια της έμοιαζαν να έχουν στυλωθεί στο έδαφος. Ο Γιάννης πήγε και την έπιασε απ' το χέρι και την απομάκρυνε.
«Λοιπόν.» είπε σε εκείνη και στον Ηρακλή. «Δεν ξέρω τι στο διάολο είναι αυτοί οι δύο, πάντως αν θέλουν ξύλο θα το έχουν. Αν το κρίνουμε απαραίτητο θα ορμήσουμε κι εμείς να βοηθήσουμε τον Ιάσονα όπως μπορούμε, Ηρακλή.»
«Έγινε.» συμφώνησε εκείνος. Ο Ιάσονας στράφηκε προς το μέρος τους και τους κοίταξε αποφασισμένος.
«Έχετε μου εμπιστοσύνη. Ξέρω τι κάνω.» τους είπε. Έβγαλε το τζιν μπουφάν που φορούσε, για να έχει ελευθερία κινήσεων και το άφησε στο έδαφος δίπλα του, έπειτα έβγαλε ξανά τις πράσινες φλόγες στα χέρια του.
Ο Αντίνοος στάθηκε απέναντι του, με σατανική ευχαρίστηση στο βλέμμα του που επιτέλους θα πάλευε με κάποιον. Τον κοίταξε για λίγο ακίνητος.
Ο Ιάσονας δεν επρόκειτο να επιτεθεί πρώτος. Περίμενε ο αντίπαλος του να κάνει την πρώτη κίνηση. Και τότε, το σκοτεινό ξωτικό εντελώς απροειδοποίητα εκτόξευσε μια κόκκινη λάμψη προς τα πάνω του. Ίσα που πρόλαβε ο Ιάσονας να βγάλει από τα χέρια του μπροστά σαν ασπίδα την πράσινη μαγεία, η οποία συγκρούστηκε με την κόκκινη.
Τι;! Έχουν και Κόκκινη Μαγεία; Τι είδους πλάσματα είναι αυτά; Θα μπορούσαν να είναι ένας συνδυασμός ξωτικών, βρικολάκων και μάγων; Σκέφτηκε έκπληκτος καθώς έβαζε όλη του τη δύναμη να σπρώξει την ενέργεια του αντιπάλου του πίσω σ' αυτόν. Όμως ο Αντίνοος ήταν εκείνος που το κατάφερε αυτό, σπρώχνοντας με δύναμη την ενέργεια του μαζί με την πράσινη του Ιάσονα σ' αυτόν και ρίχνοντας τον πίσω στο έδαφος.
«Ιάσονα!» φώναξε η Ιφιγένεια και ήταν έτοιμη να ορμήσει μπροστά για να βοηθήσει, όμως ο Γιάννης τη συγκράτησε και τότε είδαν τον φίλο τους να σηκώνεται αργά ξανά στα πόδια του.
Ο Ιάσονας είχε ακόμα αρκετές δυνάμεις. Δεν θα κατάφερνε ένα μονάχα χτύπημα να τον κάνει να τα παρατήσει. Αν έχανε, ποιος ξέρει τι θα έκαναν εκείνα τα πλάσματα στην Ιφιγένεια, αφού ξεκάθαρα για εκείνη είχαν έρθει στον κόσμο τους. Εκείνοι ήταν οι εχθροί που τους παρακολουθούσαν και πιθανόν οι ίδιοι εχθροί που έβλεπε στα προφητικά του όνειρα.
Ο Αντίνοος άρχισε αυτή τη φορά να ρίχνει μπάλες κόκκινης ενέργειας, τις οποίες ο Ιάσονας απέφευγε με την παράξενη εκείνη ταχύτητα που είχε παλέψει τότε στο σχολείο με τον Τεό. Μόνο που τώρα, μόλις και μετά βίας κατάφερνε να αποφεύγει τα χτυπήματα του εχθρού, ο οποίος σίγουρα δεν ήταν ανθρώπινος. Πρώτη φορά που πάλευε με κάποιον ο οποίος διέθετε μαγεία σαν τον ίδιο και, όφειλε να παραδεχτεί ενδόμυχα, του άρεσε η μάχη. Σύντομα συνήθισε στο μοτίβο του αντιπάλου του και κατάφερνε και εκείνος να ρίξει μερικές μπάλες πράσινης φωτιάς που όμως δεν πέτυχαν τον εξίσου γρήγορο Αντίνοο.
Όλοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, ειδικά η Ιφιγένεια, που προσευχόταν από μέσα της στους Θεούς να μην αφήσουν τον φίλο της να πληγωθεί. Εν τω μεταξύ ο Ωρίωνας, χωρίς να έχει μετακινηθεί ούτε λίγο από το σημείο στο οποίο στεκόταν, παρακολουθούσε με σταυρωμένα τα χέρια τη μάχη.
«Είχες δίκιο, Βαρόνε.» είπε στο κοράκι που ακόμα στεκόταν στον ώμο του. «Σίγουρα είναι μάγος, αν και αυτή η ταχύτητα δεν είναι συνηθισμένη στους μάγους. Και εκτός αυτού, μάχεται σαν να είναι γεννημένος για αυτό, σαν να προπονείται χρόνια. Όμως εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο σημαντικός και ιδιαίτερος. Υπάρχουν και άλλοι με εξαιρετικές ικανότητες σαν αυτόν στη Χώρα των Μάγων. Το γεγονός ότι ζει σε μια χώρα των ανθρώπων και είναι γεννημένος από γονείς θνητούς δεν τον κάνει ξεχωριστό.»
«Αφέντη, ο Αντίνοος κάθε άλλο παρά έξυπνος είναι, μα για ένα πράγμα είχε δίκιο.» του μίλησε μέσω της σκέψης το δαιμόνιο. «Ο Άρχοντας Άνθιμος θα τον βρει πραγματικά ενδιαφέροντα. Δεν βλέπω ούτε εγώ κάτι το ιδιαίτερο σε αυτόν, αλλά κάτι παραπάνω θα ξέρει εκείνος.»
Η μάχη συνεχιζόταν με τον Ιάσονα να έχει αρχίσει να κουράζεται, αλλά να μη σταματάει να αποφεύγει τα χτυπήματα ενώ συγχρόνως να προσπαθεί ο ίδιος από μακριά να πετύχει τον εχθρό. Κάποια στιγμή, είπε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Ύψωσε στον αέρα μερικούς βράχους από το έδαφος λίγα μέτρα πιο πέρα και καταβάλλοντας υπέρμετρη προσπάθεια τους εκτόξευσε στον Αντίνοο. Εκείνος δεν περίμενε αυτή την κίνηση, αλλά δεν τον έπιασε απροετοίμαστο. Έδωσε γροθιά στη μία πέτρα, έπειτα κλώτσησε την άλλη και τη διέλυσε, έπειτα με ταχύτητα πλησίασε την τρίτη πέτρα και την έσπασε κι αυτήν σε κομμάτια. Κοίταξε χαμογελώντας χαιρέκακα τον Ιάσονα και ύστερα, κατάφερε και τον έφτασε σε κλάσματα του δευτερολέπτου και του έδωσε μια γροθιά η οποία τον έριξε στο έδαφος. Η Ιφιγένεια έπνιξε μια κραυγή, αλλά και πάλι ο Γιάννης δεν την άφησε να τρέξει κοντά του για να μην κινδυνεύσει κι η ίδια.
Ο Αντίνοος πήγε πάνω από τον Ιάσονα, ο οποίος σφίγγοντας τα δόντια προσπαθούσε να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να σηκωθεί. Αίμα άρχισε να τρέχει από τη μύτη και το στόμα του.
«Νόμιζες ότι μαχόμουν σοβαρά τόση ώρα;» του είπε το μεγαλόσωμο ξωτικό. «Χα! Απλά έπαιζα μαζί σου! Χαχαχα!» γέλασε δυνατά και έπειτα με μια δυνατή κλωτσιά τον εκτόξευσε αρκετά μέτρα πιο πέρα.
«Όχι!» φώναξε με τρόμο και κλαίγοντας η Ιφιγένεια.
Ο Ιάσονας ακόμα προσπαθούσε να σηκωθεί. Ένιωθε τόσο αδύναμος... Η κλωτσιά τον είχε βρει στα πλευρά, τα οποία ένιωθε σαν σπασμένα. Ο Αντίνοος εξακολουθώντας να γελάει σατανικά άρχισε να τον χτυπάει κάτω στο έδαφος με γροθιές, χωρίς να του αφήνει χρόνο να αναρρώσει.
«Τι θα κάνουμε;! Πρέπει να τον βοηθήσουμε!» φώναξε η Ιφιγένεια. Ο Γιάννης σκέφτηκε πως είχε δίκιο. Δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά δυο θνητοί και ένα ξωτικό- Θεραπεύτρια, όμως ίσως θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή στο σκοτεινό ξωτικό ώστε να καταφέρει η Ιφιγένεια να θεραπεύσει τον φίλο τους έστω και λίγο. Πώς όμως; Μακάρι να είχε το τόξο μαζί του... Τότε, το βλέμμα του έπεσε πάνω στο γκισέ με το ψεύτικο τόξο που είχαν παίξει πριν.
«Θα τον απασχολήσω, ώστε να μπορέσεις να πλησιάσεις και να θεραπεύσεις τον Ιάσονα. Εσένα δεν πρόκειται να σε πειράξουν, αφού από ότι φαίνεται τους είσαι απαραίτητη.» είπε στην Ιφιγένεια και δεν έχασε άλλο πολύτιμο χρόνο. Ο Ηρακλής δεν τον πρόλαβε για να του πει ότι το σχέδιο που είχε σκεφτεί ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνο.
Έκανε χώρο μέσα από τον κόσμο και πήγε τρέχοντας στο γκισέ. Πήρε γρήγορα το τόξο, ενώ ο πωλητής δεν τον εμπόδισε καθόλου. Έβγαλε το προστατευτικό αφρολέξ από ένα βέλος και στερέωσε πάνω του ένα μυτερό βελάκι από το στόχο ο οποίος βρισκόταν στο διπλανό πάγκο, έπειτα τρέχοντας πάλι πήγε στις πρώτες σειρές του κόσμου που παρακολουθούσε. Τέντωσε τη χορδή του τόξου μπροστά, στοχεύοντας την πλάτη του Αντίνοου, ο οποίος είχε αφήσει τον Ιάσονα να σηκωθεί για να διασκεδάσει λίγο ακόμα μαζί του.
Αίμα έτρεχε από αρκετά σημεία του προσώπου του, τα κόκκαλα του τον πονούσαν φοβερά, κι όμως προσπαθούσε ακόμα με μαγεία να απωθήσει τον αντίπαλο του. Ένα ακόμα χτύπημα του όμως τον ξάπλωσε ξανά στο έδαφος.
«Αν και το αίμα σου με δελεάζει για να το πιω, προτιμώ να σε αφήσω να ζήσεις για να σε πλακώσω λίγο ακόμα στο ξύλο, Ιάσονα Ιωαννίδη. Χαχαχα! Ωρίωνα με βλέπεις;! Δεν είμαι πολύ καλός;!» Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε κάτι κοφτερό να μπήγεται πίσω στο σβέρκο του. Το αφαίρεσε και το κοίταξε για λίγο. Ήταν ένα βέλος. Έπειτα στράφηκε νευριασμένος προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθε. Είδε το νεαρό αγόρι με τα γυαλιά, τον φίλο του Ιάσονα, να κρατάει ένα τόξο.
«Ανόητε θνητέ...» γρύλισε και ξεκίνησε να πηγαίνει απειλητικά προς το μέρος του. Η Ιφιγένεια την ίδια στιγμή έτρεξε και γονάτισε πάνω απ' τον Ιάσονα και έβαλε τις παλάμες της πάνω από το σώμα του. Ο Ωρίωνας δεν επενέβη καθόλου, την κοιτούσε μόνο εξεταστικά καθώς η θεραπεία της ενεργούσε.
Στο μεταξύ ο Αντίνοος έφτασε στο σημείο όπου στεκόταν ο Γιάννης, ο οποίος δεν πρόλαβε να βάλει άλλο βέλος στη χορδή. Πήγε να τον χτυπήσει, όμως δέχθηκε ένα χτύπημα από πέτρα στο κεφάλι του. Ήταν ο Ηρακλής. Φυσικά και δεν τον πονούσαν εκείνα τα χτυπήματα από τους κοινούς θνητούς, όμως τον εκνεύριζαν απίστευτα και μετέτρεπαν το πρόσωπο του σε μια μάσκα θυμού. Με την υπερφυσική του ταχύτητα, έφτασε τον Ηρακλή και έριξε και εκείνον κάτω με μια γροθιά απίστευτης δύναμης. Ο Ιάσονας είχε θεραπευτεί αρκετά, έτσι η Ιφιγένεια τον άφησε για να τρέξει πανικόβλητη να γιατρεύσει τον Ηρακλή, όμως ο Αντίνοος δεν δίστασε να χτυπήσει και την ίδια εν ριπή οφθαλμού. Ο Γιάννης έτρεξε να κάνει ό,τι μπορούσε με το τόξο, μα κατέληξε κι αυτός αιμόφυρτος στο έδαφος προτού καν το καταλάβει. Τα γυαλιά του έσπασαν και έβλεπε θολά πλέον τον φίλο του να επιστρέφει στη μάχη.
Μια έκφραση οργής είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο του Ιάσονα, που έβλεπε και τους τρεις φίλους του πεσμένους στο έδαφος.
«Μπάσταρδε! Κανείς δεν πειράζει τους φίλους μου!» φώναξε στον Αντίνοο και όρμησε ξανά με την πράσινη μαγεία του και με ακόμα μεγαλύτερη οργή. Με τον εαυτό του οργιζόταν περισσότερο, που οι φίλοι του τραυματίστηκαν όλοι εξαιτίας του. Δεν κατάφερε να τους προστατεύσει, αλλά μπορούσε ακόμα να προλάβει κάποιο μεγαλύτερο κακό.
Η πράσινη φωτιά τον είχε τυλίξει πλέον ολόκληρο, ενώ το πλήθος παρακολουθούσε φοβισμένο απ' τη μια, εκστασιασμένο από την άλλη και εντυπωσιασμένοι όλοι με τις ικανότητες και τη θέληση εκείνου του νεαρού μάγου.
Ο Ιάσονας πάλευε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει ενώ πράσινες και κόκκινες φλόγες εναλλάσσονταν συνεχώς στο κέντρο του Μεγάλου Ξέφωτου. Οι αντοχές του όμως για μία ακόμα φορά τελείωσαν, και ένα χτύπημα με κόκκινη φωτιά του Αντίνοου τον έριξε ξανά στο έδαφος. Στάθηκε για μία ακόμα φορά στα γόνατα, προσπαθώντας να σηκωθεί. Ο Αντίνοος στεκόταν πάλι από πάνω του.
«Δεν τα παρατάς με τίποτα, έτσι μικρέ; Είδες πόσο αδύναμος είσαι μπροστά μου και πόσο ξύλο έχεις φάει, είδες τι έπαθαν οι φίλοι σου επειδή μας προκάλεσες. Δεν πρόκειται να με νικήσεις γιατί δεν κουράζομαι ποτέ, σε αντίθεση με εσένα. Για αυτό, παραδώσου τώρα που μπορείς, για να μη φάνε τα φιλαράκια σου περισσότερες.»
Ο Ιάσονας τον κοίταξε, ψάχνοντας οποιοδήποτε τρωτό σημείο, οποιαδήποτε αδυναμία. Και τότε, διέκρινε κάτω από την καπαρντίνα του τη χρυσή και κόκκινη λαβή ενός σπαθιού.
Σπαθί; Μα από ποια εποχή είναι και έχουν σπαθιά; Σκέφτηκε. Και τότε, του ήρθε μια ιδέα σχετικά με το πώς θα μπορούσε να νικήσει τον αντίπαλο του. Γιατί δεν επρόκειτο να παραδοθεί έτσι απλά και να αφήσει εκείνα τα πλάσματα να βλάψουν κι άλλους ανθρώπους, ξωτικά και μάγους, να επιτρέψει να συμβεί ο πόλεμος τον οποίο έβλεπε στα όνειρα του. Μπορεί το μέλλον το οποίο έβλεπε να μην άλλαζε. Όμως, δεν έχανε τίποτα να προσπαθήσει για αυτό. Ίσως αυτό που είχε σκεφτεί να μην πετύχαινε... Τότε δεν θα του έμενε άλλη επιλογή απ' το να παραδοθεί.
Σκέφτηκε το σπαθί του Ντέριου, το ένιωθε να τον καλεί και πάλι. Το φαντάστηκε μέσα στην ειδική προθήκη στο Παλιό Κάστρο... Τέντωσε το χέρι του προς τα εκεί που υπέθετε ότι ήταν, το κεφάλι του σκυμμένο με απόλυτη αυτοσυγκέντρωση ενώ ο Αντίνοος τον κοιτούσε απορημένος. Σε λίγα δευτερόλεπτα, το πλήθος που παρακολουθούσε διέκρινε έκπληκτο, ένα σπαθί να περνάει πετώντας ανάμεσα τους, ενώ όλοι έκαναν στην άκρη για να το αποφύγουν. Ευτυχώς, χωρίς εκείνο να βλάψει κανέναν, προσγειώθηκε στο χέρι του Ιάσονα.
«Ε;» πρόλαβε να αναρωτηθεί ο Αντίνοος, που μόλις και μετά βίας κατάφερε να τραβήξει και το δικό του σπαθί το οποίο συγκρούστηκε τελευταία στιγμή με εκείνο που είχε βρεθεί πετώντας στο χέρι του νεαρού μάγου.
Όλοι έγιναν έκπληκτοι μάρτυρες εκείνης της στιγμής, ενώ ακόμα και ο Ωρίωνας έδειξε κάποιο συναίσθημα έκπληξης.
«Πώς...;» αναρωτήθηκε. Ο Βαρόνος είχε κάποια εξήγηση σχετικά με αυτό:
«Διαθέτει τηλεκίνηση.» είπε. «Είναι πολύ πιθανόν να μετακίνησε έτσι το σπαθί για να βρεθεί στο χέρι του. Το θέμα είναι, ότι αυτό δεν είναι ένα οποιοδήποτε σπαθί. Είναι το σπαθί του Λόρδου Ντέριου. Το είχε δει στην εκδρομή που πήγε με το σχολείο του στο Παλαιό Κάστρο, το οποίο βρίσκεται αρκετά μακριά από εδώ. Είναι δυνατόν η τηλεκίνηση του να λειτουργεί και για τόσο μακρινά αντικείμενα, ή μήπως το σπαθί από μόνο του ήλθε σε αυτόν;» Ο Ωρίωνας δεν απάντησε. Συνέχισε να παρακολουθεί τη μονομαχία με μεγάλο ενδιαφέρον αντί για απάθεια αυτή τη φορά.
***********************************************************************************************
Καλησπέρα αγαπημένα μου ξωτικά!! 🧝♀️🧝♂️
Το κεφάλαιο αυτό ήταν λίιιγο μεγαλύτερο από τα άλλα, γιατί αν το έκοβα πιο πριν, η μάχη θα κοβόταν κάπως απότομα, ενώ θεωρώ πως η απόκτηση του σπαθιού του Λόρδου Ντέριου ήταν ένα καλό σημείο για να το σταματήσω. Προσωπικά, είναι ένα από τα αγαπημένα μου μέχρι στιγμής κεφάλαια, παρόλο που δεν ξέρω αν βγήκε καλή η μάχη του Ιάσονα με τον Αντίνοο, η πρώτη του μάχη με αντίπαλο ο οποίος διαθέτει επίσης μαγεία. Εσάς πώς σας φάνηκε;
Είδαμε επίσης ποιος ήταν ο αφέντης του κορακιού με το όνομα Βαρόνος, που παρακολουθούσε τόσο καιρό την Ιφιγένεια. Ήταν ο Ωρίωνας, ο οποίος με τη σειρά του, αν κι είναι ανώτερος του Αντίνοου, υπηρετεί κάποιον άλλον όπως είπε. Εντάξει δεν είναι σπόιλερ, τον Άρχοντα Άνθιμο υπηρετεί, ο οποίος είναι ο αφέντης όλων εκείνων των σκοτεινών ξωτικών. Τι είναι όμως ακριβώς αυτοί και ποιες είναι οι προθέσεις τους; Γιατί ο Άνθιμος έστειλε τον Ωρίωνα και τον Αντίνοο στον κόσμο των θνητών και ποιον έψαχναν στα αλήθεια να βρουν; Την Ιφιγένεια ή τον Ιάσονα; (Βασικά μόνο τον Ωρίωνα έστειλε, ο Αντίνοος ηθελε να παει μαζί με τη θέληση του). Αν δεν ήταν εξαρχής οι προθέσεις τους να παλέψουν αλλά η επιθυμία του Αντίνοου όταν συνάντησαν τον Ιάσονα, τότε τι ακριβώς είχαν κληθεί να κάνουν;
Αυτά κι άλλα πολλά θα απαντηθούν στα επόμενα κεφάλαια. Μέχρι τότε, μην ξεχνάτε να ψηφίζετε και αν θέλετε να σχολιάζετε και να μου γράφετε τις θεωρίες σας σχετικά με τα ερωτήματα που βάζω στο τέλος.
Θα τα πούμε σύντομα με νέο κεφάλαιο ❣
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top