Κεφάλαιο 2: Φίλοι
Όταν τελείωσαν το πρωινό τους, ο Ιάσονας ανέβηκε πάλι στο δωμάτιο του για να ντυθεί, γιατί ο πατέρας του, του πρότεινε να πάνε μαζί μια βόλτα να συζητήσουν. Φόρεσε μία μπλε ελαφριά μπλούζα με μαύρη φόρμα και αθλητικά παπούτσια, έπλυνε τα δόντια του και χτένισε τα μαλλιά του. Εκείνος και ο πατέρας του αποχαιρέτησαν τη μητέρα του, λέγοντας της πως δεν θα αργήσουν, και βγήκαν στο πεζοδρόμιο του ήσυχου δρόμου της γειτονιάς τους.
Περπατούσαν ο ένας πλάι στον άλλον. Ήταν ένα πολύ όμορφο ηλιόλουστο πρωινό, μια ζεστή σχετικά μέρα παρόλο που ήταν μέσα Οκτώβρη, αλλά όχι τόσο ζεστή όσο ήταν τα καλοκαίρια στο Νότιο Βασίλειο.
"Δεν θέλω να φοβάσαι, Ιάσονα." Του είπε ο Φαίδωνας. "Θέλω να ξέρεις ότι ανησυχώ και νοιάζομαι για σένα, όμως δεν θέλω να σου προκαλούν φόβο οι δυνάμεις σου και τα όσα λέμε σχετικά με αυτές." Ο Ιάσονας κοίταξε γύρω τους σκεπτικός, τα δέντρα και το γρασίδι που βρίσκονταν από τη μέσα μεριά του πεζοδρομίου, αναλογιζόμενος αυτά τα λόγια του πατέρα του.
"Θέλω απαντήσεις, μπαμπά." Είπε. "Μόνο αν ανακαλύψω ποιος πραγματικά είμαι και το λόγο για τον οποίο έχω αποκτήσει μαγεία, θα πάψω να φοβάμαι." Ο Φαίδωνας αναστέναξε.
"Αυτή τη στιγμή, εγώ και η μητέρα σου δεν έχουμε απαντήσεις. Από τότε που ανακαλύψαμε πως έχεις δυνάμεις, ψάξαμε παντού και ακόμα το ψάχνουμε χωρίς αποτέλεσμα. Προφανώς και σου δόθηκαν για κάποιο λόγο οι ικανότητες σου, και αν ποτέ χρειαστεί να τις χρησιμοποιήσεις στο έπακρο για να προστατεύσεις, να το κάνεις."
Πήρε τα μάτια του για ένα δευτερόλεπτο από το πεζοδρόμιο χαμηλά στο οποίο κοιτούσε και σταμάτησε το περπάτημα και των δύο για να τον κοιτάξει στα μάτια.
" Μόνο να προσέχεις, γιε μου, όταν πολεμάς τα τέρατα, να μη γίνεις κι εσύ ένα από αυτά."
«Αναφέρεσαι στο τέρας που είδα στον ύπνο μου;»
«Γενικά αναφέρομαι.» Ένα χαμόγελο συνόδευσε αυτή τη φράση του πατέρα του καθώς είχαν φτάσει έξω από το σπίτι ενός γείτονα ο οποίος ήταν έξω και περιποιούνταν τον κήπο του. Τον καλημέρισαν και ο Φαίδωνας έπιασε κουβέντα μαζί του, ενώ ο Ιάσονας έμεινε λίγο πιο πίσω σιωπηλός, αναλογιζόμενος ακόμα την κουβέντα του πατέρα του.
Όμως εισέπνευσε βαθιά τον καθαρό αέρα τον προαστίων και υπενθύμισε στον εαυτό του ότι είχε γύρω του άτομα που τον αγαπούσαν και νοιάζονταν για εκείνον, έτσι όλα θα πήγαιναν καλά.
Μετά την κουβέντα με τον γείτονα, περπάτησαν λίγο ακόμα μέχρι ένα κοντινό παρκάκι, κάθισαν λίγο κουβεντιάζοντας χαλαρά χωρίς να αναφέρουν ξανά το θέμα που συζητούσαν προηγουμένως και ύστερα πήραν το δρόμο του γυρισμού προς το σπίτι.
Εκεί έκαναν διάφορες δραστηριότητες και ο Ιάσονας βοήθησε τον πατέρα του με τον κήπο. Το μεσημέρι η Ευτυχία είχε μαγειρέψει ένα νοστιμότατο γιουβέτσι και κάθισαν να φάνε οι τρεις τους χωρίς να συζητήσουν ξανά για τον εφιάλτη του Ιάσονα.
*************************************************************
Το απόγευμα ο Ιάσονας και ο Γιάννης συναντήθηκαν σε ένα ενδιάμεσο μέρος ανάμεσα στα σπίτια τους για να πάνε μαζί στο σπίτι του Ηρακλή όπου είχαν κανονίσει. Είχε αποφασίσει να μη μιλήσει στους φίλους του για τον εφιάλτη. Δεν ήθελε να τους βαρύνει, εφόσον πιθανότατα δεν σήμαινε τίποτα, και εκτός αυτού, φοβόταν πως αν τον σκεφτόταν, θα τον θυμόταν περισσότερο και μόνο κακό θα του έκανε.
Μαζί με τον Γιάννη, είδε έκπληκτος πως βρισκόταν και μια συμμαθήτρια τους μαζί, η Έλενα, η οποία ήταν μεν φίλη τους αλλά όχι κολλητή, καθώς έκανε περισσότερη παρέα με δυο κορίτσια. Για αυτό του φάνηκε περίεργο που ήταν σήμερα μαζί τους και όχι με τις φίλες της.
Είχε πέσει κι εκείνη θύμα εκφοβισμού, καθώς είχε έρθει με μεταγραφή στην αρχή αυτής της χρονιάς, πριν από ενάμιση μήνα δηλαδή, από το Βασίλειο του Βορρά. Είχε πολύ ανοιχτό δέρμα, κόκκινα μαλλιά και φακίδες στο πρόσωπο. Τα τρία αγόρια την υπερασπίστηκαν από τους τραμπούκους που την πείραζαν και τη βοήθησαν να γνωριστεί καλύτερα με τα κορίτσια της τάξης ώστε να κάνουν παρέα, και κόλλησε με δυο- τρείς από αυτές αλλά έκανε και με τα τρία αγόρια παρέα.
Ο Γιάννης κρατούσε μια διάφανη σακούλα, μέσα απ' την οποία φαινόταν ένα κουτί ζαχαροπλαστείου. Γενικά όποτε επισκέπτονταν τον φίλο τους πήγαινε διάφορα πράγματα για κέρασμα.
«Τι πήρες ρε; Πάλι γλυκά;» τον ρώτησε το αυτονόητο ο Ιάσονας.
«Μια σοκολατόπιτα. Στο σπίτι σου ξέρεις πολύ καλά ότι δεν φέρνω, γιατί φτιάχνει συνέχεια γλυκά η μαμά σου. Και μιας και ανέχτηκα με επιτυχία τη σημερινή συνεδρίαση στην εταιρεία του πατέρα μου, μου έδωσε καλό χαρτζιλίκι.» εξήγησε ο κολλητός του και ο Ιάσονας συμφώνησε. Ήξεραν πολύ καλά πως η οικογένεια του φίλου τους δεν είχαν τη δυνατότητα για πολυτέλειες και βοηθούσαν όσο μπορούσαν.
«Γεια σου Έλενα, πώς και μαζί μας; Δεν κανονίσατε τίποτα με τα κορίτσια;» ρώτησε την κοκκινομάλλα φίλη τους.
«Είχαμε κανονίσει, αλλά μου το ακύρωσαν τελευταία στιγμή και στο γυρισμό για το σπίτι, πέτυχα τον Γιάννη και μου είπε να έρθω μαζί σας. Δεν πιστεύω να υπάρχει πρόβλημα...;» ρώτησε διστακτικά και κάπως ντροπαλά θα έλεγε κανείς.
«Όχι, τι είναι αυτά που λες; Είσαι φίλη μας και οι φίλοι του Ηρακλή είναι πάντα ευπρόσδεκτοι στο σπίτι του. Θα τη λατρέψεις τα μαμά του.» τη διαβεβαίωσε ο Γιάννης και το πρόσωπο της έλαμψε από ένα χαμόγελο στα λόγια του.
Έφτασαν σε μια γειτονιά πολύ πιο φτωχή και από των δυο τις γειτονιές. Δεν υπήρχε γρασίδι στους κήπους, τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν καν κήπους. Οι προσόψεις τους έβλεπαν απευθείας στο δρόμο, ή βρίσκονταν πλαισιωμένα από απεριποίητες τσιμεντένιες ή πλακόστρωτες αυλές. Όμως για τους τρεις φίλους, τέσσερις μαζί με την Έλενα, σ' όποια γειτονιά και αν βρίσκονταν, ήταν το ίδιο, γιατί δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν. Είχαν ο ένας τον άλλον και η φιλία τους δεν κοιτούσε κοινωνικές τάξεις.
Έφτασαν έξω από το σπίτι του Ηρακλή. Το κουδούνι δεν λειτουργούσε κι έπρεπε να χτυπήσουν δυνατά το τζάμι της πόρτας, το οποίο είχε σπάσει σε δυο σημεία και ήταν κολλημένο πρόχειρα, και να φωνάξουν δυο- τρεις φορές πως είχαν έρθει ώστε να τους ακούσουν. Στο βάθος της εσωτερικής αυλής φάνηκε μια μεσόκοπη γυναίκα με μαύρα μαλλιά και ελαφρώς σκουρόχρωμη επιδερμίδα σαν εκείνη του Ηρακλή. Ήταν η μητέρα του, η Μύρνα. Φορούσε μαύρα, ως συνήθως. Πλησίασε κι άνοιξε την εξώπορτα.
«Καλώς τους.» είπε με ένα χαμόγελο που όμως δεν έφτασε στα μάτια της. Δεν ήταν κακιά ούτε αγενής, απλά φαινόταν διαρκώς θλιμμένη.
«Γεια σας, κυρία Μύρνα.» είπε ο Ιάσονας και ο Γιάννης χαιρέτησε επίσης.
«Τι έφερες πάλι, παιδί μου; Δεν σου έχω πει ότι δεν χρειάζεται να μας φέρνεις γλυκά κάθε φορά που έρχεστε; Εκατό κιλά θα γίνουμε.» αστειεύτηκε η Μύρνα, παρόλο που ήταν αρκετά αδύνατη.
«Δεν έχετε ανάγκη εσείς, κυρία Μύρνα.» είπε ο συμμαθητής και φίλος του γιου της και έπειτα σύστησε το κορίτσι της παρέας: «Από εδώ η Έλενα, μια φίλη μας. Είναι σχετικά καινούργια στο σχολείο και τη βοηθήσαμε να προσαρμοστεί φέτος που ήρθε.»
«Γεια σας.» είπε ντροπαλά η Έλενα.
«Χάρηκα, κορίτσι μου.» είπε κι η Μύρνα και έσφιξε απαλά το χέρι της. «Ελάτε μέσα.»
Την ακολουθήσαν στην εσωτερική αυλή μέχρι το κυρίως σπίτι, το οποίο βρισκόταν στα αριστερά, όμως η πόρτα του ήταν στην ευθεία και αρκετά μέτρα πιο μέσα. Μοιραζόταν την αυλή με ένα άλλο σπίτι το οποίο βρισκόταν στα δεξιά.
Η Μύρνα και τα τρία παιδιά κατέβηκαν ένα σκαλοπάτι, πέρασαν μια μικρή αποθήκη τροφίμων, η οποία αντί για πόρτα καλυπτόταν από ένα καραβόπανο, και ανέβηκαν ξανά άλλο ένα σκαλί για να φτάσουν έξω από την πόρτα του σπιτιού. Έστριψαν αριστερά. Αριστερά ήταν η είσοδος της κουζίνας ενώ ευθεία το μικροσκοπικό μπάνιο, έξω από το σπίτι στην ουσία. Σε εκείνο το σημείο η αυλή δεν ήταν εσωτερική και από πάνω τους φαινόταν ένα κομμάτι ουρανού.
Η μητέρα του Ηρακλή ως συνήθως τους υπενθύμισε να βγάλουν τα παπούτσια τους πριν μπουν στο εσωτερικό του σπιτιού, πράγμα το οποίο ξεχνούσαν συνέχεια. Ο φίλος τους καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έπαιζε χαρτιά με τον μικρότερο αδελφό του. Οι δυο κολλητοί του έβγαλαν αμέσως τα παπούτσια τους, ενώ η Έλενα έμεινε να τους κοιτάζει όλους διστακτικά.
«Μην ντρέπεσαι.» της ψιθύρισε ο Γιάννης. «Πρέπει να τα βγάλεις, είναι ένδειξη σεβασμού. Έτσι κάνουν στην Ανατολή.» Στο μεταξύ ο Ιάσονας είχε χαιρετήσει τον Ηρακλή και τον αδελφό του, ενώ η κυρία Μύρνα είχε τοποθετήσει τη σοκολατόπιτα στον πάγκο της κουζίνας.
Η Έλενα τελικά υποχώρησε και αργά έβγαλε τα παπούτσια της αφήνοντας τα στην είσοδο. Τότε κατάλαβαν όλοι γιατί ντρεπόταν τόσο να τα βγάλει: η μία κάλτσα της ήταν κίτρινη, με λίγο πράσινο στη μύτη και καφετί αρκουδάκια, ενώ η άλλη ήταν μαύρη με άσπρο στην κορυφή του και μικρές λευκές νεκροκεφαλές.
«Γιατί φοράει διαφορετικές κάλτσες η κοπέλα σου, Γιάννη;!» ρώτησε ο δεκάχρονος αδελφός του Ηρακλή.
«Εμ...» Ο Γιάννης ξερόβηξε. «Δεν είναι η κοπέλα μου, Ηλία. Είναι φίλη μας. Και το βρίσκω χαριτωμένο που φοράει διαφορετικές κάλτσες.» είπε και κοίταξε την Έλενα ντροπαλά, ενώ εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. «Λοιπόν, έλα να σε συστήσουμε. Από εδώ ο αδελφός του Ηρακλή, ο Ηλίας. Είναι δέκα χρονών. Και έχει και μια αδελφή η οποία... Κυρία Μύρνα, που είναι η Σοφία;»
«Μέσα είναι, παιδί μου. Στο δωμάτιο των παιδιών, ως συνήθως.» απάντησε η μεσήλικη γυναίκα και θα 'λεγε κανείς πως διέκρινες μια θλίψη στη φωνή της.
«Χα! Σε νίκησα!» πανηγύρισε ο Ηλίας και πέταξε τα εναπομείναντα χαρτιά που κρατούσε στα χέρια του στο τραπέζι.
«Ηλία! Να τα μαζέψεις αυτά!» τον μάλωσε η μητέρα του. Ο Ιάσονας τότε κίνησε τα χαρτιά με τα χέρια του από απόσταση και τα εναπόθεσε ξανά σε στοίβα επάνω στο τραπέζι. Ο Ηλίας γέλασε με το κόλπο αυτό και ο Ιάσονας του χαμογέλασε συνωμοτικά.
«Μαμά, τα μάζεψα!» αναφώνησε τότε και η Μύρνα, που είχε δει φυσικά ότι τα είχε μαζέψει ο φίλος του γιου της με τηλεκίνηση, χαμογέλασε με ύφος που ήταν σαν να έλεγε:
Δεν τα μάζεψες εσύ, αλλά τέλος πάντων!
Ο Ιάσονας σκεφτόταν πως, αν ήταν ο πατέρας του μπροστά, θα τον επέπληττε που χρησιμοποίησε μαγεία χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Όμως η κυρία Μύρνα δεν είχε πρόβλημα.
«Ελάτε.» είπε τότε ο Ηρακλής και σηκώθηκε. «Πάμε μέσα, να γνωρίσει η Έλενα και την αδελφή μου και να αράξουμε όλοι μαζί.»
«Θα σας φέρω σοκολατόπιτα σε λίγο.» τους είπε η μητέρα του.
Οι τρεις φίλοι του Ηρακλή, καθώς κι ο αδελφός του, τον ακολούθησαν μέσα από μια κουρτίνα αντί για πόρτα και πέρασαν σε ένα μικροσκοπικό σαλονάκι, με έναν καναπέ που γινόταν κρεβάτι, μια παλιά πολυθρόνα και μια μικρή τηλεόραση πάνω σε ένα έπιπλο. Από εκεί ο Ηρακλής άνοιξε μια δίφυλλη πόρτα και μπήκαν στο δωμάτιο που μοιράζονταν και τα τρία αδέλφια.
Υπήρχαν τρία κρεβάτια, ένα σε κάθε τοίχο, μια ντουλάπα και ένα παλιό γραφείο με μια στριφογυριστή καρέκλα στην οποία ο μικρός Ηλίας κάθισε αμέσως κι έκανε σβούρα. Πάνω από το ένα από τα τρία κρεβάτια βρισκόταν ένα μεγάλο παράθυρο, μέσα από τις ημιδιάφανες κουρτίνες του οποίου φαινόταν ο δρόμος στη μπροστινή μεριά του σπιτιού.
Σε ένα αναπηρικό καροτσάκι καθόταν η αδελφή του Ηρακλή, ένα κορίτσι λίγο μικρότερο τους, που έμοιαζε πάρα πολύ στα δυο της αδέλφια μα ακόμα περισσότερο στη μητέρα τους, είχε το ίδιο καστανό δέρμα και μακριά, σπαστά μαύρα μαλλιά. Φαινόταν αφοσιωμένη στο βιβλίο που διάβαζε, μα το άφησε αμέσως μόλις είδε τους φίλους του μεγαλύτερου αδελφού της.
«Κοίτα ποιοι ήρθαν!» της είπε εκείνος.
«Ιάσονα! Γιάννη!» αναφώνησε και έσκυψαν ένας- ένας για να την αγκαλιάσουν.
«Να σου συστήσουμε και μια καινούργια φίλη μας, την Έλενα. Ήρθε φέτος στο σχολείο. Έλενα, από εδώ η αδελφή μου η Σοφία. Είναι δεκαπέντε.»
«Χάρηκα.» είπε η Σοφία και η Έλενα άπλωσε το χέρι της σε χειραψία.
«Κι εγώ το ίδιο.»
Η Σοφία βρισκόταν καθηλωμένη στο καροτσάκι εδώ και πέντε χρόνια, από δέκα χρονών δηλαδή, όταν ο Ηρακλής ήταν δώδεκα και ο Ηλίας πέντε. Ζούσαν ακόμα στην Ανατολή. Αφορμή για την αναπηρία της ήταν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα με αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν η ίδια και ο πατέρας της, ο οποίος είχε πάει να την πάρει απ' την προπόνηση μπαλέτου που χόρευε. Ο πατέρας των τριών παιδιών και σύζυγος της Μύρνας σκοτώθηκε ακαριαία όταν ένα φορτηγό από λάθος του οδηγού τους τράκαρε, ενώ η Σοφία γλίτωσε, δεν θα μπορούσε όμως να ξαναπερπατήσει ποτέ και κυρίως δεν θα μπορούσε να χορέψει ξανά. Αυτό ήταν που της στοίχησε και περισσότερο. Πλέον έβγαινε σπάνια από το σπίτι, δεν πήγαινε σχολείο καθώς δυστυχώς δεν υπήρχαν γυμνάσια με εγκαταστάσεις για ΑΜΕΑ στο Βασίλειο του Νότου, της μάθαιναν όμως η μητέρα της κι ο μεγαλύτερος αδελφός της ό,τι μπορούσαν. Δεν είχε θέληση για ζωή, υπήρχαν όμως κάποια πράγματα που της έφτιαχναν τη διάθεση, όπως για παράδειγμα ο Ιάσονας και ο Γιάννης. Με τα αστεία τους και με τα μαγικά του Ιάσονα, πάντοτε της έφτιαχναν το κέφι.
«Ιάσονα, κάνε μου ένα από εκείνα τα μαγικά. Ξέρεις εσύ.» τον παρακάλεσε.
«Εντάξει.» είπε εκείνος γελώντας και άπλωσε το ένα του χέρι υψώνοντας μια γαλάζια φλόγα. «Τι θέλεις να δεις;»
«Θέλω να δω μπαλέτο.» είπε εκείνη με μάτια που άστραφταν.
«ΟΚ λοιπόν...» Με το ένα του χέρι εξακολουθούσε να κρατάει τη φλόγα στην παλάμη του, ενώ με το άλλο άρχισε να στριφογυρνάει, ώσπου οι γαλάζιες φλογίτσες μετατράπηκαν σιγά- σιγά σε χορευτές μπαλέτου που κινούνταν με χάρη σε ένα μαγικό ρυθμό και έκαναν όμορφες φιγούρες. Όταν η εικονική παράσταση τελείωσε, η Σοφία χτύπησε ενθουσιασμένη παλαμάκια και το ίδιο έκαναν στη συνέχεια και οι υπόλοιποι.
«Μικρή, προτού πάθω το... ατύχημα που με κατάντησε έτσι χόρευα κι εγώ μπαλέτο.» εξήγησε η Σοφία στην Έλενα, που ήταν η μόνη που δεν γνώριζε την ιστορία του δυστυχήματος. «Όμως δεν μπορώ πλέον και το να βλέπω κάτι τέτοιο με παρηγορεί κάπως.» Εκείνη της χαμογέλασε, όχι με οίκτο αλλά με ζεστασιά και συμπάθεια. Ο Ηρακλής χαμήλωσε το κεφάλι του θλιμμένος, γιατί στο μυαλό του επανήλθαν αναμνήσεις του ατυχήματος. Οι φίλοι του το πρόσεξαν αυτό.
«Λοιπόν.. Τι λέτε τώρα που είμαστε όλοι μαζεμένοι, θέλετε να παίξουμε εκείνο το ωραίο επιτραπέζιο γνώσεων που έχετε;» πρότεινε ο Γιάννης.
«Και να μας κερδίζεις πάντα εσύ; Να μας λείπει! Αφού τα ξέρεις όλα.» τον πείραξε ο Ιάσονας.
«Εγώ τουλάχιστον δεν κλέβω στο ποδόσφαιρο κουνώντας τη μπάλα με τηλεκίνηση για να μπει γκολ, εξυπνάκια!» ανταπάντησε αυτός και το πείραγμα τους έκανε τους υπόλοιπους να γελάσουν.
«Έλενα, μας έχεις δει να παίζουμε ποδόσφαιρο; Ο Ιάσονας βάζει γκολ απ' τα αποδυτήρια!»
Τελικά έπαιξαν επιτραπέζιο γνώσεων καθώς έτρωγαν τη σοκολατόπιτα που είχε φέρει ο Γιάννης, διασκέδασαν και ξεχάστηκαν. Μετά βαρέθηκαν και κάθισαν απλά να κουβεντιάσουν χαλαρά, ο Ηλίας συνέχισε να πειράζει τον Γιάννη και την Έλενα λέγοντας πως ήταν ζευγάρι, μετά άρχισε να ρωτάει και τον αδελφό του και τον Ιάσονα πότε θα βρουν κοπέλα έτσι ο Ηρακλής του έδωσε το κινητό του να παίξει για να καθίσει ήσυχος. Τα τρία αγόρια με τα δύο κορίτσια έπιασαν ξεχωριστές συζητήσεις, ενώ ο Ηρακλής έβλεπε πόσο είχε απορροφηθεί η αδελφή του στη συζήτηση με την Έλενα και χαιρόταν.
Πέρασε η ώρα κι έφτασε το βράδυ. Η Μύρνα τους πρότεινε να καθίσουν να φάνε όλοι μαζί βραδινό, μα αρνήθηκαν ευγενικά. Δεν ήθελαν να στερήσουν παραπάνω μερίδες φαγητού που πιθανότατα η οικογένεια να μπορούσε να φάει και την επόμενη μέρα. Τους καληνύχτισαν ευγενικά και ο Ηρακλής τους συνόδευσε μέχρι την έξοδο.
«Μισό. Θέλω κάτι να σας πω πριν φύγετε.» τους είπε τότε. Τον κοίταξαν όλοι κάτω από το ελάχιστο, κιτρινωπό φως της λάμπας του δρόμου περιμένοντας να συνεχίσει.
«Δεν σας το έχω ξαναπεί αλλά... Σας ευχαριστώ που κάνετε την αδελφή μου να ξεχνιέται.» τους είπε. «Ειδικά σήμερα... Η Σοφία δεν έχει μιλήσει σε κανέναν για το παρελθόν από τότε που έγινε το δυστύχημα, προσπαθεί να το αποφεύγει πάση θυσία. Όμως σήμερα έκανε μια αρχή. Μίλησε για το μπαλέτο, κάτι που της άρεσε και αγαπούσε.»
«Να μη μας ευχαριστείς. Για αυτό είναι οι φίλοι.» είπε ο Ιάσονας και οι άλλοι δυο συμφώνησαν.
«Ίσως έπαιξε ρόλο που γνώρισε και την Έλενα.» είπε ο Γιάννης.
«Ναι, σίγουρα της έκανε καλό που γνώρισε μια κοπέλα. Εφόσον δεν βγαίνει, δεν έχει κάνει φίλες. Μπορεί να μην το παραδέχεται, όμως έχει ανάγκη και μια γυναικεία συντροφιά εκτός απ' τη μητέρα μας.»
«Αν είναι έτσι, να ξανάρθω.» είπε η Έλενα. «Τη συμπάθησα πάρα πολύ την αδελφή σου, όπως και τον αδελφό σου και τη μαμά σου.»
«Ναι, θα κανονίσουμε ξανά καμιά τέτοια μάζωξη. Καληνύχτα, παίδες.»
«Καληνύχτα, ρε. Θα τα πούμε αύριο.» του είπε ο Ιάσονας και έπειτα τον καληνύχτισαν και οι άλλοι και κίνησαν προς τα σπίτια τους.
Ο Ιάσονας συμφώνησε να συνοδεύσουν την Έλενα σπίτι της πρώτα για περισσότερη ασφάλεια και στη συνέχεια να πάνε οι δυο τους με τον Γιάννη μέχρι το σημείο όπου χωριζόταν η πλούσια γειτονιά όπου έμενε ο Γιάννης με την μεσαίας τάξεως γειτονιά που έμενε ο Ιάσονας. Αφού άφησαν λοιπόν την Έλενα, η οποία τους καληνύχτισε με ένα γλυκό χαμόγελο το οποίο παρέμεινε περισσότερο επάνω στον Γιάννη, συνέχισαν οι δυο τους.
Ο Γιάννης κοίταξε την ώρα στο κινητό του με ανησυχία που δεν έγινε αντιληπτή από τον κολλητό του. Εντάξει, ήταν νωρίς ακόμα. Ήταν μέσα στην επιτρεπόμενη ώρα που όφειλε να γυρνάει σπίτι του τα Σάββατα, οπότε καμιά τιμωρία δεν τον περίμενε. Η πλάτη του ακόμα πονούσε μετά το χθεσινό χτύπημα με το ξύλο του πατέρα του, και αν έβγαζε τη μπλούζα του οι φίλοι του θα έβλεπαν τη μελανιά που του είχε αφήσει.
«Η Έλενα σε γουστάρει.» του είπε ξαφνικά ο Ιάσονας διακόπτοντας τις σκέψεις του και κάνοντας τον να ξεχαστεί αμέσως. Ο Γιάννης κοίταξε αλλού κι αμέσως κοκκίνισε.
«Μα τι είναι αυτά που λες; Φίλοι είμαστε και απλά με συμπαθεί.»
«Βρε, άκου με που σου λέω. Της αρέσεις, το ξέρω. Τι σόι μάγος είμαι;»
«Μάγος είσαι, όχι προξενήτρα ούτε μέντιουμ.» σχολίασε ο φίλος του κοιτάζοντας τον λοξά.
«Εντάξει, ρε φίλε. Έχεις δίκιο. Όμως δεν χρειάζεται να είσαι τίποτα από όλα αυτά για να το καταλάβεις... Θα στο επιβεβαιώσει κι ο Ηρακλής αύριο. Μέχρι και ο μικρός του αδελφός κατάλαβε τη σπίθα ανάμεσα σας.»
«Ποια σπίθα ρε, σοβαρέψου! Και εν πάση περίπτωση, ακόμα κι αν... της αρέσω, όπως λες, δεν είμαι σε φάση για σχέση αυτή την περίοδο. Μην ξεχνάς πως είμαστε Τρίτη Λυκείου και στο τέλος της χρονιάς δίνουμε τις τελικές εξετάσεις για να περάσουμε σε πανεπιστήμιο.»
«Εγώ πιστεύω ότι απλά ντρέπεσαι να το παραδεχτείς και κολλάς να της το πεις, αλλά τέλος πάντων.» έληξε το θέμα ο Ιάσονας. Ο Γιάννης δεν συμφώνησε ούτε διαφώνησε μαζί του.
«Και... εσύ;» τον ρώτησε έπειτα.
«Τι εγώ;»
«Σου αρέσει καμία;»
«Δεν ξέρω αλήθεια.» απάντησε λιγάκι σκεφτικός ο Ιάσονας. «Από όσες έχω γνωρίσει, δεν μου έχει κεντρίσει καμία πραγματικά το ενδιαφέρον. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός πως είμαι διαφορετικός, και να φοβάμαι να δεθώ από φόβο μην με απορρίψει ή τη βάλω σε κίνδυνο.»
«Ή μπορεί απλά να ψάχνεις κι εσύ κατά βάθος κάποια που να είναι διαφορετική για να ταιριάζετε.» του είπε ο φίλος του.
«Ναι, μπορεί. Ποιος ξέρει...;» αναρωτήθηκε ο Ιάσονας ρίχνοντας μια ματιά προς τα επάνω, στα αστέρια.
*********
Εντάξει ίσως να είναι λίγο βαρετό στην αρχή και να θυμίζει εφηβική ιστορία και όχι φαντασίας, όμως πιστέψτε με, δεν έχετε δει τίποτα ακόμα.
Δυστυχώς, ο "Μαγικός" δεν έχει την ανταπόκριση που περίμενα και που είχα δει την πρώτη φορά που ανέβασα τα πρώτα κεφάλαια. Ίσως ήταν λάθος τελικά που τα κατέβασα για να τα ανεβάσω βελτιωμένα, γιατί τα άτομα που το διάβαζαν ίσως το ξέχασαν. Παρόλα αυτά, το βιβλίο θα παραμείνει εδώ και θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του. Είμαι ήδη μερικά κεφάλαια μπροστά, οπότε μπορώ να ανεβάζω χωρίς άγχος!! Και είμαι σίγουρη ότι θα το ανακαλύψουν κι άλλοι αργά ή γρήγορα!!
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Πιστεύετε ότι ο Ιάσονας έπρεπε να μιλήσει στους φίλους του σχετικά με τον εφιάλτη που είδε;
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε την καινούργια μαθήτρια, την Ιφιγένεια, που είναι Ξωτικό από τη Χώρα των Ξωτικών. 😊🧝♀️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top