Κεφάλαιο 19: Το Σπαθί

Το Κάστρο των Ιπποτών ήταν πολύ εντυπωσιακό, χτισμένο με πέτρα όπως και τα υπόλοιπα χτίσματα και όλοι οι μαθητές κοιτούσαν εντυπωσιασμένοι γύρω τους, ενώ ο Ιάσονας και οι φίλοι του είχαν ξεχαστεί από το περιστατικό που προηγήθηκε με τη σφαίρα της ενόρασης. Σε όλους τους τοίχους υπήρχαν κρεμασμένα ιστορικά σπαθιά, σημαίες του Νότου και σύμβολα του Σώματος των Ιπποτών.

Ξεναγήθηκαν μέσα στις αίθουσες και τα διαμερίσματα που διέμεναν οι ιππότες και οι φρουροί, με το μεγαλύτερο και το ομορφότερο εκείνο του Αρχηγού των Ιπποτών, στο οποίο είχαν ζήσει πολλοί ξακουστοί Αρχηγοί Ιππότες, όπως η Ιππότης Ελένη, που έγινε αργότερα σύζυγος του Μάγου Γιλβέρτου κι έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα Αρχηγός Ιππότης. Η ιστορία της την οποία αφηγήθηκε περιληπτικά η ξεναγός ήταν πολύ συγκινητική και τα έργα της για το Βασίλειο του Νότου πάρα πολλά και σημαντικά, ώσπου επέλεξε να ακολουθήσει τον Γιλβέρτο στο νησί στο οποίο ιδρύσαν τη Χώρα των Μάγων. Ο γιος της, ο Ιππότης Φώτης, ο οποίος αργότερα έγινε στρατηγός του Νότου, ήταν μια εξίσου σημαντική προσωπικότητα.

Η επόμενη και τελευταία επίσκεψη για την Τρίτη τάξη ήταν το κυρίως κτίσμα του Παλατιού. Μπήκαν σε μια μεγάλη και εντυπωσιακή πέτρινη αίθουσα, στο βάθος της οποίας δέσποζε ένας θρόνος στρωμένος με ένα μπλε ύφασμα. Στο πάτωμα υπήρχε ένα μεγάλο μπλε χαλί με το σύμβολο του Νότου, τον λευκό αετό, στο κέντρο του, ενώ ίδιες σημαίες κρέμονταν από το ταβάνι ως το πάτωμα στους τοίχους.

«Το Παλάτι αυτό χτίστηκε περί τα 1.200 και φιλοξένησε αρκετούς βασιλείς, άρχοντες αλλά και τύραννους του Νότου.» ξεκίνησε η ξεναγός την αφήγηση. Όλοι την παρακολουθούσαν με προσοχή και ενδιαφέρον, εκτός απ' τον Τεό και την παρέα του, οι οποίοι είχαν βαρεθεί κι έλεγαν βλακείες για να περάσει η ώρα κρυφογελώντας. Ο Ιάσονας τους κοίταξε ενοχλημένος αρκετές φορές, καθώς οι παρατηρήσεις του διευθυντή να σωπάσουν δεν έκαναν και πολλά.

«Στο Παλάτι επίσης διέμεναν διάφορες άλλες προσωπικότητες, όπως στρατηγοί, αυλικοί αλλά και ο Αρχηγός των Κατασκόπων, στην ανατολική πτέρυγα την οποία θα επισκεφθούμε αργότερα. Δεν είναι τόσο μεγάλο όσο το σημερινό Παλάτι του Νότου, όμως για τα δεδομένα της εποχής στην οποία χτίστηκε ήταν ένα αρκετά εντυπωσιακό οικοδόμημα. Αυτή εδώ είναι η αίθουσα του θρόνου...» Συνέχισε περιγράφοντας διάφορες λεπτομέρειες σχετικά με την αίθουσα και ύστερα προχώρησαν σε άλλες αίθουσες, όπως για παράδειγμα στην Αίθουσα Συμβουλίων, όπου είδαν αρκετούς χάρτες της τότε εποχής, χάρτες του Νότου, των Πέντε Βασιλείων αλλά και των γύρω νησιών, καθώς και στη μεγάλη τραπεζαρία, με όσα τραπέζια και καρέκλες είχαν διασωθεί απ' τον Μεσαίωνα, αλλά και βαρέλια μέσα στα οποία αποθήκευαν τότε τα ποτά.

Προχώρησαν μέσα από μια ξύλινη σκάλα στον επάνω όροφο, στον οποίο είδαν τη βασιλική κρεβατοκάμαρα, με ένα παλιό αλλά εντυπωσιακό κρεβάτι, το λουτρό του βασιλιά καθώς και μερικά ακόμη δωμάτια για αυλικούς και φιλοξενούμενους. Ο Τεό και η παρέα του διασκέδαζαν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον γελώντας η σχολιάζοντας με γελοίο τρόπο τα όσα έβλεπαν, πράγμα το οποίο ο διευθυντής αγνόησε, έχοντας κουραστεί να τους κάνει συνεχώς παρατηρήσεις.

Έφτασαν σε μία άλλη αίθουσα, η οποία δεν είχε καθόλου στολίδια και φωτιζόταν ελάχιστα από ένα παράθυρο με θολό τζάμι. Οι αχτίνες του ήλιου έπεφταν απευθείας πάνω σε μια γυάλινη προθήκη, μέσα στην οποία βρισκόταν στερεωμένο ένα μεσαιωνικό σπαθί με τη λόγχη του να κοιτάει προς τα κάτω.

«Αυτό ήταν το σπαθί του Λόρδου Ντέριου, ενός τύραννου ο οποίος κυβέρνησε για είκοσι περίπου χρόνια το Βασίλειο του Νότου.» εξήγησε η ξεναγός. Ο Ιάσονας ανατρίχιασε στο άκουσμα του ονόματος αυτού. Φυσικά και γνώριζε για εκείνον τον άρχοντα και για τις άσχημες πράξεις του, για τους αθώους που σκότωσε και για την απόπειρα του να ληστέψει όλους τους πόρους του βασιλείου για να επιστρέψει πλούσιος στη χώρα από την οποία προερχόταν, την Παγωμένη Πολιτεία που είχε πλέον ονομαστεί σε Δεύτερο Βαρβαρονήσι μετά την κατάκτηση της απ' τους Βάρβαρους. Φυσικά και ο σκοπός του ήταν καλός αρχικά. Ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτό τον πλούτο για να ελευθερώσει το λαό του από την τυραννία των Βαρβάρων, όμως η εξουσία και η φιλοδοξία τον τύφλωσαν και μετατράπηκε και ο ίδιος σε τύραννο.

Συμμάχησε κρυφά με τον Βασιλιά του Βορρά, τον Βασιλιά Κορτέσιο, έχοντας όμως ως σκοπό να τον προδώσει στο τέλος. Απήγαγαν μαζί τον Δράκο Νιρέξη, έναν δράκο της φωτιάς από τη Χώρα των Δράκων, γιατί υπήρχε ένας θρύλος που έλεγε ότι όποιος θνητός έπινε αίμα δράκου θα αποκτούσε τις υπερφυσικές του ικανότητες και θα γινόταν ανίκητος, έτσι αυτό το σχέδιο θα τους βοηθούσε στα άλλα μεγαλεπήβολα και σατανικά σχέδια τους.

«Ο Ντέριος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τα σχέδια του όμως, καθώς δυο αφανείς τότε ήρωες τερμάτισαν τη ζωή του και την κυριαρχία του.» συνέχισε η ξεναγός. «Αργότερα μαθεύτηκε πως αυτοί ήταν ο Κατάσκοπος Δανιήλ και η Γιατρός Πατρίσια, που συμμάχησαν και του έδωσαν να πιει δηλητήριο. Όταν ο Λόρδος Ντέριος ανακάλυψε πως είχε πιει το δηλητήριο, έπεσε απελπισμένος στο Τέρας της Τιμωρίας, το οποίο τον καταβρόχθισε. Το σπαθί του βρέθηκε αρκετά χρόνια αργότερα μέσα στην Τρύπα της Τιμωρίας και διασώθηκε.»

Τώρα, ακούγοντας ξανά την ιστορία αυτή και κοιτάζοντας το σπαθί του, αυτό με το οποίο είχε αφαιρέσει ακόμα κι αθώες ζωές πολιτών, ο Ιάσονας ένιωθε ένα παράξενο ρίγος.
Μπορούσε όμως να αισθανθεί και κάτι άλλο περίεργο, κάτι σαν μαγεία. Το ίδιο συναίσθημα ένιωθε και μέσα στον Πύργο των Μάγων. Όμως εδώ δεν υπήρχε μαγεία, σωστά; Ήταν απλά ένα σπαθί ενός νεκρού εδώ και αιώνες άρχοντα.

Κι όμως, το σπαθί ήταν σαν να τον καλούσε. Πήγε πιο κοντά για να το παρατηρήσει καλύτερα. Ήταν αρκετά απλό, είχε γκρίζα μεταλλική λαβή σε σχήμα σταυρού και κανένα πετράδι ή στολίδι πάνω του. Η λεπίδα του ήταν αστραφτερή και φαινόταν κοφτερή, σαν να είχε μόλις τροχιστεί.

Η ξεναγός είπε πως έπρεπε να προχωρήσουν για να δουν και τα διαμερίσματα του κατασκόπου, όμως ο Ιάσονας για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από το σπαθί. Τότε, ακούστηκε μια φωνή μέσα από αυτό, πολύ ανεπαίσθητα βέβαια, όμως του φάνηκε πως καλούσε το όνομα του:

«Ιάσονα...» Μα τι γινόταν; Όντως τον καλούσε το σπαθί, όπως τον καλούσε και το τέρας στον ύπνο του; Έβλεπε οράματα και ξύπνιος τώρα;

Μπα, όχι... Η ιδέα μου θα ήταν. Τα όνειρα με έχουν επηρεάσει σίγουρα και φαντάζομαι μαγικά πράγματα παντού. Και στράφηκε για να φύγει μαζί με την υπόλοιπη τάξη, όμως η φωνή μέσα απ' το σπαθί ακούστηκε ξανά:

«Ιάσονα...» Γύρισε πάλι προς αυτό. Φαινόταν σαν να τον προκαλούσε να ανοίξει εκείνη τη στιγμή τη γυάλινη προθήκη και να το πάρει στα χέρια του. Έγειρε προς αυτό, μήπως παρατηρήσει κάτι, οτιδήποτε του έδινε απαντήσεις. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του και τρόμαξε.

«Ιάσονα;» Ήταν απλά ο Γιάννης, που μαζί με τον Ηρακλή και την Ιφιγένεια τον κοιτούσαν ανήσυχα. «Είσαι καλά, φίλε;»

«Το ακούσατε κι εσείς αυτό;» τους ρώτησε χωρίς να το σκεφτεί πολύ, δείχνοντας το σπαθί.

«Ποιο;» απόρησε ο Ηρακλής κοιτάζοντας το με περιέργεια.

«Τίποτα... Τίποτα. Νόμιζα πως... Ξεχάστε το. Πρέπει να προχωρήσουμε μαζί με την υπόλοιπη τάξη μας.» είπε τελικά και κίνησε να φύγει, με τους υπόλοιπους να τον ακολουθούν χωρίς να φεύγει η ανησυχία από τα πρόσωπα τους. Θα τους μιλούσε αργότερα για αυτό. Τώρα προείχε να απολαύσουν το υπόλοιπο της εκδρομής. Θα ασχολούταν μετά με το μυστήριο γύρω από τη φωνή που άκουσε μέσα από το σπαθί του Λόρδου Ντέριου.

Το διαμέρισμα του κατασκόπου ήταν σαν ένα μικρό σπίτι με δύο ορόφους. Στο κάτω επίπεδο μπήκαν σε μια κάμαρα στην οποία είχε διασωθεί ένα κρεβάτι, ένα τζάκι στο οποίο μαγείρευαν, ένα ξύλινο τραπέζι και καρέκλες, γενικά λιτά επιπλωμένο. Στον επάνω όροφο βρισκόταν το εργαστήριο μαζί με μία μικρότερη κάμαρα.

«Και οι κατάσκοποι, όπως και οι μάγοι, μάθαιναν την ικανότητα αλχημεία και παρήγαγαν διάφορα φίλτρα με τα κατάλληλα θεραπευτικά βότανα, αλλά χωρίς μαγεία. Έμοιαζαν περισσότερο με τα φάρμακα των γιατρών, μόνο που τα συγκεκριμένα δεν χρησιμοποιούνταν πάντα για καλές προθέσεις...» περιέγραψε εκεί η ξεναγός, καθώς οι μαθητές κοιτούσαν τις βιτρίνες με τα φίλτρα, τη χύτρα στην οποία παρασκευάζονταν, αλλά και τα σπαθιά και τα μαχαίρια που βρίσκονταν μέσα στις ειδικές προθήκες με τα οποία πολεμούσαν οι κατάσκοποι. «Από ορούς αλήθειας μέχρι θεραπευτικά φίλτρα αλλά και δηλητήρια, σαν εκείνο που σκότωσε τον Λόρδο Ντέριο όπως αναφέραμε, οι κατάσκοποι μπορούσαν κατ' εντολή του βασιλιά τους ή εξωτερικών πελατών να φτιάξουν έναντι αμοιβής.»

Λίγο μετά, η ξενάγηση τελείωσε και επέστρεψαν στη μεγάλη αυλή του παλατιού για να περιμένουν τις υπόλοιπες τάξεις να τελειώσουν. Το συναίσθημα που κυριαρχούσε ήταν θαυμασμός για όσα έμαθαν και είδαν, όμως ο Ιάσονας ένιωσε ξανά εκείνο το ανεξιχνίαστο αίσθημα του φόβου καθώς θυμόταν το σπαθί του Ντέριου που ήταν λες και τον καλούσε να το πάρει.

«Φίλε, μας τρόμαξες πάλι εκεί μέσα, να ξέρεις.» του είπε ο Γιάννης.

«Γιατί;» προσπάθησε να το παίξει ανήξερος και άνετος.

«Μπροστά στο σπαθί του Λόρδου Ντέριου... Έδειξες να τα χάνεις για λίγο. Σαν να σοκαρίστηκες για κάτι. Διέκρινες κάποιο είδος μαγείας εκεί;»

Όχι άλλα μυστικά μεταξύ μας... θυμήθηκε την υπόσχεση που τους είχε δώσει ο Ιάσονας και τους είπε την αλήθεια, ότι δηλαδή άκουσε μια φωνή μέσα απ' το σπαθί να τον καλεί.

«Πιστεύεις ότι σχετίζεται με τη φωνή του τέρατος που σε καλεί στο όνειρο;» τον ρώτησε η Ιφιγένεια.

«Τη θυμίζει λίγο, αλλά όχι. Είναι διαφορετική φωνή, λιγότερο απειλητική. Πιστεύω ότι το σπαθί μπορεί να είναι μαγεμένο.»

«Μα ο Λόρδος Ντέριος, από όσο ξέρουμε, δεν διέθετε μαγεία...» είπε ο Ηρακλής.

«Ακριβώς. Από όσο ξέρουμε.» πήρε το λόγο ο Γιάννης. «Δεν γνωρίζουμε όμως αν είχε κάνει κάποια μυστική συμφωνία με κάποιο σκοτεινό μάγο και εκείνος του έδωσε το σπαθί του. Έχω διαβάσει κάπου, ότι ο Ντέριος είχε μια δική του μυστική φρουρά, η οποία αποτελούνταν από δαίμονες, μεγαλόσωμους τερατώδεις άνδρες με σιδερένιες πανοπλίες και κέρατα στα κεφάλια τους. Δρούσε με αυτή τη φρουρά μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας, κι όποιος την έβλεπε δεν γυρνούσε σπίτι του ζωντανός, για αυτό και δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένες μαρτυρίες σχετικά μ' αυτό.» Η Ιφιγένεια ανατρίχιασε κάνοντας σκέψη αυτά τα λόγια, το ίδιο και ο Ιάσονας. Εκείνο το σπαθί είχε αφαιρέσει πολλές αθώες ζωές, γιατί τώρα καλούσε αυτόν; Όμως δεν ήθελε να αφήσει αυτό το γεγονός να φοβερίσει κι άλλο τον ίδιο και τους φίλους του. Ίσως, αν συνέχιζε να βλέπει προφητικά όνειρα, το πάζλ στο τέλος να ολοκληρωνόταν και να έπαιρνε τις απαντήσεις που ζητούσε, και ας μην ήταν αυτό που θα ήθελε να μάθει.

«Τέλος πάντων... Θα το ψάξουμε άλλη φορά αυτό. Πάμε να βρούμε τον Δήμο και τους άλλους, να τους ρωτήσουμε και αυτούς πώς τους φάνηκε η ξενάγηση.» είπε για να λήξει το θέμα, παρόλο που ήξερε κατά βάθος πως δεν είχε λυθεί.

Λίγο αργότερα, κάθισαν στο κυλικείο της Παλιάς Πόλης για να φάει ο καθένας ό,τι ήθελε, να πιουν αναψυκτικά και γενικά να χαλαρώσουν λίγο πριν την επιστροφή τους στην Ωραιόπολη. Ο Ιάσονας και η παρέα του κάθισαν μαζί με τον Δήμο και τους άλλους και δεν συζήτησαν ξανά τίποτα από τα θέματα που προηγήθηκαν. Ήταν Παρασκευή, είχαν πάει σε μια εκδρομή όπου όλοι (ή τουλάχιστον οι περισσότεροι) είχαν περάσει υπέροχα και ένα Σαββατοκύριακο γεμάτο ξεγνοιασιά τους περίμενε. Ή μήπως όχι;

{...}

Την επόμενη μέρα, το Σάββατο, τα παιδιά έμαθαν πως είχε καταφθάσει στην Ωραιόπολη ένα κινούμενο λούνα παρκ, με ρόδα, τρενάκι και διάφορα άλλα παιχνίδια, το οποίο είχε στηθεί στο Μεγάλο Ξέφωτο. Ο καιρός ήταν υπέροχος και πολλοί συμμαθητές τους είχαν δηλώσει πως θα πήγαιναν.

«Είναι ό,τι πρέπει για να ξεχαστούμε και να περάσουμε καλά. Τι λες, Ιάσονα; Πάμε;» τον ρώτησε γεμάτος ενθουσιασμό ο Γιάννης, αφού είχαν μαζευτεί όλοι σπίτι του.

«Πάμε.» συμφώνησε εκείνος. «Θα σου αρέσει πολύ, Ιφιγένεια.»

«Αν και έχουμε κι εμείς λούνα παρκ στη χώρα μας, θα χαρώ πολύ να δω πώς είναι και τα δικά σας εδώ και φυσικά να διασκεδάσουμε όλοι μαζί. Θα έχει πλάκα.» συμφώνησε χαρούμενο το ξωτικό.

Περίμεναν για λίγο τον Ιάσονα να ετοιμαστεί και έφυγαν όλοι όπως ήταν χωρίς δεύτερες σκέψεις, αφού αποχαιρέτησαν πρώτα τους γονείς του.

Πήραν ένα λεωφορείο από τη στάση κοντά στο σπίτι του, το οποίο τους άφησε στο άλσος στο οποίο βρισκόταν το Μεγάλο Ξέφωτο, μια μεγάλη καταπράσινη έκταση με λίμνη και γρασίδι όπου διοργανώνονταν διάφορες εκδηλώσεις, από τσίρκα και πανηγύρια μέχρι συναυλίες και εκθέσεις. Υπήρχε ήδη αρκετός κόσμος εκεί, αυτό όμως δεν πτόησε τους φίλους μας και ας έπρεπε να περιμένουν αρκετή ώρα στις ουρές για τα παιχνίδια, οικογένειες με παιδάκια τα οποία έπαιζαν και φώναζαν χαρούμενα αλλά και μαθητές γυμνασίου και λυκείου που είχαν πάει να διασκεδάσουν με την παρέα τους, όπως και η παρέα των πρωταγωνιστών μας. Περπάτησαν για λίγο γύρω από τη λίμνη με τα γαλαζοπράσινα νερά, γύρω απ' την οποία υπήρχαν ξύλινα κάγκελα για να μη συμβούν ατυχήματα και πέσει κάποιος μέσα. Μερικά παιδάκια τάιζαν τις πάπιες και η Ιφιγένεια χαμογέλασε στο ευχάριστο αυτό θέαμα.

«Πάμε να ρίξουμε βολές με το τόξο;» πρότεινε ο Γιάννης δείχνοντας ένα πάγκο με στόχους και τόξα, στον οποίο υπήρχαν διάφορα έπαθλα για τους νικητές.

«Δεν είναι δίκαιο. Είσαι άσσος στην τοξοβολία. Θα μας τσακίσεις.» του είπε ο Ιάσονας.

«Ω, έλα τώρα... Είναι η μοναδική μου ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τόξο εκτός του σπιτιού, έστω και ψεύτικο. Ελάτε να δείξουμε σε όλους πόσο καλός είμαι.» είπε ο κολλητός του παίρνοντας εκείνη την έκφραση που δεν τους άφηνε να του χαλάσουν χατίρι.

«Εντάξει, πάμε.» συμφώνησε τελικά ο Ιάσονας και το ίδιο και οι άλλοι δύο.

Ο Ιάσονας δεν ήθελε να παίξει. Φοβόταν πως θα παρασυρόταν και θα μετακινούσε τα βέλη με τηλεκίνηση, έτσι θα τους ακύρωναν τη συμμετοχή ολονών. Ο Ηρακλής ήταν αρκετά καλός, αλλά δεν τα κατάφερε στις πιο δύσκολες βολές. Ο Γιάννης δεν έχασε ούτε μία βολή, ακόμα και σε κινούμενους στόχους, κάνοντας όλους όσους παρακολουθούσαν τριγύρω να μείνουν με το στόμα ανοιχτό, και κάτι κοπέλες κοντά στην ηλικία τους να τον κοιτάξουν γοητευμένες. Τα μάτια τους έμοιαζαν λες και πετούσαν καρδούλες εκείνη τη στιγμή!

«Συγχαρητήρια.» είπε ο υπεύθυνος για το παιχνίδι, που δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος, και έδωσε στον Γιάννη έναν μεγάλο μπεζ, λούτρινο αρκούδο με ένα γαλάζιο φιόγκο στο λαιμό.

«Δεν ξέρω τι να το κάνω εγώ αυτό, οπότε... ορίστε δεσποινίς.» είπε και τον έδωσε στην Ιφιγένεια. Εκείνη τον ευχαρίστησε χαμογελώντας ελαφρώς αμήχανα, ενώ τα κορίτσια που τον κοιτούσαν έλιωσαν βγάζοντας διάφορα επιφωνήματα.

«Αχ, τι γλυκός...» ακούστηκε μία να λέει.

Ο Ιάσονας δεν παρεξήγησε την κίνηση του αυτή, ίσα- ίσα γέλασε κιόλας που έδωσε το λούτρινο στο μοναδικό κορίτσι της παρέας.

«Τι φλοριές είναι αυτές; Θα έπρεπε να κερδίζουμε αντρίκια έπαθλα, όπως ένα γύρο δωρεάν μπύρες.» αστειεύτηκε ο Ηρακλής, αλλά με το σοβαρό του ύφος και ο Γιάννης γέλασε και συμφώνησε.

«Συμφωνώ, φίλε μου, αλλά τα κορίτσια το θεωρούν πολύ γλυκό να κερδίζεις για αυτές και να τους προσφέρεις δώρα.» Ο Ιάσονας δεν ζήλεψε ούτε και με αυτά τα λόγια του. Άλλωστε, όπως σκέφτηκε με θλίψη, δεν θα μπορούσε ούτε ο ίδιος να είναι με την Ιφιγένεια. Τα λόγια του πατέρα της αντηχούσαν ακόμα στο μυαλό του και του υπενθύμιζαν τις τεράστιες διαφορές ανάμεσα στα είδη τους. Η Ιφιγένεια έβαλε το χέρι της γύρω από το μπράτσο του, του χαμογέλασε και συνέχισαν να περπατούν έτσι, χωρίς να σκέφτονται το μέλλον.

Στη συνέχεια, έφτασαν στη ρόδα, που έφτανε γύρω στα δεκαπέντε με είκοσι μέτρα ύψος. Μετά από αρκετά λεπτά αναμονής στην ουρά, έφτασε επιτέλους η σειρά τους. Ανέβηκαν οι τέσσερις τους σε ένα απ' τα βαγόνια, η Ιφιγένεια κάθισε πλάι στον Ιάσονα και ο Γιάννης με τον Ηρακλή απέναντι τους. Τότε, ο Ιάσονας παρατήρησε ότι ο Ηρακλής είχε ιδρώσει λίγο και έσφιγγε τα γόνατα του.

«Ηρακλή; Τι έπαθες; Μη μου πεις ότι φοβάσαι τα ύψη...» τον ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον.

«Για να πω την αλήθεια, ναι. Φοβάμαι λίγο, όμως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους φόβους μας.»

«Μην ανησυχείς, φίλε μου. Δεν θα είναι τίποτα. Θα σου αρέσει και θα ξεχαστείς.» του είπε ο Γιάννης.

Εκείνη τη στιγμή η ρόδα ξεκίνησε και το βαγόνι τους άρχισε να ανεβαίνει. Μόλις έφτασε στην κορυφή, αντίκρισαν μια πανέμορφη θέα της Ωραιόπολης, η οποία φαινόταν σχεδόν ολόκληρη, καθώς και ένα μέρος της Πόλης του Νότου. Ο Ηρακλής ξεχάστηκε και δεν φοβόταν πια, καθώς δεν σκεφτόταν ότι κρέμονταν στην ουσία αρκετά μέτρα πάνω από το έδαφος αλλά ότι βρίσκονταν σε ένα όμορφο μέρος με θέα. Έβγαλαν φωτογραφίες και θαύμασαν το τοπίο απολαμβάνοντας τους γύρους που έκαναν, ενώ σε ένα βαγόνι λίγο πιο κάτω είδαν και τα κορίτσια που θαύμαζαν τον Γιάννη προηγουμένως να τον χαιρετούν τώρα.

«Ωχ... Κακός μπελάς θα μας γίνουν αυτές...» μουρμούρισε εκείνος.

Όταν κατέβηκαν από τη ρόδα, ο Ηρακλής παραδέχτηκε ότι μπορεί και να άρχισε να ξεπερνάει το φόβο του. Συνέχισαν τις βόλτες τους ανάμεσα στους πάγκους και έφαγαν καλαμπόκι και «μαλλί της γριάς», ένα γλύκισμα το οποίο η Ιφιγένεια πρώτη φορά δοκίμαζε. Της άρεσε πάρα πολύ, ισχυρίστηκε μάλιστα ότι η γεύση του ήταν «μαγική», χαριτολογώντας.

{...}

Εν το μεταξύ, στην άλλη άκρη του λούνα παρκ, συνέβη κάτι ανήκουστο και μεταφυσικό για τους κατοίκους της Ωραιόπολης: Μια πύλη άνοιξε από το πουθενά, σαν μαύρη τρύπα ή είσοδο από μια άλλη διάσταση. Όσοι ήταν μπροστά ούρλιαξαν και έκαναν στην άκρη κοιτάζοντας με αγωνία.

Από μέσα βγήκαν δύο πλάσματα που ήταν μεν ανθρωπόμορφα, αλλά περισσότερο με τέρατα έμοιαζαν. Είχαν μυτερά αυτιά ξωτικού, αλλά κόκκινα σαν ρουμπίνια μάτια και κατάλευκο δέρμα. Ο ένας ήταν αρκετά μεγαλόσωμος με ένα σώμα όλο μύες και μεγάλο ύψος, ήταν ψηλότερος από κάθε άνθρωπο που βρισκόταν εκεί. Είχε κόκκινα μαλλιά πιασμένα πίσω σε κοτσίδα και άγρια χαρακτηριστικά προσώπου. Ο άλλος, ο πιο μικρόσωμος και πιο κοντός, στο ύψος ενός μέσου ανθρώπου, είχε μαύρα, σπαστά μακριά μαλλιά τα οποία είχε λυτά και πιο απαλά χαρακτηριστικά. Φορούσαν και οι δυο μαύρα και μακριές δερμάτινες καπαρντίνες. Κοίταξαν γύρω τους ερευνητικά τους ανθρώπους, ο πρώτος με αγριότητα, ο δεύτερος με απάθεια.

«Θυμήσου, Αντίνοε, το ξόρκι που μας προστατεύει από τον ήλιο διαρκεί μόνο μία ώρα, οπότε θα πρέπει να βρούμε τα άτομα που ψάχνουμε μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα.» είπε ο πιο μικρόσωμος με το απαθές, ψυχρό βλέμμα.

«Είσαι σίγουρος πως είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε ο άλλος με βαριά φωνή.

«Απόλυτα. Ο Βαρόνος δεν κάνει ποτέ λάθος.»

«Εκεί φτάσαμε, να εμπιστευόμαστε ένα κοράκι. Και τι εννοείς λέγοντας τα άτομα; Νόμιζα ότι ψάχναμε μονάχα για ένα άτομο.» Ο άλλος τον αγνόησε και συνέχισε να περπατάει, όμως ο μεγαλόσωμος τον ακολούθησε αναφωνώντας ενοχλημένος:

«Έι! Γιατί εμένα ποτέ δεν μου λέει κανείς τίποτα; Ξεκίνησα να σε ακολουθήσω σε αυτή την αποστολή και δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες! Είναι εκνευριστικό!»

«Διότι είσαι ο τελευταίος.» του αποκρίθηκε ο άλλος. «Ωστόσο, ούτε εγώ γνωρίζω πολλά σχετικά με το δεύτερο άτομο που αναζητούμε.»

{...}

Την ίδια χρονική στιγμή, αλλά σε μία άλλη διάσταση, ένα άνδρας που είχε σχεδόν την ίδια μορφή με τα δύο μυστηριώδη πλάσματα που εμφανίστηκαν στην Ωραιόπολη, καθόταν σε έναν μαύρο επιβλητικό θρόνο και χτυπούσε ρυθμικά και υπομονετικά τα μακριά του δάχτυλα με τα μαύρα γαμψά νύχια επάνω στο μπράτσο του θρόνου.

Ένας άλλος άνδρας με παρόμοια μορφή, με μακριά σκούρα καστανά μαλλιά που έφταναν μέχρι την πλάτη του, εισήλθε στην αίθουσα και έκανε μια ελαφριά υπόκλιση λέγοντας:

«Άρχοντα μου, ο Ωρίωνας με τον Αντίνοο πέρασαν με επιτυχία την πύλη για τη Διάσταση των Ανθρώπων.»

«Υπέροχα, Αδάμ.» δήλωσε εκείνος με απαλή, μειλίχια φωνή. «Πλησιάζει η ώρα. Ελπίζω να μου φέρουν καλά νέα και ένα ακόμα καλύτερο θέαμα.»

***************************************************

Φτάσαμε επιτέλους στο κυρίως θέμα της πλοκής, στο "ζουμί" θα έλεγα ανεπίσημα, στο σημείο που παρουσιάζονται επιτέλους οι κακοί της ιστορίας. 

Τι πιστεύετε σχετικά με το μυστηριώδες σπαθί το οποίο φάνηκε πως "μίλησε" στον Ιάσονα; Τι ακριβώς συμβαίνει με αυτό και τι ιστορία κρύβεται πίσω του;

Πώς σας φάνηκε η βόλτα της παρέας στο λούνα παρκ; Άραγε αυτοί οι δυο σκοτεινοί τύποι, ο Ωρίωνας κι ο Αντίνοος, θα τους καταστρέψουν αυτή την υπέροχη μέρα; Ποιες είναι οι πρώτες σας εντυπώσεις σχετικά με αυτούς, παρόλο που δεν τους είδαμε πολύ σε αυτό το κεφάλαιο; Και ποιοι είναι οι άλλοι δύο τους οποίους είδαμε στην τελευταία παράγραφο, ο άνδρας που κάθεται στο θρόνο και ο Αδάμ; 

Στο επόμενο θα πάρουμε μια ιδέα σχετικά με εκείνους, αλλά και το μυστηριώδες σπαθί του Λόρδου Ντέριου, το οποίο θα παρουσιαστεί με έναν περίεργο τρόπο στον Ιάσονα. Ανυπομονείτε; Εγώ πάντως ναι 😍

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top