Κεφάλαιο 16: Πρωτοχρονιά


Όλοι είχαν εντυπωσιαστεί με τους γονείς της Ιφιγένειας, ειδικά με τα μακριά λευκά μαλλιά του Ζαχαρία, τα οποία λαμπύριζαν σε σημεία που φαινόταν σαν να ήταν φτιαγμένα από ζάχαρη, παίρνοντας όλα τα χρώματα της ίριδας ανάλογα το φωτισμό. Πολλοί που γνώριζαν ποιος ήταν και για τα κατορθώματα του μάλιστα, ψιθύριζαν μεταξύ τους με θαυμασμό για εκείνον. Η Χρυσάνθη ήταν εξίσου εντυπωσιακή και όμορφη, αν και όχι τόσο γνωστή ιστορική φιγούρα. Δεν την πείραζε όμως αυτό, γιατί δεν ήθελε να επισκιάζει τον άντρα της σε δόξα.

Και οι δύο γονείς της πάντως φαίνονταν νέοι, ακόμα και αν ήταν γύρω στα 35 με 40 σε αντιστοιχία με ανθρώπινα χρόνια. Το νεαρό ξωτικό έμοιαζε και στους δύο εξίσου, αν και στα χρώματα θύμιζε περισσότερο τη μητέρα της.

Ακόμα και το ντύσιμο τους, όταν έβγαλαν τα παλτά τους, εντυπωσίασε πολλούς, για το λόγο ότι έμοιαζε ανθρώπινο, δεν ήταν αυτό που φαντάζονταν ή θυμούνταν από παλιότερες ιστορίες, με μακριούς χιτώνες και κάπες. Ο Ζαχαρίας φορούσε ένα επίσημο μαύρο κοστούμι με λευκό πουκάμισο και μπλε μεταξωτή γραβάτα, ενώ η Χρυσάνθη φορούσε ένα μακρύ χρυσό φόρεμα, στο χρώμα των μαλλιών της. Και το φόρεμα της Ιφιγένειας όμως ήταν υπέροχο, ήταν ροζ και έφτανε μέχρι λίγο κάτω απ' το γόνατο. Στο πάνω μέρος ήταν στενό και η φούστα από τούλι άνοιγε και φάρδαινε προς τα κάτω, κάνοντας το έτσι να μοιάζει παραμυθένιο.

Η Ιφιγένεια χαιρέτησε τους φίλους της λέγοντας τα ονόματα τους, ώστε να καταλάβουν οι γονείς της ποιοι ήταν, γιατί υποτίθεται ότι τους είχαν δει στο σπίτι της ήδη. Ο Ιάσονας προσπαθούσε να τους μιλήσει φυσιολογικά σαν να τους ήξερε, χωρίς να τα χάσει από την έκπληξη και που τους γνώριζε πρώτη φορά στην ουσία, και έπειτα τους οδήγησε στους γονείς του ώστε να τους συστήσει:

«Από εδώ η μητέρα μου, η Ευτυχία και ο πατέρας μου ο Φαίδωνας. Μαμά, μπαμπά, από εδώ οι γονείς της Ιφιγένειας, ο κύριος Αρχιθεραπευτής Ζαχαρίας και η κυρία Θεραπεύτρια Χρυσάνθη.»

«Χαιρόμαστε πολύ που σας γνωρίζουμε επιτέλους. Η Ιφιγένεια μας έχει πει πολλά για εσάς.» είπε η Ευτυχία και ο Ιάσονας γέλασε μέσα του, γιατί πρώτη φορά την έβλεπε να ντρέπεται που γνώριζε κάποιον για πρώτη φορά καθώς ήταν πολύ κοινωνική. Ο πατέρας του χαιρέτησε πιο συγκρατημένα:

«Χαίρω πολύ.» είπε. «Και δεν σας γνωρίζουμε μόνο μέσα από τις περιγραφές της φίλης του γιου μας, αλλά και μέσα από την ιστορία μας. Όλοι γνωρίζουν τα κατορθώματα σας στις μάχες με τους Βάρβαρους.»

«Η χαρά είναι δική μας, κύριε και κυρία Ιωαννίδη.» είπε ο Ζαχαρίας. «Όμως, δεν χρειάζεται να σας φέρνουν τα κατορθώματα μας σε δύσκολη θέση. Είμαστε απλά οι γονείς της Ιφιγένειας.»

«Φαίνεστε τόσο καλοί, όσο σας περιέγραψε η κόρη μας.» είπε χαμογελαστή η Χρυσάνθη, και αμέσως η Ευτυχία σκέφτηκε ότι θα τα πήγαιναν πολύ καλά οι δυο τους.

Στη συνέχεια, ο Ιάσονας σύστησε και τη μητέρα του Ηρακλή, καθώς και τα αδέλφια του, και ο μικρός Ηλίας τους διασκέδασε με τις ατάκες του καθώς προσπαθούσε να φερθεί σαν μεγάλος.

«Τα ανθρώπινα παιδιά είναι τόσο χαριτωμένα!» είπε η Χρυσάνθη.

Σύντομα το νεοφερμένο ζευγάρι των ξωτικών έπαψε να νιώθει έξω απ' τα νερά τους και άρχισαν να αισθάνονται πιο άνετα, καθώς η Ευτυχία ως οικοδέσποινα έσπευδε συνεχώς να τους κεράσει και γενικά να τους περιποιηθεί. Οι καλεσμένοι σύντομα σταμάτησαν να τους φέρονται με τόση επισημότητα και άρχισαν να τους αντιμετωπίζουν σαν ίσους με εκείνους.

Η Ιφιγένεια βρήκε ευκαιρία και συγκέντρωσε τους φίλους της σε μια γωνία όπου δεν τους άκουγε κανένας.

«Λοιπόν, πώς σας φάνηκαν;» τους ρώτησε.

«Υπέροχοι και οι δύο. Μακάρι να ήταν κι ο Γιάννης εδώ να τους γνωρίσει.» είπε ο Ιάσονας και οι άλλοι, δηλαδή ο Ηρακλής, η Σοφία, η Άσπα και η Γιώτα συμφώνησαν.

«Θα τους γνωρίσει και αυτός κάποια στιγμή. Θα μείνουν μέχρι τις έξι του μήνα εδώ.» απάντησε η κοπέλα, όμως υπήρχε και μια ανησυχία στο βλέμμα της και ο νεαρός μάγος κατάλαβε γιατί. Φοβόταν μη συμβεί κάτι και αποκαλυφθεί η αλήθεια και ότι εκείνοι τη γνώριζαν. Δεν θα επέτρεπε όμως να γίνει τίποτα τέτοιο όσο ήταν στο χέρι του.

«Καλά, ο μπαμπάς σου είναι κούκλος.» είπε η Άσπα, εισπράττοντας μια σπρωξιά στα πλευρά από την πιο σοβαρή Γιώτα. «Τι; Δεν είπα κάτι κακό.»

«Είναι γοητευτικοί και φαίνονται ωραίοι τύποι.» πήρε το λόγο και ο Ηρακλής, που ήταν από τις λίγες φορές που δεν ήταν ντυμένος με φόρμες, αντιθέτως φορούσε ένα σκούρο μπλε πουκάμισο, μαύρο τζιν και είχε χτενίσει τις ατίθασες καστανές μπούκλες του που άλλοτε έπεφταν μπροστά στο πρόσωπο του.

Η βραδιά συνεχίστηκε με φαγητό από το μπουφέ που είχε ετοιμάσει η Ευτυχία με τη βοήθεια του γιου της, ποτό και φυσικά χορό λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου.

«Πώς σας φαίνεται μέχρι στιγμής το ρεβεγιόν;» ρώτησε κάποια στιγμή το ζεύγος των ξωτικών, με τον Φαίδωνα στο πλάι της να πίνει αργά από ένα ποτήρι κρασί.

«Είναι όλα υπέροχα, ευχαριστούμε.» είπε χαμογελώντας η Χρυσάνθη.

«Μπορεί να μη γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, όμως κι εμείς υποδεχόμαστε το νέο χρόνο και παρόλο που αυτό γίνεται πολύ διαφορετικά, η δική σας γιορτή είναι εξίσου ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική.» είπε ο Ζαχαρίας. «Το κρασί σας είναι πολύ καλό και γευστικό.»

«Ευχαριστούμε.» αποκρίθηκε ο Φαίδωνας. «Το κρασί αυτό καλλιεργείται σε αμπελώνες λίγο έξω από την Πόλη του Νότου.» Και άρχισε να αναλύει τον τρόπο καλλιέργειας που γινόταν στα οινοποιεία για το συγκεκριμένο κρασί, ελπίζοντας μέσα του να μην τους κάνει να βαρεθούν. Όμως εκείνοι τον άκουγαν με ενδιαφέρον.

Λίγο πιο πέρα, ο Ιάσονας πλησίασε την Ιφιγένεια, βρίσκοντας την μόνη της.

«Είσαι πολύ όμορφη απόψε, Ιφιγένεια.» της είπε.

«Ευχαριστώ.» απάντησε εκείνη χαμηλώνοντας το βλέμμα ντροπαλά και χαμογελώντας. Μπορεί να ήταν πάντα φιλική και κοινωνική με τον κόσμο, όμως όταν της έκανε κομπλιμέντα ο Ιάσονας ή έρχονταν λίγο πιο κοντά ένιωθε τα μάγουλα της να καίνε και την καρδιά της να χτυπάει λίγο δυνατότερα.

«Την αλήθεια λέω. Σου πάει πολύ αυτό το φόρεμα.»

«Κι εσύ δεν πας πίσω. Σου πάει το πουκάμισο.» Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον και τα βλέμματα τους ενώθηκαν.

Νιώθω τόσα πολλά συναισθήματα όταν με κοιτάζει... Πώς θα της τα πω; Πρέπει να της τα πω; Μήπως είναι λάθος; Σκεφτόταν το αγόρι μέσα του. Και η Ιφιγένεια είχε παρόμοιες σκέψεις όμως. Ήξερε ότι μια σχέση ανάμεσα τους δεν θα ήταν αποδεκτή από το είδος της, και το να κάνει κάποιος απ' τους δύο την κίνηση για κάτι παραπάνω μπορούσε να τους μπλέξει και θα πληγώνονταν αν οι ανώτεροι άρχοντες της χώρας της απαγόρευαν τη σχέση τους. Κι εκτός αυτού, υπήρχε και η διαφορά στη διάρκεια ζωής τους, το μεγαλύτερο από όλα τα εμπόδια.

Ένιωθε το βλέμμα του πατέρα της πάνω τους για κάποιο λόγο. Και όντως έτσι ήταν, αφού όταν γύρισε και κοίταξε προς το μέρος των γονιών της, που μιλούσαν με τους γονείς του Ιάσονα, τον είδε να τους κοιτάει προβληματισμένος.

Λίγα λεπτά αργότερα, έφτασε η ώρα για την υποδοχή του νέου χρόνου. Μαζεύτηκαν όλοι στο σαλόνι και μέτρησαν συγχρόνως αντίστοιχα τα τελευταία δευτερόλεπτα του χρόνου που έφυγε, ο οποίος έδωσε στη συνέχεια τη σκυτάλη στον επόμενο. Ακολούθησαν αγκαλιές, ασπασμοί και ευχές από τον έναν στον άλλον, ευχές για ένα ευτυχισμένο 2021 το οποίο θα έφερνε στον καθένα ό,τι ποθούσε. Ο Ιάσονας χαιρόταν που αυτή η χρονιά που πέρασε του έφερε ένα τόσο σημαντικό άτομο στη ζωή του, την Ιφιγένεια, παρόλο που την άφιξη της συνόδευαν και πολλοί εφιάλτες. Άξιζε όμως τον κόπο.

«Και τώρα... την πίτα...!» αναφώνησε η Ευτυχία και πήγε στην κουζίνα να φέρει τη Βασιλόπιτα ώστε να την κόψουν.

«Οι άνθρωποι μετά την άφιξη του νέου χρόνου, κόβουν τη λεγόμενη Βασιλόπιτα, που είναι μια γλυκιά πίτα σε μορφή κέικ ή τσουρεκιού. Μέσα έχουν τοποθετήσει ένα φλουρί το οποίο, εκείνος που θα το βρει μέσα στο κομμάτι του λένε ότι θα είναι ο τυχερός της χρονιάς.» εξήγησε η Ιφιγένεια στους γονείς της, καθώς τα ξωτικά δεν είχαν αυτό το έθιμο στη χώρα τους.

«Ενδιαφέρον.» είπε ο Ζαχαρίας.

Εφόσον ήταν αρκετοί οι καλεσμένοι, γύρω στα είκοσι άτομα, η Ευτυχία είχε φτιάξει μια πίτα γίγας, σε ένα ταψί που ίσα- ίσα χώρεσε στο φούρνο, για να είναι σίγουρη ότι θα φτάσει για όλους. Ο Φαίδωνας την έκοψε, αναφέροντας για ποιο άτομο κοβόταν το κάθε κομμάτι και στη συνέχεια η γυναίκα του με τη βοήθεια των κοριτσιών τη μοίραζαν στους καλεσμένους. Το τυχερό φλουρί έπεσε στη Σοφία, η οποία δέχτηκε στη συνέχεια τα συγχαρητήρια από όλους με χαμόγελο, αν και με κάποια θλίψη στο βλέμμα.

Πόσο τυχερή μπορεί να είμαι όσο είμαι καθηλωμένη σε αυτό το καροτσάκι; Σκεφτόταν. Τι τυχερό μπορεί να μου συμβεί αυτή τη χρονιά; Να περπατήσω; Αυτό είναι αδύνατον! Ήταν όμως αισιόδοξη ότι κάτι καλό θα της συνέβαινε.

Αργότερα, ο Ζαχαρίας βρήκε τον Ιάσονα μόνο του και τον πλησίασε.

«Δεν καταφέραμε να συστηθούμε καταλλήλως και θα ήθελα να σου μιλήσω ιδιαιτέρως, νεαρέ.» του είπε σοβαρός.

«Εμ, ναι... Φυσικά, κύριε. Ελάτε, πάμε έξω στη βεράντα.» είπε λίγο σαστισμένος ο Ιάσονας. Τι ήθελε να του πει ιδιαιτέρως ο πατέρας της Ιφιγένειας;

Το κρύο ήταν αρκετό έξω στη βεράντα, καθώς ήταν περασμένες δώδεκα και είχε αρκετή υγρασία, όμως το ξωτικό και ο νεαρός μάγος μπορούσαν να αντέξουν για λίγα λεπτά. Οι ανάσες τους που έβγαιναν σχημάτιζαν χνώτα.

«Θέλω να σας πω και επισήμως ότι χάρηκα πολύ για τη γνωριμία, Αρχιθεραπευτή Ζαχαρία... κύριε.» είπε ο Ιάσονας μην ξέροντας πώς να του μιλήσει.

«Παρομοίως.» του απάντησε αυτός. «Η Ιφιγένεια μας έχει πει πολλά για εσάς, τους φίλους της, και ειδικότερα για εσένα, Ιάσονα. Οι δυνάμεις σου μας έχουν κινήσει το ενδιαφέρον. Είναι κρίμα που οι Μάγοι δεν σε δέχονται ως έναν από αυτούς γιατί είσαι, παρόλο που γεννήθηκες από γονείς θνητούς. Αν και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο...» είπε σκεπτικός.

«Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Δεν με πειράζει που δεν ανήκω εκεί, ειλικρινά. Εδώ είναι το σπίτι μου και οι φίλοι μου, στον κόσμο των θνητών.»

«Καταλαβαίνω, φυσικά, ότι υπάρχει και μια ιδιαίτερη συμπάθεια για την κόρη μου.» μπήκε απότομα στο κυρίως θέμα ο Αρχιθεραπευτής των Ξωτικών, πιάνοντας τον απροετοίμαστο. «Έχω δει πως την κοιτάς και πως σε κοιτάζει εκείνη, κι όταν μας μιλούσε για εσένα καταλάβαμε πως κρύβει αισθήματα που υπερβαίνουν το φιλικό επίπεδο. Σήμερα κατάλαβα ότι το ίδιο ισχύει και από τη δική σου πλευρά. Κάνω λάθος;»

Ο Ιάσονας έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:

«Είστε απόλυτα σωστός, κύριε. Όμως δεν έχει συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Τίποτα ερωτικό, εννοώ.»

«Χαίρομαι που το ακούω αυτό. Διότι, Ιάσονα, αν και σε συμπαθήσαμε πάρα πολύ εγώ και η σύζυγος μου, και θα σε θέλαμε για γαμπρό μας αν ήσουν ένας από εμάς, τώρα εφόσον ανήκεις σε άλλο είδος, μια σχέση με την Ιφιγένεια είναι αδύνατη. Λυπάμαι που το λέω, νεαρέ μου, όμως έτσι έχουν τα πράγματα. Είναι οι νόμοι του Ανώτερου Συμβουλίου της χώρας μας, τα μέλη του οποίου βρίσκονται πάνω και από τον άρχοντα μας ακόμα. Αποτελούνται από τα γηραιότερα ξωτικά και ελέγχουν τα πάντα ώστε να τηρούνται οι νόμοι και τα πρωτόκολλα ακόμα και από τον εκάστοτε Άρχοντα που κυβερνά.

Στο είδος μας υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις γάμων μεταξύ ξωτικών διαφορετικών στοιχείων, για παράδειγμα της Φωτιάς και της Γης, γιατί οι παρενέργειες μιας τέτοιας ένωσης μπορεί να αποβούν μοιραίες. Ακόμα πιο σπάνια θα δεχτεί το Ανώτερο Συμβούλιο των Αρχόντων σχέσεις ανάμεσα στο είδος μας και σε άλλα είδη, πόσο μάλλον σε ένα αγόρι που δεν ξέρουν καν αν είναι μάγος ή μια σπάνια περίπτωση θνητού με μαγικές δυνάμεις. Καταλαβαίνεις, πιστεύω, ότι εσύ και η Ιφιγένεια δεν θα μπορέσετε ποτέ να είστε μαζί σαν ζευγάρι.» Ο Ιάσονας ξεροκατάπιε και η θλίψη τον κατέλαβε. Καταλάβαινε τη θέση του Ζαχαρία, ότι ήταν υποχρεωμένος να του πει αυτά τα λόγια και να γίνει αυστηρός μαζί του, παρόλο που τον συμπαθούσε. Τι θα του έλεγε τώρα; Να κόψει την παρέα με την κόρη του; Δεν θα το άντεχε αυτό. Σήκωσε όμως το κεφάλι του και τον κοίταξε θαρρετά μέσα στα γκρίζα μάτια του.

«Το καταλαβαίνω, κύριε.» του απάντησε, παλεύοντας να μη δακρύσει.

«Μπορείτε να συνεχίσετε να είστε φίλοι.» είπε το ξωτικό σαν να διάβασε τις σκέψεις και να κατάλαβε τις ανησυχίες του. «Όμως, δεν θέλω να συμβεί κάτι παραπάνω μεταξύ σας και να πληγωθεί στη συνέχεια η Ιφιγένεια αν οι Ανώτεροι Άρχοντες σας αρνηθούν να είστε μαζί. Μπορεί να την εξορίσουν από τη χώρα μας και αυτό θα της στοιχίσει, ή να επιβάλλουν βαρύτερες ποινές και στους δύο τις οποίες δεν θέλω να αναλύσω.» Έβαλε το χέρι του στον ώμο του πατρικά. «Νεαρέ, μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα και να μπορούσατε να είσαστε μαζί. Μακάρι να μπορούσα εγώ να κάνω κάτι. Όμως είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μου, Ιάσονα. Συγνώμη.» Το ύφος του ήταν στενάχωρο και φαινόταν ειλικρινής.

«Μην ανησυχείτε. Δεν της έχω εκμυστηρευτεί τα αισθήματα μου και ούτε πρόκειται να το κάνω. Μου αρκεί που είμαστε φίλοι.»

Το Ξωτικό ένευσε, όμως χαμογέλασε θλιμμένα.

«Ακόμα και αυτό, κάποια στιγμή στο μέλλον θα την πληγώσει. Γιατί με τα χρόνια που έχει ακόμα να ζήσει η Ιφιγένεια ως ξωτικό, κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να σας χάσει όλους. Ακόμα και όσα χρόνια ζουν οι Μάγοι αν ζήσεις, είναι τα μισά χρόνια από τη διάρκεια ζωής μας. Όμως ας μην το σκεφτόμαστε αυτό από τώρα, έτσι; Μου αρκεί που μου υποσχέθηκες πως δεν θα την πλησιάσεις με ρομαντικό σκοπό.»

«Μάλιστα, κύριε.»

«Πάμε τώρα μέσα. Έχει κρύο.» είπε και επέστρεψαν στο σαλόνι προσπαθώντας να προσποιούνται πως αυτή η συζήτηση δεν συνέβη.

Η Ιφιγένεια πλησίασε τον Ιάσονα.

«Τι λέγατε με τον πατέρα μου τόση ώρα έξω;» τον ρώτησε γελώντας.

«Τίποτα μωρέ, του έλεγα πόσα έχω ακούσει για αυτόν, σχετικά με το πόσο ήρωας είναι και γενικά συζητούσαμε για τη Χώρα των Ξωτικών και τον Κόσμο των Ανθρώπων.» προσπάθησε να φανεί πειστικός στρώνοντας με το χέρι τα μαλλιά του.

Όλο το υπόλοιπο βράδυ, την κοιτούσε και πάλευε μέσα του να μην την ερωτευθεί περισσότερο από όσο ήταν ήδη ερωτευμένος. Τα λόγια του πατέρα της στριφογυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό του. Είχε δίκιο. Μία σχέση μεταξύ τους ήταν λάθος από πολλές απόψεις και θα την πλήγωνε ανεπανόρθωτα αν δεν τους άφηναν να είναι μαζί. Έτσι αποφάσισε να πνίξει τα συναισθήματα του και να επικεντρωθεί στα φιλικά του αισθήματα.

Περίπου δύο ώρες μετά την αλλαγή του χρόνου τελείωσε το πάρτι και οι καλεσμένοι άρχισαν να αποχωρούν, ευχαριστώντας το ζεύγος Ιωαννίδη για την υπέροχη φιλοξενία και περιποίηση τους. Η οικογένεια των ξωτικών αποχώρησαν από τους τελευταίους, λίγο μετά τους φίλους των παιδιών και τον Ηρακλή με την οικογένεια του.

«Χαρήκαμε απίστευτα για τη γνωριμία και ευχαριστούμε για όλα. Ήταν ωραίο που είδαμε για πρώτη φορά πώς κάνουν οι Άνθρωποι Πρωτοχρονιά.» είπε ευγενικά η Χρυσάνθη.

«Και εμείς χαρήκαμε πάρα πολύ που γνωρίσαμε δυο ήρωες σαν εσάς.» τους είπε ο Φαίδωνας και αποχαιρετίστηκαν πάλι με χειραψία.

«Θα κανονίσουμε να σας κάνω και το τραπέζι κάποια άλλη στιγμή, έτσι;» είπε η Ευτυχία με φωνή που δεν άφηνε και πολλά περιθώρια άρνησης.

«Ελπίζουμε να ευκαιρήσουμε.» είπε με χαμόγελο ο Ζαχαρίας, αν και ήξεραν ότι δεν θα ήταν εφικτό κάτι τέτοιο, αφού σύντομα θα επέστρεφαν ξανά στη χώρα τους και δεν γνώριζαν πότε και αν θα επισκέπτονταν ξανά το Βασίλειο του Νότου.

Όταν έφυγαν, οι γονείς του Ιάσονα δεν σταματούσαν να λένε πόσο τους συμπάθησαν και πόσο ευγενικοί ήταν, αν και ο Ζαχαρίας ήταν λίγο σοβαρός. Όμως ξέφευγαν από κάθε στερεότυπο σχετικά με το πώς φαντάζονταν τα Ξωτικά. Ο Ιάσονας έπεσε για ύπνο με τη σκέψη του ακόμα στα λόγια του Ζαχαρία. Τα συναισθήματα του ένα κουβάρι. Τη μια στιγμή αναρωτιόταν πώς να της μιλήσει για όσα ένιωθε και την αμέσως επόμενη, κατάλαβε πως ποτέ δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό, ακόμα και αν το ήθελαν κι οι δυο. Κοιμήθηκε πολύ αργά τη νύχτα, ξημέρωμα σχεδόν, όμως δεν είδε εφιάλτες. Ο ύπνος του ήταν ήρεμος σαν λήθαργος.

{...}

Την επόμενη μέρα το απόγευμα, η παρέα συγκεντρώθηκε στο σπίτι του Ηρακλή.

«Για πείτε, πώς περάσατε χθες; Πώς ήταν οι γονείς της Ιφιγένειας;» ρώτησε ο Γιάννης, που είχε μάθει μέσω μηνυμάτων της ομαδικής συνομιλίας για την άφιξη των δύο ξωτικών και απογοητεύτηκε που δεν ήταν εκεί να τους γνωρίσει κι εκείνος.

«Ήταν πολύ καλοί, ευγενικοί και προσγειωμένοι παρά τα κατορθώματα τους.» τους περιέγραψε εν συντομία ο Ιάσονας.

«Μου είπαν αύριο να έρθετε σπίτι μου να φάμε όλοι μαζί. Θα μαγειρέψει η μητέρα μου. Έτσι θα τους γνωρίσεις και εσύ, Γιάννη.» είπε η Ιφιγένεια.

«Αλήθεια; Τι ωραία...! Μακάρι ο γέρος μου να με αφήσει...» είπε και το ύφος του αμέσως κατσούφιασε.

«Γιατί να μη σε αφήσει; Εσύ χθες αναγκάστηκες να τους ακολουθήσεις σε ολόκληρο Παλάτι!» αναφώνησε ο Ιάσονας, που τον έπνιγε το άδικο που ήταν τόσο περιορισμένος ο φίλος του.

«Αλήθεια, εσύ δεν μας είπες... Πώς πέρασες στο Παλάτι;» τον ρώτησε ο Ηρακλής.

«Καλά ήταν, παρόλο που βαρέθηκα μετά. Η Βασίλισσα είναι πολύ κουλ, καμία σχέση με την εικόνα που έχουν πλάσει άλλοι για αυτήν. Κάποια στιγμή με πλησίασε ιδιαιτέρως και με ρώτησε αν ήταν όλα καλά, πράγμα περίεργο. Μου είπε πως οτιδήποτε χρειαστώ να απευθυνθώ σε εκείνη.» Ο Γιάννης έφερε ξανά στο μυαλό του εκείνα τα λόγια της. Το ύφος της φαινόταν ανήσυχο. Άραγε είχε καταλάβει ή γνώριζε κάτι σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι; Γιατί τα είπε συγκεκριμένα σε εκείνον αυτά τα λόγια, σε μια στιγμή που δεν άκουγαν οι γονείς του...

Οι φίλοι του τον κοίταξαν σκεπτικοί.

«Τέλος πάντων, χόρεψα και με μερικές κοπέλες βαλς, να 'ναι καλά τα μαθήματα που μ' έβαλε να κάνω ο πατέρας μου πέρσι το Καλοκαίρι. Καμία δεν μου φάνηκε ενδιαφέρουσα όμως. Πήγε να με πάρει ο ύπνος στην πίστα.» συνέχισε ο Γιάννης σε πιο ανέμελο τόνο και γέλασαν όλοι. «Πέρασαν όμως γρήγορα οι ώρες και το μαρτύριο αυτό τελείωσε.» είπε μετά τα γέλια.

«Βρε Γιάννη, μας έχει μπερδέψει. Δηλαδή η χθεσινή βραδιά ήταν ένα μαρτύριο το οποίο σου άρεσε;» τον ρώτησε η Σοφία εύθυμα.

«Κάπως έτσι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Υπήρχαν στιγμές που βαρέθηκα κι ήθελα να φύγουμε και άλλες στιγμές που ένιωσα σχεδόν σαν να περνούσα καλά.» παραδέχτηκε σοβαρά.

{...}

Την επόμενη μέρα, όπως είχαν συμφωνήσει, πήγαν για φαγητό στο σπίτι της Ιφιγένειας, όπου η μητέρα της είχε μαγειρέψει μια χορτοφαγική συνταγή με λαχανικά απ' την πατρίδα. Ο Γιάννης στην αρχή τα έχασε, αλλά κατάφερε να συστηθεί χωρίς να γίνει ρεζίλι όπως φοβόταν:

«Χαίρομαι πάρα πολύ που σας γνωρίζω, κύριε και κυρία Ζαχαραίους. Είστε ήρωες και πάντοτε σας θαύμαζα μέσα από τις ιστορίες που διάβαζα για εσάς.» Στα πρόσωπα των ξωτικών διέκρινε ένα χαμόγελο.

«Κι εμείς χαιρόμαστε για την γνωριμία, ευγενικέ νεαρέ. Η Ιφιγένεια μας έχει μιλήσει και για εσένα.» του είπε η Χρυσάνθη.

Τώρα που βρίσκονταν σε ένα σπίτι με πολύ λιγότερο κόσμο, ο Ιάσονας παρατήρησε πως ήταν πολύ πιο άνετοι και γελαστοί . Γιατί όσο άνετα και αν είχαν νιώσει τη νύχτα του ρεβεγιόν στο σπίτι του, ήταν κάπως σφιγμένοι και αμήχανοι ως το τέλος, ειδικά ο Ζαχαρίας. Μίλησαν για πολλά πράγματα και γνωρίστηκαν καλύτερα, και κατάλαβαν ότι τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι δεν είχαν και τόσο μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Εκτός φυσικά από τη διάρκεια ζωής και τους αυστηρούς νόμους τους, τα δυο μεγάλα εμπόδια που έμπαιναν ανάμεσα στον Ιάσονα και την Ιφιγένεια.

Εκείνο που δεν ήξερε κανένας τους όμως, ήταν πως η χρονιά που είχε έρθει, θα έφερνε μεγάλες ανατροπές, εκπλήξεις ευχάριστες και δυσάρεστες για όλους, καθώς και πολλές περιπέτειες, καλές και κακές. Θα έφερνε θάνατο, μα και ζωή. Θα έφερνε καταστροφή, μα συγχρόνως αγάπη και έρωτα.

Όλα έμελλε να ξεκινήσουν με τους εφιάλτες του Ιάσονα που θα επέστρεφαν δριμύτεροι...


*****************************************************************************************

Γνωρίσαμε λοιπόν καλύτερα τους γονείς της Ιφιγένειας. Ποια είναι η άποψη σας για αυτούς σε σχέση με την πρώτη εντύπωση στο προηγούμενο κεφάλαιο;

Τι γνώμη έχετε για τα λόγια και τις προειδοποιήσεις του Ζαχαρία στον Ιάσονα; 

Είχαμε και μια μικρή "συνάντηση" με τη Βασίλισσα του Νότου, η οποία φάνηκε να ανησυχεί για τον Γιάννη. Τι πιστεύετε σχετικά με αυτό;

Και τέλος, τι πιστεύετε σχετικά με τα τελευταία λόγια/ την προικονομία που γράφει η συγγραφέας (εγώ) στο τέλος; Τι έχει να συμβεί τη χρονιά που έρχεται και σε τι περιπέτειες θα μπουν οι φίλοι μας;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top