Κεφάλαιο 14: Ο Αγώνας του Ηρακλή
Ο Ηρακλής κοίταξε αποφασισμένος τον αντίπαλο του και έκανε τα χέρια του γροθιές, παίρνοντας θέση μάχης. Θα προσπαθούσε να αγνοήσει τις φωνές τους που ακόμα του φώναζαν να σταματήσει.
«Ε! Κάντε αυτά τα πιτσιρίκια να σκάσουν!» φώναξε ο Μπάμπης το Αιμοβόρο Θηρίο, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται γιατί δεν θα μπορούσε να συγκεντρωθεί στην πάλη. Κάποιοι πήγαν να πιάσουν τους τέσσερις μαθητές, μα ο Ιάσονας τους έριξε ένα άγριο βλέμμα:
«Μην τολμήσετε...» τους είπε.
«Θα καθόμαστε ήσυχοι. Ήρεμα, φρόνιμα θα κάτσουμε. Το υποσχόμαστε.» παρακάλεσε ο Δήμος, που δεν ήταν το ίδιο γενναίος με τον Ιάσονα. «Θέλουμε απλά να δούμε τον φίλο μας.» Οι σωματώδεις άνδρες τους άφησαν και στράφηκαν ξανά στον αγώνα που ήταν έτοιμος να ξεκινήσει.
«Πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο να τον σταματήσουμε.» είπε ο Γιάννης. «Ιάσονα, αν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη μαγεία σου...»
«Τρελάθηκες;! Εδώ μέσα μαγεία;!» αναφώνησε ο Ιάσονας.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η κόρνα της έναρξης του αγώνα πάλης και όλοι σώπασαν και κοίταξαν με αγωνία τον φίλο τους μέσα στην αρένα.
Το Θηρίο πήγε να του ορμήσει κατευθείαν, μα ο Ηρακλής τον απέφυγε γέρνοντας το σώμα του στο πλάι. Έπειτα ένα αριστερό κροσέ βρήκε το πρόσωπο του αντιπάλου του.
«ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ! Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ! ΜΗΠΩΣ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ, ΤΕΛΙΚΑ;!» φώναξε ο εκφωνητής. Ο Μπάμπης έπιασε το πρόσωπο του. Είχε πονέσει ελάχιστα, περισσότερο πόνεσε η αλαζονεία κι ο εγωισμός του. Κοίταξε τον Ηρακλή και γέλασε ειρωνικά, έπειτα του όρμησε πάλι.
Το Θηρίο όρμησε ξανά στον Ηρακλή, προσπαθώντας να τον αρπάξει με λαβές τις οποίες ο νεαρός κατάφερνε να αποφύγει ως εκ του θαύματος. Κάποια στιγμή όμως, κατάφερε και τον έπιασε από το πόδι και τον πέταξε κάτω. Ο Γιάννης έσφιξε τις γροθιές του. Θύμιζε πολύ τον τρόπο που ο πατέρας του έβαζε κάτω τον ίδιο όταν πάλευαν...
Είδαν όλοι με τρόμο τον Ηρακλή να δέχεται απανωτές γροθιές στο πρόσωπο, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει ούτε να σηκωθεί. Ο Μπάμπης κάποια στιγμή σταμάτησε και χαιρέτησε για λίγο το πλήθος που ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε. Οι τέσσερις φίλοι είδαν το πρόσωπο του Ηρακλή μέσα στα αίματα κι ήταν σαν να πόνεσαν και εκείνοι. Η Ιφιγένεια έκλαιγε. Όμως, σε αυτή τη μικρή στιγμή που το Θηρίο έτρεφε την αλαζονεία του, ο Ηρακλής κατάφερε να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια του και να πετάξει αυτός κάτω με μια λαβή τον αντίπαλο του. Η ελπίδα τους αναπτερώθηκε.
Εξακολουθούσαν να παλεύουν για αρκετή ώρα και ο Ηρακλής να δέχεται τα περισσότερα χτυπήματα. Περισσότερο απέφευγε τον αντίπαλο, και δεν είχε άλλη ευκαιρία να αντισταθεί. Κάποια στιγμή, ο Μπάμπης τον έπιασε και τον πέταξε με δύναμη επάνω στο συρματόπλεγμα, ακριβώς μπροστά από τους φίλους του. Η Ιφιγένεια έκρυψε το πρόσωπο της στο στήθος του Ιάσονα, μην αντέχοντας να βλέπει άλλο. Εκείνος την αγκάλιασε καθώς έκαναν όλοι ένα βήμα πίσω. Φαινόταν τόσο αδύναμος μπροστά στην ωμή δύναμη με την οποία πάλευε ο αντίπαλος του φίλου του... Ανίκανος να βοηθήσει. Ορκίστηκα να προστατεύω όλη την παρέα μου. Σκεφτόταν. Ο Ηρακλής ανασηκώθηκε στηριζόμενος στα χέρια του και κοίταξε τους φίλους του. Μόλις και μετά βίας φαίνονταν τα χαρακτηριστικά του από το αίμα και τις πληγές που είχαν ανοίξει στο πρόσωπο του.
«Είμαι... εντάξει... Μην ανησυχείτε...» τους είπε.
«Πρόσεχε, Ηρακλή!» φώναξε ο Γιάννης. Ο Μπάμπης είχε αρπάξει μια καρέκλα και ετοιμαζόταν να ορμήσει ξανά για ύπουλο χτύπημα. Ο Ηρακλής δεν κατάφερε να την αποφύγει και την έσπασε επάνω στην πλάτη του.
Σωριάστηκε ξανά κάτω και το Αιμοβόρο Θηρίο, που όντως το όνομα αυτό του ταίριαζε απόλυτα, άρχισε να τον χτυπάει αλύπητα, με γροθιές στην αρχή και ύστερα σηκώθηκε και τον κλωτσούσε όπου έβρισκε. Το πλήθος είχε τρελαθεί, ενώ οι φίλοι του Ηρακλή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα απ' το να κοιτάνε.
Μόλις κατάλαβε ότι ο Ηρακλής ήταν πλέον αναίσθητος, σηκώθηκε πάνω και πανηγύρισε, οδηγώντας τα πλήθη στην απόλυτη τρέλα και τον άγριο ενθουσιασμό. Ο εκφωνητής τον επαινούσε για τις «ικανότητες» του στην πάλη και ένα φορείο ξεκίνησε να έρχεται από την άλλη άκρη της αίθουσας.
«Ηρακλή...» ψέλλισε κλαίγοντας η Ιφιγένεια και πλησίασε ξανά το συρματόπλεγμα. Ο Ιάσονας την ακολούθησε. Ήξερε ήδη τι θα έκανε, για κάποιο λόγο όμως δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Ο αναίσθητος Ηρακλής βρισκόταν κολλημένος στο συρματόπλεγμα, έτσι εκείνη πολύ εύκολα τοποθέτησε τις παλάμες της στο δέρμα του μέσα από αυτό και άφησε την ικανότητα θεραπείας να κυλήσει. Όσοι ήταν τριγύρω αντίκρισαν έντρομοι το Ξωτικό να βγάζει το βιολετί της φως μέσα απ' τις παλάμες της ενώ οι πληγές του νεαρού πυγμάχου εξαφανίζονταν μπροστά στα μάτια τους.
«Τι κάνει αυτό το κοριτσάκι;! Πετάχτε την έξω!» φώναξε ο Μπάμπης μόλις συνήλθε από το σοκ και κατάλαβε τι συνέβαινε. Ο Ιάσονας, ο Γιάννης και ο Δήμος στάθηκαν γύρω της σε προστατευτική στάση, για να μην την πλησιάσει κανένας. Ο Ιάσονας άναψε στα χέρια του τις πράσινες φλόγες και κανένας δεν τόλμησε να πάει κοντά. Κάποιοι τους φώναξαν, τους αποκάλεσαν φρικιά.
Ο Ηρακλής ξύπνησε και είδε την Ιφιγένεια να τον έχει μόλις θεραπεύσει, ενώ τα μάτια της εκείνη τη στιγμή από βιολετί ξαναγίνονταν πράσινα. Εκείνη αναστέναξε ανακουφισμένη. Μόνο ξεραμένο αίμα υπήρχε στο πρόσωπο του τώρα.
«Ιφιγένεια... Γιατί το έκανες;» τη ρώτησε.
«Δεν μπορούσα να σε αφήσω έτσι...» του απάντησε εκείνη.
«Μπορώ να τον ξανακάνω έτσι όπως ήταν κοπελιά! Μην παίζεις μαζί μου!» φώναξε αγριεμένος ο Μπάμπης. Ο Ηρακλής σηκώθηκε αργά και τον αντίκρισε.
«Τι;» τον ρώτησε απειλητικά το Θηρίο. «Νομίζεις θα σε φοβηθώ επειδή έχεις για παρέα σου τα φρικιά;!» ούρλιαξε εκτός εαυτού. Όμως ο εκφωνητής έδωσε τη λύση για να σταματήσει ο πανικός:
«Ο ΜΠΑΜΠΗΣ ΤΟ ΑΙΜΟΒΟΡΟ ΘΗΡΙΟ ΕΒΓΑΛΕ ΝΟΚ ΑΟΥΤ ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΉ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ. ΑΛΛΑ ΕΚΕΊΝΟ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΝ... ΕΚΑΝΕ ΞΑΝΑ ΣΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ!» Ούτε εκείνος μπορούσε να το πιστέψει. Οι περισσότεροι στο πλήθος άρχισαν να φωνάζουν ότι αυτό δεν ήταν στους κανονισμούς.
«ΕΧΕΤΕ ΔΙΚΙΟ! ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΜΑΣ. ΣΥΝΕΠΩΣ, Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ! ΒΓΑΛΤΕ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ ΕΞΩ!!»
Δεν τολμούσε κανένας να πλησιάσει όμως βλέποντας τις πράσινες φλόγες του Ιάσονα.
«Θα φύγουμε μόνοι μας! Μην τολμήσει κανένας σας να ακουμπήσει εμένα ή τους φίλους μου!» τους φώναξε εκείνος, καθώς ο Γιάννης και ο Δήμος προσπαθούσαν να πείσουν τον Ηρακλή να τους ακολουθήσει.
«Όχι! Δεν φεύγω! Αποκλείστηκα εξαιτίας σας!» φώναζε εκείνος και πρώτη φορά τον έβλεπαν να φωνάζει και να κλαίει έτσι.
«Εξαιτίας μας;! Μας δουλεύεις;! Είχες πέσει αναίσθητος! Ούτως η άλλως θα αποκλειόσουν!» του φώναξε ο Γιάννης. Κάτι τύποι από το πλήθος πήγαν να τον αρπάξουν, μα ο Ιάσονας γύρισε αμέσως και έριξε δύο μπάλες πράσινης φωτιάς, οι οποίες πέρασαν μέσα απ' τα συρματοπλέγματα και τους πέταξαν κάτω, τραυματίζοντας τους μόνο ελαφρώς.
«Ηρακλή! Τελείωνε! Πάμε να φύγουμε από εδώ!» φώναξε έπειτα στον φίλο τους.
Ο Ηρακλής, φοβούμενος μήπως βρουν οι φίλοι του και ειδικά ο Ιάσονας τον μπελά τους, χωρίς δεύτερη σκέψη ανασήκωσε το συρματόπλεγμα, που είχε ήδη σκιστεί στην άκρη του, πέρασε από κάτω και ακολούθησε τρέχοντας την παρέα. Έτρεξαν όλοι μαζί ως την έξοδο, ενώ ο Ιάσονας σήκωνε διάφορα αντικείμενα γύρω τους, όπως για παράδειγμα καρέκλες ή πάγκους φαγητού, και τα πετούσε πάνω σε όποιον τολμούσε να τους κυνηγήσει. Έτρεχε τελευταίος, για να βεβαιωθεί ότι όλοι οι υπόλοιποι θα έβγαιναν ασφαλείς και θα τους προστάτευε. Ο Γιάννης είχε πιάσει από το χέρι την Ιφιγένεια για να μη χωριστούν, ενώ ο Δήμος τσίριζε πανικόβλητος.
Έφτασαν στη σιδερένια πόρτα, την άνοιξε ο Γιάννης και πέρασαν όλοι στις σκάλες. Χωρούσε μόνο ένα, το πολύ δύο άτομα για να τις ανέβουν, έτσι όσοι τόλμησαν να τους ακολουθήσουν στριμώχτηκαν όλοι μαζί και έμειναν πίσω.
Βγήκαν πάλι στο μπαρ, όπου ο μπάρμαν και οι θαμώνες τρόμαξαν από την ξαφνική είσοδο τους.
«Τρέχα! Θα βρεις το μπελά σου!» φώναξε ο Ιάσονας στον μπάρμαν. Εκείνος απόρησε για δύο δευτερόλεπτα, όμως κατάλαβε και φώναξε:
«Σας πήρανε χαμπάρι, ε;! Και το είπα εγώ! Πάμε!» και έτρεξε μαζί τους έξω από το μπαρ. Κάποιοι από την υπόγεια αίθουσα είχαν καταφέρει να φτάσουν στην αίθουσα του μπαρ, αλλά αυτούς τους ανέλαβαν οι θαμώνες, που ήταν με το μέρος από ότι φαινόταν του μπάρμαν.
Ο μπάρμαν, που έγινε κατά ένα περίεργο τρόπο σύμμαχος τους, τους οδήγησε σε ένα βανάκι.
«Μπρος! Μπουκάρετε μέσα!» τους είπε ανοίγοντας την πόρτα. Μπήκαν όλοι στο πίσω μέρος, εκτός από τον Δήμο.
«Μπορώ να κάτσω μπροστά; Ζαλίζομαι πίσω.» ζήτησε από τον νέο τους φίλο.
«Άντε, γρήγορα.» του είπε ανυπόμονα εκείνος κι έκλεισε τις πίσω πόρτες.
Κάθισε στη θέση του οδηγού, ο Δήμος στη θέση του συνοδηγού και ξεκίνησε να οδηγεί σαν τρελός, έξω από αυτές τις γειτονιές. Τα παιδιά πίσω κρατιόντουσαν για να μη χτυπήσουν, ενώ η Ιφιγένεια σε κάποια απότομη στροφή έπεσε πάνω στον Ιάσονα.
«Συγνώμη...» είπε κοκκινίζοντας αμήχανα.
«Δεν πειράζει.» της απάντησε εκείνος.
Έφτασαν σε μια αλάνα, μακριά από την κακόφημη περιοχή και κοντά στις φτωχογειτονιές που έμενε ο Ηρακλής. Σταμάτησε το βαν και είπε:
«Νομίζω ότι μας έχασαν, αν μας ακολούθησαν με τις μηχανές. Και τα παιδιά στο μπαρ θα τους καθυστέρησαν σίγουρα. Βγείτε.» τους πρόσταξε και βγήκαν όλοι έξω ελαφρώς ζαλισμένοι.
Ο μπάρμαν έσκυψε βαστώντας τα γόνατα του προσπαθώντας να ηρεμήσει από την ένταση. Ο Ιάσονας τον πλησίασε διστακτικά.
«Ευχαριστούμε που... μας βοήθησες να αποδράσουμε. Πώς σε λένε;»
«Δεν κάνει τίποτα, μικρέ. Εγώ ευχαριστώ που με προειδοποίησες να τρέξω. Με λένε Υάκινθο.» Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και με το ζόρι κράτησαν τα γέλια τους. Το όνομα Υάκινθος δεν ταίριαζε καθόλου με το άγριο παρουσιαστικό του μεταλά μπάρμαν, που είχε καλή καρδιά όπως αποδείχτηκε.
«Το ξέρω ότι είναι αστείο. Μπορείτε να με λέτε Άκη.»
«Λοιπόν, Άκη, εγώ είμαι ο Ιάσονας και από εδώ οι κολλητοί μου Γιάννης, Ιφιγένεια, Δήμος», είπε καθώς έδειχνε συγχρόνως τα παιδιά «και φυσικά ο Ηρακλής ο οποίος πολύ απερίσκεπτα συμμετείχε στους παράνομους αγώνες.»
«Δεν έχεις ιδέα γιατί συμμετείχα.» του είπε με σκληρό ύφος ο Ηρακλής.
«Ε τότε πες μας, φίλε!» του φώναξε σχεδόν ο Γιάννης. «Για ποιο λόγο να βάλεις τον εαυτό σου σε τέτοιο κίνδυνο και να μας ανησυχήσεις;! Τι ήθελες να αποδείξεις;!»
Ο Ηρακλής πήγε και στάθηκε μπροστά του ξεσπώντας:
«Νομίζεις ότι το έκανα επειδή ήθελα να αποδείξω κάτι ή να δω μέχρι που φτάνει η δύναμη μου; Κάνεις λάθος! Λεφτά χρειαζόμουν για να μπορέσει η οικογένεια μου να κάνει Χριστούγεννα και να πάρω δώρα στα αδέλφια μου! Και μπορεί να γίνονταν διαφορετικά τα πράγματα αν δεν εμφανιζόσασταν εσείς να ανακατευτείτε και δεν είχα το μυαλό μου σε εσάς! Θα πάλευα πιο συγκεντρωμένος! Αλλά τι ξέρεις εσύ από φτώχεια, Γιάννη; Μέσα στα λεφτά γεννήθηκες και δεν σου έλειψε ποτέ τίποτα, οπότε δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο απελπισμένος ένιωθα για να το κάνω αυτό!» κατέληξε να φωνάζει και μόλις είπε αυτό το τελευταίο, όλοι στην παρέα πάγωσαν. Ο Γιάννης έκανε δύο βήματα πίσω, φανερά πληγωμένος από τα λόγια του και χωρίς να θέλει να δώσει συνέχεια στον καυγά.
Έχει δίκιο, από μία άποψη. Είπε από μέσα του. Όμως δεν έχει ιδέα τι περνάω. Νομίζει ότι είμαι ευτυχισμένος επειδή η οικογένεια μου είναι πλούσια.
«Θα πάω σπίτι μου.» δήλωσε ο Ηρακλής ηρεμώντας πάλι. «Είναι εδώ λίγο πιο κάτω. Ευχαριστούμε, Άκη.» και απομακρύνθηκε με σκυφτό το κεφάλι.
«Γιατί δεν μας έλεγε ότι ήταν δύσκολα και δεν είχαν λεφτά για τα Χριστούγεννα; Θα τον βοηθούσαμε, έτσι δεν είναι, παιδιά;» είπε η Ιφιγένεια με παράπονο, μόλις ο Ηρακλής απομακρύνθηκε αρκετά μέτρα.
«Ναι, έτσι είναι. Ήξερα πως γενικά τα βγάζουν πέρα δύσκολα, όμως τα καταφέρνουν. Δεν είχα ιδέα όμως ότι θα ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα για αυτούς, τώρα μέσα στις γιορτές.» είπε ο Ιάσονας, νιώθοντας υπεύθυνος κατά κάποιο τρόπο που δεν είχε καταλάβει τίποτα. Στράφηκε στον Άκη, που έγινε άθελα του μάρτυρας αυτής της διαμάχης μεταξύ της παρέας:
«Συγνώμη που έπρεπε να τα ακούσεις αυτά.»
«Δεν παρεξηγώ, φίλε μου. Κι εγώ έχω τσακωθεί πολλές φορές με τα φιλαράκια μου, μα πάντα τα βρίσκουμε. Μην ανησυχείτε. Θα του περάσει και θα βρείτε τη λύση.» είπε και κοίταξε τον Γιάννη, που είχε γείρει επάνω στο μαύρο βαν και κοιτούσε από την άλλη μεριά με σταυρωμένα τα χέρια.
«Τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε ο Ιάσονας τον μπάρμαν.
«Τι να κάνω... Θα πρέπει να γυρίσω στο μπαρ κάποια στιγμή, όταν ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα. Μέχρι τότε, θα κρύβομαι. Το ξύλο δεν το γλιτώνω. Μα αν περάσουν λίγες μέρες και έχει ξεχαστεί λιγάκι το γεγονός, θα είναι λιγότερο.»
«Δεν θέλουμε να σε χτυπήσουν εξαιτίας μας...» του είπε η Ιφιγένεια.
«Μην αγχώνεστε για μένα. Συνηθισμένος είμαι. Αλλά επειδή σας συμπάθησα και μου είπατε πως είχε γίνει μαλακία για να τρέξω, ορίστε.» Έβγαλε από την τσέπη του τα λεφτά που του είχαν δώσει και τα έτεινε προς το μέρος του Γιάννη. Εκείνος δεν έκανε την κίνηση να τα πάρει.
«Ω, έλα τώρα! Αφού δεν είδατε καν τον αγώνα και από ότι κατάλαβα, θέλατε να μπείτε μόνο και μόνο για να σώσετε τον φίλο σας. Πάρτε τα πίσω και πηγαίντε να ψωνίσετε για την οικογένεια του.»
«Είναι πολύ καλή ιδέα, αλλά δεν θα τα πάρω εγώ. Εξάλλου, έχω αρκετά λεφτά, δεν τα έχω ανάγκη, έτσι δεν είναι;» είπε ο Γιάννης με ειρωνικό τόνο. «Δώσ' τα στον Ιάσονα. Εγώ φεύγω. Ανυπομονώ να γυρίσω στην πλούσια και ευτυχισμένη οικογένεια μου.» συνέχισε στον ίδιο τόνο και απομακρύνθηκε.
«Γιάννη...» έκανε μια προσπάθεια να τον σταματήσει και να τον ηρεμήσει ο Ιάσονας, αλλά δεν έβρισκε άλλα λόγια να του πει.
Τελικά, παρά τις αντιρρήσεις των παιδιών, ο Άκης έπεισε τελικά τους τρεις μαθητές που είχαν απομείνει να πάρουν τα λεφτά από κοινού και συμφώνησαν, να προσθέσουν ο καθένας ότι άλλο μπορούσε και να πάνε να ψωνίσουν τρόφιμα για την οικογένεια του Ηρακλή και δώρα για τα αδέλφια του.
«Και κοιτάχτε να τα βρείτε μεταξύ σας και ειδικά τα δυο παλικάρια που έφυγαν.» τους είπε ο Άκης λίγο πριν χωριστούν για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. «Μην είστε τσακωμένοι Χριστουγεννιάτικα, κρίμα είναι.»
Λίγο αργότερα, καθώς προχωρούσαν προς τα σπίτια τους, η Ιφιγένεια κοιτούσε με φόβο επάνω σε κάθε δέντρο, σε κάθε στέγη και σε κάθε κολώνα του ρεύματος, αναζητώντας το μυστηριώδες κοράκι που την παρακολουθούσε. Ήταν σίγουρη ότι θα εμφανιζόταν ξανά εφόσον χρησιμοποίησε τη δύναμη της, όμως αυτή τη φορά φοβόταν λιγότερο όσο είχε δίπλα της φίλους. Ο Ιάσονας το κατάλαβε αυτό και της χαμογέλασε ενθαρρυντικά, σαν να της έλεγε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν ήθελαν να το συζητήσουν μπροστά στον Δήμο, αλλά ήξερε τι σκεφτόταν και φοβόταν η φίλη του εκείνη τη στιγμή. Δεν το είδαν όμως, ούτε εκείνη μα ούτε και την επόμενη μέρα και αυτό ήταν που την ανησύχησε περισσότερο.
*******************************************************************
Την επόμενη μέρα στο σχολείο, ο Ηρακλής δεν μιλούσε σε κανέναν. Ο Γιάννης ούτε καν γύρισε να τον κοιτάξει από το μπροστινό θρανίο, μα ούτε και στα διαλείμματα τον πλησίασε. Ακόμα δεν μπορούσε να χωνέψει αυτό που του είχε πει, όσο δίκιο κι αν είχε. Με τον εαυτό του τα έβαζε περισσότερο, που όντως ζούσε μέσα στα πλούτη και δεν έκανε παραπάνω πράγματα για να βοηθήσει. Από την άλλη όμως, δεν ήταν δικό του φταίξιμο. Ο πατέρας του διαχειριζόταν όλα τα χρήματα της οικογένειας κι ο Γιάννης απλά δεχόταν ό,τι χαρτζιλίκι του έδινε εκείνος.
Μόνο η Ιφιγένεια κατάφερε να τον πλησιάσει σε κάποιο διάλειμμα. Κάθισε δίπλα του διστακτικά στο παγκάκι.
«Σας είπα πως θέλω να μείνω μόνος για λίγο καιρό.» της είπε χωρίς να την κοιτάξει.
«Κανείς δεν πρέπει να μένει μόνος του τέτοιες ώρες. Για αυτό υπάρχουν οι φίλοι.» του είπε το Ξωτικό με απαλή γλυκιά φωνή. Δεν της απάντησε και παρέμειναν σιωπηλοί για λίγο.
«Σε ευχαριστώ που με γιάτρευσες χθες.» της μίλησε ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα. «Η μάνα μου θα τρελαινόταν αν μ' έβλεπε χτυπημένο έτσι.»
«Μη με ευχαριστείς. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν αφήνω ποτέ κάποιον να πονάει, πόσο μάλλον όταν είναι φίλος μου.»
Άλλα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής και αμηχανίας επικράτησαν. Αυτή τη φορά μίλησε ξανά η Ιφιγένεια:
«Ηρακλή, το ξέρεις ότι μπορείς να βασιστείς πάνω μας για τα πάντα, έτσι; Είμαστε μια παρέα και υποτίθεται πως πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Εγώ κρατούσα μυστικό το λόγο του ερχομού μου εδώ, την προϊστορία μου με το κοράκι και όλα αυτά, όταν όμως σας μίλησα, ένιωσα σαν ένα τεράστιο βάρος να έφυγε από πάνω μου. Έπρεπε να κάνεις κι εσύ το ίδιο και θα βοηθούσαμε όλοι εσένα και την οικογένεια σου. Όπως φυσικά έχουμε αποφασίσει να κάνουμε και τώρα.»
«Τι;!» αναφώνησε έκπληκτος εκείνος μόλις κατάλαβε τι εννοούσε. Έριξε μια ματιά στον Γιάννη και τον Ιάσονα που στέκονταν στην απέναντι μεριά του προαυλίου και εκείνοι, παρόλο που δεν άκουσαν τι του είπε ακριβώς η Ιφιγένεια, του χαμογέλασαν, ο Ιάσονας πιο ζεστά, ο Γιάννης λίγο πιο διστακτικά αλλά εγκάρδια στη συνέχεια.
«Όχι, Ιφιγένεια. Δεν θέλω να ξοδευτείτε.»
«Δεν θα ξοδέψουμε πολλά αν μοιραστούμε τα έξοδα. Θα βοηθήσει κι ο Δήμος μας είπε. Δέξου όσα σας προσφέρουμε όχι μόνο για σένα, αλλά πιο πολύ για τη μητέρα σου και τα αδέλφια σου.»
Ο Ηρακλής τότε σκέφτηκε την οικογένεια του. Η Ιφιγένεια είχε δίκιο, αυτό το θέμα δεν αφορούσε μόνο τον ίδιο, αλλά θα έκανε χαρούμενη την οικογένεια του τις γιορτές, που θα περνούσαν τα Χριστούγεννα όπως τους άξιζαν. Δεν χωρούσαν περηφάνιες εδώ, έπρεπε να είχε μιλήσει στους φίλους του από την αρχή. Δεν ήταν ντροπή να ζητήσει βοήθεια. Έκανε μια αγκαλιά την Ιφιγένεια, την ευχαρίστησε για τα λόγια της τα οποία τον έκαναν να νιώσει καλύτερα και τη συμμετοχή της σε αυτό και έπειτα σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν μαζί προς τα άλλα δύο αγόρια. Τους έκανε και τους δύο από μία αγκαλιά γεμάτος συγκίνηση, ευχαριστώντας τους δακρυσμένος για αυτό που είχαν αποφασίσει.
«Συγνώμη που δεν σας μίλησα και έκανα κάτι τόσο επικίνδυνο.» τους είπε έπειτα. «Απλά... ήμουν περήφανος, ντρεπόμουν και επιπλέον, δεν ήθελα να σας φορτώσω με τα δικά μου εφόσον έχετε ήδη όλοι σας αρκετά προβλήματα.»
«Σε μια παρέα δεν χωράνε ντροπές όταν χρειαζόμαστε βοήθεια, Ηρακλή. Και δεν μας φορτώνεις. Αντιθέτως, σηκώνοντας ένα βάρος όλοι μαζί, αυτό γίνεται λίγο ελαφρύτερο.» είπε ο Ιάσονας και όλοι ένευσαν συμφωνώντας. Ο Ηρακλής τότε κοίταξε τον Γιάννη και του είπε:
«Συγνώμη για τον τρόπο που σου μίλησα χθες. Ήμουν φορτισμένος με όλα αυτά... Ξέρω πως είσαι διαφορετικός από άλλους πλούσιους και έχεις κάνει ήδη αρκετά για εμένα και για την οικογένεια μου.»
«Μακάρι να μπορούσα να κάνω περισσότερα, φίλε μου...» είπε ο Γιάννης και αγκαλιάστηκαν ξανά.
«Πάντως ήταν κινηματογραφική η έξοδος μας, συμφωνείτε; Ένιωθα λες και παίζαμε σε ταινία!» συμπλήρωσε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν η συγκίνηση πέρασε και επέστρεψε στο συνηθισμένο του εαυτό. Όλοι συμφώνησαν γελώντας και άρχισαν να συζητούν για την περιπέτεια που έζησαν, ενώ η ανεμελιά και το ευχάριστο κλίμα είχε επιστρέψει στην παρέα τους.
*******
Καλησπέρα/καλημέρα αγαπημένα μου ξωτικά (ότι άλλο θα θέλατε να είστε ☺)
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Εγώ πιστεύω πως θα μπορούσα και καλύτερα, στο δεύτερο μέρος (μετά το σημείο που χωρίζω το κεφάλαιο με αστερίσκους) το έχασα λίγο και ένιωθα πως δεν ήξερα τι ήθελα να γράψω και πώς. Ελπίζω να τα κατάφερα κάπως.
Σήμερα σας έχω μία ερώτηση που δεν έχει να κάνει με αυτό το κεφάλαιο, αλλά με τη δομή του βιβλίου: το μέγεθος των κεφαλαίων πώς σας φαίνεται; Θα προτιμούσατε να είναι πιο μεγάλα, πιο μικρά ή έτσι όπως είναι; Αν συνεχίσω πάντως να γράφω τόσες λέξεις (πάνω κάτω 3000 μου βγαίνουν), θα βγει αρκετά μεγάλο το βιβλίο γιατί τα κεφάλαια θα πρέπει αναγκαστικά να είναι πιο πολλά. Από την άλλη όμως δεν θέλω να γράψω πολύ μεγάλα και να κουράζεστε στην ανάγνωση (είδατε πώς σας προσέχω; 🥰😋) Για αυτό θα ήθελα τη γνώμη σας!!
Θα τα πούμε την επόμενη Παρασκευή ή όποια άλλη μέρα το διαβάσετε 😊
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top