Κεφάλαιο 13: Παράνομοι Αγώνες
Τα Χριστούγεννα βρίσκονταν μόλις μια ανάσα μακριά. Για την ακρίβεια, ήταν η εβδομάδα εκείνη λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία. Ένα κάπως πιο ανάλαφρο και ξέγνοιαστο κλίμα επικρατούσε στο σχολείο, αφού όλοι σχεδόν οι μαθητές χαίρονταν που εκείνο θα έκλεινε για τις γιορτινές διακοπές.
Αυτό δεν σήμαινε φυσικά, ότι θα χωριζόταν και η γνωστή παρέα. Ο Ιάσονας, ο Γιάννης, ο Ηρακλής και η Ιφιγένεια είχαν υποσχεθεί ότι θα περνούσαν πολύ χρόνο μαζί μέσα στις γιορτές. Μετά τον αποχωρισμό τους απ' την Έλενα, είχαν όλοι μελαγχολήσει λίγο. Όμως την έβλεπαν χαρούμενη με τους νέους της φίλους και αυτό τους ήταν αρκετό.
Ο Ηρακλής γύρισε σπίτι του μετά από μια όχι και τόσο κουραστική μέρα στο σχολείο. Ήταν χαρούμενος και χαλαρός, μόλις όμως μπήκε στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, εκείνο που αντίκρισε ράγισε την καρδιά του και κατέστρεψε κάθε καλή διάθεση.
Η μητέρα του καθόταν στο τραπέζι, με το χέρι να στηρίζει το κεφάλι της, και έκλαιγε, μόλις όμως αντιλήφθηκε την παρουσία του γιου της βάλθηκε να σκουπίσει βιαστικά τα δάκρυα ρουφώντας τη μύτη της.
«Μάνα;» Ο Ηρακλής έβγαλε τα παπούτσια του βιαστικά, άφησε κάτω τη σχολική του τσάντα και την πλησίασε. «Τι έγινε; Κλαις;»
«Όχι, αγόρι μου.» απάντησε η Μύρνα προσπαθώντας να χαμογελάσει σαν να μη συμβαίνει τίποτα. «Να... Καθάριζα κάτι κρεμμύδια και με πείραξαν, και ακόμα δεν έχω συνέλθει.»
Ο Ηρακλής φυσικά και δεν την πίστεψε. Δεν ήταν δάκρυα που οφείλονταν σε κρεμμύδι αυτά, και εκτός αυτού ο πάγκος της κουζίνας ήταν πεντακάθαρος, χωρίς κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει τα λεγόμενα της. Έβγαλε το γκρι μπουφάν του, επίσης μέρος της σχολικής στολής για το Χειμώνα, κάθισε στη διπλανή καρέκλα και της κράτησε τα χέρια ανάμεσα στα δικά του.
«Δεν είμαι παιδί πια για να με ξεγελάς έτσι.» της είπε. «Ξέρω πολύ καλά ότι έκλαιγες. Είμαστε μια οικογένεια και πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Πες μου τώρα, γιατί έκλαιγες; Ίσως να μπορώ να κάνω κάτι.»
Η Μύρνα αποφάσισε να του πει την αλήθεια και ας τον στενοχωρούσε, κι ας μη μπορούσε να κάνει τίποτα. Άλλωστε ήταν ο μεγαλύτερος απ' τα αδέλφια του κι ίσως το έπαιρνε πιο ψύχραιμα και ώριμα αυτό.
«Είναι που... πλησιάζουν Χριστούγεννα και δεν έχουμε λεφτά για να περάσουμε. Στη δουλειά δεν μας πλήρωσαν, έκαναν είπαν κάτι περικοπές επειδή ήταν δύσκολη χρονιά και θα μας πληρώσουν μετά τις γιορτές. Τα έξοδα τρέχουν και ο αδελφός σου ζητάει δώρα από τον Άγιο Βασίλη. Άφησε ένα γράμμα επάνω στο δέντρο και θα λυπηθεί πολύ αν δεν του πάρω το παιχνίδι του. Τι θα του πω; Ότι ο Αϊ Βασίλης δεν μπόρεσε να έρθει φέτος;» είπε και τα δάκρυα κύλησαν ξανά. Η Μύρνα ήταν καθαρίστρια σε διάφορα σπίτια μέσω ενός συνεργείου καθαρισμού. Ο Ηρακλής έψαχνε και εκείνος συνεχώς να βρει κάποια δουλειά για να μπορεί να βοηθάει στα έξοδα του σπιτιού, κανένας όμως δεν τον προσλάμβανε επειδή ήταν ανήλικος και οι νόμοι ήταν αυστηροί στον Νότο. Η εργασία ανηλίκων, έστω και λίγους μόλις μήνες πριν την ενηλικίωση τους, θεωρούνταν παράνομη και γίνονταν συνεχώς έλεγχοι από τις αρμόδιες αρχές.
Ο Ηρακλής συγκινήθηκε με αυτά τα λόγια της μητέρας του. Με το ζόρι θα έβγαζαν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι κι όμως εκείνη λυπόταν περισσότερο που δεν θα έπαιρνε δώρο ο μικρός του αδελφός. Παράλληλα στενοχωρήθηκε με αυτή την κατάσταση και άρχισε ήδη να σκέφτεται λύσεις για να βοηθήσει.
«Θα δούμε τι θα κάνουμε, εντάξει; Δεν θα μας αφήσω έτσι. Θα ψάξω να βρω μια δουλειά, έστω και παράνομη. Θα πάω σε κάποια οικοδομή να τους παρακαλέσω να με βάλουν έστω για κάποια μεροκάματα.»
«Όχι, αγόρι μου.» του είπε εκείνη τρυφερά. «Δεν θέλω να δουλέψεις μέσα στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές και ειδικά σε οικοδομή. Είναι πολύ επικίνδυνο αν δεν έχεις εμπειρία σε κατασκευαστικά έργα. Θα περάσουμε τις γιορτές με όσα έχουμε.»
Ο Ηρακλής απλά ένευσε. Δεν ήθελε να ανησυχεί και να στενοχωρεί έτσι τη μητέρα του, όμως θα έβρισκε δουλειά ο κόσμος να χαλούσε. Δεν ήθελε να λείψει τίποτα από την οικογένεια του τα Χριστούγεννα.
Υποτίθεται πως ήρθαν στον Νότο από την Ανατολή για μια καλύτερη ζωή, γιατί είχαν ακούσει ότι υπήρχαν πολλές ευκαιρίες καριέρας και με πολύ καλύτερους μισθούς, ακόμα και για επαγγέλματα που στην πατρίδα τους θεωρούνταν «κατώτερα» και «ασήμαντα» από πολλούς, όπως εκείνο που έκανε η Μύρνα. Κι όμως, έβλεπε ότι κι εδώ η ίδια κατάσταση επικρατούσε. Κι εδώ υπήρχε ρατσισμός, ξενοφοβία, κι εδώ υπήρχαν διακρίσεις για πλούσιους και φτωχούς, ανεργία μα και κακές συνθήκες εργασίας σε πολλά επαγγέλματα.
Όμως δεν ζήλευε τον φίλο του τον Γιάννη που κατάγονταν από πλούσια οικογένεια. Έβλεπε πόσο διέφερε εκείνος απ' τους γονείς του και γενικά από άλλους ψωνισμένους πλούσιους και πόσο βοηθούσε όποτε μπορούσε τους φίλους του. Για λίγο σκέφτηκε να του ζητήσει δανεικά, όμως η αξιοπρέπεια του και η άρνηση να στενοχωρήσει τον φίλο του δεν τον άφηναν. Άλλωστε κι εκείνος είχε κάνει ήδη πολλά για αυτούς, όπως και ο Ιάσονας αλλά και η Ιφιγένεια, που ερχόταν κι έκανε παρέα στην αδελφή του και την έκανε χαρούμενη. Όχι, δεν θα φόρτωνε τους φίλους του με τα δικά του προβλήματα. Ήδη είχαν πολλά στο μυαλό τους, ο καθένας τα δικά του. Ο Ιάσονας έβλεπε εφιάλτες και φοβόταν μη χάσει τον έλεγχο της μαγείας του μια μέρα, ο Γιάννης είχε να αντιμετωπίζει συνεχώς την αυστηρότητα των γονιών του, η Ιφιγένεια είχε ξεριζωθεί απ' τον τόπο της χωρίς την οικογένεια της και φοβόταν ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή θα κινδύνευε και εδώ. Όχι, έπρεπε να τους αφήσει να ξεχαστούν τώρα στις γιορτές και να ξενοιάσουν. Θα έβρισκε μόνος του τη λύση.
«Θα βρω μια λύση. Για την ώρα εσύ προσπάθησε να είσαι χαρούμενη και να μην κλαις. Έχουμε ο ένας τον άλλον και αυτό είναι αρκετό.» Η Μύρνα συγκινημένη με το ενδιαφέρον και τα παρηγορητικά λόγια του γιου της τον αγκάλιασε και τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο.
«Εσύ και τα αδέλφια σου είστε ο θησαυρός μου, Ηρακλή. Να το θυμάστε πάντα αυτό.»
«Θα το θυμόμαστε, μαμά.» Ο νεαρός την έσφιξε και αυτός για λίγο στην αγκαλιά του κι έπειτα σηκώθηκε από δίπλα της.
«Θα πάω να κάτσω με τη Σοφία λίγο και μετά θα πάω να πάρω τον μικρό απ' το σχολείο.» είπε. Ο Ηλίας σχολούσε λίγο αργότερα καθώς το Δημοτικό είχε περισσότερα μαθήματα απ' ότι το Λύκειο.
Ο Ηρακλής πήγε κι άλλαξε από τη σχολική στολή σε απλά καθημερινά ρούχα κι ύστερα κάθισε για λίγο στο δωμάτιο με την αδελφή του, η οποία επίσης φάνηκε λίγο λυπημένη. Θα είχε συζητήσει και μαζί της την κατάσταση η μητέρα τους, ή μπορεί και να είχε ακούσει τη δικιά τους κουβέντα πριν λίγο, αφού το σπίτι ήταν μικρό και δεν μεσολαβούσε πολύς χώρος ανάμεσα στην κουζίνα και το δωμάτιο τους. Ωστόσο δεν του ανέφερε κάτι.
Μόλις η ώρα πήγε τρεις, ο Ηρακλής φόρεσε το μπουφάν του και έφυγε για το σχολείο του αδελφού του. Η Μύρνα δεν είχε μαγειρέψει εκείνη τη μέρα, θα ζέσταινε όταν θα γυρνούσαν τα ρεβίθια που είχαν μείνει από την προηγούμενη μέρα.
Πηγαίνοντας προς το 1ο Δημοτικό σχολείο Ωραιόπολης, έπρεπε να περάσει από αρκετές φτωχογειτονιές σαν και τη δική του που δεν είχαν και την καλύτερη φήμη... Φυσικά και υπήρχε πιο ασφαλής δρόμος, αλλά ο Ηρακλής επέλεγε τη συγκεκριμένη διαδρομή γιατί έτσι έκοβε δρόμο. Άλλωστε ήταν σχεδόν απίθανο να του επιτεθεί κάποιος μέρα μεσημέρι... Μετά όμως, όταν θα έπαιρνε τον δεκάχρονο αδελφό του, εννοείται πως θα γυρνούσαν από την πιο ασφαλή διαδρομή.
Περνώντας από ένα στενό, συνάντησε έναν τύπο με μια μακριά μαύρη καπαρντίνα και μαύρο καπέλο. Τα ρούχα που φορούσε μέσα από την καπαρντίνα, δηλαδή το πουκάμισο και το υφασμάτινο παντελόνι, καθώς και τα σκαρπίνια του, ήταν όλα μαύρα. Γενικά αυτό το ντύσιμο, μαύρα ρούχα και το συγκεκριμένο πλατύγυρο καπέλο ήταν η ενδυμασία της περίφημης Μαφίας του Νότου.
Μαφιόζος... είπε από μέσα του και έκανε να τον αποφύγει, παρόλο που δεν ήταν όλοι οι μαφιόζοι επικίνδυνοι και σχεδόν κανένας δεν έβλαπτε αθώους. Εκείνος τον είδε και βάδισε προς το μέρος του. Στο χέρι του κρατούσε κάτι φυλλάδια.
«Έι, ψιτ! Φιλαράκι...» του είπε με φιλικές διαθέσεις. Ο Ηρακλής παρόλο που δεν είχε ούτε τη διάθεση, ούτε το χρόνο, σταμάτησε το βάδισμα του και περίμενε να ακούσει τι είχε να του πει.
«Σε είδα έτσι... τούμπανο να πούμε και σκέφτηκα ότι μπορεί να σε ενδιαφέρουν αυτοί εδώ οι αγώνες.» είπε και του έδωσε ένα φυλλάδιο.
Ο Ηρακλής το πήρε στα χέρια του. Το φυλλάδιο απεικόνιζε δύο μποξέρ επάνω στο ρινγκ να χτυπιούνται φορώντας γάντια του μποξ και από πάνω έγραφε:
ΑΓΩΝΕΣ ΜΕΙΚΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020. Ήταν η ερχόμενη Δευτέρα, μόλις δύο μέρες πριν το κλείσιμο των σχολείων. Η σημερινή ημέρα ήταν Τετάρτη. Κάτω απ' την εικόνα των δύο μαχητών έγραφε ένα τηλέφωνο που έλεγε πως ήταν για παρακολούθηση και άλλο ένα για συμμετοχή.
«Άμα χρειάζεσαι λεφτά και ξέρεις να παίζεις ξύλο, πάρε σε τούτο εδώ τον αριθμό και είσαι μέσα.» του είπε ο μαφιόζος.» Ο Ηρακλής αναστέναξε, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος. Μέσα του όμως μόνο αδιάφορος δεν ήταν. Τους ήξερε καλά εκείνους τους αγώνες. Ήταν παράνομοι και επικίνδυνοι, οι περισσότεροι δεν σέβονταν τους αντιπάλους τους και χτυπούσαν ύπουλα. Όμως ήξερε επίσης ότι το χρηματικό έπαθλο για τους νικητές ήταν πολύ καλό. Έστω και έναν αν έβγαζε εκτός, θα έπαιρνε ένα ποσό. Μετά όσους περισσότερους αντίπαλους νικούσε, το ποσό αυτό ολοένα και ανέβαινε. Ήθελε όμως να μάθει περισσότερες πληροφορίες.
«Δεν το ήξερα ότι η Μαφία οργανώνει αυτούς τους αγώνες. Πώς κι έτσι;» ρώτησε.
«Δεν τους στήνουμε εμείς, φιλαράκι. Απλά εφόσον παίζει πολύ χρήμα και στοιχήματα, βγάζουμε κι εμείς κάτι παραπάνω από αυτούς. Για αυτό προσπαθούμε να τους σπρώξουμε κιόλας, αν με πιάνεις.»
«Σε πιάνω, σε πιάνω, φίλε μου.» απάντησε ο Ηρακλής δήθεν άνετος. «Εντάξει, θα το σκεφτώ και θα πάρω τηλέφωνο. Εγώ ξέρω kick boxing, σας κάνω;»
«Και τίποτα να μην έπαιζες, εμάς θα μας έκανες. Αλλά εγώ για σένα το λέω, για να μη φας ξύλο και σε στείλουν σούμπιτο σε κάνα νοσοκομείο να κάνεις εκεί Χριστούγεννα. Για αυτό σκέψου το καλά, μικρέ. Φεύγω τώρα. Αν δεν σε δω εκεί, καλές γιορτές να έχεις.» και απομακρύνθηκε περπατώντας «μάγκικα».
Ο Ηρακλής κοίταξε το φυλλάδιο για μία ακόμα φορά και πήρε την τελική του απόφαση: θα πήγαινε και θα άντεχε όσο περισσότερο μπορούσε, ώστε να έβγαζε όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα για να μπορέσει η οικογένεια του να γιορτάσει τα Χριστούγεννα όπως τους άρμοζε, για να πάρει τρόφιμα και δώρα για όλους.
Δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε στην τσέπη του, ώστε να μπορέσει αργότερα όταν θα μείνει μόνος του να πάρει τηλέφωνο.
***************************
Μία εβδομάδα μετά...
Ο Ιάσονας, η Ιφιγένεια και ο Γιάννης βγήκαν την τελευταία ώρα μαθημάτων από την αίθουσα χωρίς τον Ηρακλή. Είχε φύγει ήδη απ' το προηγούμενο διάλειμμα, κάνοντας κοπάνα και λέγοντας τους απλά ότι είχε μια δουλειά. Εκείνοι απόρησαν, αλλά δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Σκέφτηκαν ότι ίσως είχε προκύψει κάτι στο σπίτι και τον ήθελε η μητέρα του.
Καθώς βάδιζαν όλοι μαζί προς την έξοδο του σχολείου, τους πλησίασε τρέχοντας ο Δήμος:
«Παιδιά, παιδιά!» τους φώναξε από μακριά κι έφτασε κοντά τους λαχανιασμένος. Κάτι κρατούσε στο χέρι του.
«Έμαθα που πήγε ο Ηρακλής.» είπε και έτεινε μπροστά αυτό που κρατούσε. Ήταν ένα φυλλάδιο. Ο Ιάσονας το πήρε και οι δύο φίλοι του πήγαν δεξιά κι αριστερά του για να δουν.
«Πού το βρήκες αυτό;» τον ρώτησε μόλις είδαν την ανακοίνωση για τους αγώνες πάλης.
«Έπεσε από την τσέπη του Ηρακλή καθώς έφευγε προηγουμένως βιαστικά. Τον φώναξα για να του το δώσω πίσω, αλλά αυτός είχε γίνει καπνός! Αυτοί οι αγώνες είναι παράνομοι και πολύ επικίνδυνοι. Οι μαχητές χτυπάνε ύπουλα και δεν δείχνουν κανένα έλεος, δεν υπάρχει διαιτητής ούτε κανόνες. Απλά πλακώνονται όπως θέλουν μέχρι να παραδοθεί ο ένας απ' τους δύο, ή αν πέσει κάτω ξερός.» είπε με αγωνία ο καστανομάλλης συμμαθητής τους.
«Κι εσύ που το ξέρεις;» τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Εμ... Ας πούμε ότι έχω έναν φίλο ο οποίος έχει έναν τύπο... Εντάξει, το παραδέχομαι! Είχα πάει με ένα φίλο μου πέρσι και τους παρακολούθησα. Κόντεψα να ξεράσω από το αίμα που έφτυσαν εκείνοι οι τύποι.»
«Εντάξει, αρκετά μάθαμε.» είπε ο Γιάννης. «Ιάσονα, αν ο Ηρακλής έκανε αυτό που νομίζω, θα κινδυνεύσει. Πρέπει να προλάβουμε.» είπε γεμάτος αγωνία.
«Εννοείς να συμμετάσχει στους αγώνες; Μα γιατί;»
«Ξέρω εγώ...; Πάντως ο Ηρακλής ποτέ δεν κάνει τέτοιες κινήσεις απερίσκεπτες. Σίγουρα θα υπάρχει σοβαρός λόγος αν όντως πάρει μέρος. Και σίγουρα δεν είχε κανένα λόγο να πάει απλά να παρακολουθήσει...»
«Θεοι μου... Θα τραυματιστεί σοβαρά αν είναι έτσι τα πράγματα.» είπε η Ιφιγένεια εξίσου φοβισμένη.
«Ξέρεις που γίνονται οι αγώνες;» ρώτησε ο Ιάσονας τον Δήμο.
«Ναι, θυμάμαι που είναι. Αν είναι στο ίδιο μέρος και δεν έχουν αλλάξει τοποθεσία για να μην αποκαλυφθούν...»
«Εντάξει, πάμε.» είπε χωρίς δεύτερη σκέψη ο νεαρός μάγος και βιάστηκαν όλοι μαζί να φύγουν, για να προλάβουν να μην πάθει κακό ο φίλος τους. Έπρεπε να τον πείσουν να εγκαταλείψει τους αγώνες και να τον ρωτήσουν γιατί πήρε την απόφαση να συμμετάσχει σε κάτι τόσο σκληρό και επικίνδυνο.
Διάφορες σκέψεις κυριαρχούσαν στο μυαλό του καθένα σχετικά με το λόγο για τον οποίο συμμετείχε σε κάτι τέτοιο ο Ηρακλής.
Πού έχεις μπλέξει, φίλε; Αναρωτιόταν συνεχώς ο Γιάννης.
Ακολουθώντας τον Δήμο, πήραν λεωφορείο και κατέβηκαν σε μία στάση σε μια απομακρυσμένη και κακόφημη γειτονιά, κοντά στα όρια της πόλης.
«Φυσικά και θα ήταν σε ένα τέτοιο μέρος...» είπε χαμηλόφωνα ο Ιάσονας καθώς έβλεπαν τα σκουπίδια και τα ετοιμόρροπα σπίτια γύρω τους, καθώς περπατούσαν. Κάτι περίεργοι τύποι τους κοιτούσαν...
Ας τολμήσουν να μας πειράξουν και θα δουν τι πάει να πει μαγικές γροθιές! Σκέφτηκε ο νεαρός μάγος. Η Ιφιγένεια φοβισμένη έπιασε το μπράτσο του και σχεδόν κόλλησε πάνω του.
«Που μας έφερες, ρε Δήμο...;» ρώτησε ο Γιάννης.
«Μην ανησυχείτε. Κανείς δεν μας πειράζει μέρα- μεσημέρι. Θέλετε να σταματήσετε τον Ηρακλή προτού φάει το ξύλο της ζωής του η όχι;»
«Φυσικά και θέλουμε. Ελπίζω μόνο να αντέξει μέχρι να προλάβουμε.» είπε ο Ιάσονας.
Έφτασαν σε ένα παρακμιακό μπαρ και πέρασαν τη μισοσπασμένη γυάλινη πόρτα. Μέσα έπαιζε μέταλ μουσική, ενώ μερικοί τύποι με δερμάτινα κάθονταν σε κάποια τραπέζια. Ο Δήμος πλησίασε τον μπάρμαν, που ήταν ένας σωματώδης τύπος με μακριά μαλλιά, πυκνά μούσα και τα χέρια του καλυμμένα από τατουάζ, τόσα ώστε να μη φαίνεται καθόλου δέρμα.
«Χαίρεται.» του είπε ο Δήμος.
«Φύγετε από 'δω, μικρά. Δεν είναι μέρος αυτό για μαθητούδια.» τους είπε. Κανένας δεν τόλμησε να του αντιμιλήσει. Ο Δήμος γέλασε νευρικά και απάντησε:
«Εμ... Ξέρετε, ήρθαμε για τους αγώνες. Μη μας βλέπεις έτσι, αυτό είναι κάλυψη μόνο για το σχολείο. Στην πραγματικότητα είμαστε πολυυυύ σκληροί τύποι. Γουστάρουμε να βλέπουμε ξύλο και σπλατεριές. Να, έχουμε και την πρόσκληση.» Του έδωσε το φυλλάδιο. Εκείνος έριξε μια ματιά σε αυτό, έπειτα τους κοίταξε ξανά όλους και το βλέμμα του σταμάτησε στην Ιφιγένεια.
«Και η κοπελιά; Είναι κι αυτή σκληρή;» ρώτησε. Εκείνη σάστισε για λίγο, όμως αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Ιάσονα, πήρε θάρρος και απάντησε:
«Ω, ναι. Είμαι κι εγώ πολύ σκληρή και άγρια. Ε... Γουστάρω κι εγώ να βλέπω ξύλο. Ρίχνω κι εγώ μια στις τόσες.» Τα αγόρια λίγο έλειψε να γελάσουν με τη δήθεν άγρια έκφραση που είχε πάρει. Ο Ιάσονας παραδέχτηκε ενδόμυχα ότι, ακόμα και έτσι να ήταν στα αλήθεια, και πάλι θα του άρεσε!
«Χμ... Καλώς.» είπε τελικά ο μπάρμαν. Δεν κατάλαβαν αν όντως τους πίστεψε ή αν απλά ήθελε να τους ξεφορτωθεί. Πάντως κατάφεραν να μπουν. Ή μήπως όχι;
«Η είσοδος είναι δέκα Νότιες Δραχμές* για τον καθένα σας. Σύνολο σαράντα δραχμές. Αλλά επειδή είστε ανήλικα και θα βρω το μπελά μου αν με πάρουν χαμπάρι, θέλω τα διπλάσια. Μη φάω το ξύλο τζάμπα... Να κρατήσω κι εγώ κάτι παραπάνω. Ογδόντα Νότιες Δραχμές.» είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση.
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απογοητευμένα. Όμως ο Γιάννης έβγαλε το πορτοφόλι του ξεφυσώντας και αφού μέτρησε έναν πάκο χαρτονομίσματα, έβγαλε το απαιτούμενο ποσό και το κοπάνησε με δύναμη στον πάγκο.
«Πάντα τόσα λεφτά κουβαλάει πάνω του αυτός;» ρώτησε ο Δήμος μα απάντηση δεν πήρε από κανέναν.
Ο μπάρμαν τα μέτρησε και χαμογέλασε ικανοποιημένος.
«Είσαι μάγκας.» είπε στον Γιάννη. «Ελάτε τώρα. Θα σας βάλω μέσα, αλλά το νου σας, έτσι; Μην τραβήξετε πολύ την προσοχή.»
Τον ακολούθησαν σε μια πόρτα πίσω από το μπαρ και από εκεί κατέβηκαν μια μεγάλη σκάλα με ελάχιστο κόκκινο φωτισμό, προς ένα υπόγειο. Από μέσα ακούγονταν αμυδρά οι φωνές ενός μεγάλου πλήθους. Ο μπάρμαν- πορτιέρης- μπράβος άνοιξε την γκρι σιδερένια πόρτα και τότε είδαν μπροστά τους κόσμο πολύ που φώναζε και πανηγύριζε σαν τρελός, φώτα που αναβόσβηναν και τον περισσότερο φωτισμό συγκεντρωμένο σε μια αρένα στο βάθος, η οποία βρισκόταν μέσα σε συρματόπλεγμα, ενώ σε σημεία που δεν φωτίζονταν επικρατούσε σκοτάδι.
«Καλά να περάσετε.» τους είπε ο άγριος μπάρμαν και τους έκανε νόημα να περάσουν στην υπόγεια αίθουσα.
Οι τέσσερις μαθητές πέρασαν και περπάτησαν διστακτικά μέχρι την αρένα. Εκεί, γινόταν ένας χαμός από ανθρώπους που φώναζαν και σπρώχνονταν. Οι περισσότεροι θύμιζαν τον εκκεντρικό μπάρμαν. Δυο τύποι στο πλήθος σπρώχτηκαν μεταξύ τους κατά λάθος, η μπύρα του ενός έπεσε πάνω στον άλλον κι άρχισαν να παλεύουν με γροθιές και κλωτσιές. Κανένας δεν μπήκε στον κόπο να τους χωρίσει.
«Τους λυπάσαι κι αυτούς, Ιφιγένεια;!» τη ρώτησε σχεδόν ειρωνικά ο Γιάννης με τη φωνή του υψωμένη για να ακουστεί πάνω από το πλήθος. Δεν του απάντησε. Παρέμενε κολλημένη επάνω στον Ιάσονα, ενώ εκείνος αγριοκοίταζε όσους της έριχναν πονηρές ματιές σαν ξελιγωμένοι.
Δεν υπήρχε θέση για να καθίσουν, έτσι πήγαν και στάθηκαν μπροστά ακριβώς απ' την αρένα, στρυμωγμένοι ανάμεσα σε τρελαμένο κόσμο. Εκείνη την ώρα στην αρένα, ένας υπερβολικά φουσκωτός πυγμάχος με μακρύ σγουρό μαλλί και άγριο πρόσωπο γεμάτο ουλές, που φορούσε μία μοβ ολόσωμη φόρμα πυγμαχίας που άφηνε το γεμάτο πυκνές τρίχες στήθος του ακάλυπτο, χτυπούσε πανηγυρικά το στήθος του καθώς το ιατρικό επιτελείο έπαιρναν αναίσθητο έναν εξίσου σωματώδη τύπο μέσα στα αίματα.
«Συγνώμη... Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Δήμος έναν τύπο δίπλα του.
«Α καλά, τώρα ήρθες, μικρέ;! Αυτός είναι ο Μπάμπης το Αιμοβόρο Θηρίο. Έχει βγάλει νοκ άουτ πέντε και πάει για έκτο. Ανίκητος, σου λέω!» φώναξε ενθουσιασμένος αυτός.
«Δύσκολα τα πράγματα για τον Ηρακλή...» γύρισε και είπε στους φίλους του.
«Μα που είναι;» απόρησε ο Ιάσονας.
«Καλή ερώτηση.»
Μια φωνή ακούστηκε δυνατά απ' τα μεγάφωνα:
«ΚΑΙ ΤΩΡΑ...! ΕΧΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟ! ΕΙΝΑΙ ΜΟΛΙΣ ΔΕΚΑΟΧΤΩ, ΚΙ ΟΜΩΣ ΑΠΟ ΟΤΙ ΛΕΕΙ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΕΝΟΣ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟΥ! ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, ΥΠΟΔΕΧΤΕΙΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΤΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ, ΤΟΝ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΑΚΟΜΟΙΡΗ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΕΙ ΑΠΟ ΕΔΩ ΜΕ ΦΟΡΕΙΟ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΜΑΥΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙΙΙΙ!» Φώναξε ο εκφωνητής, συνεπαρμένος κι εκείνος από την αγριότητα των μονομαχιών.
«Πάνω στην ώρα φτάσαμε!» αναφώνησε ο Ιάσονας.
«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε γεμάτη αγωνία η Ιφιγένεια.
«Γιατί είπε πως είναι δεκαοχτώ;» απόρησε ο Γιάννης.
«Σίγουρα επειδή δεν θα τον άφηναν να συμμετάσχει αν δήλωνε πως είναι ανήλικος.» έδωσε μια εξήγηση ο Δήμος.
Ο Ηρακλής μπήκε στο υπόγειο στάδιο με τη συνοδεία ροκ μουσικής, ενός κομματιού που ήταν το αγαπημένο του. Το ύφος του ήταν σοβαρό, σκληρό και αποφασισμένο, ενώ φορούσε μία κόκκινη βερμούδα πυγμαχίας και στα χέρια του τα γάντια του kick boxing.
«Ηρακλή! Μην το κάνεις, φίλε!» άρχισε να φωνάζει ο Γιάννης για να τον προσέξει, κουνώντας δυνατά το συρματόπλεγμα κι ύστερα το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι φίλοι του, μέχρι κι ο Δήμος.
Έστρεψε το κεφάλι του προς τις φωνές και τους είδε. Είδε την παρέα του, να του φωνάζουν να σταματήσει, να μη βάλει τον εαυτό του σε αυτόν τον κίνδυνο. Μα πώς βρέθηκαν εδώ; Πώς έμαθαν για τους αγώνες και για το γεγονός ότι σκόπευε να συμμετάσχει;
«Τι τρέχει, λιονταράκι;» τον ρώτησε ο αντίπαλος του με έπαρση και αλαζονεία. «Θα ακούσεις τα φιλαράκια σου και θα κάνεις πίσω; Ε λοιπόν, καλά θα κάνεις, γιατί δεν θα σε λυπηθώ. Φύγε τώρα που μπορείς.» Ο νεαρός Ανατολίτης έριξε μία ακόμα ματιά στους φίλους του, είδε την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων.
Δεν είχε ιδέα ότι θα μονομαχούσε με έναν τόσο δύσκολο και αδίστακτο αντίπαλο, κι ούτε ήθελε να τον δουν οι φίλοι του να χτυπάει, να τραυματίζεται σοβαρά ίσως... Όμως τώρα ήταν πια αργά για να κάνει πίσω. Σκέφτηκε τη μητέρα του, τα δάκρυα στο θλιμμένο πρόσωπο της, φαντάστηκε την απογοητευμένη έκφραση του αδελφού του όταν θα του έλεγαν πως δεν θα έπαιρνε το αγαπημένο του παιχνίδι... τη Σοφία, που θα έδειχνε κατανόηση και θα έλεγε πως δεν θα πείραζε αν έτρωγαν λιγότερο την ημέρα των Χριστουγέννων και αν μοιράζονταν το λιγοστό φαγητό που θα είχαν, έστω και αν αυτό ήταν πατάτες ή μερικά φασόλια. Όχι, δεν τους άξιζε αυτό. Άξιζαν να κάνουν χαρούμενες γιορτές όπως όλοι.
«Ποτέ δεν κάνω πίσω.» είπε στο Αιμοβόρο Θηρίο και ύψωσε τα χέρια του σε γροθιές, παίρνοντας θέση μάχης.
*Νότιες Δραχμές: Το επίσημο νόμισμα του Νότου. Έχει την ίδια αξία με το ευρώ, έτσι, όταν λέμε μία Νότια Δραχμή, εννοούμε ένα ευρώ, πέντε Νότιες δραχμές ισοδυναμούν με πέντε ευρώ και πάει λέγοντας. Χαρτονομίσματα βγαίνουν για πέντε Νότιες Δραχμές και πάνω. Αντίστοιχα από τα Πέντε Βασίλεια, ο Βορράς έχει το Βόρειο Φλουρί, η Ανατολή την Ανατολική Λύρα, η Δύση το Δυτικό Δολάριο και το Κέντρο το Κεντρικό Νόμισμα/Χαρτονόμισμα. Όταν γίνονται συναλλαγές μεταξύ αυτών των χωρών, επειδή όλα τα νομίσματα έχουν ισοδύναμη αξία, οι πολίτες μπορούν να πληρώσουν σε ένα ξένο βασίλειο χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουν τα χρήματα τους, ο πολίτης εκείνου του βασιλείου τον οποίο πληρώνουν όμως οφείλει στη συνέχεια να πάει σε μια τράπεζα να τα αλλάξει. Όταν όμως ταξιδεύουν σε μια χώρα πέρα από τα Πέντε Βασίλεια θα πρέπει να έχουν αλλάξει από πριν το νόμισμα τους σε νόμισμα της χώρας αυτής.
***************
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Και αυτό φαινόταν filler όμως δεν είναι. Θα παίξει σημαντικό ρόλο η έκβαση της πάλης του Ηρακλή με το "Αιμοβόρο Θηρίο" σε αυτό που θα ακολουθήσει.
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο; Θα τα καταφέρει ο Ηρακλής να κερδίσει, θα τραυματιστεί σοβαρά ή θα ακούσει τελικά τους φίλους του και θα κάνει πίσω;
Σας ευχαριστώ που το διαβάζετε και ευχαριστώ ακόμα περισσότερο όσους σχολιάζουν λέγοντας τη γνώμη τους ❤
Το επόμενο κεφάλαιο θα ανέβει την επόμενη Παρασκευή, σε μία εβδομάδα ακριβώς!! Φιλιά πολλά σε όλα τα αγαπημένα μου ξωτικά, μάγους/μάγισσες ή ό,τι επιθυμείτε να είστε με τη φαντασία σας 😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top