Κεφάλαιο 12: Κάποια Άλλη
Πολλά είχαν αλλάξει. Είχε μπει ο Δεκέμβριος πλέον και όλοι ετοιμάζονταν για τα Χριστούγεννα. Οι βιτρίνες των καταστημάτων τα βράδια φωτίζονταν με πολύχρωμα φωτάκια και οι βεράντες πολλών σπιτιών το ίδιο, ενώ τα Χριστουγεννιάτικα έλατα έστεκαν στολισμένα στα σαλόνια. Η Ωραιόπολη είχε φορέσει τα καλά της και η παρέα μας, παρά το τσουχτερό κρύο, έκαναν πολύ συχνά βόλτες στο κέντρο της για να χαζεύουν τους στολισμούς ή να ψωνίζουν από φούρνους αχνιστά γλυκά.
Η Ιφιγένεια, παρόλο που στην πατρίδα της δεν γιόρταζαν τα Χριστούγεννα εφόσον είχαν άλλη θρησκεία, απολάμβανε το κλίμα αυτό στον Νότο και ανυπομονούσε για τους εορτασμούς. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εκείνη και ήθελε πολύ να τα ζήσει όλα αυτά με τους φίλους της. Είχε μιλήσει σχετικά με αυτούς στους γονείς της, με τους οποίους επικοινωνούσαν τηλεφωνικά, και εκείνοι χαίρονταν πολύ που είχε βρει φίλους η κόρη τους και δεν ήταν συνεχώς μόνη της, όπως φοβούνταν πριν τη στείλουν εκεί. Η κοπέλα εννοείται πως παρέλειψε το γεγονός με το κοράκι. Είπε απλά ότι αποκάλυψε στους φίλους της ότι την έστειλαν μόνη της στο Νότιο Βασίλειο για να την προστατεύσουν από κάτι που η ίδια δεν γνώριζε. Εκείνοι αντέδρασαν στην αρχή, ήταν πολύ αρνητικοί που τέσσερις θνητοί ήξεραν έστω τη μισή αλήθεια, όμως η Ιφιγένεια τους καθυσήχασε λέγοντας ότι τους εμπιστευόταν απόλυτα και πως δεν θα το αποκάλυπταν σε κανέναν άλλον.
Το μόνο αρνητικό γεγονός που είχε συμβεί ήταν η απομάκρυνση της Έλενας απ' την παρέα, καθώς κατά ένα περίεργο τρόπο άρχισε να βγαίνει στα διαλείμματα, αλλά και εκτός σχολείου, με την πιο δημοφιλή παρέα του σχολείου. Όλα αυτά συνέβησαν μια μέρα, που η Έλενα είχε πληγωθεί για μία ακόμα φορά από τον Γιάννη, έτσι έπεσε τυχαία πάνω της η «αρχηγός» εκείνης της παρέας και από εκείνη την ημέρα την έκαναν «μία από αυτούς».
Κάθονταν όλοι μαζί σε ένα διάλειμμα, στο προαύλιο του σχολείου, προτού μπει ακόμα ο τελευταίος μήνας του χρόνου και αρχίσει το πολύ κρύο.
«Τελικά εκείνο το κοράκι δεν ξαναφάνηκε, ε;» ρώτησε ο Γιάννης κάποια στιγμή.
«Όχι, ευτυχώς. Από ότι φαίνεται άδικα ανησυχήσαμε.» απάντησε ο Ιάσονας.
«Βέβαια ίσως αυτό να συνέβη επειδή δεν χρειάστηκε να θεραπεύσω κάποιον ξανά, έτσι εκείνο ίσως έχασε τα μαγικά ίχνη μου.» πρόσθεσε η Ιφιγένεια.
«Και δεν θυμόταν πώς να ξανάρθει; Πόσο χαζό πουλί.» είπε ο Γιάννης γελώντας.
«Πάλι καλά να λες.» είπε ο Ηρακλής.
«Ας μην επαναπαυόμαστε.» είπε σοβαρά ο Ιάσονας. «Μπορεί να υπάρχει άλλος λόγος που δεν ήρθε ξανά.»
«Πάντως κι εγώ πιστεύω πως άδικα ανησυχείτε.» είπε η Έλενα, που δεν είχε μιλήσει καθόλου μέχρι στιγμής. Τέσσερα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος της.
«Θέλω να πω... Τα κοράκια τα θεωρώ πολύ παρεξηγημένα πουλιά. Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να είναι κακό;»
«Τόσα ξέρεις, τόσα λες και εσύ.» της είπε ο Γιάννης, και ο τόνος του της φάνηκε τόσο απότομος και υποτιμητικός... «Δεν ήσουν καν μπροστά να έβλεπες πόσο τρομακτικό ήταν.» Τότε η Έλενα με νευριασμένο ύφος πήρε τα βιβλία που είχε μαζί της στην αγκαλιά της και έφυγε χωρίς να του ρίξει άλλη ματιά.
«Πόσο ηλίθιος είσαι από το 1 ως το 10;» τον ρώτησε ο Ιάσονας.
«Πάλι τα ίδια...» μουρμούρισε ο Ηρακλής.
«Γιατί ρε σεις; Είπα κάτι κακό;»
«Ήταν ο τρόπος που το είπες. Η Έλενα απλά εξέφρασε τη γνώμη της και εσύ την πήρες κατευθείαν απ' τα μούτρα. Πήγαινε να της ζητήσεις συγνώμη...» του είπε ο κολλητός του ο μάγος.
«Ξέχνα το! Της έχω ζητήσει ήδη μια φορά! Δεν φταίω εγώ αν παρεξηγείται με το παραμικρό!» αναφώνησε ο Γιάννης.
Η λογομαχία τους συνεχίστηκε για αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρουν τελικά να τον πείσουν να πάει να απολογηθεί, και στο μεταξύ η Έλενα κάθισε σε ένα άλλο παγκάκι σε έναν διάδρομο μέσα στο σχολικό κτήριο και ο θυμός μετατράπηκε σε δάκρυα. Πάντα το μισούσε όταν συνέβαινε αυτό.
Η Ιφιγένεια είναι τέλεια, όλοι συμφωνούν μαζί της σε ό,τι πει, ενώ εγώ μόνο βλακείες πετάω. Σκεφτόταν. Η Ιφιγένεια αυτό, η Ιφιγένεια εκείνο, όλα για την Ιφιγένεια! Όλοι θέλουν να την προστατεύσουν και τραβάει πάντα την προσοχή!
Όντως, συνέχεια έτσι γινόταν. Και δεν ήταν μόνο τα τρία αυτά αγόρια που την προστάτευαν σαν τους «Τρεις Σωματοφύλακες». Κάθε φορά που έβγαιναν οι δυο τους, ή μαζί με την Άσπα και τη Γιώτα, η πρώτη την οποία κοιτούσαν και φλέρταραν τα αγόρια ήταν εκείνη, παρόλο που δεν τους έδινε ιδιαίτερη σημασία, δεν μπορούσε να πει ότι τους προκαλούσε κιόλας... Όμως η απίστευτη ομορφιά της και το γεγονός ότι ήταν ξωτικό έστρεφε όλα τα βλέμματα πάνω τους όπου κι αν πήγαιναν. Ενώ εκείνη, δεν της έριχναν ούτε μια ματιά, σαν να ήταν αόρατη, παρόλο που πρόσεχε τον εαυτό της, ντυνόταν όμορφα και βαφόταν, και το πυρόξανθο χρώμα στα μαλλιά της ήταν εντυπωσιακό. Η Άσπα κι η Γιώτα δεν φαίνονταν να έχουν πρόβλημα, και ούτε η Έλενα θα είχε, δεν θα ζήλευε τόσο, αν δεν της είχε εκμυστηρευτεί ο Γιάννης ότι η Ιφιγένεια άρεσε και στον ίδιο εκτός απ' τον Ιάσονα.
Στην αρχή έδειξε ανωτερότητα, όντως δεν την ενοχλούσε αυτή η σκέψη όσο έκαναν όλοι μαζί παρέα κι έβλεπε το ενδιαφέρον του Ιάσονα προς αυτήν. Όσο περνούσαν οι μέρες όμως, και δεν συνέβαινε τίποτα μεταξύ τους, σε συνδυασμό με τον αποκλειστικά φιλικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την ίδια ο Γιάννης, άρχισε εκείνο το μικρό τέρας της ζήλειας να μεγαλώνει μέσα της και να την κυριεύει. Κατά βάθος είχε μια ελπίδα ότι ο Γιάννης θα αλλάξει γνώμη, ότι θα προτιμήσει την ίδια τελικά. Δεν επέλεγε καμιά τους όμως, έδειχνε μόνο με διακριτικό τρόπο το ενδιαφέρον του προς το Ξωτικό.
Ο τρόπος που της μίλησε σήμερα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ήξερε ότι δεν ήταν κάτι σοβαρό και θα μπορούσε να το εκλάβει ως πλάκα, όλα όσα είχαν προηγηθεί όμως και όσα ένιωθε δεν την άφησαν. Και τώρα καθόταν στο απομονωμένο αυτό παγκάκι του διαδρόμου και έκλαιγε σαν αδύναμο κοριτσάκι.
Μια φωνή διέκοψε τις σκέψεις της και σκούπισε βιαστικά τα δάκρυα της:
«Χέι! Είσαι καλά;» Σήκωσε το κεφάλι της. Από πάνω της στεκόταν μια πολύ εντυπωσιακή ξανθιά κοπέλα, ψηλή, με τέλειες αναλογίες και ολόισια μακριά μαλλιά. Η φούστα της σχολικής στολής ήταν λίγο ανασηκωμένη και πιο κοντή από το επιτρεπτό όριο, ενώ το πουκάμισο της δεμένο πάνω από το ύψος του αφαλού και με ανοιγμένα όλα τα κουμπιά στο μπούστο. Λίγα μέτρα παραπέρα, στέκονταν μια μελαχρινή, εξίσου εντυπωσιακή κοπέλα και ένα γοητευτικό αγόρι, επίσης με μαύρα μαλλιά, που απέπνεε αυτοπεποίθηση και χάρη. Μα πως βρέθηκαν αυτά τα άτομα εδώ; Υποτίθεται πως ήταν ο πιο απομονωμένος διάδρομος...
«Ναι... Καλά είμαι, ευχαριστώ.» απάντησε η Έλενα και παρατηρώντας τους καλύτερα κατάλαβε ποιοι ήταν. Ήταν η πιο δημοφιλής ομάδα του σχολείου, πήγαιναν όμως σε άλλο τμήμα της Τρίτης Λυκείου και για αυτό δεν είχαν συστηθεί ποτέ επισήμως, καθώς εκείνοι από ότι άκουγαν δεν συναναστρέφονταν με άτομα τους οποίους θεωρούσαν κατώτερους, με τους «σπασίκλες», τους «χαμένους» ή «τα φυτά» όπως τους αποκαλούσαν κοροϊδευτικά.
Η κοπέλα κάθισε δίπλα της στο παγκάκι σταυροπόδι και η Έλενα μαζεύτηκε ντροπαλά.
«Αυτό το βλέμμα το ξέρω. Σε πλήγωσε κάποιο αγόρι. Έλα, πες τα όλα.» της είπε σε προστακτικό αλλά συγχρόνως φιλικό τόνο. Σήκωσε διστακτικά τα μάτια της στα βαμμένα με μαύρη μάσκαρα, καστανά δικά της.
«Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον.» είπε και ρούφηξε τη μύτη της. «Αλλά δεν θέλω να μιλήσω για αυτό.» Η κοπέλα έριξε μια ματιά στους δυο φίλους της σαν να περίμενε κάποια επιβεβαίωση και εκείνοι της ένευσαν.
«Κοίτα, αν δεν έχεις παρέα, καλύτερα να μην κάθεσαι μόνη σου στα διαλείμματα. Αν θες μπορείς να κάτσεις μαζί μας. Είμαι η Ρεβέκκα και από εδώ οι δυο κολλητοί μου, Ματίνα και Πάνος.» της είπε και άπλωσε το χέρι της σε χειραψία.
«Έλενα...» συστήθηκε τελικά και εκείνη και ανταπέδωσε τη χειραψία.
Ο Πάνος με δύο βήματα βρέθηκε μπροστά της και η Ματίνα ακολούθησε.
«Χάρηκα, Έλενα.» της είπε και έδωσε και μαζί του τα χέρια. Της χαμογέλασε ευγενικά. Η Ματίνα αν και κάπως πιο ψυχρή από τους άλλους δύο, της συστήθηκε κι εκείνη ευγενικά.
«Λοιπόν Έλενα, όπως ίσως θα γνωρίζεις, γιατί όλοι στο σχολείο μας ξέρουν, είμαστε η πιο δημοφιλής και κουλ παρέα.» είπε η «αρχηγός» Ρεβέκκα.
«Ναι... Φυσικά και σας ξέρω.»
«Αν θες να μπεις και εσύ στην παρέα μας και να γίνεις κουλ, να σε κοιτάνε όλα τα αγόρια και τα κορίτσια να σκάνε από ζήλεια, έλα να μας βρεις εδώ στο επόμενο διάλειμμα. Σε συμπάθησα αμέσως, και εγώ σπάνια συμπαθώ έτσι εύκολα άτομα και ειδικά κοπέλες. Να, ρώτα και τα παιδιά.» Η Έλενα έριξε μια ματιά στους άλλους δύο και ο Πάνος ένευσε.
«Ισχύει, είναι πολύ ξινή.»
«Σε ευχαριστώ, γλυκέ μου.» είπε η Ρεβέκκα και χαμογέλασε, παίρνοντας το ως κομπλιμέντο αυτό. Έπειτα χτύπησε κουδούνι και αποχαιρέτησαν την Έλενα, λέγοντας της πως ήλπιζαν να τη συναντήσουν εκεί στο επόμενο διάλειμμα.
Την ίδια στιγμή ο Γιάννης, έχοντας κρυφτεί πίσω από τη γωνία του διαδρόμου, τα είδε και τα άκουσε όλα αυτά. Επέστρεψε στους κολλητούς του και είπε:
«Παιδιά, δεν θα πιστέψετε τι είδα.»
«Τι είδες; Καταρχάς ζήτησες συγνώμη από την Έλενα;» τον ρώτησε ο Ιάσονας.
«Όχι, δεν πρόλαβα, γιατί όταν έφτασα εκεί που καθόταν, την είδα να μιλάει με εκείνα τα ψώνια από το Γ1.»
«Τι λες, ρε;! Και τι έλεγαν;»
«Κάτι της έλεγε η αρχηγός τους, εκείνη η ξανθιά, να μπει στην παρέα τους και να την κάνουν κουλ σαν αυτούς και κάτι τέτοια.»
«Δεν μου αρέσει αυτό. Παγίδα μου μυρίζεται.» είπε ο Ηρακλής.
«Όντως. Θα την κοροϊδέψουν. Πρέπει να κάνουμε κάτι.» είπε ο Ιάσονας. Κοίταξε την Ιφιγένεια, που είχε απορήσει με αυτά που άκουγε, και της εξήγησε:
«Αυτοί για τους οποίους μιλάμε είναι τα πιο δημοφιλή παιδιά του σχολείου. Όλοι τους θαυμάζουν κι όλοι θέλουν να γίνουν φίλοι τους, εκτός από εμάς βέβαια, αλλά εκείνοι δεν θέλουν να γίνουν φίλοι με κανέναν. Δεν πλησιάζουν ποτέ άτομα έτσι όπως πλησίασαν την Έλενα. Κάτι σχεδιάζουν εναντίον της για να σπάσουν πλάκα.»
«Αν είναι έτσι όπως τα λέτε, τότε οφείλουμε να την προειδοποιήσουμε για να μην πληγωθεί.» είπε η Ιφιγένεια ανήσυχη.
«Πολύ αργά. Έχει πληγωθεί ήδη...» μουρμούρισε ο Γιάννης, πιο πολύ στον εαυτό του όμως καθώς κανένας δεν τον άκουσε. Ξεκίνησαν να βαδίζουν προς την τάξη τους.
Στο μάθημα, η Ιφιγένεια δεν μπόρεσε να της μιλήσει, γιατί ο καθηγητής εκείνης της ώρας ήταν πολύ αυστηρός και ήθελε να επικρατεί απόλυτη υσηχία καθώς παρέδιδε.
Στο επόμενο διάλειμμα, οι τέσσερις φίλοι της Έλενας την πλησίασαν και την πρόλαβαν έξω από την αίθουσα τους. Της μίλησαν σχετικά με τις υποψίες τους.
«Μπορείτε να μου πείτε γιατί βλέπετε παντού συνομωσίες;» απόρησε εκείνη μόλις τους άκουσε. «Δηλαδή αποκλείεται να με συμπάθησαν όντως;»
«Ναι Έλενα, αποκλείεται. Αυτοί οι τρεις σίγουρα κάτι σχεδιάζουν. Μπορεί να σε κοροϊδέψουν για να σπάσουν πλάκα, να σου παριστάνουν στην αρχή τους φίλους κι ύστερα να σου κάνουν μπούλινγκ. Πολλά γίνονται.» της είπε ο Γιάννης με πραγματικό ενδιαφέρον στο βλέμμα του, όμως για εκείνη ήταν πλέον αργά. Είχε ήδη πάρει την απόφαση της.
«Άσε μας ρε Γιάννη, άρχισες να νοιάζεσαι ξαφνικά για μένα...» του είπε ειρωνικά και δεν αναγνώρισε τον εαυτό της, όμως ο θυμός και η ζήλεια την είχαν αλλάξει. Έβγαζαν ένα άλλο πρόσωπο προς τα έξω.
«Έλενα, εμείς για το καλό σου στο λέμε.» Της είπε η Ιφιγένεια, για να εισπράξει επίσης ένα ανεξήγητα οργισμένο βλέμμα.
«Κι εσύ Ιφιγένεια, τι ξέρεις από αυτό το σχολείο; Δεν έχεις κλείσει ούτε δυο μήνες εδώ και νομίζεις πως είσαι κάποια επειδή όλοι σε λατρεύουν. Η Ιφιγένεια, το ξωτικό με την καλή καρδιά που νοιάζεται για τους πάντες. Το τέλειο κορίτσι!» αναφώνησε κάνοντας την να απορήσει.
«Τι σου συνέβη;» τη ρώτησε πληγωμένη.
«Έλενα...!» άκουσε μια γνώριμη φωνή πίσω της. Ήταν η Ρεβέκκα, που είχε πλησιάσει μαζί με τους άλλους δύο.
«Άσε αυτούς τους χαμένους.» είπε η ξανθιά κοιτάζοντας κοροϊδευτικά προς το μέρος της παρέας της.
«Ναι, έλα μαζί μας! Τι κάνεις μ' αυτά τα φρικιά;» συμπλήρωσε και ο Πάνος και η τριάδα γέλασαν.
Ο Ιάσονας έσφιξε τις γροθιές του και πράσινο φως φάνηκε να εμφανίζεται σε αυτές, ενώ ο Γιάννης έκανε να ορμήσει απειλητικά προς το μέρος τους για να τους κόψει τα γέλια, όμως ο Ηρακλής τον συγκράτησε.
«Ηρέμησε.» του είπε. «Εσείς της είπατε κάποια πράγματα, τώρα είναι στο χέρι της τι θα κάνει.» Η Ιφιγένεια ήταν έτοιμη να δακρύσει από τα προηγούμενα λόγια της Έλενας. Μα γιατί της μίλησε έτσι, με τόση ειρωνεία; Η Έλενα τότε τους κοίταξε ξανά όλους, αυτή τη φορά ανέκφραστα, και τελικά προχώρησε προς το μέρος της νέας παρέας που επέλεξε.
«Αφήστε την. Έκανε την επιλογή της.» είπε τότε ο Ηρακλής, ο ψύχραιμος της παρέας. Οι τέσσερις φίλοι ήταν πολύ λυπημένοι και ειδικά ο Γιάννης, που ήξερε ότι εξαιτίας του έγιναν όλα αυτά. Εκείνος την έσπρωξε σε εκείνη την παρέα, και δεν θα σταματούσε να ανησυχεί για εκείνη αν αυτό το τρίο της συμφοράς δεν αποδείκνυαν ότι άξιζαν να λέγονται φίλοι της, όπως ήταν μέχρι τότε εκείνοι.
Η Ρεβέκκα, η Ματίνα και ο Πάνος οδήγησαν την Έλενα στο σημείο όπου τη συνάντησαν πριν.
«Μη στεναχωριέσαι για αυτούς τους αποτυχημένους.» της είπε η Ρεβέκκα καθώς πήγαιναν εκεί.
«Ναι, δεν αξίζουν. Είδαμε πώς σου φέρθηκαν. Μην τους αφήνεις να σε κάνουν ότι θέλουν.» συμπλήρωσε η Ματίνα.
«Άσε που ακούσαμε τι έλεγαν για εμάς. Μας κρίνουν χωρίς να μας έχουν γνωρίσει στην ουσία.» είπε κι ο Πάνος.
«Απλά... Όλοι τους ασχολούνται συνεχώς με εκείνο το ξωτικό, την Ιφιγένεια. Ακόμα και οι δυο κολλητές μου, η Άσπα κι η Γιώτα, πολλές φορές δίνουν σημασία μόνο σε εκείνη και εμένα με έχουν γραμμένη.»
«Ξέχασε τους όλους αυτούς.» της είπε η Ματίνα. «Εμείς θα είμαστε οι φίλοι σου από εδώ και πέρα.»
«Ακριβώς.» συμφώνησε η Ρεβέκκα. «Μα πρώτα, πρέπει να κάνουμε κάποιες αλλαγές.»
Είχαν φτάσει στο παγκάκι που τη συνάντησαν πριν και της έβγαλε το σακάκι.
«Τι κάνεις;» απόρησε εκείνη.
«Έχε μου εμπιστοσύνη... Η στολή αυτή είναι υπερβολικά σεμνή. Θέλεις να δείχνεις σέξι σαν εμάς ή όχι;» Δεν περίμενε απάντηση. Της ξεκούμπωσε τα τελευταία κουμπιά του πουκαμίσου, αφού το έβγαλε πρώτα έξω από τη φούστα και έκανε ένα φιόγκο λίγο πιο πάνω απ' τον αφαλό της, ώστε να φαίνεται η κοιλιά της. Έπειτα άνοιξε και τα πρώτα κουμπιά για να φαίνεται το μπούστο.
«Ορίστε. Αφού έχεις ωραίο στήθος, γιατί να το κρύβεις; Α! Και... παραλίγο να το ξεχάσω.» Της ανασήκωσε τη φούστα έτσι ώστε να φαίνεται πιο κοντή. «Ωραία. Πολύ καλύτερα έτσι. Ε, παιδιά;» Ο Πάνος την κοίταξε από πάνω ως κάτω και σφύριξε επιδοκιμαστικά.
Η Έλενα ένιωθε άβολα στην αρχή. Μίλησε στη νέα της παρέα, μετά από προτροπή της Ρεβέκκας, σχετικά με όλα όσα είχαν συμβεί με τους παλιούς της φίλους, καθώς έκαναν βόλτες στους διαδρόμους και ενώ όλοι τους κοιτούσαν με θαυμασμό. Είπε μέχρι και για τον τρόπο που την πλήγωσε ο Γιάννης και για την εξομολόγηση του πως του αρέσει η Ιφιγένεια.
«Τι μαλάκας...» σχολίασε η Ρεβέκκα.
«Δεν ξέρει τι θέλει.» συμπλήρωσε η Ματίνα.
«Πολύ ανώριμος.» συμφώνησε η Πάνος. «Εγώ ποτέ δεν θα φερόμουν έτσι σε μια κοπέλα. Θα ήμουν ξεκάθαρος απ' την αρχή.»
Έτσι περνούσαν οι μέρες και η Έλενα άρχισε να συνηθίζει το νέο της στυλ και να περνάει όμορφα με την καινούργια της παρέα, αν και σύντομα κατάλαβε ότι δεν ήταν ο εαυτός της και νοσταλγούσε τους προηγούμενους φίλους της. Πολύ συχνά η Ρεβέκκα της υπαγόρευε τι να τρώει για να μην παχύνει, πώς να μιλάει, πώς να ντύνεται, μέχρι και πώς να φέρεται για να δείχνει σέξι και κουλ. Τώρα όμως ήταν αργά, δεν θα γύριζε πίσω σ' αυτούς. Ακόμα και την Άσπα και τη Γιώτα έκανε πέρα.
Πήγαν στο καλύτερο εμπορικό κέντρο της πόλης και οι νέες της φίλες της διάλεξαν τα πιο μοντέρνα και σέξι ρούχα στα μαγαζιά που μπήκαν, κι όταν είδε ότι το χαρτζιλίκι των γονιών της δεν έφτανε, της πλήρωσαν εκείνες τα υπόλοιπα. Αυτός ο νέος εαυτός της άρεσε, τα αγόρια πλέον κοιτούσαν και την ίδια εκτός από τις δύο νέες κολλητές της. Στην τάξη, άλλαξε θέση και κάθισε σε ένα θρανίο μόνη της, κάπου στην άκρη της αίθουσας, για να μην είναι κοντά σε κανέναν και καμία απ' τους παλιούς της φίλους.
Σταμάτησε μέχρι και τη Σοφία να επισκέπτεται, και η μικρή ήταν απαρηγόρητη που την ξέχασε. Τουλάχιστον είχε την Ιφιγένεια και τους άλλους δύο φίλους του αδελφού της που ποτέ δεν την ξεχνούσαν.
Έτσι επιστρέφουμε στο σήμερα, δηλαδή στον Δεκέμβρη του 2020, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία για τις γιορτές.
Ο Ιάσονας και η υπόλοιπη παρέα είχαν πάει σε μια καφετέρια από εκείνες κοντά στο σχολείο τους και πήραν να πιουν ζεστά ροφήματα. Τότε είδαν να μπαίνουν στο μαγαζί τα «Τρία Ψώνια», όπως τους έλεγαν κοροϊδευτικά, και μαζί τους μία Έλενα αρκετά αλλαγμένη. Τα μαλλιά της ήταν πλέον ξανθά, ακριβώς όπως και της Ρεβέκκας και το πρόσωπο της βαμμένο με έντονο μακιγιάζ, ενώ και το ντύσιμο της δεν θύμιζε πλέον την ίδια: μαύρο δερμάτινο τζάκετ και μία κοντή καφέ φούστα, με επίσης καφέ δερμάτινες μπότες με χαμηλό τακούνι. Λίγο έλειψε να μην τη γνωρίσουν... Εκείνη τους κοίταξε λίγο κι έπειτα συνέχισε να γελάει με τα αστεία των νέων φίλων της.
Κάθισαν σε ένα τραπέζι λίγο πιο πέρα και η Ματίνα είπε:
«Κοιτάτε ποιοι είναι εκεί... Καλά, Έλενα, ο παραλίγο πρώην σου μιλάμε σ' έχει φάει με τα μάτια του. Δεν έχει σταματήσει να σε κοιτάει από τη στιγμή που μπήκαμε.»
«Τώρα βλέπει τι έχασε.» είπε ο Πάνος κλείνοντας της το μάτι.
«Λοιπόν. Άκου τι θα κάνεις.» της είπε η Ρεβέκκα χαμογελώντας συνωμοτικά. «Θα πας εκεί, θα τους χαιρετίσεις και θα τους μιλήσεις σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Θα δείξεις ότι περνάς πολύ καλύτερα από τότε που ήσουν μαζί τους.»
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό...» είπε η Έλενα αγχωμένη, που και μόνο στην ιδέα ότι θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσει ξανά όλους και ειδικά τον Γιάννη, έκανε το στομάχι της να ανακατεύεται.
«Τι είπαμε...; Δεν είπαμε ότι τώρα πια είσαι μια άλλη; Ότι έχεις αφήσει πίσω σου το ντροπαλό, φοβισμένο κοριτσάκι;» επέμεινε η αρχηγός της παρέας.
«Το χεις, κοπελιά!» αναφώνησε με έμφαση η Ματίνα για να της δώσει θάρρος.
«Μη μασάς.» συμπλήρωσε ο Πάνος.
Έτσι λοιπόν, αγνόησε το τρέμουλο και το δυνατό χτυποκάρδι που αισθανόταν, σηκώθηκε και περπάτησε δήθεν άνετα ως το τραπέζι τους.
Ο Γιάννης την είδε έκπληκτος να βαδίζει προς το μέρος τους. Τώρα είχε βγάλει το μπουφάν και από μέσα φορούσε μία άσπρη μακρυμάνικη μπλούζα με άνοιγμα στον αφαλό. Της πήγαινε βέβαια αυτό το στυλ, αλλά δεν ήταν ο εαυτός της. Την έκανε κάποια άλλη.
«Γεια σας!» είπε με χαμόγελο.
«Γεια σου Έλενα. Πώς είσαι;» τη ρώτησε ο Ιάσονας.
«Καλύτερα από ποτέ. Περνάω τέλεια με τα παιδιά.»
Ο Γιάννης καθάρισε νευρικά το λαιμό του, έπρεπε οπωσδήποτε να πει κάτι:
«Χαιρόμαστε πολύ. Εμ... Σου πάει το ξανθό.» Αν και προτιμούσα το κόκκινο... είπε μέσα του με παράπονο. Προτιμούσα την παλιά Έλενα, την κοκκινομάλλα με τις φακίδες. Τώρα μέχρι και αυτές έχει καλύψει με τόσο μέικ απ. Αχ, τι ηλίθιος που ήμουν... εξαιτίας μου μας παράτησε και πήγε με αυτούς.
«Ευχαριστώ.» του απάντησε ευγενικά.
«Έλενα, αν ποτέ χρειαστείς κάτι, θα είμαστε εδώ για εσένα, να το ξέρεις. Άσχετα με ό,τι έγινε.» της είπε η Ιφιγένεια. Η Έλενα εξακολουθούσε να έχει το ψεύτικο χαμόγελο της δήθεν αυτοπεποίθησης, ενώ από μέσα της έκλαιγε.
«Σε ευχαριστώ, Ιφιγένεια, όμως αλήθεια είμαι μια χαρά. Εξάλλου έχω φίλους να στραφώ αν μου συμβεί κάτι.» είπε κι έδειξε το τραπέζι με τους τρεις φίλους της.
«Και εμείς; Εμείς δεν είμαστε πλέον φίλοι σου;» τόλμησε να ρωτήσει ο Ηρακλής.
«Δεν κάνουμε πια παρέα, σωστά;» είπε ανασηκώνοντας τα φρύδια και τους ώμους της, μέχρι και αυτές οι κινήσεις θύμιζαν περισσότερο Ρεβέκκα παρά Έλενα. «Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε.» είπε έπειτα σε πιο εύθυμο τόνο. «Πάω πίσω στο τραπέζι μας για να παραγγείλω. Καλή συνέχεια.» τους είπε και απομακρύνθηκε.
«Να προσέχεις.» άκουσε τον Γιάννη πίσω της να λέει. Απαγόρευσε στον εαυτό της να νιώσει οποιοδήποτε συναίσθημα. Η παλιά Έλενα ίσως δάκρυζε. Όχι όμως αυτή.
*************************************************************************
Filler κεφάλαιο θα έλεγα όμως χρειάζονται και αυτά.
Στην πραγματικότητα, ήθελα να τα γράψω περιληπτικά όλα αυτά που έγιναν με την Έλενα και την παρέα της Ρεβέκκας, αλλά παρασύρθηκα και τελικά έγραψα ολόκληρο κεφάλαιο!!😅
Αυτό το γεγονός δεν θα έχει σχέση με την κυρίως πλοκή αλλά θα παίξει ρόλο στο δεύτερο κυρίως βιβλίο που θα επικεντρώνεται περισσότερο στον Γιάννη και λιγότερο στον Ιάσονα. Θα δείτε τι εννοώ στο μέλλον που θα το γράψω 😉
Δεν θα παίξει κύριο ρόλο το γεγονός αυτό της μεταστροφής της Έλενας, αλλά θα επηρεάσει κάποια γεγονότα που θα συμβούν. Δεν μπορώ να αποκαλύψω άλλα...
Προς το παρόν αποχαιρετούμε την Έλενα από την παρέα για να επικεντρωθούμε σε άλλα γεγονότα.
Στο επόμενο κεφάλαιο, τα Χριστούγεννα έρχονται όλο και πιο κοντά και ένα μέλος της παρέας θα αναγκαστεί να συμμετάσχει σε κάτι παράνομους και επικίνδυνους αγώνες. Ποιος ή ποια είναι αυτός ή αυτή και τι είδους αγώνες είναι αυτοί;
Θα πω ένα τελευταίο και δεν θα σας κουράσω άλλο: Ο Μαγικός από χθες βρίσκεται στην τέταρτη θέση στην κατηγορία "Μαγεία" 😍🥳🎉🥂
Σας ευχαριστώ όλους και όλες για τη στήριξη ❣❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top