Κεφάλαιο 11: Βλέπει Παντού Εχθρούς
Ο Ιάσονας βρισκόταν πάλι σε εκείνο το ζοφερό τοπίο με τον κόκκινο ουρανό στο οποίο έβλεπε το τέρας, μόνο που τώρα ήταν αλλιώς. Ο ίδιος βάδιζε ανάμεσα σε νεκρά ξωτικά, μέσα στα αίματα, με κομμένα άκρα ή θανάσιμες πληγές. Πολλών τα μάτια είχαν παραμείνει ανοιχτά και άψυχα, καθώς κάποιος τους είχε στερήσει το δικαίωμα της μακροζωίας και είχε λήξει τη ζωή τους τόσο άδοξα. Κατάλαβε πως βρισκόταν σε ένα πεδίο μάχης, γιατί φορούσαν πολεμικές πανοπλίες και στολές χρώματος ανοιχτού γαλάζιου, βαμμένες και αυτές με το αίμα τους. Περπατώντας, είδε και νεκρούς ανθρώπους με τη μπλε πολεμική πανοπλία του Νότου, καθώς και μάγους ντυμένους με σκούρες μπλε πολεμικές στολές. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Έβλεπε τόσο θάνατο γύρω του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Φαινόταν τόσο τρομακτική και ζωντανή αυτή η σκηνή, όχι σαν όνειρο αλλά σαν ανάμνηση που ακόμα δεν είχε έρθει.
«Ιάσονα...» άκουγε έναν ανατριχιαστικό ψίθυρο μέσα στο μυαλό του. Στράφηκε πίσω του, δίπλα του, παντού, μα δεν αντίκρισε κανέναν ζωντανό.
«Ιάσονα.» επανέλαβε η φωνή και συνέχισε να τον καλεί όλο και πιο επίμονα και δυνατά. Ο Ιάσονας έπιασε σφιχτά το κεφάλι του κι έκλεισε τα αυτιά του μήπως πάψει να την ακούει, καθώς τα πάντα άρχισαν να θολώνουν και να γυρίζουν γύρω του.
Έπειτα, άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε αντιμέτωπος με το τέρας του εφιάλτη του. Κάτι μαύρες σκιές σαν πλοκάμια απλώνονταν από το σώμα του, οι οποίες έμοιαζαν να το τυλίγουν. Ο Ιάσονας πισωπάτησε προσπαθώντας να τις αποφύγει, μα μία από αυτές τον έπιασε και τυλίχτηκε γύρω του. Το τέρας είχε ανοίξει το στόμα του και τα κοφτερά του δόντια φαίνονταν απειλητικά καθώς το σκιώδες πλοκάμι τον έσφιγγε, στερεύοντας τον αέρα απ' τα πνευμόνια του και τον έφερνε όλο και πιο κοντά του.
«Έλα μαζί μου, Ιάσονα...» του μίλησε το τέρας με την ίδια ανατριχιαστική φωνή που άκουγε μες στο κεφάλι του.
«Όχι! Ποτέ!» φώναξε τότε ο Ιάσονας.
Συνειδητοποίησε πως δεν βρισκόταν πια δέσμιος του μαύρου τέρατος με τα σκιώδη πλοκάμια, αλλά είχε ξυπνήσει από τον εφιάλτη και είχε φωνάξει στα αλήθεια, γιατί αμέσως μετά άκουσε τη φωνή του φίλου του:
«Τι έγινε;! Τι έπαθες;!» αναφώνησε ο Ηρακλής ανήσυχος.
Ο Ιάσονας, λαχανιασμένος και κάθιδρος, κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν στον ξενώνα του σπιτιού της Ιφιγένειας και ήταν ασφαλής. Στράφηκε προς τον Ηρακλή:
«Είδα... έναν εφιάλτη. Δεν είναι τίποτα. Συγνώμη αν σε ξύπνησα.»
Ο Ηρακλής άναψε το πορτατίφ στο κομοδίνο δίπλα του.
«Δεν πειράζει. Απλώς τρόμαξα, νόμιζα πως έπαθες τίποτα. Βλέπεις συχνά εφιάλτες γενικά;» Ο Ιάσονας αποφάσισε πως έπρεπε να του πει την αλήθεια:
«Τον τελευταίο καιρό ναι. Αλλά δεν είναι πάντα τόσο τρομακτικοί, όσο αυτός που μόλις είδα. Δεν είναι... σαν τους συνηθισμένους εφιάλτες. Φαίνονται ζωντανοί, σαν να τα έχω ζήσει όλα αυτά... η σαν να πρόκειται να συμβούν.»
«Προφητικά όνειρα.» είπε με κάποια έκπληξη ο φίλος του.
«Μπορεί.»
«Γιατί δεν μας έχεις πει για αυτά τόσον καιρό, κολλητέ; Ίσως σε βοηθούσαμε...»
«Δεν έχει σημασία. Δεν ήθελα να τα θυμάμαι και επίσης, δεν ήθελα να σας φορτώσω με περιττές ανησυχίες που πιθανών να μη σημαίνουν τίποτα.»
«Μα όμως το ξέρεις κι εσύ ο ίδιος ότι δεν είναι απλά όνειρα. Τέσπα, προσπάθησε να ξανακοιμηθείς και αύριο θα το συζητήσουμε με όλη την παρέα, αν θες κι εσύ εννοείται να το μοιραστείς με όλους.»
Ο Ιάσονας ξάπλωσε ξανά πίσω στο στρώμα, όμως έμεινε να κοιτάει το ταβάνι ακόμα κι όταν ο φίλος του αποκοιμήθηκε. Τον πήρε ο ύπνος μονάχα λίγες ώρες πριν το ξημέρωμα, και αυτή τη φορά ευτυχώς δεν είδε κανένα όνειρο ούτε εφιάλτη.
Το φως του ήλιου που τρύπωνε μέσα από τις λεπτές, γαλάζιες κουρτίνες τον ξύπνησε την άλλη μέρα το πρωί, και παρόλο που ένιωθε εξαντλημένος και ότι χρειαζόταν περισσότερο ύπνο, ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί. Αφού ντύθηκε, πήγε στο μπάνιο και έπειτα κατέβηκε στο ισόγειο.
Βρήκε τους άλλους τρεις στην κουζίνα να τρώνε πρωινό.
«Καλημέρα, Ιάσονα.» του είπε γλυκά η Ιφιγένεια. «Δεν θέλαμε να σε ξυπνήσουμε. Ο Ηρακλής μας είπε ότι είχες δύσκολη νύχτα χθες.» Ο νεαρός ρίχνοντας μια ελαφρώς άγρια ματιά στο άλλο αγόρι της παρέας πλησίασε και τους καλημέρισε όλους. «Έλα, κάτσε. Ίσα που προλαβαίνεις τις τηγανίτες. Να σου βάλω λίγο χυμό;»
«Φυσικά.» είπε και η Ιφιγένεια του σέρβιρε φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι από μία κανάτα. Αφού ήπιε το χυμό, έβαλε και λίγο καφέ και ύστερα ξεκίνησε κι εκείνος να τρώει μια τηγανίτα με μέλι.
Η Ιφιγένεια τον κοίταξε ανήσυχη.
«Γιατί είχες δύσκολη νύχτα, Ιάσονα; Δεν βολεύτηκες στον ξενώνα;» τον ρώτησε, σαν να ένιωθε κι η ίδια άσχημα.
«Όχι, δεν είναι αυτό. Το κρεβάτι ήταν πολύ άνετο και δεν έφταιγε το σπίτι σου... Απλά είδα έναν εφιάλτη, αυτό είναι όλο.» Τα παιδιά δεν τον πίεσαν να τους πει τι εφιάλτη και ο Ηρακλής από ότι φάνηκε, δεν είχε αποκαλύψει πως έβλεπε κι άλλους παρόμοιους εφιάλτες τον τελευταίο καιρό, οι οποίοι έμοιαζαν με προφητικά όνειρα. Όταν ένιωθε έτοιμος ο φίλος του να μιλήσει σε όλη την παρέα, θα το έκανε.
Η Ιφιγένεια ένιωθε πολύ καλύτερα που είχε περάσει τη νύχτα με τους φίλους της και ξέχασε ήδη το κοράκι και την πιθανή απειλή. Τα παιδιά της πρότειναν να μείνουν και την επόμενη νύχτα εκεί, όμως εκείνη αρνήθηκε ευγενικά.
«Έχετε και σπίτια και οι γονείς σας θα διαμαρτύρονται με το δίκιο τους. Άλλωστε, εφόσον δεν συνέβη τίποτα χθες, όλα θα πάνε καλά. Μην ξεχνάτε πως έχω και τη Νάρα.» τους είπε.
**************************************************************************************
Η μέρα για να βγάλει ο Γιάννης το γύψο και τη γάζα από το δήθεν σπασμένο χέρι του και να κόψει τα ράμματα από το σαγόνι του είχε φτάσει. Είχε πάει μαζί με τον πατέρα του στο γιατρό και είχε τρομερό άγχος. Πώς θα γλίτωνε την οργή του όταν ανακάλυπτε ότι η Ιφιγένεια τον είχε γιατρεύσει εδώ και τόσο καιρό και έκανε ψέματα ότι ήταν ακόμα σπασμένο;
Μπήκαν στο ιατρείο και περίμεναν στην αίθουσα αναμονής.
«Πατέρα...» του είπε τότε διστακτικά. «Θέλω μια χάρη.» Ο πατέρας του τον κοίταξε ερευνητικά. «Θα ήθελα... αν γίνεται... να μπω μόνος μου στο ιατρείο.»
Το βλέμμα του Ιάκωβου έγινε ακόμα πιο απορημένο.
«Να μπεις μόνος σου; Για ποιο λόγο;»
«Επειδή... είμαι δεκαεφτά πλέον. Δεν είμαι παιδί.» βρήκε την πρώτη δικαιολογία που μπόρεσε να σκεφτεί.
«Κρύβεις κάτι, Ιωάννη;» τον ρώτησε αυστηρά εκείνος. Είχε μάθει να μισεί το βαπτιστικό του όνομα, επειδή εκείνος τον αποκαλούσε πάντα έτσι.
«Όχι... Αυτό που σου είπα είναι.» είπε σκύβοντας το κεφάλι. Δεν ένιωθε ίχνος αυτοπεποίθησης εκείνη τη στιγμή. Παρόλο που δεν τον κοιτούσε, μπόρεσε να αντιληφθεί το σατανικό και ψεύτικο χαμόγελο του από τον τόνο της φωνής του:
«Δεν πειράζει που είσαι δεκαεφτά. Κακό είναι που θέλω να ακούσω από πρώτο χέρι πώς είναι ο γιος μου; Εξάλλου, ο γιατρός είναι φίλος μου και θέλω να πούμε τα νέα μας καθώς θα σε εξετάζει.»
Ο Γιάννης το πήρε απόφαση ότι δεν επρόκειτο να γλιτώσει, έτσι το μόνο που του απέμενε ήταν να κάνει την προσευχή του στον Χριστό, στους Θεούς των τεσσάρων στοιχείων και σε όποιον άλλον θεό σκέφτηκε εκείνη την ώρα.
Η ώρα για να μπουν ήρθε και ένιωθε σαν τους κατάδικους στον Μεσαίωνα όταν βάδιζαν προς το Τέρας της Τιμωρίας για εκτέλεση*. Με τη διαφορά ότι εκείνος είχε μάθει να ζει με ένα τέρας τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ο γιατρός τους χαιρέτησε εγκάρδια και με σεβασμό. Έβαλε τον Γιάννη να καθίσει και αφού είπαν σύντομα τα νέα τους, ξεκίνησε με την αφαίρεση του γύψου. Σταμάτησε όμως απορημένος, όταν είδε την τομή την οποία είχαν δημιουργήσει με τον Ηρακλή στα πλάγια ώστε να μπορεί να τη βγάζει.
«Τι είναι αυτό;» απόρησε. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε αμέσως και πλησίασε.
«Κόψατε το γύψο;»
«Τι;!» απόρησε ο Ιάκωβος και κοίταξε καλύτερα. Έπειτα κοίταξε τον γιο του με το βλέμμα εκείνο που πάγωνε το αίμα στις φλέβες του.
«Τι έκανες...;» τον ρώτησε μα απάντηση δεν πήρε.
Ο γύψος βγήκε πανεύκολα και μετά από λίγη εξέταση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο γιατρός μουρμούριζε κάτι λόγια του τύπου
«Χμ, περίεργο, πολύ περίεργο...»
«Δεν μπορεί...» κατέληξε σε ένα συμπέρασμα έκπληκτος: «Είναι απίστευτο. Πρώτη φορά το βλέπω αυτό. Το χέρι του γιου σας είναι πλήρως θεραπευμένο, σαν να μην έσπασε ποτέ. Θα σας στείλω και για μία ακτινογραφία να βεβαιωθούμε, μα αυτό σίγουρα δεν είναι κόκκαλο που είχε σπάσει πριν δεκαπέντε μέρες και μάλιστα από πτώση.»
«Σαν να μην έσπασε ποτέ ε; Χμμ...» είπε πάλι ο Ιάκωβος.
Τα κατάλαβε όλα! Είπε μέσα του. Τώρα ήρθε το τέλος μου!
Κι ύστερα, ο γιατρός έβγαλε και τη μικρή γάζα που υπήρχε στην πληγή με τα ράμματα στο πιγούνι του, και τότε τέλειωσαν όλα. Ο γιατρός κοίταξε σοκαρισμένος και είδε πως δεν υπήρχε πληγή, ούτε καν σημάδι.
«Αδύνατον...» ψέλλισε.
«Εντάξει, αρκετά είδαμε. Δεν χρειαζόμαστε ακτινογραφίες, κατάλαβα τι έγινε.» είπε ο Ιάκωβος και τράβηξε τον Γιάννη από το χέρι να σηκωθεί. «Πάμε σπίτι.»
«Μα...» πήγε να πει ο γιατρός.
«Ευχαριστούμε, Δόκτωρ Μαυρίδη. Και σας παρακαλώ να μη μαθευτεί αυτό παραέξω, για το δικό σας καλό.» του είπε με ένα ακόμα κάλπικο χαμόγελο καθώς έβγαιναν.
Ο Γιάννης έτρεμε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από φόβο. Ο πατέρας του προχωρούσε αμίλητος δίπλα του, ανέκφραστος, και μόνο όταν συναντούσαν κάποιον γιατρό που ήξερε στους διαδρόμους της κλινικής φορούσε τη μάσκα του ευγενικού και χαιρετούσε.
Βγήκαν στο χώρο στάθμευσης του ιδιωτικού νοσοκομείου, κατευθύνθηκαν στο αυτοκίνητο και μπήκαν σε αυτό, εξακολουθώντας να μην έχουν μιλήσει ακόμα. Το ίδιο έγινε κατά τη διάρκεια της οδήγησης. Ο Γιάννης ήξερε ότι παρέμενε σιωπηλός και ανέκφραστος, για να του δημιουργήσει ακόμα περισσότερη αγωνία και φόβο. Όμως, που ήταν το κακό που τον θεράπευσε η Ιφιγένεια, τώρα που το σκεφτόταν; Εκείνον τι τον ένοιαζε; Μήπως θα έκλεβε τη δουλειά από τους γιατρούς στην κλινική του;
Μπήκαν στο σπίτι. Η Αντιγόνη έκλεισε το περιοδικό με τα κοσμικά που διάβαζε και τους πλησίασε για να δει τι έγινε.
«Πώς είναι το χέρι σου; Και πού πήγε η ουλή από τα ράμματα;» ρώτησε.
«Όπως βλέπεις, ο γιος μας είναι σαν καινούργιος.» της απάντησε ειρωνικά ο Ιάκωβος. «Θα σου τα πω πιο αναλυτικά μετά. Τώρα θέλω να μιλήσουμε οι δυο μας με τον Ιωάννη.» Έπειτα στράφηκε στον ίδιο: «Πάμε στο γραφείο μου.» του είπε αυστηρά. Ο φόβος του Γιάννη είχε φτάσει στα ύψη, όμως σκεφτόταν τους φίλους του, σκεφτόταν ότι σύντομα θα ήταν ξανά μαζί τους, και έπαιρνε δύναμη. Την επόμενη μέρα θα τους έβλεπε στο σχολείο κι όλα θα ήταν καλά όσο παρέμεναν μια ενωμένη παρέα.
Μπήκαν στο γραφείο του. Παρόλο που ήταν μέρα, από τη χοντρή, σκούρα μπλε κουρτίνα του μοναδικού παραθύρου που υπήρχε στο δωμάτιο έμπαινε ελάχιστο φως. Ο Ιάκωβος έκανε δυο βήματα μπροστά του, ενώ ο Γιάννης παρέμεινε κοντά στην πόρτα. Περίμενε εναγωνίως το ξέσπασμα του. Όμως ο Ιάκωβος, με τρομακτικά ψύχραιμη φωνή, ξεκίνησε να λέει:
«Μου οφείλεις τη ζωή σου, Ιωάννη.» Σιωπή επικράτησε για λίγο και έπειτα συνέχισε χωρίς να τον κοιτά, με γυρισμένη την πλάτη: «Σε εμένα χρωστάς το ότι γεννήθηκες. Η μητέρα σου δεν σε ήθελε. Ήθελε να κάνει έκτρωση.»
«Τι...;» μπόρεσε μόνο να πει ο Γιάννης.
«Αυτό που άκουσες. Όταν ήταν έγκυος στον Άγγελο, είχε πολλές επιπλοκές και κινδύνευσε να πεθάνει στη γέννα. Έτσι τη δεύτερη φορά που έμεινε έγκυος, φοβόταν για τη ζωή της και ήθελε να σε πετάξει. Το διανοείσαι; Επέλεξε τη ζωή της έναντι του παιδιού μας. Εγώ όμως δεν την άφησα. Την κλείδωσα μέσα στο σπίτι για όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Και πολύ καλά έκανα από ότι φάνηκε, αφού η δεύτερη εγκυμοσύνη της πήγε πολύ καλύτερα εφόσον καθόταν μέσα στο σπίτι και την πρόσεχα, εσύ γεννήθηκες κανονικά ενώ αν σε σκότωνε τότε, τώρα δεν θα είχαμε κανέναν μετά το θάνατο του Άγγελου.»
Ο Γιάννης άκουγε σοκαρισμένος αυτές τις νέες πληροφορίες. Ώστε η μητέρα του δεν τον ήθελε; Από την άλλη όμως, δεν ήταν παρά ένα έμβρυο τότε, δεν θεωρούνταν φόνος η έκτρωση. Εκείνη είχε κάθε λόγο να φοβάται και ο πατέρας του κανένα δικαίωμα να της στερήσει μια επιλογή που αφορούσε πρώτα από όλα την ίδια και την υγεία της.
«Ίσως να ήταν καλύτερα να την είχες αφήσει να κάνει την έκτρωση.» τόλμησε να του πει. «Εγώ δεν θα υπήρχα τώρα να υποφέρω από εσένα, και ίσως να είχα γεννηθεί σε μια πιο υγιή οικογένεια.» Ο πατέρας του γέλασε ειρωνικά, ξαφνιάζοντας τον. Έπειτα, γύρισε προς το μέρος του, τον πλησίασε και πριν καν προλάβει να αμυνθεί, η παλάμη του προσγειώθηκε στο πρόσωπο του. Τα γυαλιά του έπεσαν κάτω από τη δύναμη με την οποία γύρισε το κεφάλι του.
«Αχάριστε!» του φώναξε. Τον κοίταξε σοκαρισμένος, βαστώντας ακόμα το μάγουλο του. Έπειτα όμως, έσκυψε και πήρε τα γυαλιά του και τα ξαναφόρεσε. Ευτυχώς, αυτά δεν είχαν σπάσει.
«Θα σε συγχωρέσω για μία και τελευταία φορά.» συνέχισε ο Ιάκωβος με ανατριχιαστικά ήρεμη φωνή αυτή τη φορά. «Την επόμενη φορά όμως που θα χτυπήσεις, είτε κατά λάθος είτε πάνω στην πάλη είτε πάνω στα νεύρα μου, και σε γιατρεύσει το ξωτικό, μετά το χτύπημα θα είναι ακόμα δυνατότερο. Να δω πόσες φορές θα μπορέσει να σε θεραπεύσει.»
«Μα... Δεν καταλαβαίνω... Γιατί σε πείραξε τόσο; Και πώς συνδέεται αυτό με την ιστορία που μόλις μου είπες, για τη γέννηση μου...;» ρώτησε ο Γιάννης, που τα αναπάντητα ερωτήματα που ήθελε να απαντηθούν, τον βοήθησαν να ξεπεράσει για λίγο το φόβο του.
«Συνδέονται, γιατί η ζωή σου μου ανήκει, ηλίθιε!» του φώναξε πάλι ο πατέρας του. «Όποτε θέλω θα σε χτυπάω για να γίνεις άντρας! Δεν θα έρχεται κάθε φορά αυτό το Ξωτικό να γιατρεύει τις πληγές σου και να με ακυρώνει έτσι! Αν και...» Ηρέμησε τελείως ξαφνικά, έπειτα είπε: «Είναι ενδιαφέρουσα αυτή η δύναμη της. Πολύ ενδιαφέρουσα... Όμως με κορόιδευες τόσον καιρό και έγινα και ρεζίλι στον Δόκτωρ Μαυρίδη!» φώναξε πάλι.
Είναι άρρωστος! Είπε μέσα του ο Γιάννης. Το έχει χάσει τελείως! Θεέ μου, πότε θα ξεφύγω από αυτόν;
«Και αν αρχίσουν και έρχονται κι άλλα Ξωτικά- Θεραπευτές στη χώρα μας, τότε τα νοσοκομεία θα είναι άχρηστα! Θα κλείσει και η δικιά μου ιδιωτική κλινική! Τα Ξωτικά είναι εχθροί μας, πρέπει να το καταλάβεις!»
«Μα... Βοήθησαν στον Πόλεμο με τους Βάρβαρους...»
«Και τι μ' αυτό; Βοήθησαν μόνο και μόνο για να σώσουν το νησί τους, για να μην επιτεθούν οι Βάρβαροι και στη δική τους χώρα! Και μετά αποσύρθηκαν πάλι στο νησί τους και απομονώθηκαν ξανά από εμάς. Και εκεί πρέπει να παραμείνουν!»
Ο Γιάννης κατάλαβε. Ίσως ο πατέρας του φοβόταν με την άφιξη της Ιφιγένειας. Φοβόταν μην έρθουν κι άλλοι Θεραπευτές και «κλέψουν» τη δουλειά των γιατρών, αλλά και γενικά μην σχεδιάσουν επίθεση γενικά τα Ξωτικά εναντίον των Ανθρώπων. Γιατί όμως; Για ποιο λόγο ένιωθε πως ήταν απειλή;
Θυμήθηκε το μυστηριώδες κοράκι, που είχαν δει πριν δύο εβδομάδες περίπου και είχε τρομοκρατήσει τόσο την Ιφιγένεια... Τους είχε πει ότι πιθανόν να ήταν το δαιμόνιο κάποιου εχθρού που την παρακολουθούσε. Μήπως υπήρχαν εχθροί ανάμεσα στα Ξωτικά, και ο πατέρας του για κάποιο λόγο και επειδή είχε την εύνοια της Βασίλισσας, γνώριζε πράγματα; Ήταν τόσα πολλά τα ερωτήματα, που θα μπορούσαν να τον τρελάνουν αν τα άφηνε να τον επηρεάσουν.
«Πήγαινε στο δωμάτιο σου, να μη σε βλέπω.» διέκοψε τις σκέψεις του η φωνή του Ιάκωβου. «Τώρα, προτού αλλάξω γνώμη και σε τιμωρήσω!» φώναξε και ο Γιάννης έφυγε τρέχοντας σχεδόν.
Πήγε στο δωμάτιο του, μπήκε στο μπάνιο του και έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο του για να συνέλθει. Έβαλε ξανά τα γυαλιά και κοίταξε το πρόσωπο του στον καθρέφτη. Το χαστούκι του πατέρα του είχε αφήσει μια κοκκινίλα, η οποία σύντομα θα έφευγε. Ευτυχώς, δεν θα του άφηνε σημάδι. Βγήκε από το μπάνιο, περιφέρθηκε λίγο στο δωμάτιο προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή του για την παράνοια του πατέρα του.
Και αν έχει δίκιο; Σκεφτόταν. Κι αν τα Ξωτικά είναι όντως εχθροί μας; Όμως η Ιφιγένεια είναι τόσο καλή και γλυκιά, και οι γονείς της ήταν ήρωες. Όχι, αποκλείεται! Ο πατέρας βλέπει παντού εχθρούς, ως συνήθως. Άλλος είναι ο εχθρός, όχι τα Ξωτικά. Δεν ξέρω αν θα βάλει στο στόχαστρο και εμάς τους ανθρώπους, πάντως η Ιφιγένεια κινδύνευε, για αυτό την έστειλαν οι γονείς της εδώ. Για κάποιο λόγο είναι σημαντική. Και θα την προστατεύσουμε με κάθε κόστος, εγώ, ο Ιάσονας κι ο Ηρακλής...
Θυμήθηκε την παρέα του και ηρέμησε. Κάθισε στο κρεβάτι του και πήρε το κινητό του στα χέρια. Ένα σωρό μηνύματα του είχαν στείλει στην ομαδική, ρωτώντας τον πώς πήγε η επίσκεψη στον γιατρό κι αν κατάλαβε τίποτα ο πατέρας του. Η ανησυχία τους για μία ακόμα φορά τον συγκίνησε.
«Γύρισα.» άρχισε να πληκτρολογεί. «Ο πατέρας μου τα κατάλαβε όλα και έγινε έξαλλος, όμως από την άλλη μεριά του φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα η δύναμη της Ιφιγένειας. Όμως θύμωσε που του το έκρυψα και που εκτέθηκε στον γιατρό και μου φώναξε όταν γυρίσαμε σπίτι.» τους είπε τη μισή αλήθεια.
«Σου φώναξε; Δεν πιστεύω να έκανε και τίποτα άλλο...;» έγραψε ο Ιάσονας.
«Όχι, δεν με χτύπησε.» είπε ψέματα. Μέχρι στιγμής ήξεραν μόνο ότι ήταν υπερβολικά αυστηρός μαζί του, ότι φώναζε κι έβαζε τιμωρίες, όχι όμως και ότι άπλωνε χέρι πάνω του. Πρόσφατα, μετά την επίσκεψη της Ιφιγένειας στο σπίτι του και το επεισοδιακό εκείνο γεύμα, τους είχε αποκαλύψει μόνο ότι τον χτυπούσε επάνω στην πάλη, κατά λάθος η παρασυρμένος από τη μάχη τους. Όμως αυτό φαινόταν πως είχε βάλει σε υποψίες τους φίλους του.
Το επόμενο μήνυμα ήρθε από την Ιφιγένεια:
«Γιάννη, το ξέρεις ότι μπορείς να μας λες τα πάντα, έτσι; Αν όχι σε εμένα, τουλάχιστον στα αγόρια που είναι κολλητοί σου.»
«Το ξέρω.» απάντησε. «Είμαι καλά, μην ανησυχείτε. Όμως δεν νομίζω να με αφήσουν σήμερα να βγω. Θα τα πούμε αύριο στο σχολείο.»
«Κανένα πρόβλημα. Μπορούμε να παίξουμε 'Dungeons Online' και να περάσουμε καλά από τα σπίτια μας.» είπε ο Ηρακλής και όλοι συμφώνησαν, ακόμα και η Ιφιγένεια με την Έλενα, οι οποίες πρόσφατα είχαν ξεκινήσει κι εκείνες το καινούργιο online βιντεοπαιχνίδι με μαχητές, μαγεία και δράκους που ήταν το αγαπημένο των αγοριών.
«Δεν θα σας 'κουβαλήσω' όμως πάλι, να το ξέρετε. Εγώ πάω μπροστά κι αν σκοτωθείτε, σκοτωθήκατε!» έγραψε αστειευόμενος ο Γιάννης.
«Θα έχουμε την Ιφιγένεια να μας γιατρεύει.» είπε ο Ιάσονας, καθώς η Ιφιγένεια μέχρι και στο παιχνίδι ήταν θεραπεύτρια.
Ο Γιάννης μπορεί να παρέμεινε κλεισμένος στο δωμάτιο του, αλλά ευτυχώς είχε υπολογιστή και μπορούσε να περάσει και εκεί καλά, όπως είπε ο Ηρακλής. Έπαιξαν μέχρι το μεσημέρι, όπου και έκαναν ένα διάλειμμα για να φάνε όλοι με τις οικογένειες τους (εκτός από την Ιφιγένεια που μαγείρεψε και έφαγε με μοναδική συντροφιά τη Νάρα) και συνέχισαν ξανά το απόγευμα.
Το μεσημεριανό τραπέζι των Λιβανών ήταν αμήχανο και δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου μεταξύ τους, εκτός από κάποιες τυπικές κουβέντες που αντάλλαξαν ο Ιάκωβος με τη σύζυγο του. Ήταν βαρύ το κλίμα, όμως ο Γιάννης σκεφτόταν τους φίλους του και ότι όλα πήγαιναν καλά όσο ήταν όλοι μαζί. Και χάρη στην τεχνολογία μπορούσαν να είναι μαζί ακόμα κι όταν βρίσκονταν μακριά.
************************
*Τέρας της Τιμωρίας: Ήταν ένα εξωπραγματικό και σατανικό τέρας, η προέλευση του οποίου ήταν άγνωστη. Στον Μεσαίωνα, στο Βασίλειο του Νότου, βρισκόταν μέσα σε ένα λάκκο στον οποίο έριχναν όλους τους κατάδικους για εκτέλεση, ιδέα που προήλθε από τον Λόρδο Ντέριο, τύραννο που έζησε και κυβέρνησε κάποια περίοδο στον Νότο. Οι περισσότεροι κατάδικοι δεν γλίτωναν και το Τέρας τους έτρωγε, ενώ υπήρξαν ελάχιστοι μόνο πολεμιστές που κατάφεραν να ξεφύγουν και τους χαρίστηκε η ελευθερία τους. Το Τέρας της Τιμωρίας σκοτώθηκε από την Ιππότη Ελένη η οποία έπεσε οικειοθελώς μέσα στο λάκκο και πάλεψε μαζί του.
Όλα τα παραπάνω γεγονότα τα συναντάμε στο βιβλίο μου "Μεσαίωνας στα Πέντε Βασίλεια".
Θέλετε να αναφέρω κι άλλες παρόμοιες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία των Πέντε Βασιλείων και γενικά του Κόσμου, με αυτό τον τρόπο (δηλαδή με αστερίσκο και επεξήγηση στο τέλος του κεφαλαίου); Πληροφορίες που συναντάμε σε άλλα βιβλία, για όσους/ες δεν τα έχετε διαβάσει, χωρίς να κάνω σοβαρά σπόιλερ εννοείται; (Αν και κάποια είναι σχεδόν αδύνατον να τα αποφύγω.)
*************
Καλημέρα/ Καλησπέρα αγαπημένα μου ξωτικά 🧝♂️🧝♀️
Πώς είστε;
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Πιστεύετε ότι ο πατέρας του Γιάννη δικαιολογημένα θεωρεί τα Ξωτικά εχθρούς η είναι απλά παρανοϊκός;
Ευχαριστώ όσους/όσες διαβάζετε και ψηφίζετε και ακόμα περισσότερο εσάς που σχολιάζετε 😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top