Κεφάλαιο 1: Ο Εφιάλτης
Νότιο Βασίλειο, Οκτώβριος 2020
Η καθηγήτρια παρέδιδε το μάθημα στην τρίτη τάξη του Λυκείου, όμως κανένας δεν φαινόταν να προσέχει ιδιαίτερα. Και λογικό από μια άποψη, αφού ήταν η τελευταία ώρα και όλοι οι μαθητές, λίγο- πολύ, είχαν το μυαλό τους κάπου αλλού.
Οι περισσότεροι κοιτούσαν το ρολόι με ανυπομονησία, περιμένοντας πως και πως να φτάσει ο μεγάλος δείκτης στο δώδεκα και ο μικρός στο δύο, για να χτυπήσει ο αγαπημένος ήχος του κουδουνιού για το σχόλασμα. Όσο όμως το κοιτούσαν, τόσο εκείνο έμοιαζε να μην κινείται, λες και ο χρόνος σταματούσε επίτηδες για να τους βασανίσει λίγο ακόμα.
Κάποιοι μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, κάποιοι άλλοι άκουγαν μουσική στα ακουστικά τους η έπαιζαν διακριτικά με τα κινητά τους κάτω απ' τα θρανία, ενώ υπήρχαν και ελάχιστοι οι οποίοι έκαναν δήθεν πως παρακολουθούσαν και ενώ άκουγαν τη φωνή της καθηγήτριας, στην πραγματικότητα το μυαλό τους βρισκόταν κάπου αλλού, είτε στο τι θα είχε μαγειρέψει η μητέρα τους για να φάνε στο σπίτι είτε στο τι θα έκαναν αργότερα, τι ηλεκτρονικό παιχνίδι θα έπαιζαν η που θα πήγαιναν βόλτα με τους φίλους τους το απόγευμα. Ήταν και Παρασκευή επιπλέον, οπότε η αναμονή για το Σαββατοκύριακο, τις δύο μέρες αυτές της ξεκούρασης, δεν έκανε τα πράγματα καθόλου εύκολα.
Τέλος, υπήρχε και ένας μαθητής που δεν έκανε τίποτα απ' όλα τα παραπάνω, αλλά είχε ξαπλώσει το καστανόξανθο κεφάλι του κυριολεκτικά επάνω στο θρανίο και κοιμόταν!
Ο διπλανός του, ένα αγόρι με μαύρα μαλλιά που ήταν επίσης και κολλητός του, τον σκούντησε:
"Ει. Ιάσωνα." Του είπε χαμηλόφωνα. Ο Ιάσονας ξύπνησε και κοίταξε σαστισμένος γύρω του.
"Ε; Τι; Ποιος; Που είμαι; Ποιος είμαι;" είπε.
"Πάλι ξόδεψες μαγική ενέργεια, η το μάθημα σου φαίνεται πολύ βαρετό;" τον ρώτησε ο κολλητός του.
"Α, εσύ είσαι ρε; Ακόμα δεν σχολάσαμε;"
"Υπομονή, φίλε μου. Σε λίγο χτυπάει κουδούνι."
Ο μαθητής από το πίσω θρανίο τους σκούντησε.
"Μάγκες, τι θα κάνουμε μετά; Πάμε να αράξουμε σε κανενός το σπίτι;" πρότεινε. "Είναι Παρασκευή και βαριέμαι να πάω σπίτι μου από τώρα." Οι δύο κολλητοί του συμφώνησαν.
Εκείνον τον έλεγαν Ηρακλή και είχε έρθει την προηγούμενη χρονιά με μεταγραφή από το Βασίλειο της Ανατολής. Ήταν ψηλός και πολύ γυμνασμένος, αλλά το σκούρο χρώμα του δέρματος του τον έκανε στόχο για πειράγματα από τους γνωστούς νταήδες που παρενοχλούσαν όλους τους διαφορετικούς του σχολείου. Ο Ηρακλής είχε επίγνωση της δύναμης του, αλλά δεν ήθελε να τη χρησιμοποιήσει για να κάνει κακό σε άλλους, έτσι ανεχόταν τα πειράγματα τους, γνωρίζοντας πως αν άφηνε την οργή του ελεύθερη θα τους έστελνε στο νοσοκομείο.
Ο Ιάσονας με τον Γιάννη, απ' την άλλη μεριά, ήταν κολλητοί από το Δημοτικό και σπάνια κάθονταν σε διαφορετικά θρανία. Μια ημέρα έτυχε να περνούν από ένα στενό κοντά στο σχολείο τους και είδαν μια ομάδα εφτά ατόμων να έχουν στριμώξει τον Ηρακλή και να τον χτυπούν. Έμειναν έκπληκτοι βλέποντας ότι εκείνος δεν αντιστεκόταν πάρα τη σωματική του διάπλαση. Δεν μπορούσαν να το αφήσουν έτσι αυτό. Όρμησαν μπροστά και έβαλαν αυτούς τους τύπους στη θέση τους! Ο Ιάσονας χτύπησε μερικούς πετώντας μπάλες πράσινης φωτιάς πάνω τους. Δεν τους χτύπησε σοβαρά, αλλά τόσο ώστε να τους τρομάξει και να τους κάνει να τραφούν σε άτακτη φυγή, φωνάζοντας του ότι ήταν ένα φρικιό και ένα έκτρωμα της φύσης. Ο Ιάσονας δεν έδωσε σημασία. Είχε συνηθίσει τα πειράγματα τους από μικρός επειδή είχε μαγικές ικανότητες, και ζούσε ως θνητός στον Κόσμο των Θνητών. Ο Γιάννης, από την άλλη, επίσης έπεφτε πολύ συχνά θύμα πειραγμάτων και εκφοβισμού επειδή φορούσε γυαλιά. Όμως το καλό ήταν ότι φοβούνταν τις δυνάμεις του Ιάσονα και τώρα πια δεν τους πλησίαζαν.
Όταν, λοιπόν, ρώτησαν τον Ηρακλή γιατί δεν αντιστεκόταν, ενώ προφανώς είχε πιο πολλή δύναμη από όλους αυτούς, εκείνος απάντησε χαρακτηριστικά:
"Επειδή ο πατέρας μου, μου έμαθε να μην χτυπώ ανθρώπους που είναι πιο αδύναμοι από εμένα, ότι κι αν γίνεται."
Από εκείνη την ημέρα έγινε και ο Ηρακλής κολλητός με τα δύο αγόρια.
Το κουδούνι χτύπησε επιτέλους και οι πρώτοι μαθητές κυριολεκτικά πετάχτηκαν έξω προτού προλάβει η καθηγήτρια να αποχαιρετήσει την τάξη.
"Να κάνετε επανάληψη σε αυτά που είπαμε!" Αναφώνησε, όμως κανένας δεν την άκουσε.
Οι τρεις φίλοι βγήκαν με την ησυχία τους, χωρίς να βιάζονται και να σπρώχνονται όπως σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι.
"Την καημένη, τη λυπάμαι μερικές φορές." Είπε ο Γιάννης. "Εκείνη κάνει ότι μπορεί, αλλά από ότι φαίνεται κανένας δεν εκτιμάει το μάθημα της."
"Δεν φταίει εκείνη που μας έχουν βάλει Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή την τελευταία ώρα. Όπως και να το κάνουμε είναι βαρύ μάθημα, και μετά την κούραση όλης της ημέρας πως περιμένουν από εμάς να μπορέσουμε να συγκεντρωθούμε; Μην κοιτάς εσύ που είσαι φυτό." Είπε ο Ιάσονας πειράζοντας τον φίλο του με τα γυαλιά.
"Δεν είμαι φυτό, ανόητε! Είμαι έξυπνος! Διαβάζω σχεδόν όσο και εσύ, με τη διαφορά ότι εγώ τα παίρνω πιο εύκολα στο κεφάλι μου!" Αναφώνησε ενοχλημένος ο Γιάννης, χωρίς να του κρατήσει κακία όμως. Έτσι έκαναν πάντα οι δύο τους. Τούς άρεσε να πειράζουν ο ένας τον άλλον. Ο Ηρακλής, από την άλλη, ήταν η ήρεμη δύναμη της παρέας, θα έλεγε κανείς.
Πέρασαν κάποιους δρόμους και μερικά μικρότερα στενάκια και έφτασαν στο σπίτι του Ιάσονα. Μια λαχταριστή μυρωδιά μαγειρευτού τους πλημμύρισε με το που μπήκαν, η οποία ερχόταν από την κουζίνα.
"Ιάσονα! Δεν περίμενα να φέρεις παρέα." Είπε η χαμογελαστή μητέρα του μόλις μπήκαν στην κουζίνα. "Όμως το φαγητό φτάνει για όλους. Πάντα μαγειρεύω λίγο παραπάνω. Γιάννη μου, Ηρακλή μου, θα φατε μαζί μας, έτσι δεν είναι;"
"Εννοείται αυτό, κυρία Ευτυχία." Της είπε ο Γιάννης. "Τι καλό φτιάχνετε;"
"Κοκκινιστό μοσχαράκι με μακαρόνια." Απάντησε η γλυκύτατη κυρία Ευτυχία και σχεδόν έτρεξαν τα σάλια από τα τρία αγόρια.
"Τέλεια! Πάμε λίγο στο δωμάτιο να αφήσουμε τα πράγματα μας κι ερχόμαστε."
Η μητέρα του Ιάσονα ήταν λίγο παχουλή, με σγουρά καστανόξανθα μαλλιά όπως ακριβώς και του γιου της. Δεν δούλευε, καθώς προτιμούσε να μένει σπίτι κάνοντας δουλειές και φροντίζοντας για την οικογένεια. Ο πατέρας του δούλευε σε μια ναυτιλιακή εταιρεία, κάτω στο Λιμάνι του Νότου.
Γενικά, ήταν μια κλασική μεσοαστική οικογένεια, σαν πολλές που συναντάει κάνεις στην Ωραιόπολη, ένα προάστιο της Πόλης του Νότου, που ήταν η πρωτεύουσα του Νότιου Βασιλείου. Δεν θεωρούνταν πλούσιοι, αλλά δεν τους έλειπε τίποτα.
Πολλές φορές, ο Ιάσονας αναρωτιόταν: αφού ήταν μέλος μιας τόσο φυσιολογικής, παραδοσιακής οικογένειας, τότε από που είχε κληρονομήσει τις μαγικές του δυνάμεις; Μήπως κάποιος μακρινός του πρόγονος ήταν μάγος; Είχε ακούσει πολλά για τη Χώρα των Μάγων και ιδιαίτερα για τον ιδρυτή της, τον Άρχοντα Γιλβέρτο. Είχε ακούσει πως σχεδόν όλοι όσοι ζούσαν εκεί είχαν μαγικές δυνάμεις παρόμοιες με τις δικές του, αλλά και εντελώς διαφορετικές.
Τα τρία αγόρια ανέβηκαν στο δωμάτιο του Ιάσονα, άφησαν τις σχολικές τους τσάντες και έβγαλαν τα γκρι σακάκια με τις μπλε λεπτομέρειες, μέρος της σχολικής στολής τους η οποία αποτελούνταν επίσης από γκρι παντελόνι, λευκό πουκάμισο και μπλε γραβάτα.
Ο Ιάσονας ξεχάστηκε πιάνοντας συζήτηση με τους φίλους του για το καινούργιο, online βιντεοπαιχνίδι που έπαιζαν εκείνη την περίοδο όλοι μαζί και χρειάστηκε να ακουστεί δυνατά η φωνή της μητέρας του από τις σκάλες να κατέβουν, γιατί το φαγητό ήταν έτοιμο και σερβιρισμένο ήδη στο τραπέζι.
Εν το μεταξύ είχε γυρίσει και ο πατέρας του. Ο γοητευτικός Φαίδωνας Ιωαννίδης, που κάποτε είχε πολλές κατακτήσεις στο γυναικείο φύλο, μόλις όμως γνώρισε την Ευτυχία, την ερωτεύθηκε με την πρώτη ματιά και εκείνη το ίδιο. Από τότε είχε γίνει ένας τρυφερός και υπεύθυνος οικογενειάρχης και είχε διδάξει πολλές αξίες στον Ιάσονα. Και εκείνος, αλλά και η μητέρα του είχαν αποδεχθεί τις υπερφυσικές δυνάμεις του και τον έβλεπαν ως ένα φυσιολογικό παιδί. Ωστόσο, από ότι είχαν πει στον Ιάσονα, όσο και αν προσπάθησαν δεν κατάφεραν να του χαρίσουν το πολυπόθητο αδελφάκι που πάντα όταν ήταν μικρός ζητούσε. Ακόμα και ο ίδιος άργησε να έρθει στη ζωή τους, και το θεώρησαν θαύμα όταν τον απέκτησαν μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια γάμου.
Ο Φαίδωνας άφησε στην άκρη την εφημερίδα του όταν είδε τα τρία αγόρια να μπαίνουν στην κουζίνα και τους χαιρέτησε όλους χαμογελώντας. Η Ευτυχία είχε ήδη σερβίρει τα μακαρόνια με το κατακόκκινο κρέας στα πιάτα και κάθισαν όλοι στο ορθογώνιο τραπέζι.
"Αχ, ξέχασα το αλάτι!" Αναφώνησε τότε η Ευτυχία και έκανε να σηκωθεί, η φωνή του γιου της όμως τη σταμάτησε:
"Όχι, μη σηκωθείς, μαμά. Ασ' το σε εμένα." Ο Ιάσονας άπλωσε το ένα του χέρι, σαν να προσκαλούσε κάτι και αμέσως το αλάτι κουνήθηκε από το ράφι με τα μπαχαρικά και προσγειώθηκε στο χέρι του, για να το ακουμπήσει στη συνέχεια πάνω στο τραπέζι.
"Ευχαριστώ, παιδί μου." Είπε η μητέρα του με το γλυκό της χαμόγελο. Ο πατέρας του όμως είχε αντίθετη άποψη:
"Ιάσονα, έχουμε πει πολλές φορές ότι δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείς την τηλεκίνηση λόγω βαρεμάρας."
"Μην τον αποπαίρνεις, Φαίδωνα! Πρέπει να τον κάνουμε να νιώθει φυσιολογικός, ειδικά μπροστά στους φίλους του."
"Ε... Εμείς δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. Ισα- ίσα, μας αρέσει που οι δυνάμεις του Ιάσονα διευκολύνουν τη ζωή μας." Είπε ο Γιάννης.
"Δεν διαφωνώ και δεν τον αποπαίρνω." Είπε ο κύριος Φαίδωνας. "Απλά του έχω μάθει να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του μόνο όπου κρίνεται απολύτως απαραίτητο. Δεν ξέρουμε πόση ενέργεια διαθέτει και αν η πηγή της είναι ανεξάντλητη, και φοβάμαι μην την εξαντλήσει μόνιμα κάποια μέρα." Ο Ιάσονας έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:
"Αν γίνει όντως αυτό, τότε απλά θα είμαι ένα φυσιολογικό παιδί, χωρίς μαγικές δυνάμεις. Δεν θα με φωνάζουν πια φρικιό."
"Ναι, αλλά θα απογοητευτείς που θα έχεις χάσει τις ικανότητες σου, γιε μου. Και τότε ίσως παρουσιαστεί η ανάγκη να βοηθήσεις πραγματικά κάποιον και να μη μπορείς." Του είπε ο πατέρας του τρυφερά και έπιασε το χέρι του πάνω στο τραπέζι.
"Εγώ πάντως πιστεύω ότι η πηγή η οποία δίνει ενέργεια στον Ιάσονα είναι ανεξάντλητη." Είπε ο Γιάννης.
"Μακάρι να είναι όντως έτσι." Συμφώνησε ο πατέρας του κολλητού του. Η Ευτυχία χτύπησε μια φορά παλαμάκια και κοίταξε περήφανη το λαχταριστό φαγητό που δημιούργησε.
"Λοιπόν, ας φάμε τώρα, πριν κρυώσει." Είπε κι έκανε το σταυρό της. Όλοι τη μιμήθηκαν και άρχισαν να τρώνε.
Οι δύο φίλοι του Ιάσονα έμειναν μέχρι το βράδυ σπίτι του, μιας και ήταν Παρασκευή και δεν χρειαζόταν να κάνουν τα μαθήματα τους για την επόμενη μέρα. Έπαιξαν ηλεκτρονικό και συζήτησαν για ποδόσφαιρο και κορίτσια, και το απόγευμα η κυρία Ευτυχία τους έφτιαξε γλυκές κρέπες να φάνε.
Έτσι πέρασαν οι ώρες, έπεσε η νύχτα και ο Γιάννης με τον Ηρακλή αποφασίσανε να επιστρέψουν στα σπίτια τους και στις οικογένειές τους.
Όταν έφυγαν και ο Ιάσονας έμεινε μόνος του στο δωμάτιο του, οι κουβέντες και οι προβληματισμοί που εξέφρασε ο πατέρας του στο τραπέζι επανήλθαν στο μυαλό του. Από τη μια ήθελε να είναι ένας φυσιολογικός έφηβος όπως όλοι, από την άλλη όμως, αυτές οι δυνάμεις ίσως του δόθηκαν για κάποιο λόγο, για να προστατεύει και να κάνει το καλό. Γιατί δεν ήταν αυτό που γνώριζε στα βιβλία ως "κακή μαγεία", σαν τη Μαύρη και την Κόκκινη. Η Πράσινη και η Γαλάζια ανήκαν στις καλές μαγείες και σήμαιναν μάχη για το καλό και προστασία αντίστοιχα σύμφωνα με τους μύθους και τις παραδόσεις της Χώρας των Μάγων. Όμως εφόσον ο Ιάσονας δεν ανήκε στη Χώρα των Μάγων, εφόσον είχε γεννηθεί από γονείς θνητούς, ποιος άραγε του έδωσε τις δυνάμεις του και για ποιο σκοπό; Που ανήκε άραγε πραγματικά και για πόσο ακόμα θα μπορούσε να τις χρησιμοποιεί; Θα τελείωνε η ενέργεια του κάποια στιγμή, σύμφωνα με τον πατέρα του ή η πηγή της ήταν ανεξάντλητη όπως υποστήριζε ο Γιάννης;
***********************************************************************
Ο Γιάννης μπήκε στο σπίτι του μέσα από τη μεγάλη σκαλιστή πόρτα της εισόδου. Δεν φαινόταν τίποτα, το σπίτι ήταν θεοσκότεινο.
«Μητέρα;! Πατέρα;!» φώναξε και περπάτησε φοβισμένος προς τα μέσα. Είχε φοβηθεί, γιατί ήξερε τι θα ακολουθούσε. Και ενώ πάντα το ήξερε, ποτέ δεν ήταν προετοιμασμένος και δεν αντιδρούσε.
Όντως ένιωσε κάτι να τον χτυπάει στην πλάτη, κάνοντας τον να πονέσει αλλά όχι να τραυματιστεί. Έπειτα, σε κλάσματα δευτερολέπτου, κάτι άγγιξε τα πόδια του και βρέθηκε στα πλακάκια του προθαλάμου. Ένα κάθετο ξύλινο κοντάρι έσφιγγε το λαιμό του και δεν τον άφηνε να αναπνεύσει σωστά. Ο πατέρας του βρισκόταν από πάνω του και τον είχε ακινητοποιήσει.
«Άργησες.» του είπε. «Και όπως πάντα, δεν ήσουν καθόλου προετοιμασμένος. Αν ήμουν εχθρός θα ήσουν νεκρός τώρα.» Τα γκρίζα μάτια του τον κοιτούσαν στο σκοτάδι και γυάλιζαν τρομακτικά.
Τότε ο πατέρας του σηκώθηκε και ο Γιάννης έβηξε προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. Έπειτα το φως του προθαλάμου άναψε.
«Σήκω πάνω.» τον διέταξε με αυστηρή φωνή ο πατέρας του.
Η φιγούρα του με τα γκρίζα μαλλιά και το σκούρο κοστούμι στεκόταν στα δύο μέτρα και τον κοιτούσε αυστηρά. Ο νεαρός δεν είχε παρά να σηκωθεί.
«Πού ήσουν; Εγώ και η μητέρα σου σε περιμέναμε να φάμε όλοι μαζί όπως κάθε σωστή οικογένεια κάνει και εσύ, όχι μόνο δεν μας έκανες την τιμή να γευματίσεις μαζί μας, αλλά δεν εμφανίστηκες ούτε το απόγευμα, ούτε όμως και στο δείπνο.»
«Συ... Συγνώμη πατέρα. Ήμουν στο σπίτι του Ιάσονα και ξεχαστήκαμε.»
«Και, ως συνήθως, ξέχασες να ειδοποιήσεις τους γονείς σου και προτίμησες να περάσεις ολόκληρη την ημέρα με τους... φίλους σου,» τόνισε ειρωνικά, « που δεν σου προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό.»
Ο Γιάννης δεν τόλμησε να απαντήσει. Πάντοτε έπρεπε να είναι σοβαρός και να μετράει τα λόγια και τις κινήσεις του, να είναι ο τέλειος γιος και κληρονόμος της περιουσίας τους, ενώ μόνο με τους φίλους του μπορούσε να είναι ο ανέμελος εαυτός του.
Οι φίλοι του δεν ήξεραν τι περνούσε. Ήξεραν βέβαια πως η οικογένεια του ήταν πλούσια, και πως οι γονείς του, ο Ιάκωβος και η Αντιγόνη, ήταν πολύ αυστηροί, άλλωστε τους έβλεπαν πώς τους κοιτούσαν κάθε φορά που πήγαιναν στο σπίτι τους. Όμως δεν είχαν ιδέα για την ψυχολογική πίεση που του ασκούσαν, και που τα τελευταία πέντε χρόνια, από όταν έχασαν τον μεγαλύτερο αδελφό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, δεν είχε ακούσει μια καλή κουβέντα, δεν είχε νιώσει την αγάπη τους. Βέβαια, πάντοτε έτσι ήταν, ειδικά ο πατέρας τους, όμως ειδικά μετά από εκείνη τη μοιραία νύχτα έγιναν ακόμα πιο αυστηροί και παράλογοι στους κανόνες και στις τιμωρίες που έβαζαν.
Πολλές φορές ο πατέρας του τον κλείδωνε για ώρες σε μια αποθήκη, χωρίς τροφή και νερό, και τον έβγαζε όποτε εκείνος ήθελε, ενώ οι φίλοι του τον έψαχναν, κι ύστερα έπρεπε να σκαρφιστεί μια δικαιολογία να τους πει, επειδή δεν τολμούσε να τους παραδεχθεί την αλήθεια. Άλλες φορές, όταν ήταν στις καλές του, τον έβαζε να μελετάει οικονομία και λογιστική, κι έπρεπε να μαθαίνει απ' έξω ολόκληρα δυσνόητα αποσπάσματα, που ήταν δύσκολα ακόμα και για τον ίδιο που αντικειμενικά ήταν έξυπνος. Ενώ υπήρχαν και οι φορές εκείνες που τον προπονούσε στις πολεμικές τέχνες, αν και ο τρόπος που το έκανε δεν έμοιαζε με προπόνηση αλλά με κανονική μάχη. Αυτή τη φορά όμως, καμία τιμωρία δεν τον περίμενε ως έκπληξη του.
«Πήγαινε να κοιμηθείς και θα ξυπνήσεις νωρίς αύριο. Έχουμε συνάντηση με κάτι μεγαλομετόχους στην εταιρεία και θα σε πάρω μαζί μου, να παρακολουθήσεις κι εσύ για να μαθαίνεις σιγά- σιγά.»
Σίγουρα αυτό θα ήταν πολύ βαρετό. Ήταν Σάββατο και μια συνάντηση στην εταιρεία του πατέρα του ήταν το λιγότερο που θα ήθελε να κάνει. Ο Γιάννης δεν ήθελε να ακολουθήσει εκείνο το δρόμο, δεν ήθελε να διευθύνει την εταιρεία, ούτε καν να δουλέψει σ' αυτήν με αφεντικό τον πατέρα του. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή του, πάντως σίγουρα οτιδήποτε που να μην είχε σχέση με εκείνον. Ωστόσο, έχοντας φτάσει στην Τρίτη Λυκείου και μην έχοντας αποφασίσει ακόμα, ο δρόμος του είχε χαραχτεί και ήταν αναπόφευκτο να τον ακολουθήσει. Εκείνη η συνάντηση πάντως, θα ήταν σίγουρα προτιμότερη από οποιαδήποτε άλλη τιμωρία. Ήλπιζε μόνο το απόγευμα να τον άφηνε ελεύθερο να βγει με τους φίλους του.
*****************************************************************************
Ήταν το πιο παράξενο και τρομακτικό πλάσμα που είχε δει, ακόμα πιο φοβερό από εκείνα τα τέρατα που έβλεπε σε ταινίες.
Ήταν ένα μαύρο, ογκώδες σώμα, με κοφτερά νύχια έτοιμα να ξεσκίσουν τη σάρκα του. Τα μάτια του, λευκά σαν χιόνι και χωρίς κόρες, φαινόταν πως τον κοιτούσαν και ένα μεγάλο στόμα αποκάλυπτε δύο σειρές κοφτερά δόντια σαν μαχαίρια. Γύρω του άκουγε φωνές, πολεμικές κραυγές και μπορούσε να διακρίνει ένα κόκκινο θολό τοπίο, δεν μπορούσε να εστιάσει όμως κάπου αλλού το βλέμμα του πέρα από το παράξενο, τρομακτικό τέρας.
Το τέρας έβγαλε μια αφύσικη κραυγή απ' το λαρύγγι του και όρμησε στον Ιάσονα, ο οποίος είχε παγώσει από το φόβο του.
Ξύπνησε με ένα τίναγμα. Ευτυχώς, δεν βρισκόταν πια σε εκείνο το κόκκινο ζοφερό τοπίο, αλλά στο δωμάτιο του και δεν τον απειλούσε κανένα τέρας. Κρύος ιδρώτας τον έλουζε και η ανάσα του έβγαινε λαχανιασμένη.
Δόξα τον Θεό, ήταν μόνο ένας εφιάλτης. Είπε από μέσα του. Το κινητό του έδειχνε πως ήταν έξι το πρωί. Δεν ήθελε να κοιμηθεί ξανά, φοβόταν μην επιστρέψει αυτός ο εφιάλτης ή κάποιος άλλος, ακόμα χειρότερος.
Πήγε στο μπάνιο, που βρισκόταν δίπλα ακριβώς απ' το δωμάτιο του και ανάμεσα σε εκείνο και στο δωμάτιο των γονιών του. Έριξε νερό στο πρόσωπο του για να συνέλθει και κοίταξε το είδωλο του στον καθρέφτη.
Ήταν μόνο ένας εφιάλτης. Όμως... Γιατί φαινόταν τόσο αληθινός...; αναρωτήθηκε σκεπτόμενος. Τέλος πάντων... Δεν θα αφήσω να με επηρεάσει...
Αφού είχε άφθονο χρόνο ακόμα στη διάθεσή του μέχρι την ώρα που ξυπνούσαν οι γονείς του, κατέβηκε στην κουζίνα και αποφάσισε να φτιάξει ένα πλούσιο πρωινό για εκείνον και τους γονείς του, για να το βρουν έτοιμο όταν ξυπνήσουν. Έφτιαξε καφέ στην καφετιέρα και έβαλε πρώτα από όλα στον ίδιο μια κούπα. Στη συνέχεια έστρωσε τραπέζι και σέρβιρε φρυγανισμένο ψωμί, μαρμελάδα, βούτυρο και έστυψε χυμό πορτοκάλι. Προσπαθούσε να αντιστέκεται και να μην χρησιμοποιεί τηλεκίνηση όσο έκανε αυτές τις δουλειές, γιατί η συζήτηση που είχε με τον πατέρα του την προηγούμενη μέρα τον είχε επηρεάσει.
Την ώρα που σέρβιρε την κανάτα με το χυμό στο τραπέζι, φάνηκε στην είσοδο της κουζίνας η μητέρα του, αγουροξυπνημένη και με τα μαλλιά της ανάκατα όπως κάθε πρωί.
"Ιάσονα; Καλημέρα. Ετοίμασες πρωινό; Τι ευχάριστη έκπληξη... Και να φανταστείς τρόμαξα, άκουσα ήχους απ' την κουζίνα και φοβήθηκα μήπως μπήκαν κλέφτες."
"Καλημέρα, μαμά. Συγγνώμη που σε τρόμαξα."
"Πώς και τόσο πρωινός; Συνήθως δεν σηκώνεσαι απ' το κρεβάτι τα Σάββατα αν δεν πάει δέκα η ώρα. "
"Είδα...έναν εφιάλτη και δεν μπορούσα να ξανακοιμηθώ. " ομολόγησε ο Ιάσονας.
"Τι εφιάλτη, παιδί μου;" ρώτησε η μητέρα του με φανερή ανησυχία στη φωνή της.
"Δεν έχει σημασία. Άλλωστε ήταν μόνο ένας εφιάλτης." Είπε αφού τελείωσε με το στρώσιμο του τραπεζιού. "Τέλος πάντων. Πήγαινε ξύπνα και τον μπαμπά, να φάμε λίγο νωρίτερα σήμερα."
Με λίγη δυσκολία, ο Φαίδωνας ξύπνησε και κάθισαν όλοι μαζί να φάνε πρωινό, έχοντας λίγη περισσότερη ώρα στη διάθεσή τους. Στο τραπέζι, η Ευτυχία αποκάλυψε στον σύζυγό της ότι ο Ιάσονας είδε εφιάλτη και εκείνος τον κοίταξε ανήσυχος.
"Μα γιατί ανησυχείτε τόσο για μένα; Είπαμε, ήταν απλά ένας τυχαίος εφιάλτης. Τι σχέση μπορεί να είχε αυτό το τέρας που είδα με τις δυνάμεις μου;"
"Τέρας;" έκανε ανήσυχη η μητέρα του.
"Μήπως φοβάσαι κάτι, Ιάσονα;" τον ρώτησε ο πατέρας του σκεπτικός.
"Τι εννοείς;"
"Τα τέρατα στα όνειρά συνήθως συμβολίζουν τους φόβους μας. Μήπως φοβάσαι που θα σε οδηγήσουν οι δυνάμεις σου και αν θα τις έχεις για πάντα; Μήπως σε επηρέασε η συζήτηση που είχαμε χθες;"
"Δεν νομίζω. Άλλωστε αν με επηρέαζε, θα έβλεπα το όνειρο την πρώτη φορά που είχαμε μια παρόμοια συζήτηση, όταν ήμουν περίπου δώδεκα."
"Δεν έχει σημασία. Τότε ήσουν πιο μικρός και ακόμα πιο ανέμελος, δεν είχες αρχίσει να μπαίνεις σε σκέψεις σχετικά με όλα αυτά.» Έκανε μια παύση και έμειναν οι τρεις τους σιωπηλοί για λίγο.
"Λοιπόν, ας μη συζητάμε για αυτά τώρα. Αν όντως τον επηρέασε η συζήτηση τον Ιάσονα, τότε απλά δεν θα την ξανακάνουμε, Φαίδωνα." Είπε έντονα η Ευτυχία και κοίταξε τον άντρα της προειδοποιητικά.
"Καλώς." Απάντησε βαριά ο άντρας της και στη συνέχεια άλλαξε θέμα.
************************************************************************
Λοιπόν, στο πρώτο κεφάλαιο γνωρίσαμε τους δύο πρώτους ήρωες της ιστορίας μας, τον Ιάσονα (που είναι και ο βασικός ήρωας) και τον Γιάννη.
Ο Ιάσονας είδε έναν περίεργο, τρομακτικό και αληθοφανή εφιάλτη. Λέτε να συμβολίζει κάτι ή μήπως είναι προφητικός;
Στο επόμενο θα γνωρίσουμε καλύτερα και τον τρίτο της παρέας, τον Ηρακλή, καθώς και την οικογένεια του. Θα δούμε επίσης και μια ακόμα φίλη τους που όμως δεν θα είναι η βασική ηρωίδα.
Τα κεφάλαια θα έχουν όλα αυτό το μέγεθος περίπου, θα προσπαθώ να μην είναι ούτε μικρότερα ούτε μεγαλύτερα και θα χωρίζονται σε υποκεφάλαια με τους αστερίσκους που είδατε και εδώ ούτως ώστε να μην σας κουράζουν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top