Μαγικός: Η Αρχή

Το πρώτο διήγημα βασισμένο στο πρώτο βιβλίο του Μαγικός. Είναι βασικά η ιστορία του Ιάσονα όταν ήταν μικρός, πότε και πώς εμφανίστηκαν οι δυνάμεις του και όλα όσα αφηγείται στην Ιφιγένεια στο Κεφάλαιο 7, απλώς πιο αναλυτικά. Πάμε να γνωρίσουμε λοιπόν τον βασικό ήρωα μας απ' την αρχή!!

********************************************

Ένας Μικρός Μάγος

Ο Ιάσονας ήταν γενικά ήσυχο παιδί, σπάνια έκανε αταξίες και άκουγε τους γονείς του. Ήταν ιδιαίτερος και το είχαν καταλάβει ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Περπάτησε και μίλησε γρήγορα, ενώ δεν είχε αρρωστήσει ποτέ, ούτε καν ένα απλό κρυολόγημα, ενώ όταν μερικές φορές έπεφτε σαν παιδί και χτυπούσε, η πληγή έκλεινε πολύ πιο γρήγορα από το συνηθισμένο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να δώσουν μια λογική εξήγηση για όλα αυτά, όμως έλεγαν στους γονείς του ότι θα έπρεπε να χαίρονται που ο γιος τους είχε τόσο καλό ανοσοποιητικό και ικανότητα να γιατρεύονται πιο γρήγορα οι πληγές του.

Κατά τ' άλλα όμως ήταν φυσιολογικός, ήταν φιλικός με τους επισκέπτες και πολύ κοινωνικός με άλλα παιδάκια, αγαπούσε τη φύση και τα ζώα.

Ωστόσο, πολλές φορές στο σπίτι αισθανόταν μοναξιά και θα ήθελε να έχει ένα αδελφάκι, όμως δυστυχώς αυτό ήταν μία άλλη, πονεμένη ιστορία για τον Φαίδωνα και την Ευτυχία, καθώς όσο και αν προσπάθησαν δεν κατάφεραν να αποκτήσουν άλλο παιδί.

Εκείνη η ημέρα έμοιαζε φυσιολογική σαν όλες τις άλλες, η Ευτυχία ξύπνησε γλυκά τον Ιάσονα ο οποίος σηκώθηκε, ντύθηκε, έφαγε πρωινό μαζί με τους γονείς του και στη συνέχεια, η Ευτυχία του έφτιαξε την τσάντα, έβαλε μέσα τα βιβλία του, δυο τετράδια, το μπλοκ ζωγραφικής, τα μολύβια και τους μαρκαδόρους του, και τελευταίο το κολατσιό του, ένα τοστ με ζαμπόν και τυρί και μία μπανάνα. Μετά βεβαιώθηκε ότι ο άντρας της δεν είχε ξεχάσει τίποτα, τον χαρτοφύλακα του, πορτοφόλι, κινητό, τα κλειδιά του και φυσικά και μία σακούλα με το δικό του κολατσιό. Της άρεσε όσο τίποτα να περιποιείται τους δύο άντρες της ζωής της, όπως τους έλεγε. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, τους συνόδευσε ως την πόρτα, τους φίλησε και τους σταύρωσε ως συνήθως καθώς κατευθύνονταν προς το παρκαρισμένο αυτοκίνητο.

Ο Φαίδωνας τον πήγε στο σχολείο με το αυτοκίνητο πριν να πάει ο ίδιος στη δουλειά. Αυτή ήταν η καθημερινή τους ρουτίνα και ήταν οι τρεις τους πολύ ευτυχισμένοι με αυτήν.

«Να είσαι καλό παιδί, εντάξει Ιάσονα;» του είπε ο μπαμπάς του καθώς οδηγούσε.

«Ναι, μπαμπά.»

«Να ακούς τη δασκάλα.»

«Εντάξει, μπαμπά.» απάντησε ο μικρός. Ο Φαίδωνας του έριξε μια ματιά μέσα από τον καθρέφτη, καθώς ο Ιάσονας καθόταν στο πίσω κάθισμα φορώντας τη ζώνη ασφαλείας, και του χαμογέλασε. Ήταν σίγουρος πως ο γιος του θα ήταν καλός, υπάκουος και φρόνιμος, ακόμα και αν δεν του το έλεγε.

Έφτασαν στο Νηπιαγωγείο και αφού τον αποχαιρέτησε και τον άφησε στην είσοδο, έφυγε, λέγοντας του ως συνήθως ότι θα ερχόταν να τον πάρει το μεσημέρι όταν σχολούσε, γιατί η δουλειά του ήταν ίδιες ώρες.

Ο Ιάσονας μπήκε στην αίθουσα, χαιρέτησε τους φίλους του και είπαν τα νέα τους, δηλαδή τι παιχνίδι έπαιξαν, τι παιδικό είδαν, τι έφαγαν την προηγούμενη μέρα και άλλα πολλά. Λίγο πιο πέρα, ο Ιάσονας είδε τον Βαλάντη να πειράζει ένα κοριτσάκι τραβώντας της τα μαλλιά.

«Άου, άσε με, με πονάς!» φώναζε η κακομοίρα η Αναστασία, όπως την έλεγαν.

Ο Βαλάντης ήταν ένα πολύ άτακτο παιδί που πείραζε πολλά παιδιά από την τάξη τους. Πολλές φορές τους άρπαζε το φαγητό ή τους χτυπούσε. Η δασκάλα τον είχε μαλώσει άπειρες φορές, είχε μιλήσει και στους γονείς του όμως δεν γινόταν τίποτα.

Ο Ιάσονας φαινόταν πως ήταν το αγαπημένο του θύμα, γιατί όχι μόνο δεν αντιδρούσε στις κοροϊδίες του, στα χτυπήματα και όταν του άρπαζε με τη βία το κολατσιό, όμως επίσης ήταν ο μόνος που υπερασπιζόταν και τα άλλα παιδάκια αν τυχόν βρισκόταν μπροστά. Όπως τώρα, δεν μπορούσε να τον αφήσει να συνεχίσει να τραβάει τα μαλλιά της Αναστασίας.

«Όχι, Ιάσονα, μην το κάνεις! Θα σε δείρει πάλι!» του είπε ένα απ' τα παιδιά όταν το είδε να κατευθύνεται προς το μέρος του.

«Ας την ήσυχη!» είπε ο Ιάσονας. Ο Βαλάντης τον κοίταξε με βλέμμα βλοσυρό και του είπε:

«Δουλειά σου εσύ!»

«Η Αναστασία δεν σε πείραξε... Γιατί της τραβάς τα μαλλιά;» τον ρώτησε.

«Γιατί έτσι!» του απάντησε ο Βαλάντης και του έβγαλε τη γλώσσα, αρπάζοντας πάλι την κοτσίδα του κοριτσιού.

«Σταμάτα!» φώναξε ο Ιάσονας και του άρπαξε το χέρι, προσπαθώντας να το απομακρύνει. Ο άτακτος συμμαθητής του άφησε τελικά την Αναστασία και έσπρωξε και με τα δυο του χέρια τον Ιάσονα, ρίχνοντας τον κάτω. Όλη η τάξη είχε μαζευτεί τριγύρω.

«Παράτα με επιτέλους, Ιάσονα! Ό,τι θέλω θα κάνω. Και έτσι και με μαρτυρήσεις πάλι στην κυρία, θα φας το ξύλο της χρονιάς σου στο διάλειμμα!» Αυτά κι άλλα χειρότερα γίνονταν σχεδόν κάθε μέρα, όμως ο Ιάσονας δεν έλεγε τίποτα στους γονείς του. Δεν τους είχε πει ποτέ ότι πολλές φορές του έκλεβε ο Βαλάντης το φαγητό ή ότι τον έσπρωχνε και τον χτυπούσε. Δεν ήθελε να τους στενοχωρήσει...

Εν τω μεταξύ, όλα τα παιδιά είχαν μαζευτεί τριγύρω και περίμεναν με φόβο να δουν τι θα γίνει, όμως η είσοδος της δασκάλας στην αίθουσα έστρεψε ολονών την προσοχή σε εκείνους.

«Τι γίνεται εδώ; Βαλάντη, πάλι πειράζεις τον Ιάσονα;» ρώτησε με αυστηρό ύφος, βλέποντας τον Ιάσονα στο πάτωμα.

«Αυτός το ξεκίνησε!» είπε εκείνος δείχνοντας τον με το δάχτυλο.

«Αλήθεια λέει, Ιάσονα;»

«Ναι, κυρία. Όμως εγώ του είπα απλά να αφήσει την Αναστασία ήσυχη, γιατί της τραβούσε το μαλλί.»

«Πάλι τα ίδια; Βαλάντη, δεν έχουμε πει να μην πειράζουμε τους συμμαθητές μας; Πήγαινε τώρα τιμωρία στη γωνία και μην κουνηθείς αν δεν σου πω εγώ. Οι υπόλοιποι καθίστε, παιδιά.»

Ο Βαλάντης με σφιγμένες γροθιές πέρασε ξυστά από τον Ιάσονα καθώς πήγαινε να υποστεί την εξευτελιστική τιμωρία και όπως περνούσε του είπε απειλητικά:

«Θα τα πούμε στο διάλειμμα. Θα σου δείξω εγώ.»

[...]

Το κουδούνι για το διάλειμμα χτύπησε και όλα τα παιδάκια βγήκαν να παίξουν στο μικρό προαύλιο του Νηπιαγωγείου. Ο Ιάσονας καθόλου δεν φοβόταν τον Βαλάντη και τις απειλές του. Ήταν συνηθισμένος. Ήλπιζε τουλάχιστον να μην πειράξει ξανά την Αναστασία.

Τον είδε να τον πλησιάζει απειλητικά, σφίγγοντας τις γροθιές του. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν πουθενά τριγύρω η δασκάλα τους, όρμησε στον Ιάσονα και τον έσπρωξε.

«Για με μαρτύρησες στην κυρία; Ε; Έφαγα τιμωρία εξαιτίας σου κι έγινα ρεζίλι σ' όλη την τάξη!» έλεγε συνεχίζοντας να τον σπρώχνει, όμως ο Ιάσονας δεν αντιδρούσε ούτε απαντούσε, τον κοιτούσε μονάχα σοβαρός.

«Ε! Σου μιλάω!» φώναξε ο Βαλάντης και τον κόλλησε με δύναμη στον τοίχο. Τότε ο Ιάσονας ένιωσε κάτι που δεν είχε ξανανιώσει... Ένιωσε να βράζει, σαν να είχε μια φλόγα μέσα του. Το φτύσιμο που δέχτηκε αμέσως μετά από τον Βαλάντη στο πρόσωπο του έκανε τη φλόγα εκείνη να γίνει φωτιά. Προτού καταλάβει ο Ιάσονας τι σου συνέβη, μια πράσινη λάμψη σαν φωτιά βγήκε μέσα από τα χέρια του και εκτόξευσε τον συμμαθητή του πέντε μέτρα μακριά.

Μερικοί συμμαθητές μαζεύτηκαν τρέχοντας τριγύρω για να δουν τι συνέβαινε. Κοιτούσαν τρομαγμένα τον Ιάσονα, χωρίς να τολμούν να πλησιάσουν, ενώ εκείνος κοίταξε έντρομος τον πεσμένο στο έδαφος Βαλάντη... Έπειτα κοίταξε τα χέρια του, δυο πράσινες φλόγες τρεμόπαιζαν ακόμα σε αυτά και δεν έσβηναν με τίποτα. Ο τρόμος τον κατέλαβε κι όσο πιο πολύ φοβόταν, τόσο περισσότερο εκείνες οι φλόγες φούντωναν. Ο Βαλάντης τότε ευτυχώς σηκώθηκε καθιστός στο έδαφος κι έβαλε τα κλάματα, ενώ κατέφθασε και η δασκάλα από μέσα από την αίθουσα.

«Τι συμβαίνει εδώ...; Ιάσονα;» είπε εξίσου έκπληκτη και έντρομη συγχρόνως, βλέποντας εκείνο το πρωτόγνωρο θέαμα.

Κοίταξε τα φοβισμένα πρόσωπα των συμμαθητών του, της κυρίας Κατερίνας... Δεν ήθελε να τους κάνει κακό... Όμως, αν δεν κατάφερνε να ελέγξει τον εαυτό του, και χτυπούσε και κάποιον άλλον όπως τον Βαλάντη;

Η Κατερίνα τότε σκέφτηκε ότι έπρεπε να προστατεύσει τους υπόλοιπους μαθητές της. Δεν ήξερε τι ήταν ο Ιάσονας, ποτέ πριν στα είκοσι οχτώ της χρόνια δεν είχε συναντήσει κάτι παρόμοιο. Ήξερε φυσικά ότι υπήρχαν και άλλα πλάσματα που μοιράζονταν τον Κόσμο με τους Ανθρώπους, όμως δεν περίμενε με τίποτα να υπάρχουν και στη Χώρα των Πέντε Βασιλείων. Έγειρε στο ύψος του μικρού από μακριά και τον κοίταξε καθησυχαστικά λέγοντας:

«Ηρέμησε, Ιάσονα... Πάρε μερικές βαθιές ανάσες. Να, έτσι.» και του έδειξε πώς να αναπνεύσει βαθιά και σταθερά.

Ο Ιάσονας τη μιμήθηκε και όντως ένιωσε να ηρεμεί και σύντομα οι πράσινες φλόγες στα χέρια του έσβησαν. Το περίεργο ήταν ότι δεν τον έκαψαν καν.

«Μπράβο. Έλα τώρα σιγά- σιγά προς το μέρος μου.» του είπε απλώνοντας το χέρι της. Όσα παιδιά βρίσκονταν δίπλα της απομακρύνθηκαν.

«Μη φοβάστε... Είναι εντάξει. Δεν το ήθελε... Έτσι, Ιάσονα;» Ο Ιάσονας ένευσε κι άρχισε να περπατάει προς το μέρος της, ώσπου την έφτασε και της έδωσε το χέρι του. Η δασκάλα το κράτησε και τον οδήγησε στο γραφείο της. Τον έβαλε να καθίσει και του είπε να περιμένει για να πάει να δει αν ο Βαλάντης ήταν καλά.

Ευτυχώς, ο άλλος μαθητής της δεν είχε χτυπήσει, πιο πολύ φοβισμένος ήταν. Όμως το σοκ της σχετικά με αυτό που είδε δεν έλεγε να περάσει... Αφού κατάφερε και ηρέμησε τον Βαλάντη, τον έβαλε να καθίσει μαζί με τα άλλα παιδιά και τους είπε να ζωγραφίσουν κάτι, έπειτα επέστρεψε στο γραφείο της και κάθισε απέναντι απ' τον Ιάσονα.

«Είναι καλά ο Βαλάντης;» τη ρώτησε απευθείας.

«Θα είναι εντάξει, μην ανησυχείς.» Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να σκεφτεί πώς να χειριστεί το θέμα. «Σου έχει ξανασυμβεί αυτό, Ιάσονα;» τον ρώτησε τελικά.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Ξέρεις τι ήταν αυτό που έπαθες;» Ξανά αρνητικό κούνημα του κεφαλιού.

«Όχι, κυρία. Δεν ήθελα να τον χτυπήσω, αλλά με νευρίασε τόσο πολύ, που δεν μπόρεσα να κρατηθώ... Συγνώμη.»

«Το ξέρω ότι δεν το ήθελες. Και ήσουν τόσο φοβισμένος όσο και εμείς οι υπόλοιποι. Αλλά μην ανησυχείς, θα βρούμε μία λύση ώστε να μάθουμε τι ακριβώς σου συνέβη και...» Και τι ακριβώς είσαι, ήθελε να πει, όμως αντί για αυτό είπε: «...και να φροντίσουμε να μην ξανασυμβεί. Για αρχή, θα πάρω τηλέφωνο τους γονείς σου να έρθουν.» είπε και σήκωσε το τηλέφωνο του γραφείου της.

Ο Ιάσονας δεν αγχωνόταν μην τον μαλώσουν οι γονείς του, όμως σίγουρα θα στεναχωριούνταν πολύ και ίσως τον φοβούνταν κιόλας, όπως η δασκάλα του και οι συμμαθητές του. Και ο ίδιος φοβόταν τον εαυτό του, εδώ που τα λέμε...

[...]

Ο Φαίδωνας και η Ευτυχία έφτασαν αλαφιασμένοι στο Νηπιαγωγείο. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που άκουσαν, νόμιζαν πως τους έκαναν φάρσα. Όταν μπήκαν στο γραφείο της Νηπιαγωγού, ο Ιάσονας τους κοίταξε με βλέμμα ενοχικό. Η Ευτυχία πλησίασε και τον αγκάλιασε αμέσως.

«Παιδί μου... Ιασονάκο μου...» είπε με δάκρυα στα μάτια.

«Είναι αλήθεια αυτό που μας είπατε; Έβγαλε... πράσινες φλόγες ο γιος μου απ' τα χέρια του και χτύπησε συμμαθητή του;» ρώτησε ο Φαίδωνας την Κατερίνα, ανήμπορος να το πιστέψει.

«Απολύτως, κύριε Ιωαννίδη. Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό. Βέβαια ο συμμαθητής του τον προκάλεσε. Γενικά το συγκεκριμένο παιδί μας έχει προκαλέσει αρκετά προβλήματα, πολλές φορές τον έχω πιάσει να ενοχλεί συμμαθητές του. Όμως και πάλι δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό το φαινόμενο. Ο γιος σας... Λυπάμαι που το λέω όμως δεν είναι φυσιολογικός.»

«Και τι θα κάνουμε;» ρώτησε απελπισμένη η Ευτυχία, σφίγγοντας ακόμα τον μικρό στην αγκαλιά της και χαϊδεύοντας του τα μαλλιά.

«Για την ώρα, μπορείτε να τον πάρετε σπίτι για να ξεκουραστεί. Όμως θα πρέπει να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό. Κάποιον που να γνωρίζει από... υπερφυσικά και μαγικά φαινόμενα.»

«Τι εννοείτε; Υπάρχει η πιθανότητα ο γιος μας να είναι... μάγος;» ρώτησε ο Φαίδωνας.

«Θα μπορούσε, όμως δεν είσαστε εσείς μάγοι ούτε κάποιος πρόγονος σας, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, έτσι είναι.» απάντησε η Ευτυχία, ανταλλάσσοντας ανήσυχες ματιές με τον σύζυγο της.

«Τότε ο Ιάσονας αποκλείεται να είναι μάγος. Κάτι άλλο είναι.» του απάντησε.

[...]

Σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι, ο Ιάσονας, αλλά και οι γονείς του, παρέμειναν σιωπηλοί στο αυτοκίνητο. Ο Φαίδωνας πήρε άδεια απ' τη δουλειά εκείνη τη μέρα, λέγοντας πως προέκυψε ένα σοβαρό οικογενειακό ζήτημα, για να μείνει σπίτι και να σκεφτούν με την Ευτυχία τι θα κάνουν.

Μπήκαν στο σπίτι. Τότε η Ευτυχία γονάτισε στο ύψος του γιου της και του είπε:

«Μη φοβάσαι, Ιάσονα. Ό,τι και αν είσαι, ότι και αν σου συμβαίνει, εμείς δεν θα πάψουμε να σ' αγαπάμε.»

«Έτσι είναι. Είσαι ο γιος μας και δεν θα αφήσουμε κανέναν να σε κατηγορήσει ή να σε βλάψει.» συμπλήρωσε και ο Φαίδωνας.

Τον άφησαν να παίξει στο δωμάτιο του και εκείνοι κάθισαν στο σαλόνι και ξεκίνησαν να ψάχνουν να βρουν μία λύση. Το μεσημέρι έφαγαν όλοι μαζί τη νόστιμη καρμπονάρα που μαγείρεψε η Ευτυχία και συζητούσαν για άσχετα θέματα για να τον κάνουν να ξεχαστεί, όμως το απόγευμα δέχτηκαν μία δυσάρεστη έκπληξη. Ο Ιάσονας έβλεπε παιδικά μαζί με τον πατέρα του στο σαλόνι, ώσπου χτύπησε η πόρτα και πήγε η Ευτυχία να ανοίξει. Ο Φαίδωνας την άκουσε να μιλάει έντονα με κάποιους ανθρώπους και έσπευσε να δει τι συνέβαινε. Ο Ιάσονας συνέχισε να ακούει δυνατές συνομιλίες από τους μεγάλους και πήγε στην πόρτα του σαλονιού να ακούσει.

«...Ο γιος σας είναι ένα τέρας, πάει και τελείωσε!» άκουσε έναν άντρα να φωνάζει.

«Δεν τον θέλουμε πουθενά κοντά στον γιο μας! Την επόμενη φορά μπορεί να τον χτυπήσει πιο σοβαρά!» άκουσε μία γυναίκα. Κατάλαβε πως ήταν οι γονείς του Βαλάντη και ότι τσακώνονταν με τους γονείς του εξαιτίας του.

«Τέρατα είστε και φαίνεστε! Ο γιος μας δεν είναι τέρας, έχει απλά κάποια χαρίσματα! Να μαζεύατε το κακομαθημένο σας ώστε να μην τον ενοχλούσε και να μη συνέβαινε αυτό!» φώναξε εκτός εαυτού η Ευτυχία, με τον Φαίδωνα να προσπαθεί να την ηρεμήσει.

«Πώς τολμάς...;!» φώναξε η μητέρα του Βαλάντη. Οι δυο γυναίκες παραλίγο να πιαστούν στα χέρια, όμως οι άντρες τους τις χώρισαν.

«Από ότι φαίνεται, δεν πρέπει να μαζέψεις μόνο τον γιο σου, Ιωαννίδη, αλλά και τη γυναίκα σου!» είπε ο πατέρας του Βαλάντη και τράβηξε τη γυναίκα του για να απομακρυνθούν.

«Τι είπες ρε;! Έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου...!» συνέχισε να φωνάζει η Ευτυχία.

«Έλα, έλα! Πάμε μέσα! Άσ' τους, μην πέφτεις στο επίπεδο τους!» της είπε ο Φαίδωνας και τελικά κατάφερε να την κάνει να υποχωρήσει στο εσωτερικό του σπιτιού.

Ο Ιάσονας κρύφτηκε πίσω από την πόρτα του σαλονιού και άκουσε το υπόλοιπο της συζήτησης:

«Ακούς εκεί, να σταματήσει να πηγαίνει ο γιος μας στο σχολείο... Λες και τους ανήκει το σχολείο!» είπε η Ευτυχία.

«Ηρέμησε. Θα τον γράψουμε σε άλλο Νηπιαγωγείο ή θα μείνει σπίτι για το υπόλοιπο της χρονιάς και θα πάει απευθείας του χρόνου στην Πρώτη Δημοτικού, που θα έχουν ηρεμήσει τα πράγματα και θα έχει ξεχαστεί το θέμα. Μην ασχολείσαι με σκουπίδια, σου είπα δεν αξίζουν.» της είπε καθησυχαστικά ο Φαίδωνας.

«Μα να αποκαλέσουν τον Ιάσονα τέρας...; Το αγόρι μας...;» Τώρα η Ευτυχία έβαλε τα κλάματα και ο Φαίδωνας την αγκάλιασε.

Ο Ιάσονας επέστρεψε στον καναπέ και έκανε πως συνέχιζε να βλέπει τηλεόραση, όμως απ' το μυαλό του δεν έλεγαν να φύγουν τα λόγια που είπαν για εκείνον και ειδικά μία συγκεκριμένη λέξη: τέρας...

[...]

Το ίδιο βράδυ, η Ευτυχία έβαζε για ύπνο τον Ιάσονα και καθώς τον σκέπαζε, ο μικρός της είπε:

«Μαμά... Είμαι τέρας;» Είδε το παράπονο στα ματάκια του και η καρδιά της ράγισε.

«Όχι, αγόρι μου... Και βέβαια όχι.» του είπε γλυκά και χάιδεψε τα καστανόξανθα μαλλιά του.

«Άκουσα τον μπαμπά του Βαλάντη να το λέει. Δεν θέλουν να ξαναπάω στο σχολείο, για να μη χτυπήσω ξανά τον Βαλάντη ή κάποιο άλλο παιδί. Ούτε εγώ θέλω να ξαναπάω, αν είναι να κάνω κακό σε κάποιον».

Η Ευτυχία κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του και τον κοίταξε τρυφερά.

"Άκουσε με. Ξέρω πόσο καλό παιδί είσαι και ότι δεν ήθελες να κάνεις κακό. Δεν ξέρουμε τι σου συνέβη και γιατί έγινε αυτό που έγινε, ξέρουμε όμως σίγουρα ότι δεν θα έβλαπτες ποτέ επίτηδες ένα άλλο παιδί. Και σου υπόσχομαι ότι εγώ και ο μπαμπάς σου θα βρούμε τη λύση και θα φροντίσουμε να μην ξανασυμβεί αυτό. Εντάξει;"

«Ναι, όμως... Αν δεν βρείτε λύση και κάνω κακό και σε εσένα ή στον μπαμπά;»

«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, Ιάσονα. Δεν θα το επιτρέψουμε, γιατί σε αγαπάμε πιο πολύ και απ' τη ζωή μας. Κοιμήσου τώρα και αύριο θα δούμε τι θα κάνουμε.»

«Εντάξει.»

Η Ευτυχία έγειρε και τον φίλησε στο μέτωπο.

«Καληνύχτα, καρδούλα μου.»

«Καληνύχτα, μαμά.»

[...]

Ο Φαίδωνας και η Ευτυχία, για να αποφύγουν τα μπλεξίματα με τις αρχές, όντως ξέγραψαν τον Ιάσονα από το Νηπιαγωγείο, αφού έτσι κι αλλιώς απέμεναν μόνο δύο μήνες μέχρι το τέλος της χρονιάς. Αυτό ήταν και καλό από μία άποψη, γιατί θα έμενε σπίτι και θα τον παρακολουθούσαν. Του έλειπαν βέβαια οι φίλοι του απ' το σχολείο, όμως σκεφτόταν πως ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Μετά από αυτό που έγινε, σίγουρα όλα τα παιδιά θα τον φοβούνταν και δεν θα τον έκαναν πια παρέα.

Τον πήγαν σε ειδικούς, όπως τους συμβούλευσε η Νηπιαγωγός, σε γιατρούς και ειδικούς που ασχολούνταν με μεταφυσικά και μαγικά φαινόμενα. Οι γιατροί δεν βρήκαν τίποτα το διαφορετικό στον οργανισμό του και οι εξετάσεις βγήκαν καθαρές, πεντακάθαρες για την ακρίβεια, τα πάντα ήταν σε φυσιολογικά επίπεδα. Ο τελευταίος που πήγαν, ήταν ένας επιστήμονας που είχε σπουδάσει Μαγικές σπουδές, πολύ σπάνια ειδικότητα που ελάχιστοι Θνητοί σπούδαζαν. Εκείνος, σύμφωνα με όσα του είπαν- γιατί ο μικρός δεν κατάφερε να βγάλει οικειοθελώς τις πράσινες φλόγες, κατέληξε σε ένα συμπέρασμα.

«Δεν χωράει αμφιβολία, κύριε και κυρία Ιωαννίδη... Ο γιος σας είναι μάγος. Και δεν είναι καθόλου κακό αυτό, φτάνει να μάθει να ελέγχει τη μαγεία του. Η Πράσινη ανήκει στις καλές ενέργειες, φτάνει να χρησιμοποιείται με μέτρο και να υπηρετεί μόνο το καλό. Βέβαια δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό τη στιγμή που εσείς ή κάποιος πρόγονος σας δεν είστε μάγοι... Θα ήταν καλύτερο να λέμε ότι είναι ένας θνητός με μαγικές δυνάμεις. Κατά κάποιον τρόπο, η φύση του τις χάρισε, κάνοντας μια εξαίρεση στην κληρονομικότητα.»

Ο Ιάσονας κοίταξε ελπιδοφόρα τους γονείς του, ωστόσο εκείνοι ακόμα έδειχναν ανήσυχοι.

«Και τι μας προτείνετε να κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Φαίδωνας.

«Το καλύτερο θα είναι να ταξιδέψετε στη Χώρα των Μάγων, για να εκπαιδευτεί εκεί κατάλληλα ο μικρός. Αυτή εδώ...» 

"Έχουμε έναν παλιό φίλο από τη Χώρα των Μάγων. Νομίζω πως το καλύτερο είναι να απευθυνθούμε σε εκείνον." είπε τότε ο Φαίδωνας. 

Ο Ιάσονας ενθουσιάστηκε στην ιδέα ότι μπορεί να ταξίδευε στη Χώρα των Μάγων, τη μαγική εκείνη χώρα για την οποία είχε ακούσει τόσες πολλές ιστορίες... Ακόμα και να μην πήγαιναν όμως, τουλάχιστον θα γνώριζε έναν αληθινό μάγο από κοντά.

[...]

Ο Μάγος τον οποίο κάλεσαν ονομαζόταν Σωκράτης. Ήταν στην πραγματικότητα πρίγκιπας της Χώρας των Μάγων, γιος του Άρχοντα Παύλου και της Αρχόντισσας Μοργκάνας, όμως σπάνια χρησιμοποιούσε αυτόν τον τίτλο και είχε ρόλο εκπαιδευτή. Μόλις έφτασε σπίτι και είδε τον Ιάσονα, τον κοίταξε για λίγο έκπληκτος, έπειτα πλησίασε και έβαλε τα χέρια του στους ώμους του μικρού.

«Ιάσονα...» είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω.»

«Κι εγώ χαίρομαι, κύριε Μάγε. Πρώτη φορά βλέπω έναν πραγματικό μάγο από κοντά.» του είπε ο μικρός κάνοντας τον να γελάσει.

«Λέγε με απλά Σωκράτη. Νομίζω ότι εμείς οι δυο, θα τα πάμε πολύ καλά, μικρέ μου.»


**************


Πώς σας φάνηκε; Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, είδαμε πράγματα που ήδη ξέραμε αλλά είδαμε επίσης τις σκέψεις και τα συναισθήματα του Ιάσονα τότε, όταν ανακάλυψε πως έχει μαγικές δυνάμεις.

Λογικά θα δούμε και τη συνέχεια σε άλλο διήγημα, την εκπαίδευση με τον πατέρα του βάση οδηγιών του Σωκράτη, την απόρριψη από τη Χώρα των Μάγων, τη γνωριμία με τον Γιάννη στο Δημοτικό και άλλα πολλά, όλα με τη μορφή διηγήματος όπως αυτό!! Σας αρέσει σαν ιδέα; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top