Εμφύλιος στη Σκοτεινή Διάσταση: Μονομαχία
Συνέχεια του προηγούμενου διηγήματος με τίτλο «Εμφύλιος στη Σκοτεινή Διάσταση: Επανάσταση» αν και δεν χρειάζεται να το έχετε διαβάσει.
Οι υπαίτιοι για την επανάσταση, με πρώτο τον Αντίμαχο, λογοδότησαν στον Έβδομο Λοχαγό Φοίβο και, στη συνέχεια, στάλθηκαν στα μπουντρούμια, όπου βασανίστηκαν επί είκοσι μέρες και νύχτες συνεχόμενα από τον Έκτο Λόχο με επικεφαλής τον Νικηφόρο, ο οποίος άκουγε τις κραυγές τους και παρακολουθούσε τα βασανιστήρια με μια σαδιστική ικανοποίηση. Ορισμένα από αυτά ήταν μαστίγωμα με μαστίγια εμποτισμένα με σκόρδο, εξαιτίας του οποίου αργούσαν να κλείσουν οι πληγές τους, βούτηγμα σε πολύ καυτό νερό, το οποίο ναι μεν δεν τους άφηνε εγκαύματα, αλλά τους πονούσε και υπέφεραν όσο και τα κοινά ξωτικά, ενώ τους άφησαν νηστικούς όλες αυτές τις μέρες. Κάποιες φορές μάλιστα τους έδεναν και έφερναν μπροστά τους θύματα, των οποίων οι βασανιστές έπιναν το αίμα μπροστά τους, κάνοντας τους να υποφέρουν από λαχτάρα και δίψα. Για να μην αφυδατωθούν εντελώς, τους έδιναν μονάχα μερικές σταγόνες αίματος κάθε μέρα, το οποίο τους κρατούσε μεν ζωντανούς, αλλά πολύ αδύναμους για να αντισταθούν.
Ο Αντίμαχος, ως ο αρχηγός της επανάστασης, είχε την πιο σκληρή τιμωρία από όλους: ο ίδιος ο Νικηφόρος του έκοψε το δεξί χέρι. Ως γνωστόν, οι ξωτικόλακες είχαν ισχυρή την ικανότητα ίασης των πληγών, όμως όταν έχαναν ένα άκρο εκείνο δεν έβγαινε ποτέ ξανά. Για κάποιους μπορεί να φάνταζαν υπερβολικές όλες αυτές οι τιμωρίες, όμως σύμφωνα με τον Αδάμ μόνο έτσι δεν θα τολμούσαν να ξεσηκωθούν ξανά.
Λίγες ημέρες μετά από εκείνη την ημέρα, που λίγο έλειψε να καταλάβουν τα μέλη του Έβδομου Λόχου το Κόκκινο Κάστρο, ο Νικηφόρος και ο Φοίβος έπαιζαν μια παρτίδα σκάκι σε ένα από τα σαλόνια του παλατιού.
«Πώς πάει η τιμωρία;» ρώτησε ο Έβδομος Λοχαγός.
«Πολύ καλά, φίλε μου. Σύντομα θα συμμορφωθούν και δεν θα τολμήσουν να εξεγερθούν ξανά.» τον διαβεβαίωσε ο Έκτος λοχαγός και επικεφαλής των τιμωριών.
«Το ελπίζω, γιατί ο Αδάμ είπε πως δεν θα μου συγχωρέσει ξανά μία τέτοια ατασθαλία των δικών μου. Την επόμενη φορά θα θεωρηθώ εγώ υπεύθυνος.»
«Μην ανησυχείς για τίποτα, σου λέω. Θα βάλουν μυαλό μετά από τα βασανιστήρια που τους κάνουμε.» τον καθησύχασε ξανά ο Νικηφόρος.
Τον εκτιμούσε πολύ τον Φοίβο και τον αγαπούσε, σαν φίλο του εννοείται, παρόλο που εκείνος ελκόταν ερωτικά από το ανδρικό φύλο, όπως του είχε εκμυστηρευτεί. Ίσως, αν ήταν και ο ίδιος ομοφυλόφιλος, να ήταν ζευγάρι οι δυο τους, όμως εφόσον του άρεσαν μόνο γυναίκες δεν θα μπορούσε να τον δει ποτέ ερωτικά. Όταν τον στρατολόγησε ο Άνθιμος, ήταν ο πρώτος που τον πλησίασε και ο Φοίβος του είπε την ιστορία του. Ήταν μια πολύ θλιβερή ιστορία που τον πλήγωνε, με έναν εραστή που τον είχε προδώσει και αρνηθεί. Όμως έκανε μια νέα αρχή ως Σκοτεινό Ξωτικό και πλέον δεν ένιωθε πόνο, ή πολύ απλά τον είχε θάψει βαθιά μέσα του.
Κάποια στιγμή, είδε να περνάει από κάποια απόσταση η Ελπινίκη, κρατώντας ένα κρυστάλλινο ποτήρι με αίμα. Τους έριξε μονάχα μια ψυχρή ματιά και προσπέρασε αδιάφορα. Ο Νικηφόρος γρύλισε σιγανά, σαν κάποιο άγριο σκυλί που κάτι είδε και ετοιμαζόταν να γαβγίσει, και ο Φοίβος το πρόσεξε αυτό.
«Τι έχεις πάθει μ' αυτήν;» τον ρώτησε.
«Τι; Τι εννοείς τι έχω πάθει;»
«Εδώ και καιρό σε βλέπω πως την κοιτάς με μίσος και απέχθεια. Σχεδόν διακρίνω μια εμμονή μαζί της. Σου έχει κάνει κάτι; Μήπως την πλησίασες με σκοπό να πλαγιάσεις μαζί της και σε αρνήθηκε;»
«Μα τι είναι αυτά που λες;» έκραξε εκνευρισμένος ο Νικηφόρος. «Τι ακριβώς να μου αρέσει σε αυτή την ψηλομύτα παγοκολόνα;»
«Και τότε, τι ακριβώς σε ενοχλεί; Γιατί ξεκάθαρα κάτι έχεις μαζί της.» επέμεινε ο Φοίβος.
«Απλά... Δεν μπορώ να ανεχτώ ότι μια γυναίκα είναι ανώτερη μου, αυτό είναι όλο.» δικαιολογήθηκε βιαστικά.
«Και η Εύα είναι ανώτερη σου, αλλά δεν έχεις κανένα πρόβλημα μαζί της.» είπε ανασηκώνοντας με νόημα το φρύδι ο Έβδομος. Ο Νικηφόρος τελικά ξέσπασε:
«Είναι που... Εντάξει, θα σου πω. Θεωρώ ότι η Ελπινίκη δεν έχει κερδίσει επάξια τη θέση της Πέμπτης. Έχει μέσον τον Ωρίωνα, καταλαβαίνεις; Επειδή μεταμορφώθηκε μαζί του και ήταν... φίλοι; Εραστές; Ούτε που με νοιάζει τι ήταν οι δυο τους στην προηγούμενη ζωή τους. Αυτή δεν ήταν καν καθαρόαιμο ξωτικό. Ήταν μια μπάσταρδη, ο πατέρας της ήταν θνητός. Μα και σαν Σκοτεινή και Πέμπτη Λοχαγός δεν βλέπει στα σοβαρά το ρόλο της... Έχει εγκαταλείψει όλα τα καθήκοντα της και απλά περιφέρεται στο παλάτι σαν φάντασμα, την ίδια στιγμή που νομίζει ότι μπορεί να μας δίνει εντολές σαν ανώτερη ενώ δεν κάνει τίποτα! Ούτε καν βοήθησε να υπερασπιστούμε το Κάστρο τις προάλλες! Είναι άχρηστη και αδύναμη, πολύ πιο αδύναμη από εμένα. Εγώ θα έπρεπε να είμαι ο Πέμπτος Λοχαγός!» κατέληξε να φωνάζει χωρίς να νοιάζεται αν θα τον ακούσουν, κάνοντας στο τέλος μια κίνηση όλο νεύρο ρίχνοντας κάτω όλα τα πιόνια και λήγοντας άδοξα την παρτίδα τους.
Ο Φοίβος έγειρε πίσω στην καρέκλα του σκεπτικός κι έβαλε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι του.
«Τότε, αφού πιστεύεις ότι εσύ είσαι πιο δυνατός και ότι αξίζεις να πάρεις τη θέση της, γιατί δεν την προκαλείς σε μονομαχία; Τον ξέρεις αυτόν τον άγραφο κανόνα.» του είπε έπειτα από μερικές στιγμές.
«Το έχω σκεφτεί άπειρες φορές.» του απάντησε.
«Και γιατί δεν το κάνεις; Μήπως φοβάσαι ότι θα ηττηθείς;»
«Εγώ να ηττηθώ από αυτήν; Αποκλείεται!»
«Τότε τι φοβάσαι; Τον Άνθιμο; Δεν νομίζω ότι θα ασχοληθεί από εκεί που είναι... Όπου κι αν είναι. Ευκαιρία είναι τώρα που λείπει. Μα ακόμα και αν επιστρέψει, δεν θα τιμωρηθείς για κάτι που έχει συμφωνηθεί ανάμεσα μας και είναι απόλυτα επιτρεπτό. Εκτός αυτού, θα κάνεις και σε εμένα, τον φίλο σου χάρη, καθώς αν γίνεις εσύ Πέμπτος και με την Ελπινίκη νεκρή, θα ανέβω κι εγώ μια βαθμίδα. Δεν θα είμαι πια υπεύθυνος για όλους αυτούς τους βρομιάρηδες...» κι έβαλε τα πόδια του επάνω στο τραπεζάκι του σκακιού, διπλώνοντας τα για να τεντωθεί.
«Έχεις δίκιο, φίλε μου. Θα το κάνω. Είμαι πιο δυνατός και θα το αποδείξω σε όλους αυτό. Θα την προκαλέσω σήμερα κιόλας και θα την κερδίσω. Για εσένα αλλά κυρίως για μένα. Μόνο έτσι θα ηρεμήσω.» είπε και έφυγε αμέσως για να προετοιμαστεί.
Φόρεσε μια πολεμική ενδυμασία στα χρώματα του μαύρου και του κόκκινου και έζωσε στη ζώνη το σπαθί του. Αποφασισμένος, πήγε σε ένα απ' τα σαλόνια του παλατιού, όπου ήταν συγκεντρωμένοι αρκετοί από το προσωπικό, κυρίως στρατιώτες και φρουροί. Ανάμεσα τους ήταν και ο Φοίβος, ο οποίος επίσης είχε μόλις φτάσει για να γίνει μάρτυρας της πρόκλησης του φίλου του προς την Πέμπτη Λοχαγό. Ο Νικηφόρος πλησίασε στο μπαρ και ζήτησε το αγαπημένο του ρούμι με αίμα. Αφού το ήπιε όλο μεμιάς, ανέβηκε στη μπάρα και φώναξε για να τον ακούσουν όλοι:
«Την προσοχή σας, παρακαλώ!» Οι ομιλίες κόπηκαν κι όλοι στράφηκαν σε εκείνον απορημένοι. Ο Νικηφόρος έβγαλε το σπαθί του, το ύψωσε και είπε:
«Εγώ, ο Νικηφόρος, Έκτος Λοχαγός και Επικεφαλής του Τάγματος των Τιμωρών, προκαλώ την Πέμπτη Λοχαγό Ελπινίκη σε μονομαχία με σκοπό τη διεκδίκηση της θέση της!» Επιφωνήματα έκπληξης ακούστηκαν από όλη την αίθουσα. «Θα την περιμένω στο μεγάλο διάδρομο της δυτικής πτέρυγας!» συνέχισε ο Νικηφόρος, έχοντας ήδη ύφος θριαμβευτή. «Πείτε της να έρθει η δειλή, για μην πάω και τη βρω εγώ στο δωμάτιο της! Θέλω μια δίκαιη μονομαχία όπως ορίζει ο κανόνας διεκδίκησης θέσης!»
Αυτά είπε και πήδησε πάλι κάτω από τη μπάρα, συνεπαρμένος ήδη από την έξαψη της επερχόμενης μάχης. Ήξερε ότι η Ελπινίκη να αποδεχόταν αμέσως την πρόκληση του, ακόμα και αν δήλωνε αδιάφορη για τα πάντα. Το να αρνηθεί θα σήμαινε ταπείνωση - και η Πέμπτη Λοχαγός ήταν τρομερά περήφανη για να ταπεινωθεί έτσι.
Πήγε στο διάδρομο που έδωσε το ραντεβού για τη μονομαχία μαζί με τον Φοίβο. Σύντομα κι άλλοι από το προσωπικό του παλατιού άρχισαν να καταφθάνουν για να δουν τη μονομαχία, ανάμεσα τους και η Ροζαλία, η οποία έσπευσε κοντά του μόλις έφτασε.
«Τι τρέλα είναι πάλι αυτή; Τι νομίζεις ότι κάνεις;» του είπε φανερά εκνευρισμένη μα και ανήσυχη συγχρόνως.
«Κοίτα τη δουλειά σου, Όγδοη, τελευταία των Λοχαγών... Μην ανακατεύεσαι.»
«Ανακατεύομαι γιατί δεν θέλω να χυθεί αίμα άδικα. Πρέπει να είμαστε ενωμένοι, ειδικά τώρα που ο Άρχοντας μας λείπει, όσο ενωμένοι ήμασταν τις προάλλες που σταματήσαμε την επανάσταση.» του είπε η κοπέλα έντονα.
«Και που ήταν εκείνη όταν πολεμούσαμε ενάντια στους επαναστάτες; Γιατί δεν βοήθησε να απωθήσουμε αυτούς που μας απειλούσαν; Ήθελε να πέσει το κάστρο μας, δεν την ένοιαζε καθόλου, το καταλαβαίνεις;! Είναι άχρηστη! Δεν θα έπρεπε να είναι καν Λοχαγός!» κατέληξε να φωνάζει ο Νικηφόρος. Η Ροζαλία ανεβοκατέβασε τα χέρια της απηυδισμένη.
«Δεν έχει νόημα να προσπαθώ να σε πείσω... Έχεις εμμονή μαζί της.» είπε κι έφυγε.
Πήγε και βρήκε τον Αδάμ και την Εύα και τους είπε τι συνέβη.
«Πρέπει να το σταματήσουμε, προτού κάποιος απ' τους δύο σκοτωθεί. Το τελευταίο που θέλουμε τώρα είναι να χάσουμε έναν λοχαγό.» είπε έπειτα.
«Δυστυχώς, δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό, Ροζαλία. Είναι ένας άγραφος κανόνας, ο οποίος δίνει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε λοχαγό πιστεύει πως είναι δυνατότερος από κάποιον ανώτερο του, να μονομαχήσει μαζί του για να του πάρει τη θέση. Αν ήσουν περισσότερο καιρό εδώ θα το ήξερες.» είπε ο Πρώτος Λοχαγός.
«Και πότε θεωρείται ότι κέρδισε ο κατώτερος λοχαγός, ώστε να πάρει τη βαθμίδα του άλλου;»
Ο Αδάμ αντάλλαξε μια ματιά με την Εύα.
«Όταν καταφέρει να τον σκοτώσει.» απάντησε. Η Ροζαλία κάλυψε το στόμα της σοκαρισμένη. Ώστε το να σκοτωθεί ένας από τους δυο ήταν μονόδρομος, και κανένας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό.
«Λυπάμαι, γλυκιά μου.» της είπε η Εύα με προσποιητή έγνοια, χαϊδεύοντας το μπράτσο της. «Μα ο κόσμος στον οποίο μπήκες είναι σκληρός και μόνο οι δυνατοί επιβιώνουν. Μόνο έτσι θα δημιουργήσουμε τον Κόσμο που ονειρευόμαστε.»
Με το να σκοτώνουμε και να σκοτωνόμαστε; αναρωτήθηκε μέσα της η Ροζαλία, αλλά δεν το ξεστόμισε, μονάχα έφυγε απογοητευμένη. Υποτίθεται ότι ο Άνθιμος τους παρείχε καταφύγιο στη Σκοτεινή Διάσταση, ότι τους έβλεπε σαν παιδιά του και τους κρατούσε ασφαλείς μέχρι να έρθει η ώρα να κατακτήσουν τον Κόσμο.
Στην αρχή, ούτε αυτό της φαινόταν σωστό, ούτε το να πίνουν αίμα από ανθρώπους που τους έστελναν Προμηθευτές, έστω και αν ήταν κακοί άνθρωποι. Όμως ήξερε πως δεν γινόταν αλλιώς, ο Άνθιμος της είχε εξηγήσει πως είχαν τα πράγματα και ότι έπρεπε να γίνουν θυσίες για έναν καλύτερο Κόσμο.
Ωστόσο, η Σκοτεινή Διάσταση δεν ήταν ένας σκοτεινός παράδεισος, ένα καταφύγιο για τα αδικημένα ξωτικά, όπως της το παρουσίαζε στην αρχή. Έβλεπε πόση αδικία υπήρχε και σε αυτόν τον κόσμο και ότι πολλοί από αυτούς δεν ζούσαν σε καλές συνθήκες, πράγμα το οποίο οδήγησε σε παραλίγο επανάσταση.
Επιπλέον, δεν περίμενε με τίποτα να σκοτώνονται και μεταξύ τους και κανένας να μη νοιαζόταν, να παρακολουθούσαν απλά λες και έβλεπαν φιλική μονομαχία η ιπποδρομίες, όπως πίσω στη χώρα τους.
[...]
Η Ελπινίκη εμφανίστηκε μπροστά του με ύφος αδιάφορο, ανέκφραστο και ψυχρό, όπως πάντα, ζωσμένη με τα σπαθιά της.
«Ήρθες τελικά. Και λίγο έλειψε να πιστέψω πως δεν θα δεχόσουν...» είπε με σατανική χαρά ο Νικηφόρος. Όλοι έκαναν στην άκρη, αφήνοντας τους δυο τους στο κέντρο του διαδρόμου, έναν αρκετά μεγάλο χώρο όπου θα μπορούσαν να κινηθούν άνετα και να εξαπολύσουν τις ενέργειες τους. Η Πέμπτη Λοχαγός εξακολουθούσε να τον κοιτάζει αμίλητη και αγέλαστη, σαν άγαλμα, εξαγριώνοντας τον.
«Τι με κοιτάς έτσι;! Μίλα, πες κάτι!» της φώναξε.
«Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσουμε, αλλά για να παλέψουμε, Νικηφόρε.» του είπε τελικά. «Αυτο δεν θέλεις από εμένα;»
Η έκφραση οργής στο πρόσωπο του έδωσε τη θέση της σε ένα μειλίχιο χαμόγελο.
«Ναι, σωστά. Έχεις δίκιο. Σε προκάλεσα σε μονομαχία για να διεκδικήσω τη θέση του Πέμπτου Λοχαγού, όπως ίσως σε πληροφόρησαν...» Η Ελπινίκη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.
«Ας τελειώνουμε λοιπόν με αυτή την ιστορία.»
«Στάσου ένα λεπτό, μη βιάζεσαι... Θέλω πρώτα να σου πω γιατί σε μισώ τόσο πολύ. Επειδή αδιαφορείς για τα πάντα, ακόμα και για το Κόκκινο Κάστρο, το σπίτι μας! Που ήσουν τις προάλλες που έπρεπε να το υπερασπιστούμε;! Γιατί δεν πολέμησες μαζί μας;!» φώναξε ξανά χάνοντας την υπομονή του ο Νικηφόρος.
«Γιατί δεν με ενδιέφερε.» του απάντησε απλά.
Ο άλλος στράφηκε στο πλήθος που περίμενε με αγωνία.
«Βλέπετε;! Αυτή είναι η Πέμπτη Λοχαγός! Δεν την ένοιαζε ακόμα κι αν οι επαναστάτες έφερναν τούμπα τη Σκοτεινή Διάσταση! Έχει παραιτηθεί από τα καθήκοντα της, οπότε τι με εμποδίζει να τη σκοτώσω εδώ και τώρα;!»
«Γιατί υπάρχει μια ιεραρχία για κάποιο λόγο και οφείλουμε να τη σεβαστούμε!» πέρασε μπροστά η Ροζαλία. «Όλοι μας έχουμε ένα ρόλο, μεγάλο η μικρό και μονάχα ο Λόρδος Άνθιμος θα κρίνει αν αξίζει να τον έχουμε η όχι!» Κάποιοι συμφώνησαν μαζί της, κάποιοι άλλοι όχι. Ο Νικηφόρος γρύλισε και κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, αλλά την αγνόησε κι έβγαλε το σπαθί του λέγοντας:
«Ας τελειώνουμε λοιπόν! Θα αποδείξω σε όλους ότι είμαι δυνατότερος και πιο χρήσιμος από εσένα, Ελπινίκη!» Η Ελπινίκη τράβηξε και εκείνη τα δυο σπαθιά της. Είχε πολύ καιρό να μονομαχήσει, όμως αυτό ήταν κάτι που δεν ξεχνιόταν ποτέ, όπως της είχε πει ο Ωρίωνας, όταν την προπονούσε στην προηγούμενη ζωή τους:
«Όταν χρειαστεί, το ένστικτο σου θα θυμηθεί όλες τις ικανότητες και όλα όσα διδάχθηκες, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει.» Αυτά ήταν ακριβώς τα λόγια του. Είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της. Δεν την ένοιαζε αν έχανε ή αν τη σκότωνε αυτός ο άνδρας με το σύνδρομο κατωτερότητας, όμως όσο ήταν ζωντανή θα πάλευε, δεν θα παρέδιδε τη θέση της χωρίς μάχη να ταπεινωθεί έτσι μπροστά σε όλους.
Με μια κραυγή ο Νικηφόρος όρμησε πάνω της ενώ η Κόκκινη Ενέργεια άρχισε να ρέει στο σπαθί του, το ίδιο και στα δικά της με τα οποία άρχισε να απωθεί τις επιθέσεις του, δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω, ακολουθούσε πάντα την κίνηση του εχθρικού σπαθιού και σταματούσε την ενέργεια όποτε αυτό κρινόταν απαραίτητο. Κάποια στιγμή, της κατάφερε το πρώτο χτύπημα, αν κι ήταν πολύ ελαφρύ καθώς πρόλαβε να κάνει στην άκρη το κεφάλι της και το σπαθί του έξυσε το μάγουλο της. Έφερε το χέρι της στην πληγή, έπειτα το έφερε μπροστά και κοίταξε το μαύρο αίμα της ανέκφραστη. Επιτέθηκε ξανά και συνέχισαν να παλεύουν ενώ σύντομα κατάφερε και εκείνη να τον χτυπήσει ξυστά στο δεξί του χέρι, σχίζοντας του λίγο το πουκάμισο. Ακολούθησαν και άλλα χτυπήματα και από τις δύο πλευρές καθώς άναβαν τα αίματα και η μάχη γινόταν όλο και πιο σκληρή.
Στο μεταξύ οι περισσότεροι θεατές είχαν βάλει στοιχήματα για το ποιος θα κέρδιζε και ζητωκραύγαζαν όταν αυτός που υποστήριζαν κατάφερνε κάποιο χτύπημα στον αντίπαλο του. Η μονομαχία τους συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Ο Νικηφόρος ένιωθε την αδρεναλίνη να έχει χτυπήσει κόκκινο καθώς η δίψα του για αίμα και μάχη τον είχε συνεπάρει και τον οδηγούσε. Ένιωθε πως το διασκέδαζε, πως επιτέλους έκανε κάτι ενδιαφέρον στη ζωή του, και όλοι όσοι τον παρατηρούσαν καταλάβαιναν πως το απολάμβανε αυτό.
Η αντίπαλος του δεν ήταν εύκολη, ομολογουμένως, όμως δεν θα τα παρατούσε... Θα της έδειχνε ότι αυτός ήταν ο πιο δυνατός. Είχε περάσει ώρα όμως και δεν είχε καταφέρει να τη χτυπήσει σοβαρά ώστε να τη ρίξει. Άρχισε να νευριάζει, ώσπου κάποια στιγμή, η Ελπινίκη υποτίμησε τον αντίπαλο της και έριξε τις άμυνες της, έτσι ο Νικηφόρος βρήκε ευκαιρία να επιστρατεύσει όλη του την Κόκκινη Ενέργεια μέσα στο σπαθί του, το οποίο έφερε οριζόντια προς το μέρος της και με μια κίνηση την έριξε πληγωμένη στο γυαλιστερό δάπεδο. Πήγε από πάνω της και την κοίταξε συνεπαρμένος από δόξα. Την είχε ρίξει κάτω, τα σπαθιά της είχαν πέσει μακριά της και η ζωή της εξαρτιόταν από εκείνον πλέον, πράγμα το οποίο τον εξίταρε. Η Ελπινίκη πάλευε να σηκωθεί ενώ μαύρο αίμα κυλούσε απ' την πληγή στον κορμό της.
Όχι, δεν μπορεί να τελειώσει έτσι απλά! Θέλω κι άλλο! Κι άλλο! Σκεφτόταν ο Έκτος Λοχαγός καθώς την κοιτούσε με τα κόκκινα μάτια του να λάμπουν από την έξαψη της μάχης.
«Σήκω πάνω, δειλή! Σήκω!»
Η φωνή του επανάφερε στο μυαλό της εικόνες από το παρελθόν:
«Σήκω πάνω, άχρηστη!» Η φωνή της Δομινίκης, της Ταγματάρχη που της είχε μετατρέψει τη ζωή σε κόλαση όσα χρόνια υπηρέτησε στον Γυναικείο Στρατό Νοτίου Χωριού.
Και τι πειράζει αν ταπεινωθώ; Εκείνη με ταπείνωνε κάθε μέρα με πολύ χειρότερο τρόπο. Τι νόημα έχει αυτή η μάχη; Για τι παλεύω; Για μια θέση και ένα ρόλο που δεν ήθελα καν; Θα έπρεπε να είμαι νεκρή εδώ και αρκετό καιρό... Με αυτές τις σκέψεις, ανασηκώθηκε με δυσκολία και κοίταξε τον αντίπαλο της, που αδημονούσε για τη συνέχεια της μονομαχίας τους.
«Η θέση είναι δική σου, Νικηφόρε. Σου παραδίνομαι. Κάνε ό,τι θέλεις μαζί μου, σκότωσε με , ποσώς με ενδιαφέρει.» Το βλέμμα του αντιπάλου του άστραψε μεμιάς με θυμό.
«Όχι! Θέλω να κερδίσω με την αξία μου και το σπαθί μου! Σήκω πάνω και πολέμα με, ανόητη!» φώναξε, όμως η Ελπινίκη δεν έκανε καμία κίνηση να σηκωθεί.
«Αφού θέλεις τόσο πολύ τη θέση του Πέμπτου Λοχαγού, τότε τι νόημα έχει να συνεχίσουμε να παλεύουμε, αφού παραδόθηκα; Εκτός και αν είναι κάτι άλλο που σε παρακινεί και θέλεις να συνεχίσουμε.» του είπε. «Είσαι στα αλήθεια τόσο αιμοδιψής; Είναι η πλήξη που οδηγεί το σπαθί σου η μήπως είναι κάποιο απωθημένο προς το πρόσωπο μου;»
Όταν κατάλαβε ο Νικηφόρος τι ακριβώς εννοούσε, τα μάτια του άστραψαν κι άλλο, λες και θα έβγαινε και από αυτά κόκκινη σαν το αίμα φωτιά. Πολλοί από τους θεατές χασκογέλασαν και άλλοι τον κοίταξαν με πονηρά βλέμματα.
«Ακριβώς. Γιατί δεν λες σε όλους ότι με πλησίασες ερωτικά και εγώ σε απέρριψα, για αυτό αντιδράς έτσι, εξαιτίας της εμμονής που έχεις μαζί μου;» Επιφωνήματα έκπληξης ακολούθησαν αυτά τα λόγια της Ελπινίκης, μαζί με μερικά ακόμα πονηρά γέλια, κάνοντας τον Νικηφόρο έξαλλο.
Το ήξερα... είπε ο Φοίβος από μέσα του, που είχε ψυχολογήσει τελικά σωστά τον φίλο του.
Παρόλο που η αντίπαλος του βρισκόταν από κάτω του κι όχι το αντίθετο, παρόλο που είχε το πάνω χέρι, εκείνος ήταν αυτός που ταπεινώθηκε τώρα.
Όχι! Δεν θα με εξευτελίσει αυτή έτσι μπροστά σε όλους! Σκέφτηκε οργισμένος και βγάζοντας μια κραυγή, άρχισε να την πατάει κάτω με μανία.
«ΣΕ ΜΙΣΩ! ΣΕ ΜΙΣΩ, ΕΛΠΙΝΙΚΗ! ΣΕ ΜΙΣΩ, ΣΕ ΜΙΣΩ, ΣΕ ΜΙΣΩ!» ούρλιαζε καθώς συνέχιζε να την ποδοπατάει με τη μπότα του. Η Ροζαλία έκανε ένα βήμα μπροστά για να επέμβει, όμως ο Αρίσταρχος τη σταμάτησε.
Η Ελπινίκη δεχόταν τα χτυπήματα του χωρίς να κάνει πλέον καμία προσπάθεια να αμυνθεί. Ένιωθε όλο και πιο αδύναμη. Το τέλος της πλησίαζε. Ο Νικηφόρος σταμάτησε τελικά να την πατάει κι έμεινε να την κοιτάζει ρουθουνίζοντας σαν άγριο ζώο. Επιτέλους! Η γυναίκα που τον απέρριψε και του φερόταν πάντα τόσο υποτιμητικά, κειτόταν σχεδόν αναίσθητη μπροστά του, και θα έδειχνε σε όλους πόσο ανώτερος ήταν από αυτήν. Είχε χάσει πολύ αίμα, ένα χτύπημα έμενε μόνο. Σήκωσε το σπαθί και με τα δύο χέρια του, ποτίζοντας το με Κόκκινη Ενέργεια και το έφερε με όλη του τη δύναμη προς το μέρος της, όμως την ίδια στιγμή σαν αστραπή ένα άλλο σώμα μπήκε μπροστά του και ένα σπαθί συγκρούστηκε με το δικό του, μπλοκάροντας την επίθεση του.
«Ωρίωνα...» γρύλισε καθώς τότε είδε το ψυχρό βλέμμα του Τέταρτου Λοχαγού πίσω απ' τα ενωμένα σπαθιά τους.
Ο Ωρίωνας με μία ακόμα κίνηση του σπαθιού του έσπρωξε προς τα πίσω τον Νικηφόρο.
«Γιατί κανένας δεν με ενημέρωσε για τη μονομαχία αυτή;» ρώτησε το πλήθος με φωνή παγερή και σκληρή, χωρίς να κοιτάξει κανέναν τους, εξακολουθώντας να έχει το βλέμμα καρφωμένο στον Έκτο Λοχαγό.
«Κάνε στην άκρη, Ωρίωνα! Τον ξέρεις τον άγραφο κανόνα!» φώναξε ο Νικηφόρος, όμως ο Τέταρτος παρέμεινε στη θέση του σαν άγαλμα. «Πες του, Αρίσταρχε! Πες του να κάνει στην άκρη! Αυτή η μονομαχία ήταν μεταξύ εμένα και της Ελπινίκης!» στράφηκε στον Τρίτο, όμως εκείνος του απάντησε:
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να εμποδίζει τον Ωρίωνα να υπερασπιστεί τη θέση της Πέμπτης και συνεπώς την τρέχουσα ιεραρχία.»
Ο Νικηφόρος γρύλισε επιμένοντας:
«Δεν είναι δουλειά σου αυτή! Έχω σχεδόν κερδίσει, Ωρίωνα! Δεν θα με εμποδίσεις εσύ να ανέβω στην ιεραρχία και να πάρω τη θέση του Πέμπτου! Θα αποδειχθώ πολύ πιο χρήσιμος από αυτήν!»
«Αφού αυτό πιστεύεις, τότε πολέμησε μαζί μου.» δήλωσε ο Ωρίωνας χωρίς να μετακινηθεί χιλιοστό, ψύχραιμος όπως πάντα.
«Γκρρ... Πολύ καλά, λοιπόν...» έκανε ο άλλος κρατώντας το ξίφος του γερά.
«Θα χάσεις, Νικηφόρε! Είναι πολύ πιο δυνατός!» του φώναξε ο Φοίβος προσπαθώντας να τον κάνει να σκεφτεί λογικά.
«Σκασμός εσύ! Έλα λοιπόν, Ωρίωνα! Δεν σε φοβάμαι!»
Ο Ωρίωνας όρμησε αμέσως και εν ριπή οφθαλμού έφερε το σπαθί προς τα επάνω του. Ο Νικηφόρος μόλις που πρόλαβε να μπλοκάρει την επίθεση του και τότε μόνο άφησε να φανεί ο φόβος του.
Ο Ωρίωνας δεν αστειεύεται... Πάει, ήρθε το τέλος μου! Αλλά δεν πρόκειται να ταπεινωθώ έτσι! Θα πολεμήσω με ό,τι έχω! Σκέφτηκε μέσα του και όρμησε εκείνος αυτή τη φορά για επίθεση κραυγάζοντας.
Εν το μεταξύ η Ελπινίκη, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ύψωσε το βλέμμα της και βλέποντας πλέον θολά, διέκρινε ένα γνώριμο πανωφόρι, μακριά μαύρα μαλλιά, καθώς και λάμψεις από Κόκκινη Ενέργεια, καθώς ο σωτήρας της υπερασπιζόταν την τιμή και τη θέση της. Δεν κατάφερε να δει τίποτα άλλο όμως, γιατί οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν και έπεσε ξανά αναίσθητη.
Μετά από μερικά λεπτά και ενώ ο ίδιος είχε δεχθεί ελάχιστα χτυπήματα, ο Ωρίωνας έριξε τον Νικηφόρο αιμόφυρτο στο πάτωμα. Εκείνος έβηχε βγάζοντας μαύρο αίμα από το στόμα, ενώ αιμορραγούσε και από μια πληγή που του είχε κάνει στο στομάχι, τα μαλλιά του είχαν λεκιαστεί και εκείνα με αίμα και αν δεν ήταν μαύρα θα φαινόταν σίγουρα. Το σπαθί του είχε πέσει μερικά μέτρα παραπέρα. Ασθμαίνοντας, προσπάθησε μπουσουλώντας να πάει να το πιάσει, όμως μια κλωτσιά του αντιπάλου του τον σταμάτησε και τον ξάπλωσε κάτω. Ο Ωρίωνας στάθηκε από πάνω του, κοιτάζοντας τον πάλι με το γνωστό ψυχρό του βλέμμα.
«Εμπρός λοιπόν...» ψέλλισε σφίγγοντας τα δόντια. «Τι περιμένεις; Τέλειωσε το. Αρκετά εξευτελίστηκα εξαιτίας σου και εξαιτίας αυτής.» Το πλήθος μουρμούριζε:
«Θα τον σκοτώσει;»
«Σίγουρα. Δεν είναι τύπος που δείχνει έλεος.» Και άλλα παρόμοια έλεγαν καθώς περίμεναν όλοι με αγωνία.
Όμως ο Ωρίωνας, διατηρώντας το ανέκφραστο και απειλητικό συγχρόνως ύφος του είπε στον πεσμένο:
«Δεν θα σε σκοτώσω, διότι θα διαταραχθεί η ιεραρχία και κάτι τέτοιο μόνο καλό δεν θα ήταν για τη Σκοτεινή Διάσταση, ειδικά εν απουσία του Λόρδου Άνθιμου. Όμως αν απειλήσεις ή παρενοχλήσεις ξανά την Πέμπτη Λοχαγό, δεν θα σκεφτώ τίποτα από όλα αυτά.» και απομακρύνθηκε.
«Ανάθεμα σε, Ωρίωνα...» γρύλισε ο Νικηφόρος αλλά τον αγνόησε.
Όλοι παρακολούθησαν αμίλητοι τον Ωρίωνα καθώς πλησίασε την αναίσθητη Ελπινίκη, τη σήκωσε στα χέρια του και απομακρύνθηκε, ενώ έκαναν χώρο για να περάσει χωρίς να τολμάει κανείς να πει τίποτα. Ο Φοίβος έσπευσε στο πλευρό του φίλου του και τον βοήθησε να σηκωθεί και να περπατήσει ως το δωμάτιο του για να αναρρώσει, ενώ σε όλη τη διαδρομή εκείνος μουρμούριζε κατάρες συνοδευόμενες από τα βογκητά του πόνου του.
{...}
Η Ελπινίκη άνοιξε τα μάτια της. Ένιωθε λιγότερο αδύναμη και ήξερε ότι οι πληγές της σύντομα θα γιατρεύονταν. Βρισκόταν στο δωμάτιο της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Είδε τον Ωρίωνα να κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα της και θυμήθηκε. Η πρόκληση του Νικηφόρου για να της πάρει τη θέση, που στην πραγματικότητα ήταν μόνο η αφορμή για να ικανοποιήσει την αρρωστημένη εμμονή του μαζί της, η ήττα της και η υπεράσπιση της απ' τον Ωρίωνα...
«Με έσωσες...» είπε και ανασηκώθηκε με λίγη δυσκολία. «Γιατί;»
«Έπρεπε να αποκαταστήσω την τάξη. Αν αναλάμβανε ο Νικηφόρος τον Πέμπτο Λόχο, θα πηγαίναμε όλοι κατά διαόλου. Τώρα όμως τον έβαλα στη θέση του. Δεν θα σε ξαναενοχλήσει.» της απάντησε.
Ήταν πράγματι αυτό που είπε η αλήθεια, η μήπως ήταν κάτι άλλο, κάτι βαθύτερο που τον ώθησε να τη σώσει; Όμως όχι, αποκλείεται. Είχε πάψει να νοιάζεται για εκείνη από τη στιγμή που έγιναν Άκαρδοι.
Όπως και να 'χει, για μία ακόμα φορά με έσωσες, Ωρίωνα. Και για μία ακόμα φορά απέδειξα πόσο αδύναμη είμαι. Είπε από μέσα της κοιτάζοντας το κενό.
«Δεν είσαι αδύναμη, Ελπινίκη.» της είπε σαν να διάβασε τη σκέψη της. «Είσαι πιο δυνατή από αυτόν και ξέρω ότι θα μπορούσες να τον νικήσεις, όμως δεν πάλεψες με όλες σου τις δυνάμεις. Γιατί;» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της.
«Τι σημασία είχε; Τυπικά μονάχα κατέχω τον τίτλο της Πέμπτης Λοχαγού. Εσύ είσαι επικεφαλής της φρουράς μαζί με τον δικό σου, Τέταρτο Λόχο.»
«Ακριβώς. Και αυτός ήταν ένας παραπάνω λόγος που έπρεπε να τον σταματήσω, γιατί θα μου στερούσε κάτι δικό μου.» είπε και σηκώθηκε προχωρώντας προς την πόρτα. «Ξεκουράσου και ανάρρωσε. Θα μιλήσουμε αργότερα.»
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε, αφήνοντας τη να αναρωτιέται αν αυτά τα τελευταία λόγια του ίσχυαν για τον Πέμπτο Λόχο ή για την ίδια.
*******************************************
Τελείωσε και αυτό το διήγημα, το οποίο πάλευα μέρες, παράλληλα με τη συγγραφή του κυρίως βιβλίου του «Μαγικού 2». Πως σας φάνηκε; Ήταν λίγο μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα όμως δεν ήθελα να κοπεί απότομα...
Τελικά ο Νικηφόρος αποδείχθηκε εμμονικός και σαδιστής, η Ελπινίκη δεν ήθελε στην ουσία τη θέση της γιατί ήλπιζε κατά βάθος να σκοτωθεί σε αυτή τη μάχη, για αυτό και δεν πάλεψε σοβαρά (ενώ τον είχε άνετα), και ο Ωρίωνας μας έδειξε έστω και ένα ίχνος συναισθήματος, ότι ακόμα και χωρίς καρδιά δεν έπαψε ποτέ να νοιάζεται για εκείνη. (Είχε δίκιο η Ροζαλία όταν της το είπε στο τέλος του Πρώτου Βιβλίου, αν θυμάστε). Αυτή ήταν η ανάλυση μου. Θα ήθελα πολύ να διαβάσω και τις δικές σας στα σχόλια!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top