Κεφάλαιο 12: Εβελίνα
Είχαν περάσει ακριβώς 2 ώρες από την στιγμή που άκουσα την πόρτα του σπιτιού να κλείνει και 2 ώρες και 7 λεπτά από την στιγμή που άκουσα το αυτοκίνητο να εκκινά.
Από την μέρα που ήρθα στο σπίτι τους αυτή ήταν η πρώτη που είχα μείνει μόνη μου και παρόλο που περίμενα πως θα νιώθω μοναξιά τελικά ένιωθα κάτι σαν ανακούφιση. Κάτι που ήταν μερικά χιλιοστά κοντά στην γαλήνη. Συνήθως κοιμάμαι πριν τις δώδεκα αλλά σήμερα δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Είχε κοντέψει κάπου στη μία και αποφάσισα να προσπαθήσω να κοιμηθώ έτσι φόρεσα τις μεταξωτές ροζ μου πιτζάμες και μάζεψα τα μαλλιά μου σε μια χαλαρή ψηλή αλογοουρά.
Ξάπλωσα στην μέση του κρεβατιού μου ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι και έμπλεξα τα χέρια μου πάνω στην κοιλιά μου. Έκλεισα τα μάτια μου και αυτό που φοβόμουν να μην συμβεί συναίβει.
τεινάχθηκα από το φόβο
μια κραυγή ξεγλίστρισε από το στόμα
Στριφογύριζα δεξιά
ένιωσα κάτι να ακουμπάει σφιχτά το χέρι μου, να το πιέζει
Στριφογύρισα αριστερά
τραβούσα μανιωδώς το χέρι μου
Έκλεισα πιο σφιχτά τα μάτια μου για να διώξω τις αναμνήσεις όσο πιο μακριά γινόταν. Ήθελα να τις έθαβα κάπου που δεν θα μπορούσα να τις βρω για να τις ξεθάψω.
κρατούσε το κεφάλι μου μέσα στο νερό το έσπρωχνε ακόμα πιο βαθιά ξανά και ξανά.
Έσφιξα κι άλλο τα μάτια μου
1, 2, 3 ανάσα
Άνοιξα ηττημένη τα μάτια μου αφού όχι μόνο δεν κατάφερα να διώξω τις βασανίστηκες αναμνήσεις μου αλλά αυτές από το τελευταίο περιστατικό του πνιγμού ξεπρόβαλαν με την σειρά τους.
Κοίταζα το ταβάνι μέχρι που ένιωσα επιτέλους τα μάτια μου να κλείνουν. Ένιωσα ξαφνικά ένα κρύο αεράκι να έρχεται προς τα πάνω μου, θα ήταν από το παράθυρο δίπλα από το κρεβάτι αλλά όταν κοίταξα προς αυτό για να το κλείσω ήταν ήδη κλειστό.
Ξανά έκλεισα τα μάτια μου μέχρι που ένιωσα πάλι αυτό το αεράκι να μου φυσάει απαλά. Αλλά όταν κοίταξα το παράθυρο για ακόμη μια φορά αυτό ήταν ακόμη κλειστό.
Κοίταζα πάλι στο ταβάνι μέχρι που τεινάχθηκα από το κρεβάτι όταν είδα με την άκρια του ματιού μου στην πόρτα μια μαύρη σκιά. Η καρδιά μου κτυπούσε τόσο γρήγορα που φοβήθηκα πως θα ξεριζονόταν και θα έτρεχε να φύγει μακριά και θα με άφηνε εδώ μόνη μου. Άκαρδη. Απροστάτευτη.
Όταν ανοιγόκλεισαν τα μάτια μου, η σκιά δεν ήταν πια εκεί και το κρύο αεράκι που χαϊδεύε το δέρμα μου δεν ήταν πια εδώ.
Όταν τα μάτια μου ανοιγόκλεισαν όμως για δεύτερη φορά, η μαύρη σκιά δίπλα από την πόρτα είχε πάλι εμφανιστεί και είχε μεγαλώσει λες και ερχόταν όλο και πιο κοντά μου και το αεράκι που πριν χαϊδεύε το δέρμα μου πλέον το έγδερνε.
Έφερα πανικόβλητη τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου λες και αγκάλιαζα τον εαυτό μου και είχα κολλήσει στην άκρια του κρεβατιού στην προσπάθεια μου να απομακρυνθώ από την σκιά.
Πανικόβλητα προσπαθούσα να πάω ακόμη πιο πίσω αλλά ήταν μάταιο αφού είχα φτάσει στην άκρη του κρεβατιού και το μόνο που κατάφερνα ήταν να κτυπάω το κεφάλι και την πλάτη μου στον τοίχο και η σκιά όλο και πιο πολύ μεγάλωνε.
"Αααα!" άρχισα να τσιριζω αφού πλέον δεν μπορούσα να κρατήσω τις κραυγές μου που πάλευαν να δραπετεύσουν από το στόμα μου.
Άρπαξα ένα άδειο ποτήρι νερού που είχα δίπλα στο κομοδίνο μου αφού ήμουν τόσο άτυχη που το ποτήρι ήταν το μόνο αντικείμενο που υπήρχε στο κομοδίνο και συγκεκριμένα το μόνο αντικείμενο που είχα κοντά μου και μπορούσα εύκολα να αρπάξω.
Προσπάθησα ξανά να σκανάρω τον χώρο γύρω μου βιαστηκά μπας και έβρισκα κάτι άλλο που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να αμυνθώ, κάτι που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω εναντίον στην σκιά που είχε ήδη μπει μέσα στο δωμάτιο, αλλά τίποτα. Δεν υπήρχε τίποτα. Και όμως θα ορκιζόμουν ότι πάνω στο κομοδίνο μου μέχρι χθες είχα ένα άσπρο βάζο. Όχι μεγάλο αλλά ικανό να με προστατεύσει.
Ήταν τόσο σκοτεινά που το μόνο φως που υπήρχε στο δωμάτιο ήταν αυτό που έβγαινε από την πόρτα του δωματίου όμως ήταν τόσο ανοιχτή που μόνο ένα ποντίκι και χωρούσε να περάσει και έτσι το φως που έμπαινε ήταν ελάχιστο.
Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω την φιγούρα μπροστά μου, αν ανηκε σε άντρα η γυναίκα αφού τα ρούχα ήταν αρκετά χαλαρά πάνω στο σώμα της σκιάς που ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις το σωματοτυπό της.
Άρχισα ξανά να τσιρίζω όταν είδα την μαύρη αυτή σκιά να έχει στο χέρι της-
Ω Θεέ μου.
Μαχαίρι.
Οι κραυγές μου όλο και δυνάμωναν και το σώμα μου έτρεμε ολόκληρο πάνω στο κρεβάτι που έτρεμε και αυτό με την σειρά του από την ταραχή.
Ευχόμουν πως κάποιος γείτονας θα με άκουγε και θα ερχόταν να με σώσει αλλά στις ταινίες τρόμου ποτέ δεν γίνεται αυτό και αυτή την στιγμή έμοιαζε να πρωταγωνιστώ σε μια τέτοια ταινία και το ενδεχόμενο να μην τελειώσει σήμερα η ζωή μου ήταν μηδαμινό.
Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα.
Τόσα ήταν τα βήματα που χρειάστηκε η σκιά για να φτάσει σε εμένα.
Ένα. Δύο. Τρία.
Τόσα ήταν τα δευτερόλεπτα που χρειάστηκαν για να σηκώσει το μαχαίρι πάνω στοχεύοντας με.
Ένα. Δύο.
Τόσα ήταν τα κτυπήματα της καρδιάς μου που χρειάστηκε να χάσω μέχρι να ακούσω τον ήχο ενός αυτοκινήτου να παρκάρει έξω από το σπίτι.
Ένα.
Τόσα ήταν τα δευτερόλεπτα που χρειάστηκα για να καταλάβω πως η σκιά δεν ήταν πλέον εδώ και το κρύο αεράκι που μου έγδερνε το δέρμα είχε εξαφανιστεί μαζί της.
Ο Άλεξ και η Βέρα θα είχαν έρθει σπίτι από την έξοδο τους, θα ήταν το δικό τους το αυτοκίνητο που πάρκαρε και η σκιά- όποιο πρόσωπο και αν κρυβόταν πίσω της- δεν θα ήθελε να την δουν. Και έφυγε. Έτσι απλά.
Δεν σηκώθηκα, έμεινα στο κρεβάτι να αγκαλιάζω το σώμα μου ενώ έτρεμα ολόκληρη. Η καρδιά μου χόρευε σε ακανόνιστους ρυθμούς και η ανάσα μου είχε επιστρέψει από όπου και αν είχε πάει πριν και με είχε εγκαταλείψει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top