Κεφάλαιο 10: Εβελίνα
"Πικρός" είπα με μια έκφραση αηδίας σχηματισμένη στο πρόσωπο μου όταν ήπια την πρώτη γουλιά από τον καφέ μου. Άφησα τον καφέ στο κομοδίνο μου και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, κοιτάζοντας τον λευκό τοίχο απέναντι μου. Κούνησα τα μάτια μου δεξιά, εκεί που ήταν ο διακόπτης και ένιωσα να ανατριχιάζω. Περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου σαν ταινία όσα έγιναν χθες σε εκείνο ακριβώς το σημείο. "Όχι!" Φώναξα στον εαυτό μου δίνοντας μου ένα χαστούκι, αναγκάζοντας με να σηκωθώ από το κρεβάτι και να διώξω κάθε σκέψη που τολμούσε να περάσει από το μυαλό μου. Δεν ήθελα να σκεφτώ άλλο εκείνο το περιστατικό. Όχι ακόμα τουλάχιστον.
Μπήκα στο μπάνιο και ξάπλωσα μέσα στην μπανιέρα μέχρι να χωθεί το κεφάλι μου μέσα από το νερό που είχε κοντέψει να ξεχειλίσει.
Ηρεμία.
Αυτό ένιωθα.
Αν ήταν δυνατόν να ακούσεις την ησυχία, θα ήταν το μόνο άκουγα εκείνη την στιγμή.
Μέχρι που δεν ήταν.
Μπουρμπουλίθρες.
Το μόνο που άκουγα ήταν οι μπουρμπουλίθρες που έβγαιναν βιαστηκά και μπερδεμένα από την μύτη μου στην προσπάθεια μου να αναπνεύσω. Με όση δύναμη είχα προσπαθούσα να βγάλω το κεφάλι μου απο το νερό αλλά το χέρι που κρατούσε το κεφάλι μου μέσα στο νερό και το έσπρωχνε ακόμα πιο βαθιά ήταν πιο δυνατό από εμένα.
Βοήθεια! Βοήθεια!
Δεν μπορούσα να φωνάξω πιο δυνατά, όση φωνή είχα μέσα μου την είχα βγάλει έξω και περίμενα κάποιον να με ακούσει και να με σώσει. Αλλά κανείς δεν θα με άκουγε. Δεν φώναζα στα αλήθεια. Δεν μπορούσα να φωνάξω. Πάλευα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό και την αναπνοή μου για να μην πνίγω αλλά όλο και περισσότερο νερό έμπαινε στο στόμα και στην μύτη μου.
Έβαλα τα χέρια μου στις δύο άκριες της μπανιέρας και προσπαθούσα να κρατήσω το βάρος του κορμιού μου για να αντισταθώ από το να πέσω ολόκληρη μέσα στην μπανιέρα. Το κεφάλι μου χωνόταν όλο και βαθιά μέσα στο νερό ξανά και ξανά.
1, 2, 3 ανάσα.
1, 2, 3 ανάσα.
1, 2, 3 ανάσα.
Μπορώ να το κάνω.
Μπορώ να το κάνω.
Προσπαθούσα τόσο πολύ να πείσω τον εαυτό μου που σχεδόν το πίστεψα.
Ήταν όμως μάταιο.
Προσπαθούσα με όση δύναμη είχα να βγω στην επιφάνεια αλλά φαινόταν αδύνατο.
Ένιωσα σιγά σιγά την ανάσα μου να κόβεται
και τα χέρια μου να βαραίνουν, ανίκανα να βαστούν το σώμα μου
και το κεφάλι μου έμοιαζε αδύνατο να αποχωριστεί το νερό
και τότε σκέφτηκα πως θα άφηνα την τελευταία μου πνοή.
Σταμάτησα πλέον να παλεύω και παραδόθηκα μέχρι που πλέον δεν έλεγχα εγώ το παιχνίδι -γιατί σαν παιχνίδι έμοιαζε όλο αυτό- διεστραμμένο.
Ξαφνικά η ανάσα μου είχε επιστρέψει, τα χέρια μου έσωναν το βάρος του κορμιού μου
και το κεφάλι μου είχε βγει από το νερό.
Ανάσα.
Επιτέλους.
Έπαιρνα πολλές ακανόνιστες ανάσες, προσπαθώντας να βρω ένα ρυθμό που έμοιαζε κανονικός. Ένα λεπτό χρειάστηκε αλλά φάνηκε σας ένας αιώνας. Όταν κατάφερα επιτέλους να ηρεμήσω έπιασα το κεφάλι μου από τον πόνο. Με τράβηξε από τα μαλλιά για να βγω στην επιφάνεια, τούφες μαλλιών σκορπισμένες μέσα στο μπάνιο από το τράβηγμα. Κοίταξα γύρω μου αλλά όπως περίμενα δεν υπήρχε κανένας.
______
"Πρόσεχε" είπε ο Άλεξ όταν έπεσα πάνω του καθώς κατέβαινα από την σκάλα. Δεν τον κοίταξα και πήγα να φύγω αλλά με τράβηξε μαλακά από το χέρι για να με σταματήσει.
"Τι θες;" είπα εκνευρισμένα χωρίς να τον κοιτάξω αφήνοντας έναν αναστεναγμό αγανάκτησης σηκώνοντας το κεφάλι μου προς τα πάνω.
"Τι έγινε;" ρώτησε και στο βλέμμα του μπορούσα να διακρίνω πως ανησυχούσε. Ή νόμιζα πως ανησυχούσε.
"Τίποτα. Σαν τι να έγινε δηλαδή;" απάντησα παγωμένα προσπαθώντας να μην τον κοιτάξω για να μην καταλάβει το ψέμα μου. Όταν η Βέρα του είπε για το περιστατικό την προηγούμενη φορά, έδειξε προβληματισμένος. Δύσπιστος. Δεν ήθελα να μάθει κάτι.
"... την Βέρα;" διεκοψε τις σκέψεις μου η φωνή του Άλεξ όμως δεν είχα ακούσει τι είχε πει.
"Ε;"
"Αφορά την Βέρα; Η ανησυχία σου λέω."
"ούτε καν" απάντησα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και πήγα να φύγω αλλά με σταμάτησε ξανά όταν με τράβηξε από το χέρι με ελαφρώς περισσότερη δύναμη από πριν και ένας ακόμα αναστεναγμός αγανάκτησης ξεγλίστρισε ξανά από το στόμα μου.
"Σου είπα ότι θα την χωρίσω. Ψάχνω την σωστή στιγμή" είπε και ξέσπασα σε γελοία μέχρι που με πονούσε η κοιλιά μου. Ο Άλεξ με κοιτούσε θυμωμένος όμως δεν έκανε τίποτα για να με σταματήσει. Ξανά.
"Τι είναι τόσο αστείο;" το γέλιο μου ξαφνικά κόπηκε σαν μαχαιριά όταν άκουσα την φωνή της Βέρας να ρωτάει απορημένα.
"Ρώτα τον άντρα σου." είπα αδιάφορα και πειραγμένα δίνοντας της ένα ελαφρύ κτύπημα στον ώμο. Έμοιαζε σαν παρηγοριά. Όμως εγώ ήμουν αυτή που την χρειαζόταν.
Καθώς έφευγα άκουσα να τον ρωτάει τι μου είπε και τον άκουσα να λέει ένα ανέκδοτο και γύρισα τα μάτια μου τόσο πολύ που για μια στιγμή πίστεψα ότι θα πεταχτούν έξω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top