Κεφάλαιο 1: Το τέλος ή η αρχή;

"Ξύπνησε, Ξύπνησε" φώναζα με ενθουσιασμό και συγκίνηση ξανά και ξανά όταν τον είδα να ανοίγει τα μάτια του.

"Ξύπνησε" ήταν η μόνη λέξη που μπορούσα να αρθρώσω. Σιγά σιγά από φωνή έγινε ψίθυρος και από ψίθυρος μια σιωπηλή σκέψη που τριγυρνούσε στο μυαλό μου και ήθελε να απελευθερωθεί αλλά ένιωθα παράλυτη να το κάνω, δεν μπορούσα να μιλήσω. Θα μου είχε κλέψει την φωνή η χαρά σκέφτηκα.

Σηκώθηκα από την κρύα σκουριασμένη καρέκλα που καθόμουν στην γωνία του δωματίου και άρχισα να πλησιάζω διστακτικά τον Άλεξ. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, σκεπασμένος με τα σκουριασμένα κίτρινα σεντόνια που δεν του ταίριαζαν αλλά πλέον είχε γίνει ένα με αυτά.

Τον πλησίασα διστακτικά και του ακούμπησα απαλά το χέρι και τον κοίταξα. Τα μάτια του ανοιγόκλειναν βιάστηκα με ένα ασταθή ρυθμό στην προσπάθεια του να τα κρατήσει ανοιχτά. Είχαν ξεχάσει πως να το κάνουν εδώ και τρείς μήνες. Δεν τα αδικώ.

Όταν επιτέλους το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει και φοβήθηκα πως θα το έκανε όντως, πως θα έβγαινε από το στήθος μου που την κρατούσε τόσο σφιχτά κλειδωμένη και θα πετούσε μακριά και θα την έχανα. Τον ίδιο φόβο είχα την πρώτη φορά που με είχε κοιτάξει. Το θυμάμαι σαν να ήταν χθές. Όμως δεν ήταν χθες, αλλά 5 χρόνια πριν.

Το βλέμμα του είχε παγώσει στο δικό μου, με κοίταζε λες και ήταν η πρώτη φορά που με είχε δει στη ζωή του μέχρι που μου χαμογέλασε γλυκά -όσο δηλαδή μπορούσε- με ένα ίχνος πόνου να αχνοφαίνεται μέσα από τα μάτια του που είχαν το ίδιο χρώμα με αυτό του ουρανού που παρακαλούσα κάθε βραδυ να μην μου τον πάρει μακριά και τότε κατάλαβα. Με θυμάται.

Ανακούφιση.

Χαρά.

Χαρά.

Το βλέμμα του ήταν ακόμη κλειδωμένο με το δικό μου καθώς προσπαθούσε να κουνήσει τα δάκτυλα του. Ούτε 5 δευτερόλεπτα δεν θα είχαν περάσει που κοιτιώμασταν και όμως μου φάνηκε λες και είχαμε περάσει πέντε ζωές παγωμένοι σε αυτή εδώ την στιγμή.

Ξαφνικά ένιωσα το χέρι του απαλά στο μάγουλο μου και τεινάχθηκα ελάχιστα από τον φόβο, ένα δάκρυ είχε κυλήσει στο πρόσωπο μου πάρα την θέληση μου και ήθελε να το σκουπίσει. Το ένα δάκρυ έγιναν δύο, τα δύο έγιναν τρία μέχρι που είχα χάσει πια το μέτρημα και φάνταζε ανούσιο πια να προσπαθώ. Αλλά εδώ είχα χάσει το μυαλό μου.

Προσπάθησε να μιλήσει αλλά δεν τον άφησα, του έκανα νόημα πως δεν χρειάζεται να πει λέξη. Εξάλλου η σιωπή τα λέει όλα. Και έτσι έκανε.

Ευχήθηκα ο χρόνος να παγώσει, σε αυτή ακριβώς τη στιγμή.

Γιατί;

Γαιτί ήταν γαλήνια. Είχα ξεχάσει πως είναι το μυαλό να είναι ήσυχο. Τελευταία περιτρυγιριζόταν από φωνές. Πολλές φωνές. Πάρα πολλές φωνές. Είχα πονέσει με όλη αυτή την φασαρία που επικρατούσε. Ένας διαρκής πονοκέφαλος. Αυτό ένιωθα. Αλλά τώρα δεν άκουγα απολύτως τίποτα. Τίποτα εκτός από την καρδιά μου που αν δεν ηρεμούσε θα ορκιζόμουν ότι θα είχε εκραγεί.

Λίγα λεπτά αργότερα, μπήκαν μέσα τρείς γιατροί και περικύκλωσαν το κρεβάτι και εγώ έμεινα σαστησμένη δίπλα του καθώς ξεχυλούσε από μέσα μου η αγωνία και με έπνιγε.

"Πρέπει να βγείτε έξω, θα του κάνουμε μερικές εξετάσεις και μετά αν όλα είναι καλά μπορείτε να τον δείτε αμέσως" μου είπε ήρεμα και στοργικά η νοσοκόμα προσπαθώντας να με κατευθύνει προς την πόρτα.

"Δεν μπορώ να φύγω, θα καθίσω εδώ ήσυχα μέχρι να τελειώσετε. Ούτε που θα καταλάβετε ότι είμαι εδώ" της απάντησα και ξανά κάθισα στην φθαρμένη παλιά καρέκλα μου δίπλα από το κρεβάτι του Άλεξ.

"Δυστυχώς δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό, πρέπει να βγείτε έξω δεσποινίς. Θα σας ειδοποιήσουμε αμέσως μόλις τελειώσουμε" είπε ξανά και δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο από το να υπακούσω, έτσι βγήκα έξω και περίμενα στον διάδρομο. Ήταν άδειος. Έτσι ένιωθα και εγώ. Με παίρνουν μακριά του. Ξανά. Όμως εγώ θα είμαι μαζί του.

Μέχρι το τέλος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top