Ζώντας σε μια άλλη εποχή
Ουτρέχτη, Ολλανδία
Εκείνη η μέρα ξεκίνησε νωρίς για την εικοσάχρονη Σαρλότ, που είχε αποχωριστεί το ζεστό κρεβάτι της ήδη πριν την απόλυτη ανατολή του ήλιου. Ακολούθησε την καθημερινή, πρωινή της ρουτίνα και στην συνέχεια, κρατώντας ένα βαρύ βιβλίο στο χέρι και μια λευκή κούπα καφέ, κατευθύνθηκε προς το μικρό, δρύινο γραφείο πλάι στο ξύλινο παράθυρο του δωματίου της. Εριξε μια γρήγορη ματιά στο μαύρο ρολόι χειρός της• η ώρα ήταν μόλις επτά το πρωί. Ένα ακατανόητο μουρμουρητό ξέφυγε από τα χείλη της• συνήθιζε να ξυπνά λίγο πριν το μεσημέρι, να χρονοτριβεί απολαμβάνοντας το πλούσιο πρωινό της και αργότερα να βγάζει βόλτα τον Σιντ, το μικρό, παιχνιδιάρικο σκυλάκι της κι εκείνη την ημέρα, τα πάντα είχαν πάρει εντελώς διαφορετική τροπή. Είχε ξυπνήσει πριν την αυγή, δεν είχε όρεξη να φτιάξει ένα χορταστικό πρωινό κι αντ'αυτού είχε αρκεστεί σε μια κούπα καφέ, η οποία ήλπιζε πως θα την βοηθούσε να ξυπνήσει.
Το βλέμμα της τρύπωσε έξω από το παράθυρο αντικρύζοντας τον αχανή ουράνιο θόλο που είχε μετατραπεί σ'ένα πανέμορφο καμβά στολισμένο με καφετιές και πορτοκαλιές πινελιές από τις πρώτες πρωινές αχτιδες του ήλιου που ξεπρόβαλλε. Η συνειδητοποίηση πως η φύση έκρυβε τεράστια ομορφιά, την έκανε να χαμογελάσει. Έπειτα, στράφηκε στο γραφείο της, όπου είχε τοποθετήσει το χοντροκομμένο βιβλίο της ιστορίας. Λάτρευε την ιστορία, έβρισκε ιδιαίτερα σαγηνευτική την ομορφιά του αρχαίου κόσμου και των παλιών γεγονότων, η συνειδητοποίηση ότι όλα αυτά τα πεπραγμένα που διάβαζε σ'αυτό το βιβλίο είχαν καθορίσει την ίδια της την ύπαρξη, την εξίταρε, ωστόσο κουραζόταν με την ιδέα πως έπρεπε να μάθει απ'έξω έναν ολόκληρο τόμο ιστορικών γεγονότων. Ήθελε να αξιοποιήσει τις ιστορικές της γνώσεις για να βελτιώσει τον τρόπο σκέψης και ζωής της, για να αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο και τους συνανθρώπους της, όμως, εκείνη την στιγμή, ήταν αναγκασμένη να μάθει όλες εκείνες τις σελίδες για να περάσει ένα από τα μαθήματα του πανεπιστημίου στο οποίο σπούδαζε.
Η αλήθεια ήταν πως δεν της άρεσε ιδιαίτερα η ιστορία της χώρας της, της Ολλανδίας, προτιμούσε εκείνη της Ρωσίας ή της Γερμανίας, αλλά πάντοτε υπερασπιζόταν με θέρμη την άποψη πως «όσο πιο πολύπλευρα και σφαιρικά αναλύεις ένα θέμα, τόσο καλύτερα το γνωρίζεις», γι'αυτό δεν έκανε πίσω, όπως πολλοί συμφοιτητές της, όταν ο καθηγητής τους τους ανέθεσε την ανάγνωση και εκμάθηση του συγκεκριμένου βιβλίου.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε το βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει προσεκτικά κάθε λέξη αποτυπώνοντάς την στο μυαλό της, καθώς προσπαθούσε να συνδέσει κάθε γεγονός που αναλυόταν ενδελεχώς στο βιβλίο με γεγονότα της καθημερινής, σύγχρονης ζωής για να βοηθήσει τον εαυτό της να τα θυμάται καλύτερα. Παρέμεινε εκεί, πάνω από το παχύ βιβλίο για ώρες ολόκληρες κάνοντας ελάχιστα μικρά διαλείμματα προς κάλυψη των βασικών ζωτικών της αναγκών, όπως η δίψα και η πείνα.
Σχεδόν δώδεκα ώρες αργότερα κι, ενώ το ρολόι σήμαινε εφτά το βράδυ, διάβαζε την τελευταία σελίδα του ενός τόμου της ολλανδικής ιστορίας που ξεκινούσε με την αρχή του ογδοηκονταετούς πολέμου του 1568 ανάμεσα στην Ισπανία και τις, όπως ονομάστηκαν, Δεκαεπτά Επαρχίες των Κάτων Χωρών. Ξεφύλλισε την τελευταία σελίδα κρατώντας μερικές σημειώσεις σ'ένα κομμάτι χαρτί δίπλα της, έκλεισε με προσεκτικές κινήσεις το βιβλίο και ξεφύσηξε, εκφράζοντας έτσι ένα κράμα χαράς και κούρασης. Σηκώθηκε από το γραφείο της, έκλεισε τα παντζούρια των παραθύρων του σπιτιού της κι αφότου κλείδωσε καλά τις αλουμινένιες πόρτες, ξάπλωσε στο κρεβάτι της προσπαθώντας να απολαύσει τον ύπνο, που τόσο είχε στερηθεί εκείνη την ημέρα. Μπορεί να ήταν μόλις εφτάμιση, αλλά σε σχέση με το ξεκίνημα εκείνης της μέρας στην ίδια ώρα το πρωί, είχε ήδη μείνει πολλές ώρες ξύπνια.
[...]
«Σαρλότ! Έλα να με βοηθήσεις με το φαγητό!», η φωνή της πενηντάχρονης μητέρας της ήχησε από το μικρό δωματιάκι του απλού σπιτιού της κι η εικοσάχρονη νεαρή κατευθύνθηκε προς το μέρος της. «Γλυκιά μου, ο πατέρας σου καταφθάνει σήμερα, πρέπει τα πάντα να είναι στην εντέλεια!», ανέφερε η μεσήλικη γυναίκα με έναν περίεργο συνονθύλευμα επίπληξης και ενθουσιασμού στην φωνή της, καθώς έριχνε μια ματιά στην κόρη της. «Έτσι θα υποδεχτείς τον πατέρα σου; Πού είναι το καλό σου το φόρεμα; Εκείνο το γαλάζιο; Τα καλά σου τα παπούτσια;», ρώτησε νιώθοντας εκνευρισμένη που η θυγατέρα της δεν μοιραζόταν τις ίδιες ανησυχίες μ'εκείνη.
«Μα μητέρα, δεν έχω κάτι καλύτερο να φορέσω.», αντιτάχθηκε παραξενεμένα η κοπέλα κοιτώντας το ελαφρώς κουρελιασμένο, καφετί φόρεμά της και τα τρύπια παπούτσια της. Εκείνο το σύνολο με το φόρεμα σε γήινες αποχρώσεις του καφέ, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να φορέσει.
«Μην λες ανοησίες. Πήγαινε στο ξύλινο ντουλάπι με τα ρούχα για τις καλές περιστάσεις για να το βρεις. Ω, μα ποιον κοροϊδεύω; Το ξέχασα. Δεν σου έδειξα ποτέ εκείνο το ντουλαπάκι για να μην φορέσεις το φόρεμα και το λερώσεις!», εξήγησε η γυναίκα, καθώς πετούσε μερικά λαχανικά στην σούπα που ετοίμαζε. «Έλα να σου το δείξω τώρα!», συμπλήρωσε αγχωμένα φοβούμενη μήπως ο σύζυγός της επιστρέψει από το μακρινό ταξίδι του και δεν έχει ετοιμάσει τα πάντα. Σχεδόν έτρεξε προς μια γωνιά του ξύλινου σπιτιού κι έβγαλε με προσεκτικές κινήσεις μια πλατιά θήκη ρούχων, που βρισκόταν χωμένη κάτω από μερικά ξύλα κι άχυρα.
«Αυτό είναι το φόρεμά σου.», δήλωσε ξεδιπλώνοντας ένα μακρύ, γαλανό φόρεμα. Η Σαρλότ έτριψε τα μάτια της νιώθοντας πως ονειρευόταν. «Ορίστε και τα παπούτσια.», προσέθεσε η γυναίκα δίνοντας στην κόρη της ένα ζευγάρι καφετιά, γυαλισμένο παπούτσια, στα οποία ήταν εμφανές πως δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ξανά. Η εικοσάχρονη έμεινε στήλη άλατος να κοίτα έκπληκτη τα υπέροχα ρούχα που μόλις της είχε δώσει η μητέρα της.
«Αντε, τι κάθεσαι; Πήγαινε να ντυθείς γρήγορα κι εγώ πάω να τελειώσω την σούπα!», την παρότρυνε η πενηντάχρονη, καθώς περπατούσε μεγάλο, γρήγορο βήμα προς την υποτιπώδη κατσαρόλα της.
Η νεαρή γυναίκα κατευθύνθηκε βιαστικά προς ένα δωματιάκι, έβγαλε τα παλιά της ρούχα και φόρεσε τα καινούργια αφήνοντας το αχρησιμοποίητο, απαλό ύφασμα να χαιδέψει το σώμα της και να του προσθέσει το όμορφο άρωμα του καινούργιου ρούχου, που τόσο καιρό είχε να μυρίσει. Το γαλάζιο φόρεμα έπεφτε απαλά στους ώμους της κοπέλας σφίγγοντας την λεπτή της μέση, ενώ φάρδαινε στο κάτω μέρος. Μερικές πιέτες στόλιζαν την μέση του φορέματος και ένα πιο ανοιχτό γαλάζιο προσέδιδε σ'αυτό μοναδικότητα, τονίζοντας την ομορφιά της απλότητας. Τελευταία φόρεσε τα σκουρόχρωμα παπούτσια, νιώθοντας μια μοναδική αίσθηση, εκείνης της απαλής σόλας κάτω από τα πόδια της. Συνήθως τα παπούτσια της Σαρλότ ήταν σκισμένα σε κάθε σημείο τους και μπαλωμένα δεκάδες φορές, γεγονός που την δυσκόλευε στο περπάτημα παρόλο που το είχε συνηθίσει. Για πρώτη φορά ένιωθε διαφορετικά, ένιωθε την ομορφιά της χλιδής, καθώς για εκείνη, αυτά τα απλά ρούχα αποτελούσαν πολυτέλεια.
Κατευθύνθηκε προς το μέρος της μητέρας της, όταν με έκπληξη αντιλήφθηκε την παρουσία του πατέρας της στο σπίτι. Έτρεξε ενθουσιασμένα και χώθηκε στην αγκαλιά του• συνήθως οι αγκαλιές γονέων - παιδιών, αυθόρμητες και μη, αποτελούσαν ένδειξη ασέβειας, ωστόσο στην οικογένειά τους δεν υπήρχε κάτι τέτοιο.
«Σαρλότ, γλυκιά μου, μεγάλωσες τόσο πολύ!», ο πατέρας της χαμογελούσε αφήνοντας τα κιτρινωπά του δόντια να φανούν πίσω από τις καστανες τρίχες του πυκνού μουστακιού του. Τα τρία μέλη της οικογένειας κάθισαν ενθουσιασμένα στο ξύλινο, ετοιμόρροπο τραπέζι τους απολαμβάνοντας την πεντανόστιμη σούπα της μητέρας. Άρχισαν να συζητούν εύθυμα, να λένε τα νέα τους και να χαμογελούν• κάθε φορά που ο άνδρας επέστρεφε στο σπίτι, ή οικογένεια έστηνε, παρά την φτώχεια της, μια μικρή γιορτή.
«Λοιπόν, γλυκέ μου, ποια είναι τα νέα των αρχόντων;», εξέφρασε η πενηντάχρονη την ερώτηση που έκανε εθιμικά κάθε φορά στον άνδρα της.
«Τα νέα δεν είναι καλά.», ξεκίνησε να εξηγεί εκείνος αντικρύζοντας την ξαφνική αλλαγή διάθεσης των δύο γυναικών της ζωής του. «Όλοι μιλούν για πόλεμο με τους Ισπανούς. Είναι λογικό, χρειαζόμαστε επιτέλους την ανεξαρτησία μας.», προσέθεσε ενώ η γυναίκα του κατέβαζε το κεφάλι λυπημένα. Η Σαρλότ τον κοιτούσε με βλέμμα έντρομο• δεν είχε ζήσει πόλεμο, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν τίποτα καλό. Ο πατέρας της αντικρύζοντας την θλίψη στα μάτια των δύο μελών της οικογένειάς του σηκώθηκε από την θέση του, τις πλησίασε και τις έχωσε στην αγκαλιά του. «Μαζί θα το αντιμετωπίσουμε κι αυτό.», η γλυκιά φωνή του χάιδεψε τα αυτιά των δύο γυναικών κάνοντάς τις να χαμογελάσουν.
[...]
Έ
να χαμόγελο ικανοποίησης εμφανίστηκε στα χείλη της Σαρλότ, καθώς ένιωσε να ξύπνα από τον βαθύ, γλυκό ύπνο της. Άνοιξε αργά τα μάτια της κι αντίκρυσε το μοβ δωμάτιό της μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να νιώθει ανακουφισμένη που αυτό το ταξίδι ήταν μόνο ένα όνειρο ή θλιμμένη που ακόμη και τα όνειρά της αντικατόπτριζαν την ανάγκη της για οικογενειακή θαλπωρή. Σηκώθηκε εύθυμα από το κρεβάτι της και ακολούθησε για άλλη μια φορά την κανονική της πρωινή ρουτίνα, φτιάχνοντας ένα πλούσιο πρωινό, χαρούμενη που δεν χρειαζόταν να επαναλάβει το κουραστικό διάβασμα της προηγούμενης μέρας. Σίγουρα το όνειρο που την συντρόφευε το βράδυ που πέρασε, ήταν ένα από τα πιο περίεργα που είχε δει ποτέ, ωστόσο δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι ήταν όμορφο. Η σκέψη της επέστρεψε πάλι στο γεγονός πως ζούσε μόνη της, μακριά από την οικογένειά της, που δεν ενδιαφερόταν για την ύπαρξή της. Ένιωσε άσχημα που είχε φτάσει σε σημείο να μην έχει σχέσεις με τους γονείς της, τους ανθρώπους που την μεγάλωσαν, αλλά ίσως ήταν αργά για να το ξανασκεφτεί αυτό.
Ένιωσε ένα απαλό χάδι στο δεξί της πόδι και σκύβοντας κάτω από το τραπέζι αντίκρυσε τα καστανά μάτια του Σιντ να την κοιτούν στοργικά. Τον σήκωσε προσεκτικά από τα λεπτά πόδια του και τον τοποθέτησε απαλά πάνω στα δικά της. Έριξε μια γλυκιά ματιά στο μικρό της σκυλάκι, καθώς εκείνο κουνούσε παιχνιδιάρικα την ουρά του• εκείνο ήταν το μόνο που δεν την είχε εγκαταλείψει ποτέ.
~✧~
Γειά σας και πάλι!
Αυτό είναι το διήγημα που έγραψα για την δεύτερη φάση του διαγωνισμού δημιουργικής γραφής «Word Trotters».
Μιας που η προηγούμενη προσπάθειά μου ήταν εκτός θέματος, ελπίζω αυτή να μην είναι, γιατί νομίζω ότι μου αρέσει πολύ το πως εξελίχθηκε το κείμενο. Στην αρχή, πίστευα ότι δεν θα μπορέσω καν να γράψω ένα ολοκληρωμένο κείμενο, οπότε είμαι αρκετά ικανοποιημένη.
Ενιγουέι, πώς είστε;
Πώς περνάτε;
Καλή συνέχεια ღ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top