Επιτέλους ευτυχισμένη

«Άσε με ήσυχη! Δεν θέλω να σε ξαναδώ», ούρλιαξε προσγειώνοντας δυνατά την γροθιά της στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, καθώς δάκρυα έρρεαν από τα μελί της μάτια.

«Ρενέ, άσε με να σου εξηγήσω», ικέτευσε εκείνος ακουμπώντας το χέρι του στο δικό της. Η κοπέλα τράβηξε βιαστικά στο χέρι της μακριά από το δικό του μουρμουρίζοντας μερικές ακατανόητες λέξεις.

«Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, κατάλαβες;», φώναξε ξανά ξεσπώντας σε έντονους λυγμούς. Η ανάσα της είχε σχεδόν κοπεί, ενώ διάφανα ρυάκια δακρύων κυλούσαν από τα ροδαλά της μάγουλα και κατέληγαν στο παγωμένο πάτωμα.

«Μα αγάπη μου, δεν έφταιγα εγώ, εκείνη-», πάσχιζε μάταια εκείνος να βρει μερικές πειστικές δικαιολογίες για να γλιτώσει πάσα ευθύνη. Την πλησίασε και έπιασε σφιχτά το χέρι της στην ανέλπιστη προσπάθειά του να της αλλάξει γνώμη.

«Όλα ήταν ένα ψέμα, τα ταξίδια για δουλειά, οι κάρτες από μεγαλουπόλεις, τα φιλιά, τα "σ'αγαπώ", όλα ήταν ψεύτικα!», ούρλιαξε η αδύνατη κοπέλα τραβώντας το χέρι της για να αποφύγει την λαβή του. «Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Ποτέ, κατάλαβες;», γύρισε προς την μεριά του και κάρφωσε τα εκφραστικά της μάτια στα δικά του. «Φύγε, σε παρακαλώ»

Εκείνος παρατώντας κάθε προσπάθεια μετάπισής της άφησε ελεύθερο το λεπτό της χέρι και γυρίζοντας την πλάτη του προς εκείνη περπάτησε μερικά μέτρα προς την πόρτα. «Θα μου λείψεις Ρενέ», ανέφερε ήρεμα. «Σ'αγαπώ»

«Ακόμη κι αυτή η υπέροχη φράση ακούγεται απαίσια όταν την λες εσύ!», ούρλιαξε ξανά εκείνη αφήνοντας το σώμα της να γλίστρησει προς τα κάτω με κόντρα στον τοίχο. Μάζεψε τα πόδια της κοντά στο σώμα της και του έριξε μια τελευταία ματιά καθώς έφευγε. Ένα ακόμη ουρλιαχτό ξέφυγε από την πονεμένη της ψυχή και βάλθηκε να κλαίει για ώρες εξαιτίας του.

...

«Ρενέ, Ρενέ! Αγάπη μου, είσαι καλά;», η στοργική φωνή του Αντώνη ήχησε στ'αυτιά της κι ένιωσε το απαλό του χέρι να χαϊδεύει το πρόσωπό της. Άνοιξε βιαστικά τα μάτια της και ανασηκώθηκε από το κρεβάτι της.

«Ήταν πάλι αυτό το όνειρο;», απόρησε γλυκά ο Αντώνης αφήνοντας ένα γλυκό, καθησυχαστικό φιλί στα χείλη της κι εκείνη έγνεψε θετικά. Τον τελευταίο καιρό εκείνος ο εφιάλτης που είχε βιώσει στην πραγματική ζωή επέστρεφε συχνά στα όνειρά της.

«Έλα ηρέμησε, είμαστε μαζί τώρα, εγώ, εσύ και ο μικρούλης μας», πρόσθεσε ο σύζυγός της δείχνοντας τον νεαρό γιο τους που κοιμόταν ήρεμα στην γαλάζια κούνια του. Η Ρενέ πάσχιζε να επαναφέρει την ανάσα της στους κανονικούς της ρυθμούς.

«Εκείνος θα με στοιχειώνει για πάντα Αντώνη», ομολόγησε θλιμμένα η μελαχρινή γυναίκα σκύβοντας το κεφάλι. Ο ευγενικός σύζυγός της γνώριζε πόσο ευαίσθητη ήταν η γυναίκα του και, μολονότι η ίδια παραδεχόταν πως αδυνατούσε να καταλάβει γιατί ένας χωρισμός την είχε στοιχείωσει τόσο έντονα, εκείνος ήξερε ότι είχε πληγωθεί. Είχε ανοίξει την καρδιά της σ'εκείνον, στον πρώτο της έρωτα πιστεύοντας πως τα πάντα ήταν ιδανικά και μαθαίνοντας την αλήθεια για τα πεπραγμένα του, πληγώθηκε βαθύτατα. Ένιωθε προδομένη κι αυτό φαινόταν, καθώς χρειάστηκε παραπάνω από πέντε χρόνια για να επουλώσει τις πληγές της ψυχής της και να αφήσει τον ίδιο να την πλησιάσει και να την αγαπήσει με όλη του την ψυχή.

«Είμαστε μαζί σ'αυτό, εντάξει;», προσπάθησε να την ενθαρρύνει αγκαλιάζοντας την. Ένιωσε ένα δάκρυ να πέφτει στην γκρίζα μπλούζα του και απομακρύνοντας το σώμα του από το δικό της, σκούπισε τα ρυάκια στα μάτια της και της χάρισε ένα γλυκό φιλί.

«Φόρεσε μια ζακέτα κι έλα να πάμε μια βόλτα να πάρεις λίγο καθαρό αέρα», είπε ο όμορφος άνδρας κοιτώντας γλυκά την γυναίκα του και κατευθυνθήκε προς το μικρό κρεβάτι που ξάπλωνε ο γιος του, ο οποίος στο μεταξύ είχε ξυπνήσει αθόρυβα.

«Αντώνη», ανέφερε η αδύνατη γυναίκα κι ο άνδρας της στράφηκε προς την μεριά της. «Σ'αγαπώ»

«Εγώ σε λατρεύω Ρενέ»

[...]

«Πώς νιώθεις τώρα;», ρώτησε ο Αντώνης κρατώντας τον μικρό γιο του στην αγκαλιά του και βαδίζοντας πλάι στην γυναίκα του.

«Καλά είμαι», αποκρίθηκε εκείνη χαμογελώντας. «Είμαι πολύ τυχερή που σε έχω», συμπλήρωσε αφήνοντας ένα στοργικό χάδι στα καστανόξανθα μαλλιά του συζύγου της.

Η Ρενέ ήταν πραγματικά ευτυχισμένη, ακόμη κι αν συχνά περνούσε δύσκολα. Πολλές φορές θυμόταν το σκληρό παρελθόν της σε μια διαλυμένη οικογένεια με μια αλκοολική μητέρα κι έναν πατέρα φυλακισμένο ισόβια, ωστόσο χαιρόταν που είχε καταφέρει να επιβιώσει, να περάσει τα εμπόδια και να φτιάξει την δική της οικογένεια. Ήταν ευτυχισμένη• πλάι στον ευγενικό άνδρα της και τον όμορφο γιο της.

Συνέχισαν να βαδίζουν για μερικά λεπτά βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο Αντώνης γνώριζε πως όφειλε να αφήσει χώρο στην Ρενέ να σκεφτεί, να ξεκαθαρίσει τα πράγματα στο μυαλό της και να ηρεμήσει, γι'αυτό επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής τους.

Καθώς περπατούσαν, δεκάδες άλλοι άνθρωποι περνούσαν πλάι τους, άλλοι συζητώντας εύθυμα, άλλοι γελώντας ακατάπαυστα, άλλοι βαδίζοντας ανήσυχα και βιαστικά και άλλοι περπατούσαν με το αφηρημένο βλέμμα τους καρφωμένο στο πεζοδρόμιο• όλοι τους κουβαλούσαν μια διαφορετική ιστορία.

Κάποια στιγμή, η Ρενέ σταμάτησε να βαδίζει πλάι στον Αντώνη, εκείνος ανήσυχος στράφηκε βιαστικά προς το μέρος της κι αντίκρυσε το σκοτεινό της βλέμμα. «Γλυκιά μου, είσαι καλά;», απόρησε πλησιάζοντάς την. Λίγα μέτρα πιο πέρα διέκρινε έναν αδύνατο άνδρα με κατάμαυρη φορεσιά που είχε σταματήσει την πορεία του κι είχε καρφώσει την ματιά του στην Ρενέ.

Εκείνη σιωπώντας άφησε ένα δάκρυ να κύλησε από τα μάτια της. «Είναι-», ψέλλισε τραυλίζοντας έντονα. «Εκείνος», ο Αντώνης σήκωσε την ανήσυχη ματιά του από την γυναίκα του και γύρισε προς την μεριά του μαυροντυμένου άνδρα, ο οποίος τους είχε πλησιάσει στεκόμενος ακίνητος λίγα μέτρα μακριά τους.

«Ρενέ;», η τραχιά φωνή του βγήκε ψυθιριστή από τα ξεραμένα χείλη του.

«Δεν περίμενα ποτέ ότι θα σε ξαναδώ», αποκρίθηκε σκληρά η μελαχρινή γυναίκα γυρνώντας το σώμα της προς την πλευρά του άνδρα. «Δεν ήθελα να σε ξαναδώ», η ραγισμένη της φωνή πάσχιζε να βγει από το στόμα της.

«Ρενέ, εγώ-», προσπάθησε να δικαιολογηθεί για όσα συνέβησαν, όπως συνήθιζε να κάνει και τότε• πριν δέκα χρόνια.

«Δεν θέλω να ακούσω καμία άλλη δικαιολογία», είπε κάπως πο δυνατά εκείνη κάνοντας τους περαστικούς να στρέψουν τα αδιάκριτα βλέμματά τους πάνω της. «Είμαι καλά τώρα και δεν θα σε αφήσω να το χαλάσεις», ανακοίνωσε κυνικά ρίχνοντας μια στοργική ματιά στον σύζυγό της που όλη την ώρα στεκόταν πλάι της. «Αντίο», ψέλλισε. «Για πάντα», γύρισε την πλάτη στον άνδρα που είχε παραμείνει ακίνητος σαν στήλη άλατος κοιτώντας έκπληκτος το ξέσπασμά της.

Η μελαχρινή γυναίκα έγνεψε στον Αντώνη να συνεχίσουν τον περίπατό τους κι εκείνος την ακολούθησε. «Είσαι καλά;», ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί.

«Αντώνη, σ'αγαπώ», η Ρενέ σταμάτησε να βαδίζει, γύρισε προς την μεριά του άνδρα της και χαμογελώντας γλυκά, άφησε ένα ζεστό φιλί στα χείλη του άνδρα που την κοιτούσε με δέος.

«Κι εγώ σ'αγαπώ Ρενέ»

~♡~

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου για την πρώτη φάση του διαγωνισμού διηγήματος στο προφίλ της CatAwards με ρομαντικό θέμα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top