Δεν αντέχω άλλο

"Ήταν εκείνη, ολομόναχη στην σκοτεινή πόλη. Οι φωτεινοί σηματοδότες και οι λάμπες στα πεζοδρόμια τρεμόπαιζαν, δημιουργώντας ένα ανατριχιαστικό κλίμα. Ένιωθε να πνίγεται από την βαριά ατμόσφαιρα και καθώς περπατούσε στην έρημη πόλη, αντιλήφθηκε αντρικές σιλουέτες να την ακολουθούν. Επιτάχυνε το βήμα της προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμη. Μάταιος κόπος.. Οι σκιές που την ακολουθούσαν επιτάχυναν επίσης. Η καρδιά της χτυπούσε πολύ έντονα, πίστευε πως θα έφευγε από το στήθος της. Ήταν τρομοκρατημένη και τελείως απροστάτευτη. Άρχισε να τρέχει. Έτρεχε ασταμάτητα, έστριβε σε στενά και σκοτεινά σοκάκια ευχόμενη να γλιτώσει από αυτούς. Οι αντρικές σιλουέτες συνέχιζαν να την ακολουθούν τρέχοντας. Τα μάτια της ήταν υγρά και στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της χαράσσονταν μικρά ρυάκια αστείρευτων δακρύων. Άρχισε να κουράζεται, ένιωθε τα πόδια της να την εγκαταλείπουν "όχι τώρα, όχι τώρα" ευχόταν άσκοπα. Αν δεν σταματούσε σύντομα, θα έπεφτε. Έβαλε όση δύναμη της απέμεινε, έκανε ένα γρήγορο σπριντ και έστριψε βιαστικά σε ένα ακόμη υγρό δρομάκι. Εντόπισε μία τρύπα στα χαράματα μιας ρημαγμένης πολυκατοικίας. Ήταν μικρή, αλλά αρκετή για το μικροσκοπικό της σώμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη χώθηκε εκεί και περίμενε να την ανακαλύψουν ή να την γλιτώσει, σκέψη που της φαινόταν αδιανόητη. Δύο λεπτά αργότερα έφτασαν στο σημείο οι αντρικές σιλουέτες που την κυνηγούσαν. Όπως το είχε φανταστεί. Ήταν οι τρεις θύτες της, τα μεγαλόσωμα παιδιά της τρίτης λυκείου. Συγκράτησε την λαχανιασμένη ανάσα της και σταμάτησε την πραγματοποίηση οποιασδήποτε κίνησης της για μερικά λεπτά. Για καλή της τύχη, τα αγόρια δεν αντιλήφθηκαν την παρουσία της και συνέχισαν να τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Επέτρεψε στην ανάσα της να επανέλθει και με αργές κινήσεις βγήκε από την κρυψώνα της. Περπάτησε με γοργό, αλλά ήσυχο βήμα κατευθυνόμενη προς την στροφή, την οποία είχε ακολουθήσει λίγα λεπτά πριν. Προτού προλάβει να στρίψει ένιωσε τα πόδια της να απομακρύνονται από το έδαφος και μια δυνατή λαβή να την αρπάζει από τον ώμο. "Ώστε νόμιζες ότι ξέφυγες;", ακούστηκε μία βαριά, αντρική φωνή..."

"Οχιι!", ούρλιαξε και ξύπνησε από αυτόν τον απαίσιο εφιάλτη. Έξι συνεχόμενα βραδιά, ο ίδιος φρικτός εφιάλτης στοιχειώνει τον ύπνος της. Κάθε φορά ξυπνάει τρομοκρατημένη και ιδρωμένη, η καρδιά της χτυπάει δυνατά στο στέρνο της και αυτή παίρνει βαθιές ανάσες στην προσπάθεια της να ηρεμήσει.

Ευχόμενη ο πατέρας της, ο μόνος άνθρωπος που της είχε απομείνει, να μην αντιλήφθηκε το μακρόσυρτο ουρλιαχτό της σηκώθηκε από το κρεβάτι και έσυρε τα κουρασμένα μέλη της μέχρι την τουαλέτα. Έβγαλε αθόρυβα τα ρούχα της και πήρε ένα παγωμένο μπάνιο με σκοπό να ξυπνήσει. Σε όλη την διάρκεια του μπάνιου της έκλαιγε βουβά, έκλαιγε σκεπτόμενη την πραγματικότητα που δεν διέφερε και πολύ από τον εφιάλτη της. Το κρύο νερό έρεε πάνω στο γυμνό σώμα της και παρότι έτρεμε, δεν την ένοιαζε, είχε υποστεί πολύ χειρότερα. Έτριβε με προσοχή κάθε σπιθαμή του σώματος της, απαλύνοντας έτσι τον πόνο της. Συχνά, πυκνά, συναντούσε μελανιές ή γρατζουνιές, "η ταυτότητά μου", σκεφτόταν. Ήταν τα σημάδια όλων των κακουχιών και των δυσκολιών, που είχε περάσει. Έβγαινε έπειτα από την μπανιέρα ανακουφισμένη και πιο ψύχραιμη.

Κατευθυνόταν προς το δωμάτιο της, καλημέριζε χαμογελώντας ψεύτικα τον πατέρα της, που εν τω μεταξύ ξυπνούσε και συνέχιζε την πορεία της σκυθρωπή. Ντυνόταν βιαστικά, φορούσε πάντα κολάν ή φόρμες και δεν ξεχνούσε ποτέ να προσθέσει στο λούκ της ένα αγνό, ψεύτικο χαμόγελο. Δεν ήθελε κανείς να αντιληφθεί αυτά που περνούσε..

Μόλις έφτανε στην κουζίνα, έπαιρνε την θέση της στο τραπέζι και έτρωγε βουβά, ανέκφραστα το πρωινό της, ο,τι κι αν αυτό περιείχε. Εξάλλου, δεν την ένοιαζε πλέον. Μόλις το ρολόι σήμαινε οχτώ, έπαιρνε την σχολική της τσάντα, αποχαιρετούσε τον πατέρα της και ακολουθούσε τον καθιερωμένο δρόμο για το σχολείο. Με την είσοδο της στον προαύλιο χώρο του κτιρίου, η ψυχή της παραδωνόταν ακούσια στην όρεξη και τα κέφια των θυτών της. Την στρίμωχναν σε μια γωνιά, όπου η ορατότητα των καθηγητών ήταν μειωμένη και πρόσθεταν κι άλλα σημάδια στο μικροσκοπικό κορμάκι της.

Εφτά βασανιστικές ώρες κυλούσαν έτσι, αλλά δεν την ένοιαζε πλέον. Το είχε συνηθίσει. Ήταν μέρος της πληκτικής καθημερινότητας της. Κομμάτι του εαυτού της. Γύριζε πίσω άκεφη και δυσαρεστημένη, αναγκασμένη να χαμογελάει στον πατέρα της, να του δίνει δύναμη, γιατί μόνο αυτόν είχε..

Κάποια μέρα, όμως, η υπομονή της μηδενίστηκε και η ιδέα πνιγμού κατά την διάρκεια του πρωινού μπάνιου τής φαινόταν τέλεια. Το είχε πάρει απόφαση. Θα απάλασσε τον κόσμο από την άχρηστη παρουσία της.

Προτού φύγει, έγραψε ένα γράμμα στον άτυχο και ανιδεο πατέρα της, που δεν γνώριζε τίποτα.

Αγαπητέ πατέρα,
Συγχώρεσέ με.. Ποτέ μου δεν είχε το θάρρος να σου μιλήσω. Πότε δεν είχα το θάρρος να μιλήσω σε οποιονδήποτε. Πάντα στεκόμουν στην γωνία, στην άκρη, εκεί που δεν ενοχλούσα, αλλά μάλλον παντού ενοχλούσα. Η παρουσία μου ήταν πάντα δυσάρεστη σε όλους, ίσως γι'αυτο συμπεριφέρονταν έτσι.. Όμως, ξέρεις κάτι; ΚΟΥΡΆΣΤΗΚΑ! Κουράστηκα να είμαι το παιχνίδι όλων, κουράστηκα να μένω στο περιθώριο, μα πιο πολύ απ' όλα, κουράστηκα να ζω. Συγχώρεσέ με πατέρα..
Συγχώρεσέ με για το κακό που σου έκανα, αλλά μάλλον δεν είσαι ο μόνος. Η παρουσία μου, απ' ότι φαίνεται έκανε κακό σε όλους.
Τους τελευταίους μήνες το σώμα μου έχει γίνει μια συλλογή οιδημάτων και γρατζουνιών. Μια συλλογή, που δεν αντέχω πλέον να βλέπω. Συγχώρεσέ με πατέρα..
Θέλω να παραμείνεις δυνατός, κάτι που εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να γίνω. Μείνε δυνατός για χάρη μου και χάρη της μαμάς. Συγχώρεσέ με πατέρα..
Πάω να συναντήσω την μαμά. Θα της μεταφέρω όλη την αγάπη που μου χάρισες απλόχερα, αλλά μάλλον δεν ήμουν αξία αυτής την αγάπης. Συγχώρεσέ με πατέρα..

Με αγάπη η ολοδική σου,
Μαρία

Έγραψε το γράμμα, ένα γράμμα στολισμένο από αγάπη και δάκρυα, πολλά δάκρυα. Το άφησε στο κεντρικό τραπέζι του σπιτιού και πήγε να εκπληρώσει το σχέδιο της.

Θα πήγαινε να συναντήσει την μητέρα της.

Είχε υποσχεθεί στον 10χρονο εαυτό της πως, αργά ή γρήγορα, θα πήγαινε να την συναντήσει. Τελικά, μάλλον η μοιραία συνάντηση πραγματοποιήθηκε νωρίτερα απ'όσο αναμένοταν.

Η απουσία της δεν άγγιξε πολλούς, εξάλλου ελάχιστοι γνώρισαν τον πραγματικό της εαυτό, όχι γιατί τον έκρυβε, αλλά γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν να τοποθετούν ταμπέλες απλόχερα. Αυτή ήταν το φυτό της τάξης και η άκεφη κοπέλα στην γωνία. Αν πραγματικά την γνώριζαν, αν της έδιναν μία ευκαιρία, θα καταλάβαιναν πως η πραγματικότητα απείχε χιλιόμετρα από τους χαρακτηρισμούς της. Τι σημασία έχει τώρα, όμως;
Μία ζωή χάθηκε αδίκως και ο μόνος που αντιλήφθηκε την διαφορά ήταν ο πατέρας της.

Όταν διάβασε το γράμμα της κόρης του έκλαψε, έκλαψε πίκρα. Έμεινε μόνος του στον κόσμο, ωστόσο έμεινε δυνατός. Γιατί αυτό ήθελε εκείνη. Έμεινε δυνατός, γιατί η ίδια δεν μπορούσε να μείνει δυνατή.

~♡~

Γειά σας και πάλι!
Άλλο ένα oneshot που ήταν γραμμένο σε διαφορετικό βιβλίο προστέθηκε σ'αυτή την συλλογή.
Το συγκεκριμένο είναι υπερβολικά λυπητερό, αλλά λυρικό.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top