5

Λόρα

Κάθισα στα σκαλοπάτια της βεράντας με ένα ποτήρι νερό στα χέρια μου. Δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί ένιωθα οικεία σε εκείνο το σπίτι αλλά συνέβαινε. Στην αρχή οι επισκέψεις μας έμοιαζαν φιλικές, έπειτα έγιναν πολύπλοκες και μπερδεμένες και πλέον, ήταν μόνο επαγγελματικές. Ακούμπησα στο δοκάρι που στερέωνε την ξύλινη πέργκολα, έκλεισα τα μάτια και ανάσανα βαθιά.

Το παρελθόν ήταν πιο αθώο -πιο εύκολο.

Ο κόσμος είχε πλημμυρίσει για ακόμα μια φορά την αυλή. Τα παιδάκια έπαιζαν με μια μπάλα στο βάθος της, έχοντας δημιουργήσει αυτοσχέδια τέρματα επάνω στο πλούσιο γκαζόν. Οι γυναίκες είτε μαγείρευαν τα συνοδευτικά φαγητά, είτε περιφέρονταν βοηθώντας στο στήσιμο του τραπεζιού όσο οι άντρες, ήταν παραταγμένοι γύρω από το μπάρμπεκιου πίνοντας μπίρες και τσιμπολογώντας τα κρέατα που έψηναν. Στεκόμουν στα κάγκελα της βεράντας όταν ήρθε κοντά μου η Σάρλοτ.

Πέντε χρόνια μικρότερή μου. Όμορφη και φιλική.

«Πόσο θα μείνετε αυτή τη φορά;» ρώτησε φορώντας το καπέλο της ώστε να προφυλαχτεί από τον δυνατό ήλιο.

Ανασήκωσα κοφτά τους ώμους. Συνήθως ήξερα πόσο διαρκούσαν τα ταξίδια μας, σπάνια γνώριζα τον χρόνο παραμονής μας στο εκάστοτε μέρος. Ο πατέρας μου δούλευε για την Κυβέρνηση, αυτή ήταν η απάντηση σε πολλά από τα ερωτήματα που του έθετα.

«Ελπίζω αρκετά» είπα. Έβαλα πλάτη στην αυλή κοιτώντας το παράθυρο της κουζίνας. «Ο Μέισον;» τη ρώτησα.

Η Σάρλοτ κύκλωσε τα δάχτυλά της στην κουπαστή και άρχισε να ταλαντεύει το σώμα της μπρος-πίσω.

«Ποτέ δεν έχει ξεχάσει τα γενέθλιά μου αλλά...» έκανε μια παύση, ακινητοποιήθηκε. «Ο Μέισον είναι μεγάλος λέει η μαμά, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, οπότε τον τελευταίο καιρό δεν ξέρω τι θέλει».

Ολοκληρώνοντας τα λόγια της ακούστηκε ο βραχύς ήχος της μηχανής του. Η εξάτμιση παρέμεινε σε λειτουργία κάμποσα δευτερόλεπτα πριν σβήσει.

«Ήρθε» φώναξε ενθουσιασμένη η Σάρλοτ και μπήκε γρήγορα στην κουζίνα.

Είχα να τον δω σχεδόν τρεις μήνες. Στην τελευταία μας επίσκεψη δεν είχαν πάει και τόσο καλά τα πράγματα. Ανοίγοντας τη σίτα, ακολούθησα τη Σάρλοτ και βγαίνοντας στο σαλόνι άνοιξε η κεντρική πόρτα. Η Σάρλοτ κλείστηκε στην αγκαλιά του αδερφού της, εκείνος τη σήκωσε κατευθείαν ψηλά, της είπε πως την αγαπάει και αφήνοντας τη πάλι στο πάτωμα τη φίλησε στο μάγουλο.

Ζήλευα αρκετά την οικογένεια Ροντρίγιεζ∙ είχαν μια βάση, μια ασπίδα προστασίας μεταξύ τους. Είχαν αρχές και αγάπη.

«Χρόνια πολλά σοκολατάκι» της είπε ο Μέισον.

«Άργησες» γκρίνιαξε εκείνη. «Πίστευα πως δεν θα έρθεις».

«Και να χάσω τα γενέθλιά σου; Ποτέ!»

Σήκωσε την μπλούζα του και έβγαλε μια συσκευασία δώρου που είχε σφηνωμένη ανάμεσα στην κοιλιά και το παντελόνι του.

«Για εμένα;» αναρωτήθηκε η Σάρλοτ σαν να μην το περίμενε.

«Τα πάντα για εσένα» της απάντησε εκείνος και ήξερα πως το εννοούσε.

Ποτέ δεν την είχε ξεχάσει, την αγαπούσε και την προστάτευε.

Ένιωσα ένα ψήγμα ζήλιας με το δέσιμό τους -δεν θα έσπαγε ποτέ, δεν θα κλονιζόταν με τίποτα.

Η Σάρλοτ άνοιξε κατευθείαν το δώρο της. Ήταν το μυθιστόρημα που του είχα προτείνει να της αγοράσει - πριν κλείσουμε το τηλέφωνο βρίζοντας ο ένας τον άλλον. Τον αγκάλιασε ενθουσιασμένη και τότε με είδε. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, η απόσταση πολλαπλασιάστηκε και μειώθηκε σε δευτερόλεπτα. Το χαμόγελό του έσβησε, τη θέση του πήρε το ξάφνιασμα και κάτι ακόμα που δεν μπόρεσα να εξηγήσω. Κοίταξα τη Σάρλοτ του μιλούσε για το δώρο της, έκανα μεταβολή και βγήκα πάλι στην πίσω βεράντα.

Δεν πίστευα πως θα επηρεαζόμουν τόσο...

Μπλέχτηκα ανάμεσα στον κόσμο και για τις επόμενες ώρες, έκανα τα πάντα για να μην βρεθώ κοντά του. Φάγαμε και όταν τραγουδήσαμε το τραγούδι γενεθλίων η οικογένεια στάθηκε δίπλα στην εορτάζουσα. Η κυρία Λάουρα δάκρυσε από χαρά ενώ ο κύριος Πάμπλο αδυνατούσε να κρύψει το χαμόγελό του - ήταν ευτυχισμένος. Είχε ανοιχτά τα χέρια του αγγίζοντας από άκρη σε άκρη την οικογένειά του. Ο Μέισον ήταν δεξιά της Σάρλοτ κι εγώ στην άλλη άκρη του τραπεζιού αριστερά. Όταν η κοπέλα έσβησε τα κεράκια το ένιωσα.

Έστρεψα το βλέμμα μου επάνω του. Με κοιτούσε. Ήταν σοβαρός.

Καθώς βράδιαζε οι περισσότεροι καλεσμένοι έφυγαν και έμεινε μια δεκαμελής παρέα να κουβεντιάζει αναπολώντας ιστορίες από το παρελθόν. Με έναν μικρό πύργο από πιάτα πλησίασα τη σίτα για να μπω στην κουζίνα, όταν άνοιξε με δική του πρωτοβουλία.

«Ευχαριστώ» είπα.

Φτάνοντας στον νεροχύτη προθυμοποιήθηκα να βοηθήσω την κυρία Λάουρα.

«Νομίζω πως είναι ώρα να πάτε να διασκεδάσετε». Στα χέρια της είχε σαπουνάδες όταν γυρνώντας, κοίταξε πάνω από τον ώμο της τον Μέισον που στεκόταν στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού και του χαμογέλασε.

«Θα σε περιμένω στη μηχανή» είπε εκείνος.

Πήρε το μπουφάν του, φίλησε τη μητέρα του και έφυγε.

«Πήγαινε» με παρότρυνε η κυρία Λάουρα όταν κατάλαβε πως αντί να τον ακολουθήσω είχα μείνει καρφωμένη στη θέση μου. «Του έλειψε η φίλη του, καλή μου».

Βγαίνοντας από την κεντρική είσοδο του σπιτιού, κατέβηκα τα τρία σκαλοπάτια και φτάνοντας πλάι του, μου έδωσε το κράνος και κράτησε το τιμόνι.

Κάθισα στο πίσω κάθισμα της Χάρλεΐ και τον αγκάλιασα.

«Συγγνώμη» είπε.

Γύρισε το γκάζι και ξεκίνησε.

Άνοιξα τα μάτια μου. Η ανάμνηση χάθηκε, τη θέση της πήρε η πραγματικότητα. Η παραμελημένη αυλή κι ένα σύννεφο που δεν είχε λόγο να κρύψει τον ήλιο. Ήπια από το νερό, άφησα το ποτήρι και πήγα στην αποθήκη. Η τάξη που ήθελε να μπει εκεί μέσα η Λάουρα ήταν η δικαιολογία ώστε να επισκέπτομαι συχνότερα το σπίτι. Από μεριάς μου, θα ήθελα να είμαι ευπρόσδεκτη χωρίς δικαιολογίες. Άνοιξα μια κούτα και άρχισα να βάζω μέσα της ό,τι μου είχε υποδείξει. Ήμουν καθισμένη στο πάτωμα όταν ώρες αργότερα βρέθηκα μπροστά σε κάποια άλμπουμ με φωτογραφίες. Τα ξεφύλλισα κι αισθάνθηκα σαν να κρυφοκοιτάζω τη ζωή τους και παράλληλα να είμαι κομμάτι των αναμνήσεων. Ανακατεύοντας, βρήκα μία από τα γενέθλια της Σάρλοτ. Ήταν πίσω από την τούρτα, οι καλεσμένοι χαμογελούσαν, εκείνος στεκόταν δίπλα της. Όποιος είχε αποτυπώσει τη στιγμή, είχε κλέψει κάτι δικό μας. Τα βλέμματά μας.

Δεν ξέρω γιατί την άφησα στην άκρη, γιατί έκλεισα το κουτί και γιατί σηκώθηκα βάζοντάς την στην τσέπη μου. Ξέρω πως γυρνώντας τον είδα και πάγωσα.

Με τα χέρια πλεγμένα κάτω από το στέρνο έγερνε καθώς ακουμπούσε με τον ώμο του στο δοκάρι της παλιάς ξύλινης πόρτας. Φορούσε ένα φαρδύ μπλε τζιν, ξεβαμμένο στα γόνατα κι ένα λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι. Ήταν εκνευρισμένος και δεν προσπάθησε καν να το κρύψει.

Ποτέ δεν είχα δυσκολευτεί να διαβάσω τον Μέισον και δεν ήταν χάρισμα όπως επαναλάμβανε όσο μια δική του επιθυμία. Ανέκαθεν ήθελε να ξέρω πώς νιώθει κι όταν δεν μπορούσα να το δω, τηλεφωνούσε και μου το έλεγε.

«Τι έχεις εκεί;» ρώτησε με κοφτό ύφος.

Έγνεψα αρνητικά. Θα του έλεγα ψέματα.

«Τίποτα».

Ξέπλεξε τα χέρια και πλησίασε. Δεν ρώτησε, ούτε αποτραβήχτηκα όταν σταματώντας απέναντί μου, πέρασε την παλάμη του στην τσέπη του παντελονιού μου και τράβηξε τη φωτογραφία που είχα κλέψει. Το άγγιγμα, η επαφή, η αίσθηση κράτησαν αρκετά δευτερόλεπτα. Η κίνηση δεν έγινε απότομα, όσο αργά και ήρεμα. Κρατώντας τη φωτογραφία μετακινήθηκε μέχρι τον πάγκο με τα εργαλεία όπου στηρίχτηκε και την κοίταξε.

Την κοίταξε για πολύ ώρα. Τόση που απέκτησα νευρικότητα.

«Θα την επέστρεφα» είπα.

«Όχι. Δεν θα το έκανες».

Οι παλάμες μου ίδρωσαν. Είχε δίκιο.

«Τα δέκατα τρίτα γενέθλια της Σάρλοτ. Σαν να έχουν περάσει άπειρα χρόνια από τότε...» έκανε μια παύση, ανάσανε βαθιά, συνέχισε: «Και μερικές φορές είναι σαν να ήταν χτες».

Έσφιξε το σαγόνι καθώς εστίαζε πλέον επάνω μου κι όχι στη φωτογραφία. Οι αναμνήσεις εκείνων των ημερών ήταν άπειρες. Καθορίστηκες, περίεργα όμορφες, γλυκά ξεχασμένες. Να τις ανακατευαμε δεν είχε νόημα.

Πήρα την κούτα από το πάτωμα και τη μετακίνησα πάνω στη στοίβα με τις άλλες χωρίς να μιλήσω.

«Είχες κλέψει το αγαπημένο μου φούτερ» είπε ενώ τον είχα πλάτη.

«Εσύ μου το έδωσες» είπα γυρνώντας.

Ήταν στην ίδια θέση, με διαφορετική έκφραση. Δεν έμοιαζε τόσο θυμωμένος όσο απογοητευμένος από μια σειρά γεγονότων που δεν μας άφησαν να βάλουμε σε τάξη.

«Σου είχα ζητήσει συγγνώμη» μου θύμισε. Τοποθετώντας τις παλάμες του πλάι από τους γοφούς του, έριξε μια περιστροφική ματιά στο αποθηκάκι και ξεφυσώντας επέστρεψε επάνω μου. «Γαμώτο, γιατί δεν μου το επέστρεψες; Γιατί δεν μου έδωσες μια δεύτερη ευκαιρία; Γιατί εξαφανίστηκες;» έκανε μια παύση όταν ένα δροσερό αεράκι μπήκε από πόρτα και ξεσήκωσε στο πέρασμά του τα ελαφριά αντικείμενα. Όσο ξαφνικά εμφανίστηκε τόσο γρήγορα κόπασε φέρνοντας πάλι την ηρεμία.

«Συγγνώμη» τραύλισα.

Ευθυγράμμισε το σώμα του και έγνεψε αρνητικά.

«Το αυριανό ραντεβού μας θα γίνει στο Νο Σε Τατού, θα σου τηλεφωνήσω για την ώρα».

Συμφώνησα και περνώντας από μπροστά του σταμάτησα με σκοπό, μάλλον, να του εξηγήσω ή ίσως να του ζητήσω πάλι συγγνώμη. Σταμάτησα και τον κοίταξα, όταν γέρνοντας προς το μέρος μου με ανάγκασε να καταπιώ τις λέξεις.

«Δεν θέλω να ξέρω, Λόρα» είπε και απλά συνέχισα.

Εκείνο το φούτερ μου άνηκε.

Μέισον

Είχε σκοτεινιάσει και φυσούσε. Ο αέρας πηγαινόφερνε τα ξερά φύλλα στην αυλή και σαν μπάλα τα στοίβαζε σε διάφορα σημεία - κυρίως στις άκρες της. Κάποια δέντρα έγερναν λες και ήθελαν να ακουμπήσουν στο έδαφος, ενώ το πλαστικό κάλυμμα του μπάρμπεκιου κρατιόταν με το ζόρι στις άκρες του, θυμίζοντας ένα είδος αερόστατου παρά προστατευτικού καλύμματος. Ακούμπησα δυο πέτρες επάνω του προκειμένου να περιορίσω τον αέρα, φόρεσα την κουκούλα και αντί να μπω στο σπίτι πάρκαρα έξω από το Νο Σε Τατού. Οι απαντήσεις της έπρεπε να είχαν δοθεί την κατάλληλη στιγμή. Πλέον ήταν άχρηστες, ακόμα και να τις έπαιρνα δεν ιδέα τι στο διάολο θα της έκανα. Κάθισα στην καρέκλα του γραφείου, άφησα τη φωτογραφία μπροστά μου και έβγαλα από το συρτάρι τρεις μικρές μινιατούρες αλκοόλ.

Ξεκίνησα με τη βότκα. Πίνοντας από το μπουκαλάκι, τέντωσα τα πόδια μου επάνω στην ξύλινη επιφάνεια, έγειρα στην πλάτη του καθίσματος και πριν κλείσω τα μάτια μου ανάσανα βαθιά. Πνιγόμουν από ελευθερία, από αναμνήσεις που δεν ήθελα από την άκυρη επιστροφή της.

Ένιωσα τα χέρια της να κλείνουν στην κοιλιά μου, το σώμα της να σκεπάζει την πλάτη μου, τη ζεστασιά της να με καλύπτει.

«Συγγνώμη» ζήτησα και δεν περίμενα απάντηση.

Γύρισα το γκάζι και βγαίνοντας στον δρόμο έκανα τη διαδρομή να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν. Δεν ήθελα να με αφήσει, μου είχε λείψει κι ό,τι κι αν είχα κάνει που την είχε εκνευρίσει, έπρεπε να μου το πει και να πάμε παρακάτω. Πάντα αυτό κάναμε, το ξεπερνούσαμε.

Δεν ξέρω τι ακριβώς είχαμε με τη Λόρα, πάντως δεν ήταν μία λέξη. Η φιλιά έμοιαζε απλή για την περιγράψει και σίγουρα δεν την έβλεπα σαν τη μικρή μου αδερφή. Η παρουσία της έκανε την καρδιά μου να λειτουργεί διαφορετικά και το μυαλό μου να σκέφτεται τρόπους για να την κρατήσει κοντά. Δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της, αλλά κι αν ήμουν, δεν ήθελα να τη γαμήσω όσο να έχω λόγο στις επιλογές της. Όπως λόγο της είχα επιτρέψει να έχει στις δικές μου. Πλατωνικό ή όχι είχα αποφασίσει να μην ζορίσω ποτέ τη φάση μεταξύ μας, για να μην χαλάσω τη σταθερότητα που μου πρόσφερε και είχα ανάγκη. Δεν ήθελα να έχουμε σχέση και δεν μπορούσαμε εφόσον η βάση της δεν ήταν στην πόλη μου, όμως στον αντίποδα, αυτό που είχαμε ήθελα να διαρκέσει όσο περισσότερο γινόταν. Σε κάθε άλλη περίπτωση ήμουν ξηγημένος και ντόμπρος -είτε με τις κοπέλες μου είτε με τους φίλους μου. Με εκείνη πάντα χανόμουν. Κυκλώνοντας το καοτσούκ του τιμονιού, μειώνοντας την ταχύτητα, συνειδητοποίησα πως ήμουν μπερδεμένος, πως μόνο μαζί της επέτρεπα αυτή την αταξία κι έτσι μπερδεύτηκα χειρότερα. Η συναισθηματική υπερφόρτωση και ανάλυση μιας σχέσης που δεν είχε τίτλο έπρεπε κάποια στιγμή να αποκτήσει όνομα. Κάτι που και οι δύο αποφεύγαμε.

Μπαίνοντας στη λέσχη Μάκαπ, καθίσαμε στα σκαμπό που πλαισίωναν το ψηλό παραλληλόγραμμο τραπέζι στο κέντρο του μαγαζιού. Στην παρέα μου όλοι την ήξεραν, κι όσοι δεν την είχαν γνωρίσει λόγω των συχνών επισκέψεων της στην πόλη μας, την ήξεραν γιατί μιλούσα γι' αυτήν με κάθε ευκαιρία. Μπλεχτήκαμε με τους άλλους, αρχίσαμε να πίνουμε και να λέμε διάφορα κι όταν την είδα να χαλαρώνει και να εγκλιματίζεται, την τράβηξα κοντά μου και την έφερα μέσα στα πόδια μου. Ακούμπησα το σαγόνι μου στον ώμο της και κοιτώντας την ομήγυρη του τραπεζιού κύκλωσα τα χέρια μου μπροστά στην κοιλιά της.

Το άρωμά της βυθίστηκε στα πνευμόνια μου.

«Μου έλειψες» της ψιθύρισα ώστε να το ακούσει μόνο εκείνη. Θεέ μου, μου είχε λείψει αφόρητα. Ανατρίχιασε όταν τη φίλησα στην καμπύλη του λαιμού της. «Μην με ξανααφήσεις» της ζήτησα κι ενώ ήξερα πως ακόμα δεν ήταν σε θέση να το αποφασίσει η ίδια, για κάποιο λόγο έλπιζα πως όταν θα ερχόταν η στιγμή θα με επέλεγε.

«Οοοο» το επιφώνημα του Μπέρεκ τράβηξε την προσοχή μου επάνω του, κι έπειτα στο μπουκάλι που είχε σταθεί κάθετα.

«Ρε μαλάκες, τι είστε πεντάχρονα;» τους κορόιδεψα.

Αν ήθελα να μαστουρώσω δεν χρειαζόμουν μεσάζοντα ή δικαιολογία, αλλά χόρτο.

Ο Νέτο Ρέγιες -ξάδερφός μου- που κάθονταν δίπλα μου γέλασε, όπως και κάποιοι ακόμα, παρ' όλα αυτά οι περισσότεροι ήταν μέσα στο παιχνίδι 'Ανάποδες'.

«Λόρα;» ρώτησε ο Μπέρεκ.

Το πώμα του μπουκαλιού έδειχνε το μέρος μας και ο πάτος του τον Ζενόν - έναν τύπο που δεν συμπαθούσα καθόλου.

«Όχι» απάντησα για λόγου της.

«Αν 'όχι' πληρώνεις» μου υπενθύμισε ο Μπέρεκ. «Κανόνας για τις Ανάποδες» πρόσθεσε λες και χρειαζόμουν εξηγήσεις για το παιχνίδι.

«Μην είσαι αδερφή ρε» είπε ο Νέτο στρίβοντας το πρώτο τσιγάρο για τις Ανάποδες.

Αδερφή ή όχι, είχα ξενερώσει οπότε το αρνήθηκα ξανά.

Άρχισαν να με γιουχάρουν, κάποιοι πέταξαν και διάφορα όπως πατατάκια και τα διακριτικά αυτοκόλλητα που είχαν οι μπίρες του. Σήκωσα το μεσαίο δάχτυλο ως απάντηση και τους άφησα να λένε μαλακίες. Δεν είχα σκοπό να μείνω για πολύ στη λέσχη, περισσότερο ήθελα να χαλαρώσει η Λόρα και να βρεθούμε κάπου μόνοι μας.

«Από πότε είσαι εκτός εσύ;» αναρωτήθηκε και γυρνώντας ενενήντα μοίρες το σώμα της.

Αντί για την πλάτη της πλέον είχα τα μάτια της στην ευθεία μου και αντί για ανάποδη ρουφούσα το γαλάζιο της. Την τελευταία φορά δεν μας είχα πάει και τόσο καλά, είχα τις επιφυλάξεις μου, όμως δεν ήθελα να γίνω και εντελώς βλάκας. Είχε ηρεμίσει οπότε δεν θα είχαμε πρόβλημα.

«Θέλεις;» τη ρώτησα.

Ανασήκωσε το φρύδι της ως απάντηση.

Χαμογέλασα και σοβάρεψα. «Τότε ξεκίνα με εμένα».

Χαλάρωσα στην πλάτη του σκαμπό και έφερα στο στόμα το τσιγάρο του Νέτο. Πιωμένος και μαστουρωμένος μπορούσα να κάνω πολλά. Το ίδιο κι εκείνη.

«Ας παίξουμε» πρόσθεσα και πλησίασε.

Έφερε τα χείλη της μια ανάσα από τα δικά μου για να ρουφήξει τον καπνό που έβγαζα. Σχεδόν, ή σχεδόν πάντα όταν το έκανε με άγγιζε, έτσι έγινε και αυτή τη φορά. Η αίσθηση ήταν μηδαμινή, ανεπαίσθητη κι όμως ήξερα μας επηρέαζε με τον ίδιο τρόπο. Ερωτικά, όχι φιλικά. Όταν πήρε και τα τελευταία απομεινάρια που είχα μέσα μου, απομακρύνθηκε για να τον βγάλει και τότε έγλυψα τα χείλη μου.

Έπρεπε σύντομα να βάλω τίτλο.

«Μην το κάνεις σε άλλον» είπα αρκετά σοβαρός.

Έπειτα χαμογελώντας, τη χτύπησα στον κώλο και πιάνοντάς την από εκεί, τη γύρισα προς τους άλλους στριμώχνοντάς τη ανάμεσα στα πόδια μου.

«Μέσα και οι δύο» είπα στην ομήγυρη κι ενώ περίμενα τα ξαναγυρίσουν το μπουκάλι, ξαφνιάστηκα.

Η Λόρα με παραμέρισε, πέρασε στο πλάι και κάνοντας τον κύκλο τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του Νέτο -που είχε πάρει από το χέρι μου- και έδωσε στον μαλάκα Ζενόν, την πρώτη επίσημη Ανάποδη. Βρέθηκε αρκετά κοντά στο στόμα του, δεν τον άγγιξε κι όμως βλέποντάς τη να το κάνει, τσίτωσα. Όπως τσίτωσα ακόμα περισσότερο όταν κατάλαβα πως έπρεπε να παραμείνει πλάι του, γιατί αυτοί ήταν οι κανόνες, και να περιστρέψει τότε το μπουκάλι.

Δύο τσιγάρα, μπόλικες Ανάποδες και κάμποσες τεκίλες αργότερα, ο πάτος έδειξε την Κάρλα και η κορυφή ανάμεσα σε εμένα και τον μαλάκα που πλέον στεκόταν δίπλα μου.

«Η Κάρλα διαλέγει» είπε ο Μπέρεκ.

Έγειρα στη πλάτη του σκαμπό και περίμενα δήθεν να επιλέξει. Η αλήθεια ήταν πως λόγω της Λόρα, ήξερα πως η Κάρλα θα έλεγε το όνομά μου. Η Λόρα δεν τη συμπαθούσε και γι' αυτό είχαμε τσακωθεί πριν από τρεις μήνες.

«Μέισον» επιβεβαίωσε και έφτασε κοντά μου.

Έκανα την κίνηση να ευθυγραμμίσω τον κορμό, ώστε να αποτρέψω την οποιαδήποτε μαλακία είχε στο μυαλό της να κάνει -πέρα από την ανάποδη-, αλλά με κόλλησε ξανά πίσω.

«Θα την πάρεις καλύτερα έτσι» είπε.

Κοιτώντας πέρα από τον ώμο της, η Λόρα μου έγνεψε 'ok' οπότε έκατσα εκεί που με ήθελε η Κάρλα. Ρουφώντας τον καπνό, έσκυψε να μου τον δώσει. Άνοιξα το στόμα κι εκτός από αυτόν, αισθάνθηκα τα χείλη της σε όλη τη διάρκεια. Αποτραβήχτηκα όσο μπορούσα αλλά δεν είχα και πολλά περιθώρια καθώς αν συνέχιζα θα έχανα την ισορροπία μου στο σκαμπό και θα έπεφτα από το μισό μέτρο στο πάτωμα. Πέρα από αυτό η Κλάρα συνήθιζε τέτοιες Ανάποδες, όλοι το ήξεραν μέσα σε αυτούς και η Λόρα.

Ολοκληρώνοντας επισφράγισε τη διαδικασία φιλώντας με πεταχτά.

«Ζηλεύω» κάγχασε ο Ζενόν.

Η Κάρλα πήρε θέση ανάμεσά μας κι εγώ σκουπίζοντας το στόμα μου κοίταξα στην ευθεία.

Πριν καν μιλήσει ήξερα πως είχε θυμώσει.

«Θέλω το φούτερ σου» είπε.

Κανείς δεν ήξερε τη σημασία του λόγου της και κανείς δεν κατάλαβε γιατί το έβγαλα και της το έδωσα.

Στην επόμενη ανάποδη η Λόρα έδωσε τον καπνό όπως τον είχε δώσει και σε εμένα η Κάρλα. Κατάλαβα πως το έκανε επίτηδες κι έτσι δεν ζήτησα να μου δώσει τίποτα δικό της, ώσπου μία ώρα αργότερα ο πάτος του μπουκαλιού έδειξε εμένα και το πώμα εκείνη.

Δεν ήθελα πίσω το φούτερ μου αλλά την κοπέλα που το φορούσε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top