1



Τρία χρόνια πριν την υπόθεση "Κωδικός Αρχάγγελος".

Μέισον

Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν μπροστά από τον καθρέφτη και παρατηρούσα το είδωλό μου όταν τελικά την άκουσα να μιλάει. Γύρισα αργά προς τη φωνή κι ενώ την είδα επέστρεψα στην αντανάκλασή μου σαν χαμένος. Όλα ήταν περίεργα εκεί μέσα, οικία, άνετα, με μια μυρωδιά που πριν από δύο χρόνια θεωρούσα δεδομένη και ξαφνικά μου έκανε αίσθηση πόσο ελευθερία θύμιζε.

Έκλεισα το φύλλο της ντουλάπας κρύβοντας τον καθρέφτη, κι ό,τι έβλεπα μόνο εγώ, πήρα το μπουφάν μου και βγήκα στο σαλόνι που συνόρευε με το υπνοδωμάτιό μου.

«Δεν έπρεπε να σηκωθείς» την αποπήρα.

Τη βοήθησα να καθίσει στον καναπέ, τη σκέπασα με μια κουβέρτα και τη φίλησα στο μάγουλο.

«Χαίρομαι που είσαι πίσω γλυκιέ μου». Χάιδεψε το μάγουλό μου, τα μπράτσα μου και αμέσως δάκρυσε. «Δεν φαντάζεσαι πόσο μου έλειψες Μέισον».

Τα χέρια της δεν είχαν τη δύναμη να με σφίξουν με την ένταση που είχαν τα δικά μου• ικανά να τη λυγίσουν στα δύο από αγάπη.

«Κι εμένα» παραδέχτηκα και την αγκάλιασα προσεκτικά. «Πολύ».

Την έβαλα να ξαπλώσει και σηκώθηκα.

Τίποτε δεν ήταν ίδιο κι όμως όλα με κάποιο τρόπο είχαν παραμείνει όπως τα άφησα. Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου της και φτάνοντας στην πόρτα, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά μου η Σάρλοτ.

«Για πού το έβαλες μεγάλε;» Σηκώθηκε στις μύτες για να με φιλήσει και ύστερα με προσπέρασε αφήνοντας την τσάντα της στο πάτωμα πάλι από την πολυθρόνα. Χαιρέτησε τη μητέρα μας κι όταν συνειδητοποίησε πως ήμουν ακόμα εκεί, στράφηκε ξανά σε εμένα.

«Τι;» ρώτησε κουνώντας τα χέρια της στον αέρα.

Αλήθεια αναρωτιόταν;

Έσμιξα τα φρύδια με απορία και της έδειξα με νόημα το ρολόι. Είχε φύγει πριν από μία ώρα για το πανεπιστήμιο και είχε επιστρέψει σε χρόνο ρεκόρ.

Από τη φυλακή ερχόμουν• είχα πλήρης συναίσθηση του χρόνου.

«Κάνουμε κατάληψη Μέι» ανέφερε λες και ήταν κάτι που έπρεπε να ξέρω. Μπήκε στην κουζίνα και το επόμενο δευτερόλεπτο η φωνή της ακουγόταν από το βάθος. «Θα μεταφέρουν το πανεπιστήμιό στην άλλη άκρη της πόλης -ξέρεις πόσο δύσκολη θα γίνει η πρόσβαση για τους φοιτητές της περιοχής μας; Δεν φαντάζεσαι Ροντρίγιεζ!» έδωσε με έμφαση την απάντηση. «Θέλουν να ανακαινίσουν το κτίριο- να το κάνουν σχολή Οικονομικών, λογιστών, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων». Πρόσθεσε και επανερχόμενη ξανά στην ευθεία μου, ήπιε από το νερό της και συνέχισε: «Δεν είναι σωστό, γι' αυτό από σήμερα κάποιοι φοιτητές απεργούμε».

«Πάρε τα πράγματά σου Σάρλοτ» είπα ήρεμα.

«Έλα ρε Μέι!» γκρίνιαξε. «Σου εξήγησα πως...».

Κουνώντας ειρωνικά το κεφάλι μου, έβαλα την τσάντα της στον ώμο μου και την έπιασα από το χέρι ενώ συνέχιζε να μιλάει.

Αρχικά έφερε αντίσταση, τελικά με ακολουθούσε χαμογελώντας.

«Πότε δεν μου άρεσε το σχολείο» μουρμούρισε στέλνοντας με την παλάμη ένα φιλί στη μητέρα μας.

«Γι' αυτό πέρασες με άριστα στη στατιστική;» την πείραξα.

Μου έβγαλε περιπαίχτηκα τη γλώσσα της, την άφησα να περάσει πρώτη και έκλεισα πίσω μας την πόρτα. Όταν κατεβήκαμε τα σκαλιά, και από τη βεράντα βρεθήκαμε στο πλακόστρωτο δρομάκι, η Σάρλοτ προχώρησε για τη θέση του συνοδηγού κι εγώ έκανα τον κύκλο. Μόλις έφτασα στην πλευρά μου κατάλαβα πως δεν είχε μπει.

Στεκόταν όρθια και με κοιτούσε.

«Τι;» αναρωτήθηκα χαμογελώντας.

Το βλέμμα της έμεινε για δευτερόλεπτα επάνω μου. Έλαμψε και θόλωσε. Έστειλε αγάπη και φόβο.

«Μην ξαναβάλεις τα πορτοκαλί σε παρακαλώ».

Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο αυτοκίνητο.

Ƈ.Ą

Δεν ήταν κάτι αξιόλογο, όμως σίγουρα ήταν κάτι.

Ο κόσμος που έστριβε σε εκείνη τη διεύθυνση είχε τους χειρότερους λόγους• να ψωνίσει από κάποιον ντίλερ, να λύσει τις διαφορές του με απειλές ή ξύλο, να κλείσει συμφωνίες για άλλου είδους παρανομίες. Λίγα μαγαζιά παρείχαν νόμιμες υπηρεσίες εκ των οποίων τα περισσότερα είχαν κλείσει, ή θα έκλειναν στο άμεσο μέλλον. Οι αρχές της πόλης ενώ ήξεραν αδιαφορούσαν, μιας και είτε συνεργάζονταν με τις συμμορίες είτε δεν ρίσκαραν να ανοίξουν πόλεμο μεσ' το γκέτο.

Σε κάθε περίπτωση, μετά τη Φοξ Ρίβερ το συγκεκριμένο περιβάλλον είχα πάψει να το θεωρώ προβληματικό, πόσο μάλλον επικίνδυνο.

Αφήνοντας τη Σάρλοτ στο πανεπιστήμιο πάρκαρα μπροστά από το πεζοδρόμιο, έσβησα τη μηχανή και έμεινα να κοιτάζω για λίγο ό,τι μου άνηκε. Το μαγαζί βρισκόταν σε ένα στενό δρομάκι κάθετα στον πιο πολυσύχναστο, αλλά και κακόφημο δρόμο της πόλης. Δεν θυμόμουν αν η ταμπέλα είχε περάσει καλύτερες στιγμές, αν η μεγάλη τζαμαρία με τα μαύρα κατεβασμένα στόρια είχε υπάρξει ποτέ της καθαρή και γυαλισμένη. Ως ανάμνηση είχε χαθεί και εντέλει, εκεί που ήταν το Νο Σε Τατού καλύτερα να μην προκαλούσε.

Μπαίνοντας παρατήρησα πως τίποτε δεν είχε αλλάξει• εσωτερικά δεν ήταν τόσο αξιόλογο όσο λειτουργικό. Στα πενήντα τετραγωνικά χωρούσε τον εξοπλισμό, το φουρνάκι αποστείρωσης, μία πολυθρόνα ανάκλιντρο απέναντι από ένα τραπέζι-κρεβάτι στην ίδια ευθεία με το γραφείο. Στο βάθος υπήρχε μια κυκλική σιδερένια σκάλα που οδηγούσε σε ένα μικρό πατάρι -με το μπάνιο κι έναν παλιό τριθέσιο καναπέ που ανέκαθεν ήταν εκεί επάνω χωρίς λόγο.

Δύο ώρες αργότερα είχα συμμαζέψει κάπως τον χώρο, καθαρίσει τα εργαλεία, ελέγξει τα μηχανήματα. Δεν περίμενα κανέναν κι έτσι όταν το κουδουνάκι της πόρτας ήχησε, με ξάφνιασε. Είχα δύο χρόνια να πιάσω βελόνα και μελάνι στα χέρια μου. Εφτακόσιες πενήντα δύο μέρες να ζωγραφίσω αποτυπώνοντας σε ένα σώμα αυτό που κάποιοι θεωρούσαν βρομιά, εγώ τέχνη. Αντί να χαρώ, είδα τον πελάτη και ξενέρωσα. Αν δεν ήταν κλητήρας, κάποιος απεσταλμένος από τους κρατικούς φορείς που θα με ενημέρωνε για ό,τι ήδη ήξερα, ήταν άνθρωπος του Καλόνσο. Όπως και να 'χε θα ήθελε τα οφειλόμενα. Στην πρώτη περίπτωση αφήνοντάς μου ένα ειδοποιητήριο έξωσης να κάνει παρέα με τα υπόλοιπα, στη δεύτερη άμεσο χρήμα και με τόκο.

«Ο Πάμπλο Ροντρίγιεζ;» ρώτησε ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στα χαρτιά που κρατούσε.

Είχα απάντηση, επομένως θα του την έδινα.

Πέρασα μπροστά από το γραφείο και κάθισα την άκρη του.

«Τσάρμινγκ είκοσι έξι, πρώτη έξοδος» τον ενημέρωσα.

Συνειδητοποιώντας πού οδηγούσε η διεύθυνση με κοίταξε σαστισμένος. Δεν ήταν νεόφερτός, γνώριζε την περιοχή.

«Μην ξεχάσεις να του πας λουλούδια» πρόσθεσα γέρνοντας αδιάφορα το κεφάλι στο πλάι.

Κατάπιε αμήχανα είδε τα χαρτιά του και επανήλθε σε εμένα.

«Η κυρία Λάουρα Ροντρίγιεζ;»

«Δεν ακολουθούν τα χρέη τους νεκρούς;» αναρωτήθηκα και πριν σχολιάσει οποιαδήποτε του έκανα νόημα να μου δώσει τον φάκελο.

Τον ακούμπησα σε μια άκρη χωρίς να τον ανοίξω, κίνηση που προφανώς τον ώθησε να εξηγήσει την επίσκεψή του. Ξανακάθισα στη θέση μου και αφού τον άφησα να μου πει ό,τι έγραφε και το χαρτί, σπαταλώντας δέκα λεπτά από τον χρόνο μου, στο τέλος ανασηκώθηκα και έβγαλα από την τσέπη του ένα αντίστοιχο.

Τον παρακίνησα να το διαβάσει ενώ παράλληλα άρχισα να μιλάω.

«Μέισον Ροντρίγιεζ, πριν σαρανταοχτώ ώρες αποφυλακίστηκα. Κατηγορίες: φόνο εκ προ μελέτης, κατοχή και επήρεια ναρκωτικών, καταπάτηση ιδιωτικής περιουσίας, ξυλοδαρμός. Δικάστηκα, κρίθηκα ένοχος με ισόβια ποινή ώσπου η δικηγόρος ζήτησε επανεξέταση της υπόθεσης. Στη δεύτερη δίκη είχαν χαθεί τα στοιχεία, οι μάρτυρες, οι τοξικές εξετάσεις. Αφέθηκα ελεύθερος υπό την επίβλεψη ψυχολόγου και για τρία χρόνια ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να ανοίξει η υπόθεση, να ξαναγίνει δίκη, να ξαναβρεθούν τα στοιχεία και να ξαναμπώ στη Φοξ Ρίβερ• μόνιμα».

Δεν είχα σκοπό να τον τρομοκρατήσω, να του πουλήσω μαγκιά ή οτιδήποτε άλλο, απλά έπρεπε να καταλάβει πως είχα σοβαρότερα θέματα στο κεφάλι μου από μια έξωση που δεν μπορούσα να αποφύγω.

«Αν με ρωτήσεις...» πρόσθεσα παίρνοντας το αποφυλακιστηριό μου από τα χέρια του. «Δεν θυμάμαι τίποτα, όμως είμαι σίγουρος πως τον σκότωσα με μαχαίρι».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top