0005. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ξυπνώ πάλι μέσα σε σκοτάδι. Απόλυτο σκοτάδι. Λες και δεν υπήρχε ήδη αρκετή μαυρίλα στη ζωή μου. Λες και δεν υπήρχε ήδη αρκετή μουντάδα στο μυαλό μου.

Δεν ήθελα να ξυπνήσω. Δεν ήθελα να επαναφερθώ σε αυτό το καταραμένο επαναλαμβανόμενο νήμα που ονομάζεται ζωή. Με την "Ζωή" και καλά οι σχέσεις μου είναι σε τεντωμένο σκοινί. Σε τεντωμένο σκοινί που σε λίγο θα σπάσει. Μη πω πως έχει ήδη σπάσει.

Δεν με ξαναπιάνει όμως ο ύπνος με τίποτα. Έτσι δυστυχώς φτάνει η καταραμένη στιγμή να σηκωθώ από το κρεβάτι. Πάω στο μπάνιο να πλύνω το πρόσωπό μου. Το μπάνιο που μοιράζομαι δυστυχώς, αλλά δεν έχω κι άλλη επιλογή με την μικρότερη αδερφή μου Γωγώ.

Δυστυχώς και πάλι η Γωγώ είχε αφήσει τέσσερις Μπάρμπι της μέσα στο μπάνιο και το χειρότερο από όλα; Τις είχε αφήσει ακριβώς δίπλα στον κάδο. Αν βρομίσουν μετά όμως, δικό της πρόβλημα. Μη κατηγορεί όμως μετά εμένα ότι της τις έκλεψα όπως κάνει συνήθως μιας και δεν ξέρει τι της γίνεται κυριολεκτικά.

Η Γωγώ δυστυχώς εχθές έπαιζε και με το νερό και με το σαπούνι και είχε κάνει ένα σωρό σημάδια στα μάρμαρα του νιπτήρα. Και άντε η μάνα μας να τα καθαρίζει μετά!

Παρόλα αυτά, έπλυνα το πρόσωπό μου όσο καλύτερα μπορώ. Κοιτάχτηκα όμως χαρούμενος για μια στιγμή στον καθρέφτη μιας και τα σπυράκια που είχα, είχαν επιτέλους φύγει... Αυτή όμως η στιγμή δεν κράτησε για πολύ...

ΤΟΚ ΤΟΚ!

-Γωγώ! Φύγε! φωνάζω σαν υστερικός.

-Αλέξανδρε! Κατουριέμαι! Και θέλω τις κούκλες μου! Τις παράτησα εκεί καταλάθος!

-Σαν να άργησες να το καταλάβεις! της λέω.

-Αλέξανδρε! Θέλω να μπω!

-Να περιμένεις! Είμαι εγώ μέσα! φωνάζω.

Κάθισα στο καπάκι της λεκάνης σαν να ήταν καρέκλα απελπισμένος για ένα λεπτό μιας και η Γωγώ με είχε κατατρομάξει... Υπερβολικό, το ξέρω, αλλά δεν άντεχα άλλο...

Προτού η Γωγώ ευτυχώς ξαναχτυπήσει την πόρτα, βγήκα έξω για να πάω στο δωμάτιό μου να ντυθώ. Η μαμά ευτυχώς μου είχε πλύνει το αγαπημένο μου ξεθωριασμένο τζιν. Το βάζω με την συνηθισμένη μαύρη μου μπλούζα, φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου και αποφασίζω να πιω έναν καφέ στο μπαλκόνι με ένα βιβλίο να ξεκινήσει η μέρα μου χαλαρά προτού αρχίσω πάλι να κάνω ό,τι είναι να κάνω...

Μένω για πέντε υπέροχα λεπτά μόνος. Πίνω όμως άλλη μια γουλιά καφέ και η Γωγώ βγαίνει και αυτή έξω στο μπαλκόνι δυστυχώς... Με τρομάζει πάλι και παραλίγο να πνιγώ...

-Αλέξανδρε! Θα πάω σήμερα με την Υβόννη για μπάνιο στη θάλασσα αλλά το αμάξι της μαμάς είναι στο σέρβις και ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι. Θα μπορέσεις να μας πας εσύ;

-Δεν έχεις ποδαράκια και προσανατολισμό Γωγώ;

-Φοβάμαι να πάω μόνη μου! Είναι και μακριά! Δεν ξέρω τι να κάνω!

-Καλά. Τι ώρα θα πάτε;

-Στις εννιά και μισή θα φύγουμε.

Πω... Τι ώρα σκέφτηκαν να φύγουν!

-Η Υβόννη και εγώ θα ξαναγυρίσουμε εδώ γιατί η μαμά είπε να καθίσουμε μόνο δύο ώρες στη θάλασσα γιατί θα μας κάψει ο ήλιος.

-Δηλαδή πρέπει και να σας προσέχω;

-Ναι.

Αναστενάζω εκνευρισμένος.

-Καλά. Αλλά μέχρι να πάμε εκεί αλλά και όσο θα είμαστε εκεί, δεν θέλω να με ενοχλήσετε για κανέναν λόγο εκτός και αν είναι επείγον!

-Στο υπόσχομαι! λέει η Γωγώ χαμογελώντας και φεύγει.

Έμεινα στήλη άλατος για ένα λεπτό μιας και δεν περίμενα να συμβεί ό,τι είναι να συμβεί. Πίστευα ότι θα είχα μια καλή μέρα να διαβάσω το βιβλίο μου ή να χαζέψω λίγο στο φέισμπουκ αλλά τελικά...

Εντάξει. Δυο ωρίτσες να είναι. Πόσο χάλια να είναι;

Η μαμά και ο μπαμπάς όταν έγινα δεκαοχτώ μου πήραν δώρο ένα μαύρο μικρό αυτοκίνητο. Δεν το χρησιμοποιώ βέβαια και πολύ μιας και δεν βγαίνω πολύ έξω αλλά ας πάει το παλιάμπελο σκέφτομαι. Ίσως μου χρησιμέψει κάποια στιγμή. Αν και ο μπαμπάς μου λέει ότι αν δεν το χρησιμοποιώ θα του απενεργοποιηθεί η μπαταρία και μετά δεν θα μπορώ εύκολα να την ξαναφορτίσω.

Όταν τελείωσα τον καφέ μου, έφτιαξα την τσάντα μου που την είχα αδειάσει από τα σχολικά βιβλία και έβαλα μέσα το βιβλίο που ήθελα να διαβάσω, το κινητό μου, τα κλειδιά μου, ένα καπέλο και λίγο νερό για να συνοδεύσω τις μικρές.

Η Γωγώ κάθισε ευτυχώς χωρίς πολλές κουβέντες στο πίσω κάθισμα αν και θα προτιμούσε να κάτσει μπροστά όπως μου λέει. Η Γωγώ όμως δεν είναι τεσσάρων ή πέντε χρονών όπως νομίζετε. Είναι έντεκα χρονών και πολύ αλλόκοτη.

Με την Γωγώ είχα πάντα αδιάφορες σχέσεις. Για μένα η Γωγώ ήταν μια σκιά, όπως και όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο. Της φερόμουν πάντα λες και δεν είχα σχέση μαζί της, παρότι έχουμε τα ίδια μαύρα μαλλιά και μπλε μάτια. Ντρεπόμουν να λέω σε όλους ότι είναι αδερφή μου γιατί δεν ταιριάζουμε καθόλου σαν χαρακτήρες.

Η Γωγώ όμως παρόλα αυτά, σήμερα ήταν απίστευτα ήσυχη. Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο μιας και συνήθως γελάει, φωνάζει, κλοτσάει το κάθισμα και γενικά σου σπάει τα νεύρα, έτσι μπεμπέκα που είναι. Με το που της είπα να βάλει ζώνη, την έβαλε αμέσως χωρίς να φέρει αντιρρήσεις ότι δεν τη βόλευε. Με το που της είπα να ανεβάσει λίγο το παράθυρο έτσι ώστε να μην με ενοχλεί και πάθω κάποια ψύξη, το έκανε αμέσως. Δεν τόλμησε ούτε νερό να πιει μέσα στο αμάξι μου μιας κια συνήθως κουβαλάει πατατάκια και ένα σωρό σκατουλάκια να φάει στο αμάξι.

Όταν όμως ήρθε η Υβόννη έγινε το Έλα να δεις. Άρχισαν να μιλούν ακατάπαυστα. Είχαν βάλει την κακόγουστη ποπ μουσική τους από τα κινητά τους στη διαπασών. Έτρωγαν, αλλά αυτή τη φορά έτρωγαν μήλα και όχι κράκερ ή πατατάκια που τρώνε συνήθως. Δεν μου αρέσει καθόλου να τρώνε οι άλλοι στο αμάξι μου, αλλά τουλάχιστον τρώγανε κάτι που δεν έκανε ψίχουλα και έτσι δεν θα καθάριζα μετά. Και το ότι μιλούσαν ήταν το λιγότερο. Να μην φώναζαν μόνο.

Φτάσαμε επιτέλους στην παραλία. Πειθάρχησα για λίγο τα κορίτσια μέχρι να βρούμε σημείο να κάτσουμε. Έστησα τις ψάθες και την ομπρέλα και τα κορίτσια άφησαν τα πράγματά τους. Έβγαλαν τα ρούχα τους και έμειναν μόνο με τα μαγιό. Πήγαν ενθουσιασμένες στη θάλασσα. Έμεινα ξανά επιτέλους μόνος...

Κάθισα κάτω από την ομπρέλα και πήρα το βιβλίο μου. Ευτυχώς θυμόμουν που το είχα αφήσει και έτσι συγκεντρώθηκα γρήγορα. Μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησα όμως εντελώς ξαφνικά. Όχι από τα κορίτσια. Αλλά από το κινητό μου.

Ακολούθησε μετά μια απίστευτα βαρετή συνομιλία από την θεία Ιωάννα για το πως πήγα στις εξετάσεις. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να σας πω κάτι παραπάνω. Αλλά η θεία μετά μας κάλεσε μετά το μπάνιο μας να έρθουμε στο δικό της σπίτι να φάμε. Ξέχασα να σας πω ότι η παραλία που ήμασταν, ήταν πολύ κοντά στο σπίτι της...

Δέχτηκα όμως γιατί η θεία Ιωάννα είπε πως έκανε υπέροχο κοτόπουλο με σάλτσα και πουρέ που ξετρελαίνομαι. Όταν έκλεισα, κάθισα να ακούσω λίγη μουσική. Μάριλιν Μάνσον συγκεκριμένα.

Όταν τελείωνε το Sweet dreams τα κορίτσια βγήκαν από την θάλασσα καταβρεγμένα. Τις βοήθησα να βγάλουν τις πετσέτες τους από τις τσάντες τους για να μην με βρέξουν. Όταν σκουπίστηκα τους είπα για την πρόταση της θείας και δέχτηκαν με απίστευτο ενθουσιασμό και οι δύο.

Στο αμάξι τις έβαλα να καθίσουν πάνω σε κάτι σανιδάκια που είχα για την περίσταση για να μην χαλάσουν τα καθίσματα. Ευτυχώς αυτήν την φορά, τα κορίτσια κάθισαν αμέσως εκεί, χωρίς φασαρίες.

Παρότι δεν μου αρέσει να βγαίνω πολύ έξω, το σπίτι της θείας Ιωάννας ήταν ένα υπέροχο εξοχικό σπίτι με μεγάλη αυλή στην οποία λατρεύαμε να καθόμασταν εκεί ακόμα και εγώ. Ήταν τρία χιλιόμετρα μακριά μόνο από την παραλία και είχε θέα στη θάλασσα. Ήταν απίθανα. Άκουγες μόνο τις γάτες και τα πουλιά. Ένιωθες λες και ήσουν στην εξοχή ενώ δεν ήσουν πολύ μακριά από την πόλη. Αν και εκεί που μένω, είναι κάπως σαν εξοχή. Μένω στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στα Χανιά, μια από τις τέσσερις μεγάλες πόλεις της Κρήτης. Και παρότι τούτη τη στιγμή είμαστε κοντά στα Χανιά νιώθεις πως είσαι μίλια μακριά από την πόλη...

Φτάσαμε επιτέλους στο σπίτι της θείας. Είπα στα κορίτσια να κουβαλήσει η καθεμιά τα πράγματά της αλλά και τα σανιδάκια στα οποία καθόντουσαν για να τα πάρουμε πάνω να στεγνώσουν. Αφήσαμε το αμάξι μέσα στην τεράστια υπαίθρια αυλή της θείας. Η θεία ήταν ήδη εκεί έξω και άπλωνε τα ρούχα στο σκοινί της μπουγάδας.

Μας υποδέχεται και τους τρεις με θέρμη. Η θεία Ιωάννα είναι μια νέα σχετικά μεγάλη γύρω στα πενήντα. Δεν θα την έλεγες και νέα, αλλά ούτε και πολύ μεγάλη. Και τα δύο της παιδιά έχουν φύγει και δουλεύουν στο εξωτερικό, ενώ είναι μόνη της μιας και ο άντρας της ο θείος Τάσος έχει πεθάνει σε τροχαίο.

Αφήνει τα ρούχα για να οδηγήσει την Υβόννη στο μπάνιο να πλυθεί. Μετά θα έμπαινε η Γωγώ η οποία ευτυχώς στέκεται όρθια για να μην καταστρέψει και ξεβάψει τα μαξιλάρια στις καρέκλες της θείας Ιωάννας. Η Γωγώ αποφασίζει να βοηθήσει στο άπλωμα τη θεία όσο περιμένει την Υβόννη για να μπει και εκείνη στο μπάνιο.

Όταν έφυγε και η Γωγώ, η θεία και εγώ φτιάξαμε το τραπέζι για να φάμε. Περίμενα να αρχίσει να μιλάει και να μιλάει αλλά τελικά ήμασταν σιωπηλοί καθώς στρώναμε έξω για να φάμε.

Τα κορίτσια μετά το μπάνιο είχαν αρχίσει να περπατάνε κάτω στον κήπο και να κάνουν χαζομαρίτσες. Μέχρι που ήρθε η ώρα για φαγητό. Και μετά το φαγητό όμως συνέχισαν τις χαζομάρες τους.

Αλλά ειλικρινά τι το διασκεδαστικό βρίσκουν σε αυτό, δεν μπορώ να καταλάβω. Εγώ θα ντρεπόμουν να κάνω τέτοια πράγματα στην ηλικία τους. Δεν ξέρω αν είναι επειδή είμαι πιο μεγάλος ή αν είναι του χαρακτήρα μου, αλλά δεν νιώθω να με δένει κάτι σε αυτόν τον κόσμο...

Λένε πως τα δεκαέξι και τα δεκαοχτώ είναι οι καλύτερες ηλικίες του ανθρώπου. Σκατά είναι όλη η ανθρώπινη ζωή. Δεν υπάρχει τίποτα το σπουδαίο. Όλα επαναλαμβάνονται συνέχεια λες και ο κόσμος, μέχρι και ο Θεός ακόμα θέλησε να μας ταλαιπωρεί με ρουτίνα, με μηχανικές επαναλήψεις, ζωή Κόλαση θυσιασμένη στο βωμό της επιβίωσης και μια μίζερη φοιτητική ζωή που με περιμένει. Για το μόνο πράγμα που νιώθω ανακούφιση είναι ότι τελείωσαν οι Πανελλήνιες. Να λες πως τουλάχιστον θα πάω κάπου για να πορευτώ στο μυαλό μου. Στη ζωή πάντως δεν θέλω να πιστεύω. Ούτε καν στην πίστη μιας και έχει ήδη πεθάνει μαζί με την απελπισία όλων μας...

Δεν συνέβη ευτυχώς ή δυστυχώς τίποτα το φοβερό σήμερα περαιτέρω. Γύρω στις εννιά το βράδυ επιστρέψαμε στο σπίτι αφού επιστρέψουμε την Υβόννη στο δικό της και ειλικρινά νιώθω πως κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή μου... Δεν ξέρω όμως τι...

___________________________________________
Γνωρίσαμε και λίγο τον Αλέξανδρο και τι έχει να μας πει! Τι λέτε;

Θα τα πούμε σύντομα στο επόμενο!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top