0004. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΔΑΝΑΗ

Ανοίγω το μπαλκόνι στο δωμάτιό μου. Η ώρα είναι έξι το πρωί. Κοιτάζω τη θέα όλης της Αθήνας. Δεν έχει ξημερώσει ακόμα καλά καλά, παρόλα αυτά, νιώθω λες και ακτινοβολώ εγώ η ίδια το φως του ηλίου.

Είναι υπέροχα στην Αθήνα. Ειδικά όταν περιμένεις ο ήλιος να ανατείλει. Η δροσιά του αέρα με τυλίγει στο πρόσωπό μου. Θέλω να μείνω για πάντα εκεί. Θέλω ο χρόνος να σταματήσει εκεί. Δεν θέλω να προχωρήσω πουθενά στη ζωή μου. Θέλω να μείνω έτσι όπως είμαι. Θέλω να μείνω μικρή για πάντα. Θέλω να μπορώ να κάνω βλακείες για πάντα και να μη μου λέει τίποτα κανείς. Θέλω να νιώθω ότι είμαι ακόμη η χαρά της ζωής χωρίς να μεγαλώσω. Αν ήταν, θα ήθελα να πάω και στην χώρα του Ποτέ με τον Πίτερ Παν που δεν μεγαλώνεις και μένεις για πάντα νέος. Ή να γίνω μια αστραφτερή γοργόνα και να έχω για σπίτι μου τη θάλασσα σαν την Μαρίνα όπου μένει νέα και όμορφη για πάντα και δεν θα γεράσει, δε θα πεθάνει ούτε θα αναγκαστεί να ωριμάσει μόνο και μόνο επειδή της το λένε οι άλλοι ότι πρέπει να το κάνει.

Ακούω τα πουλιά να τιτιβίζουν. Καμιά φορά όπως σήμερα καλή ώρα, επιλέγω να σηκώνομαι νωρίς το πρωί για να ακούω ένα πολύ όμορφο πουλί που τιτιβίζει μόνο το πρωί με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Ίσως να είναι κοτσύφι ή σπουργίτι; Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω. Αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι το ακούω και το λατρεύω.

Κάθομαι στην καρέκλα του μπαλκονιού μου που πάντα αφήνω εκεί όταν θέλω να βγω έξω για να κάτσω. Απλώνω τα πόδια μου στο κάγκελο. Και χαλαρώνω. Χαλαρώνω. Δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο παρά μόνο το να ηρεμήσω. Μιας και εχθές ήταν η τελευταία μέρα σχολείου και κάναμε γιορτή αποφοίτησης για το γυμνάσιο. Θα είχα περάσει τέλεια αν είχα φίλους και αν δεν με πείραζε ο σιχαμένος Τάκης, το παιδί που καθόταν από πίσω μου φέτος στο θρανίο και που δυστυχώς με πείραζε και στη γιορτή και δεν ξέρω τι του είχα κάνει.

Άσε που οι γονείς μου αδιαφορούν παντελώς για το τι πέρναγα στο σχολείο. Για το μόνο πράγμα που ένιωθα ανακούφιση ήταν ότι του χρόνου θα πάω πρώτη λυκείου και δεν θα τον έχω να μου τη σπάει συνέχεια. Εκτός και αν συμπτωματικά πάμε στο ίδιο σχολείο. Προσπαθώ όμως να μην το σκέφτομαι.

Οι ελάχιστες ώρες που κάθομαι έξω εδώ, είναι οι μοναδικές που νιώθω να είμαι εγώ σαν Δανάη. Εγώ σαν ένα συνδεδεμένο κομμάτι της κοινωνίας με τον κόσμο. Στο μπαλκόνι μου καθιστή και χαλαρή νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ. Μιας και σε λίγο θα πρέπει να ετοιμαστώ και να ντυθώ για να πάω στο σπίτι της γιαγιάς μου.

Είναι η μόνη μου διέξοδος για το καλοκαίρι. Δεν έχω φίλους για να βγω βόλτα και έτσι αρκούμαι στη βαρετή παρέα της γιαγιάς μου. Παλιά βέβαια που ήμουν πιο μικρή, περνούσα καλά μιας και με τη γιαγιά κάναμε χαζομάρες αλλά ήταν ωραία. Τώρα όμως που είμαι δεκατεσσάρων χρονών, δεν μπορώ να κάνω τέτοια πράγματα μαζί της. Και όπως κατάλαβα δεν μπορώ να κάνω με κανέναν. Έτσι περιορίζομαι στις σκέψεις μου και τις φαντασιώσεις μου και δεν αφήνω κανέναν να με πλησιάζει καθώς ονειρεύομαι.

Τούτη τη στιγμή φαντασιώνομαι πως είμαι σε μια παραλία. Και ότι είχα ήδη γίνει δεκαπέντε χρονών. Όποιος δεν το ξέρει, το αγαπημένο μου παραμύθι είναι η Μικρή Γοργόνα. Η πρωταγωνίστρια, η Άστριντ ήταν η μικρότερη κόρη του βασιλιά των Θαλασσών Ποσειδώνα και είχε θεσπίσει έναν νόμο για να προστατέψει τις έξι του κόρες: Μόνο αν έκλειναν τα 150 (15 ανθρώπινα χρόνια) θα μπορούσαν να βγουν έξω από τη θάλασσα και να δουν τον κόσμο. Έτσι η Άστριντ περίμενε με ανυπομονησία και επιτέλους βγήκε! Και κάθισε πάνω σε ένα ξερό ερημονήσι στις παραλίες του για να αγναντεύσει την απέραντη θάλασσα που είναι το σπίτι της.

Έτσι θέλω να νιώθω και εγώ τούτη τη στιγμή. Θα ήθελα να είχα επίσης και μακριά ίσια ξανθά μαλλιά σαν την Αστριντ και όχι τις σιχαμένες κοντές αλλά φουντωτές καστανές μπούκλες που κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Δεν θέλω ούτε και τα μαύρα κατάμαυρα μάτια της μαμάς μου, παρότι λένε πως τα πιο σκούρα μάτια είναι πιο ωραία αισθητικά. Ήθελα τα καταγάλανα μάτια της Αστριντ. Επίσης θα ήθελα να είχα πιο σχηματισμένο κορμί και όχι το στήθος πλάκα που έχω τώρα και τα πόδια ξυλάκια που δείχνουν τόσο άχαρα για δεκατετράχρονο κορίτσι... Κάποτε σκέφτηκα να αρχίσω να σαβουρώνω ό,τι αηδία έβρισκα μπροστά μου αλλά κατάλαβα με το ελάχιστο μυαλό που μου είχε απομείνει ότι έτσι δεν θα έπαιρνα αυτό που ήθελα, όσο και να μου αρέσουν τα γλυκά...

Δεν ήξερα πόση ώρα είχα απομείνει εκεί. Άρχισε και να ζεσταίνει ο καιρός ενώ πριν έκανε ψύχρα με τη δροσιά του χαράματος της Αθήνας. Μέχρι που ξαφνικά, ακούω βήματα από πίσω μου. Ήταν η μαμά που με έψαχνε.

-Καλά εδώ είσαι βρε; Τι κάνεις;

-Χαλαρώνω.

-Από τι ώρα είσαι ξύπνια; με ρωτάει η μαμά.

-Από τις έξι.

-Δανάη δεν σου έχω πει να μην βγαίνεις έξω τόσο νωρίς;

-Ρε μαμά! Μα δεν ενόχλησα κανέναν! Απλά καθόμουν εδώ!

-Τι θα κάνω με σένα μου λες;

-Τίποτα. Απλά να με αφήσεις.

-Τέλος πάντων, θα ετοιμαστείς; Πρέπει να φύγω νωρίς για τη δουλειά σήμερα.

-Καλά... Σε ένα τέταρτο θα είμαι κάτω.

Έτσι και έκανα. Πήγα να πλυθώ, φόρεσα το τζιν μου σορτσάκι και το κόκκινο μπλουζάκι μου με τα αθλητικά μου. Έσιαξα λίγο τις μπούκλες μου και μετά έβαλα στην τσάντα μου που την είχα αδειάσει από τα σχολικά μου βιβλία, το ημερολόγιό μου, ένα τετράδιο, το ροζ μηχανικό μου μολύβι και τη γόμα μου, το mp3 μου, το κινητό μου, τα κλειδιά μου και τις χρωμοσελίδες Μαγεμένο Δάσος που είναι για ενήλικες. Και φυσικά τα κούτσικα μαρκαδοράκια μου που είχα πολύ καιρό να τα χρησιμοποιήσω.

Κατέβηκα τις σκάλες βαριεστημένα και ο μπαμπάς με περίμενε στη κουζίνα χαμογελαστός πίνοντας τον καφέ του.

-Λοιπόν μικρή; Πρώτη μέρα ελευθερίας! Χαίρεσαι;

-Ναι... Έτσι και έτσι...

-Γιατί ρε μικρή; Νόμιζα ότι θα χαιρόσουν!

-Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι και τόσο χαρούμενη... Στη γιαγιά πηγαίνω... Δεν πηγαίνω σε κάποιο ιδιαίτερο μέρος...

-Την αγαπάς τη γιαγιά σου όμως έτσι;

-Ναι... Πολύ. Αλλά μεγάλωσα πια. Δεν μπορώ να κάνω ό,τι έκανα μαζί της παλιά...

-Δεν πειράζει. Κάτι θα βρείτε να κάνετε. Τι έχεις στην τσάντα σου;

-Τις κούκλες σου μήπως; ρωτάει αγενέστατα ο Αριστείδης. Ο Αριστείδης είναι ο εννιάχρονος μικρότερος αδερφός μου. Πολύ κλισέ, το ξέρω αλλά δεν τον αντέχω καθόλου...

-Αριστείδη; Δε το βουλώνεις λέω εγώ;! Άσε με ήσυχη πρωινιάτικα! του φώναξα.

-Ναι Αριστείδη, σταμάτα πια. λέει ο μπαμπάς μαλακά. Ο Αριστείδης όμως βρήκε νέο παιχνίδι εννιά χρόνων μαντράχαλος: Άρχισε να παίζει με ένα σιχαμένο μπαλάκι που του είχε πάρει πέρυσι στα γενέθλιά του και χοροπήδαγε πάνω κάτω συνέχεια. Και άντε να τον σταματήσεις!

-Πήρα δύο τετράδια να γράψω και τις χρωμοσελίδες του Μαγεμένου Δάσους. Ε, να μην βλέπω τηλεόραση συνέχεια πια! Θα δω μόνο τους Δύο Φανταστικούς Γονείς στις εφτά...

-Μπράβο κοριτσάκι μου! Τουλάχιστον θα κάνεις κάτι καινούργιο!

-Ευχαριστώ.

-Δανάη... Πιστεύω σε σένα. Πιστεύω πως θα γίνεις πολύ καλό παιδί. Απλά είσαι λίγο παρορμητική. Προσπάθησε φέτος που θα πας λύκειο αύριο μεθαύριο να αλλάξεις όσο πιο πολύ γίνεται. Εγώ πιστεύω πως θα τα καταφέρεις. Κάτι τέλειο θα σου συμβεί!

-Α ναι; Και πως το ξέρεις;

-Όταν ήταν να ξεκινήσω το λύκειο πήγα το καλοκαίρι σε μια απίθανη συναυλία του Κλάους Νόμι. Και παρότι δεν μου πολυαρέσει η όπερα, αυτός ο τραγουδιστής ήταν απίθανος...

-Δεν ήταν αυτός που πέθανε από Έιτζ;

-Ναι, και ήταν από τους πρώτους! Ήταν μια στιγμή-σταθμός στη ζωή μου. Κάτι αντίστοιχο πιστεύω ότι θα συμβεί και σε σένα. Να έχεις πίστη και εμπιστοσύνη στον εαυτό σου Δανάη. Είσαι πανέξυπνη και διεκδικητική. Θα τα καταφέρεις!

Χαμογέλασα. Αν και δεν ήξερα τι ήταν αυτό που θα διεκδικούσα και θα έπρεπε να αγωνιστώ για αυτό.

Μέσα στο αυτοκίνητο άκουγα Σακίρα από το mp3 μου ενώ ο Αριστείδης με σκούνταγε και έκανε χαζομάρες. Ο Αριστείδης ήταν μέσα στην καλή χαρά γιατί θα πήγαινε σε ένα αθλητικό πρωινό camp μαζί με τους συμμαθητές του. Είχα πάει και εγώ αλλά δεν πέρασα πολύ καλά. Και ήταν μόνο για παιδιά 6-12 ετών. Τώρα είμαι δεκατέσσερα, άρα είμαι πολύ μεγάλη. Και δεν είχα και φίλους. Κάποιοι ήταν ήδη παρέες και γνωρίζονταν προτού έρθουν εκεί.

Έφτασα στο σπίτι της γιαγιάς. Εβγαλα τη ζώνη μου, πήρα την τσάντα μου, κατέβηκα και αποχαιρέτησα τον μπαμπά θλιμμένα. Χτύπησα το κουδούνι.

Η γιαγιά με υποδέχτηκε θερμά όπως πάντα. Το ίδιο και τα γατιά μας, η Κλοντίν και ο Πίξελ. Πήγαμε αρχικά να καθίσουμε κάτω στην κουζίνα. Η γιαγιά με κέρασε μια φλογέρα με σοκολατάκια και κρέμα βανίλια όπως κάνει πάντα και έναν χυμό. Δέχτηκα το κέρασμα.

Μετά θελήσαμε να κάτσουμε μαζί στον καναπέ. Δεν ήθελα να ανοίξω ακόμα την τσάντα μου και να απομονωθώ.

Η γιαγιά βέβαια έβλεπε κάτι απαίσιες εκπομπές που ποτέ δεν ήθελα να δω. Ήταν του στιλ ριάλιτι ή εκπομπές που έλυναν τα προβλήματα των ανθρώπων. Κάτι τέτοια μου σπάνε τα νεύρα φοβερά. Δεν έχουν κάτι το σπουδαίο να δείξουν. Μόνο κλαψουρίσματα για να έχουν τα λεφτά κανάλια να συντηρηθούν.

Βέβαια ήξερα πως η γιαγιά ήταν μόνη της μόνο με τον παππού και δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο εκτός από δουλιές και να μαγειρεύει. Περίμενε η αλήθεια είναι να φτιαχτούν και να βράσουν καλά τα φασολάκια που έκανε στην κατσαρόλα. Εγώ καθώς περίμενα έκανα διάφορα πράγματα. Έπαιξα λίγο με το κινητό μου, χρωμάτισα μια νέα χρωμοσελίδα στο τραπέζι της κουζίνας από το Μαγεμένο Δάσος μέχρι που επιτέλους η γιαγιά μου είπε ότι θα πηγαίναμε μια βολτίτσα για δύο ωρίτσες για να ξεσκάσω.

Χάρηκα μεν αλλά ήξερα πως δεν θα κάναμε κάτι το ιδιαίτερο. Στη βόλτα περάσαμε από τα γνωστά μέρη που τα είχα επισκεφτεί χίλιες φορές. Περάσαμε και από όλες τις παιδικές χαρές που πήγαινα παλιά και κατενθουσιαζόμουν. Αλλά τώρα μεγάλωσα πια. Δεν χωράω στις κούνιες.

Περάσαμε και από καταστήματα με παιδικά ρούχα. Ούτε εκεί χώραγα πια.

Περάσαμε και από το μαγαζί με τα ραφτικά που πάμε για κεντήματα. Η γιαγιά μου πήρε δύο καινούργια κεντήματα να κάνω μεν αλλά δεν σκόπευα να τα αρχίσω ακόμα.

Περάσαμε όμως από ένα μαγαζί με αξεσουάρ. Και η γιαγιά μου πήρε με είκοσι ευρώ ένα καταπληκτικό μοβ τσαντάκι για βόλτες!

Πολύ χάρηκα το δώρο της. Άρχισα να νιώθω λίγο καλύτερα ευτυχώς. Εκεί μέσα έβαλα αμέσως το κινητό και το mp3 μου για να μην τα κουβαλάω με γυμνά χέρια και μου τα κλέβουν... Γιατί δεν το είχα σκεφτεί;

Γυρίσαμε στο σπίτι πολύ ικανοποιημένες. Και από τη χαρά μου βοήθησα τη γιαγιά να στήσουμε το τραπέζι για να φάμε. Ήρθε και ο παππούς και ένιωθα επιτέλους καλά.

Μετά όμως έπρεπε η γιαγιά να κοιμηθεί γιατί παίρνει ένα φάρμακο που της προκαλεί υπνηλία. Χωρίς την γιαγιά και με τον παππού να κάνει δουλειές ένιωθα απίστευτα μόνη. Και έτσι αποφάσισα να γράψω ένα νέο κομμάτι στο ημερολόγιό μου.

Ειλικρινά δεν ξέρω για το αν καθοδηγώ σωστά τον εαυτό μου για να γράψω αυτές τις γραμμές. Δεν ξέρω για το αν έχω σωστό σκεπτικό, σωστό μυαλό και γενικά αν αξίζω να κάνω αυτά που κάνω. Να υπάρχω. Να αναπνέω για να ζω και όχι μόνο για να επιβιώνω. Γιατί δεν ξέρω ποιό είναι το πραγματικό νόημα του να ζεις...

Κοντεύω να κλείσω τα δεκαπέντε, τώρα δηλαδή είμαι δεκατέσσερα αλλά νιώθω λες και είμαι τεσσάρων ετών το πολύ από την ανωριμότητα που με δέρνει και τις ηλίθιές μου πράξεις. Νιώθω απαίσια. Νιώθω πως αυτό το καλοκαίρι θα είναι ακόμα χειρότερο ειδικά τώρα που είμαι μόνη μου στο σπίτι με την γιαγιά και δεν έχω καμιά άλλη διέξοδο από το να φαντασιώνομαι την ιστορία της Μαρίνας... Η Μαρίνα τουλάχιστον θα κάνει πολύ καλύτερα πράγματα από εμένα παρότι εγώ την δημιούργησα.

Η μαμά μου λέει να είμαι πιο ρεαλιστική. Αλλά όταν προσπαθώ να δω την πραγματικότητα, θέλω να τρέξω να κρυφτώ! Αλλά αποφάσισα να φαντασιώνομαι μόνο για την Μαρίνα και όχι για όλη μου τη ζωή... Αχ Μακάρι να γίνει!

Κάποια στιγμή με πήρε και εμένα ο ύπνος στο τραπέζι της κουζίνας. Αλλά ευτυχώς ξύπνησα στις εφτά για να δω τους Δύο Φανταστικούς Γονείς! Τους βάζουν μόνο στις Εφτά και στις Έντεκα το βράδυ. Και δεν ήθελα να τους χάσω!

___________________________________________
Καλησπέρααα!

Τι μου κάνετε; Πως είστε; Ελπίζω να είστε όλοι καλά!

Επιτέλους ήρθε το πρώτο κεφάλαιο! Όπως καταλάβατε, πρώτα οι κυρίες!

Τι πιστεύετε για τη Δανάη; Πως σας φαίνεται σαν χαρακτήρας; Ταυτίζεστε κάπως;

Σας εύχομαι καλό καλοκαίρι! Και όχι μοναχικό όσο του Αλέξανδρου ή της Δανάης! Τα λέμε σε λίγο με το επόμενο κεφάλαιο!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top