Κεφάλαιο 20

ΙΟΛΗ

Το επόμενο πρωί ξυπνάω γεμάτη ενέργεια και διάθεση και αφού πλυθώ ετοιμάζω καφεδάκια για μένα και την Ιωάννα. Εκείνη μόλις έχει ξυπνήσει και ετοιμάζει τοστάκια για να φάμε. Παίρνουμε το πρωινό μας στο μπαλκόνι μιας και έχει αρκετή δροσιά και έπειτα ετοιμάζομαι για τη δουλειά. Φοράω τις φόρμες μου και αφού πιάσω τα μαλλιά μου σε μια ψηλή πλεξούδα, βάζω λίγο από το αντηλιακό μου και φεύγω. Λίγο έξω από την είσοδο πετυχαίνω τον Ηλία και αφού χαιρετηθούμε μπαίνουμε μαζί στο γυμναστήριο. Εκείνη τη στιγμή το μάτι μου πέφτει πάνω στον Αχιλλέα ο οποίος περνάει μόλις από το διάδρομο. Η οπτική μας επαφή κρατάει κλάσματα του δευτερολέπτου, όμως το βλέμμα που μας ρίχνει αρκεί να με κάνει να καταλάβω πως το θέαμα δεν του πολύ άρεσε. Δε θα κάτσω να σκάσω όμως. Μπορώ να μιλάω και να είμαι με όποιον θέλω, όπως κάνει εξάλλου και εκείνος. Ξεκινάω τη δουλειά και η ώρα περνάει πολύ γρήγορα. Ο κόσμος πάει και έρχεται σήμερα στο γυμναστήριο, γεγονός που δε μου αφήνει πολλά περιθώρια να ξεκουραστώ.

Το μεσημεράκι με το που σχολάω παίρνω ταξί και πηγαίνω προς το κέντρο. Παίρνω κάτι να φάω από το φούρνο της πλατείας και έπειτα κατευθύνομαι προς ένα μεσιτικό που μου είχε συστήσει ο Ηλίας τις προάλλες. Είχα συζητήσει και με την Ιωάννα αρκετές φορές περί του θέματος αν και η ίδια ήταν κάθετη στο να συνεχίσω να μένω μαζί της. Η αλήθεια είναι πως περνάμε τέλεια με την Ιωάννα μαζί, άλλα όπως και να έχει έπρεπε αργά ή γρήγορα να βρω κάτι δικό μου. Εξάλλου μέχρι να έβρισκα κάτι αξιόλογο και να μετακόμιζα θα μου έπαιρνε σίγουρα κάμποσες μέρες. Σήμερα θα έπαιρνα απλώς μια μικρή γεύση στο τι με περιμένει όσον αφορά τα διαμερίσματα και τις τιμές στις οποίες κυμαίνονται. Αφού περιγράψω πάνω κάτω τι ζητάω στη μεσίτρια αρχίζει να μου δείχνει φωτογραφίες από σπίτια της περιοχής που ίσως να με ενδιέφεραν. Η αλήθεια είναι πως είδα αρκετές επιλογές που μου άρεσαν στο μάτι αλλά φυσικά έπρεπε να τα δω και από κοντά για να αποφασίσω. Αφού καταλήξαμε σε δύο τρία διαμερίσματα που μου άρεσαν περισσότερο πήγαμε να τα δούμε και από κοντά. Η αλήθεια είναι πως τα δύο μου άρεσαν αρκετά αλλά εννοείται πως δε θα έπαιρνα καμία βιαστική απόφαση προτού ψάξω και σε άλλα μεσιτικά. Αφού τελειώσαμε πήρα απευθείας το δρόμο για το σπίτι μιας και ένιωθα πτώμα απ' την κούραση.

Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να πλύνω τα χέρια μου και  να ξεντυθώ· έπειτα πέφτω ξερή στο κρεβάτι...






Ακούω μέσα στον ύπνο μου τη φωνή της Ιωάννας να μιλάει στο τηλέφωνο δίπλα μου. Μουγκρίζω θυμωμένα και προσπαθώ να κοιμηθώ ξανά.

«Ιόλη ξύπνα! Πήγε 9:30, ίσα που έχεις μία ώρα να ετοιμαστείς πριν φύγουμε. Άντε σήκω!»

«Που να πάμε μωρέ;» της λέω με ενοχλημένη φωνή συνεχίζοντας να έχω τα μάτια μου κλειστά

«Έξω με τα παιδιά. Άντε σήκω! Δεν έχουμε χρόνο σου λένε!»

Σηκώνομαι ξεφυσώντας και πάω απευθείας στο μπάνιο. Κάνω ένα ντους και βάζω λίγη από την αγαπημένη μου κρέμα καρύδας με βανίλια. Έπειτα πιάνω τα μαλλιά μου σε ένα σφιχτό κότσο και βάφομαι ελαφριά. Φοράω ένα σκούρο πετρόλ μακρύ φόρεμα με ανοίγματα στα πλάγια και το σετάρω με τα χαμηλά μπεζ mules μου. Τέλος βάζω τα αγαπημένα μου χρυσά κοσμήματα και λίγη απ' την κολόνια μου και είμαι πανέτοιμη.

Κατεβαίνουμε κάτω και σε λίγα λεπτά φτάνουν και ο Δημήτρης με τη Νικολέτα με το αυτοκίνητο. Παρκάρουμε κοντά στο κέντρο και έπειτα κάνουμε βόλτες στα δρομάκια μέχρι να φτάσουν και οι υπόλοιποι. Από ότι μου είπαν τα παιδιά περιμένουμε ακόμη τον Μιχάλη, τον Παύλο και τη Μαριάννα. Όσον αφορά τον Αχιλλέα δεν ανέφερε κανείς τίποτα και ούτε που σκόπευα να ρωτήσω, όσο κι αν με έκαιγε κατά βάθος.

Σύντομα μαζευόμαστε όλοι, πέραν του Αχιλλέα, και αποφασίζουμε να πάμε για ένα ποτάκι σε ένα γνωστό μπαράκι στην πλατεία. Η ώρα κυλάει ευχάριστα και τα κορίτσια βοηθάνε το μυαλό μου να ξεχαστεί από εκείνον. Είμαι ήδη στο τρίτο ποτό και εκεί που νομίζω πως καλύτερα δε γίνεται ξάφνου βλέπω τον Αχιλλέα να μπαίνει στο μαγαζί. Μας χαιρετάει τυπικά και έπειτα κάθεται δίπλα στον Μιχάλη και κουβεντιάζουν μεταξύ τους. Η Μαριάννα κλασικά τους μπαστακώνεται ψάχνοντας την κατάλληλη ευκαιρία να χωθεί στη συζήτηση. Προσπαθώ να πάρω το βλέμμα και την προσοχή μου από πάνω τους και συνεχίζω να πίνω από τη βότκα μου. Κάποια στιγμή πιάνω με την άκρη του ματιού μου τον Αχιλλέα να φεύγει από το τραπέζι και γρήγορα τον χάνω απ' το οπτικό μου πεδίο.

Η υπόλοιπη βραδιά κυλάει ευχάριστα με τα παιδιά, γεγονός που με κάνει να ξεχαστώ από εκείνον, ο οποίος παρεμπιπτόντως εξακολουθεί να είναι άφαντος. Η απουσία του μάλλον κάθισε βαριά στην Μαριάννα, μιας και ενοχλημένη ζητάει από τον Παύλο να την γυρίσει σπίτι. Σε κάποια φάση η Ιωάννα έρχεται από πάνω μου και μου ψιθυρίζει στο αφτί.

«Ιόλη μου εμείς με τον Μιχάλη θα πάμε μια βολτούλα στο λιμανάκι. Μπορεί να αργήσω..» μου λέει και μου κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα

«Άντε καλά να περάσετε τα δυο σας!!»

Αφού καθίσαμε με τα παιδιά ένα μισαωράκι ακόμα αποφασίζουμε να το διαλύσουμε μιας και είχε πάει αρκετά αργά και το μπαράκι είχε σχεδόν αδειάσει. Λίγο πριν φύγουμε χτυπάει το κινητό του Δημήτρη και προτού το σηκώσει προλαβαίνω να δω στην οθόνη το όνομα Αχιλλέας να αναγράφεται.

«Ακόμα εδώ είμαστε αλλά τώρα μόλις θα φύγουμε.» του απαντάει και αφού μιλήσουν λίγο ακόμα το κλείνει. Βγαίνουμε από το μπαράκι και καθώς κατευθυνόμαστε προς το αυτοκίνητο η Νικολέτα εντοπίζει μια γνωστή της που κάθεται στο διπλανό μαγαζί και την χαιρετάει από μακριά.

«Αχ δεν το πιστεύω, η Αννούλα! Άμα είναι πηγαίντε εσείς και εγώ θα κάτσω με τα παιδιά να σε περιμένω Δημήτρη εντάξει;»

«Αμέ, πάμε.» απαντάει ο Δημήτρης και κάνει κίνηση να φύγει

«Θα κατέβεις ξανά κέντρο; Νόμιζα και εσείς πάνω πηγαίνατε.»

«Λέμε να το συνεχίσουμε για λίγο.» μου λέει η Νικολέτα κοιτώντας τον Δημήτρη και ένα γελάκι της ξεφεύγει

«Ε τότε δεν υπάρχει λόγος να ανέβει ο Δημήτρης μόνο και μόνο για μένα. Θα πάρω ένα ταξάκι μην ταλαιπωρείσαι και εσύ τζάμπα.»

«Δεν το συζητάω, σιγά την ταλαιπωρία. Τσάκα τσάκα θα σε πάω.»

«Έλα μην επιμένεις, θα νιώθω άσχημα και δε το θέλω. Λίγο πιο κάτω έχει πιάτσα έτσι κι αλλιώς, μην ανησυχείς-»

«Τύχη βουνό έχεις Ιόλη!» με διακόπτει ο Δημήτρης ενώ με προσπερνάει χαρούμενος

Γυρνάω να κοιτάξω προς τα που πηγαίνει και τον βλέπω σκυμμένο στο τζάμι του οδηγού ενός σταματημένου αυτοκινήτου, το οποίο μοιάζει ύποπτα πολύ με του... Αχιλλέα; Ανταλλάζουν μερικές κουβέντες που δεν καταφέρνω να ακούσω και έπειτα γυρνάει πάλι πίσω ο Δημήτρης.

«Θα σε πάει ο Αχιλλέας.» προτού προλάβω να αντιδράσω συνεχίζει «Και είσαι και στο δρόμο του οπότε δεν έχεις καμία δικαιολογία να μην πας!»

«Μα-»

«Δεν έχει μα. Σε περιμένει. Καλό βράδυ!» με διακόπτει ο Δημήτρης και προτού προλάβω να απαντήσω παίρνει την Νικολέτα απ' το χέρι και φεύγουν

Κοντοστέκομαι για μερικά δευτερόλεπτα στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να σκεφτώ τι να κάνω. Σίγουρα δε θέλω να νομίζει πως τον αποφεύγω. Εξάλλου έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα δεν έχω και πολλές επιλογές.. Περπατάω προς το αυτοκίνητο με σίγουρο και σταθερό βήμα και ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού. Από εκεί που δεν το περιμένω βλέπω μία ξανθιά να με κοιτάζει με το πιο εξαγριωμένο βλέμμα που υπάρχει και μου κόβεται η χολή απ' την τρομάρα. Νιώθω πως θέλω να με καταπιεί η γη από το ρεζιλίκι και χωρίς να το πολύ σκεφτώ κλείνω γρήγορα την πόρτα αφού ψελλίσω μετά βίας ένα συγγνώμη. Ανοίγω την πόρτα απ' τα πίσω καθίσματα και βουλιάζω σε μια γωνιά ντροπιασμένη.

Απ' όταν μπήκα και ξεκινήσαμε στο αυτοκίνητο επικρατεί νεκρική σιγή, γεγονός που κάνει την κατάσταση ακόμα πιο άβολη. Καρφώνω το βλέμμα μου στην οθόνη του κινητού μου περιμένοντας να περάσει η ώρα και να φτάσουμε επιτέλους. Στα μισά της διαδρομής στρίβει σε ένα στενό και σταματάει. Παραξενεύομαι μιας και εδώ δεν είναι σίγουρα το σπίτι της Ιωάννας και αναρωτιέμαι αν έχει γυρίσει τόσες κοπέλες τον τελευταίο καιρό που έχει αρχίσει να μας μπερδεύει. Απ' τις σκέψεις μου με βγάζει η ξανθιά που τον καληνυχτεί και έπειτα βγαίνει απ' το αυτοκίνητο. Η αλήθεια είναι πως περίμενα να με αφήσει στο σπίτι και έπειτα να συνεχίσει μαζί της και το γεγονός πως δεν το κάνει με χαροποιεί.

«Μπορείς να έρθεις μπροστά τώρα.»

Λέει κοιτώντας έξω απ' το παράθυρο του δήθεν αδιάφορα.. Α δε σου τα 'παν καλά Αχιλλέα μου.

«Δεν έχω τέτοιο σκοπό»

«Πριν όμως είχες.» τώρα μου την είπε ή είναι ιδέα μου;

«Από συνήθεια πήγα να κάτσω μπροστά. Που να φανταστώ ότι θα είχες άλλη μέσα!»

«Και τι φαντάστηκες δηλαδή;» λέει και με κοιτάζει εξεταστικά από τον καθρέφτη

«Τίποτα Αχιλλέα. Μπορούμε να φύγουμε;»

«Έλα μπροστά. Τώρα δεν είναι κανείς εξάλλου.» ναι δεν ήξερα ότι έπρεπε να πάρω και σειρά..

«Δεν είναι ανάγκη Αχιλλέα, μπορούμε να ξεκινήσουμε.»

Ξεφυσάει ηττημένος και βάζει μπροστά.

«Άμα δεν ήσουν τόσο πεισματάρα τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά.»

«Όπως;»

«Γιατί πέφτεις πάντα μπροστά μου;»

«Εγώ ή εσύ;»

«Εσύ είσαι στο αμάξι μου αυτή τη στιγμή.»

«Δεν το επέλεξα. Εξαιτίας του Δημήτρη είμαι εδώ, χωρίς να το θέλω.» εντάξει μπορεί να το θέλω λιγάκι αλλά αυτό δεν χρειάζεται να το ξέρει..

«Με το ζόρι ήρθες δηλαδή;»

«Απλώς δεν ήθελα να χαλάσω το χατίρι στον Δημήτρη.»

«Και γιατί αυτό;»

«Γιατί είναι φίλος μου και τον εκτιμώ πολύ.»

«Εμένα όχι;»

«Τώρα θες και απάντηση σε αυτό;»

«Ναι θέλω.»

«Εσένα απλά σε ανέχομαι γιατί δυστυχώς τυχαίνει να είσαι το αφεντικό μου.»

Σταματάει το αμάξι στην άκρη του δρόμου μιας και έχουμε μόλις φτάσει στο σπίτι της Ιωάννας και έπειτα γυρνάει το κεφάλι του προς τα πίσω καρφώνοντας με με το βλέμμα του.

«Με ανεχόσουν και όταν σε φίλαγα στη θάλασσα;»

Η ερώτηση του με πιάνει απροετοίμαστη και το μόνο που κάνω για την αποφύγω είναι να βγω από το αυτοκίνητο και να φύγω. Καθώς περπατάω προς την είσοδο ακούω την πόρτα να κλείνει δυνατά πίσω μου και εκείνον να βηματίζει βιαστικά προς το μέρος μου. Τον αγνοώ και βγάζω τα κλειδιά από το τσαντάκι μου. Προτού προλάβω να τα βάλω στην κλειδαριά με γυρνάει προς το μέρος του και με τραβάει πάνω του. Αρχίζει να με φιλάει βίαια ενώ αγκαλιάζει το πρόσωπο μου με τις παλάμες του. Νιώθω την γλώσσα του να εισχωρεί βαθιά μέσα στη δική μου και αισθάνομαι πως πετάω στον έβδομο ουρανό. Συνεχίζουμε να φιλιόμαστε για αρκετά δευτερόλεπτα ακόμα και έπειτα νιώθω το χέρι του στον κώλο μου να τον ζουλάει με δύναμη. Πλησιάζει το αυτί μου με το στόμα του και μου ψιθυρίζει «Και τώρα με ανέχεσαι;» ενώ συνεχίζει να με χουφτώνει. Πάω να τραβηχτώ από πάνω του αλλά με προλαβαίνει και με κρατάει πιο σφιχτά ενώ επιτίθεται ξανά στα χείλη μου. Προσπαθώ με κάθε κύτταρο του σώματος μου να με πείσω πως πρέπει να τον διώξω και να του αποδείξω πως δεν έχει δίκιο αλλά μου είναι τόσο δύσκολο που δεν τα καταφέρνω. Αντ' αυτού τον φιλάω πίσω με το ίδιο πάθος ενώ τυλίγω τα χέρια μου γύρω απ' το λαιμό του. Εκείνος χωρίς να χάσει χρόνο παίρνει τα κλειδιά απ' τα χέρια μου και ανοίγει την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Με πιάνει απ' το χέρι, με οδηγεί προς τα μέσα και έπειτα με κολλάει στον τοίχο και ορμάει ξανά πάνω μου. Όσο περνάει η ώρα το φιλί μας βαθαίνει όλο και περισσότερο μέχρι που νιώθω το χέρι του στο στήθος μου να με χουφτώνει. Το μυαλό μου λέει να τον σταματήσω αλλά η αίσθηση παρά είναι ευχάριστη για να το κάνω. Συνεχίζει για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα ώσπου το περνάει κάτω από το ύφασμα του φορέματος μου. Εκείνη τη στιγμή σαν να κάτι μέσα μου ξυπνάει και επιτέλους βρίσκω τη δύναμη να τραβηχτώ από πάνω του.










______________________________

Η συνέχεια που όλοι περιμένατε μετά από αρκετό καιρό.. Ελπίζω να άξιζε την αναμονή σας! Περιμένω πως και πως τα σχόλια σας και φυσικά αστεράκι αν σας άρεσε!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top