Κεφάλαιο 17
ΙΟΛΗ
Φτάνοντας στο σπίτι προσπαθώ να ξεχάσω τα σημερινά και να επικεντρωθώ μόνο στην Ιωάννα. Ανυπομονώ να ακούσω όλες τις λεπτομέρειες για το χθεσινοβραδινό της ραντεβού με τον Μιχάλη. Με το που τη βλέπω προτού προλάβω να αρθρώσω λέξη μου λέει να πλύνω χέρια και να έρθω στην κουζίνα. Το φαΐ είναι ζεστό λέει και προηγείται, τις κουβέντες τις κάνουμε και μετά. Κάνω ό,τι μου λέει χωρίς να της πηγαίνω κόντρα, μιας και ξέρω πως δεν πρόκειται να την πείσω για το αντίθετο και τρώω το φαγητό μου όσο πιο γρήγορα μπορώ. Στην προσπάθεια μου μας πιάνουν και τις δύο τα γέλια! Σύντομα τελειώνει και εκείνη το πιάτο της και επιτέλους έχει έρθει η στιγμή που περίμενα!
«Σε ακούω!! Μην αφήσεις την παραμικρή λεπτομέρεια απέξω!»
«Κάτσε να πλύνω μία τα πιάτα στα γρήγορα και σου τα λέω!» μου λέει ενώ σηκώνεται από το τραπέζι και αρχίζει να μαζεύει τα πιάτα
«Μάλλον με δουλεύεις!»
Την σέρνω κυριολεκτικά με τα ίδια μου τα χέρια μέχρι τον καναπέ και ξεκινάει επιτέλους να μου διηγείται το ραντεβού. Αφού υπέρ-αναλύσουμε την κάθε κίνηση και λέξη του φτάνουμε και οι δύο στο συμπέρασμα πως είναι τρελά τσιμπημένος μαζί της, απλώς λιγάκι συνεσταλμένος μιας και δεν έκανε κάποια κίνηση κατά τη διάρκεια ή το τέλος του ραντεβού. Όπως και να έχει κανόνισαν ήδη να πάνε σινεμά το ερχόμενο Σαββατοκύριακο.
Λίγες ώρες αργότερα αφού έχω κάνει μπάνιο και ισιώσω τα μαλλιά μου κάθομαι μπροστά από τον καθρέφτη και ξεκινάω να βάφομαι. Αποφασίζω να κάνω κάτι ελαφρύ που να τονίζει κυρίως τα μάτια μου. Στέκομαι μπροστά από την ντουλάπα και προσπαθώ να αποφασίσω τι να βάλω. Καταλήγω σε ένα έξωμο μαύρο αέρινο φόρεμα που φτάνει λίγο πιο πάνω από τα γόνατα, συνδυάζοντας το με τα αγαπημένα μου καφέ σανδάλια. Ψεκάζω λίγο από την κολόνια μου και είμαι έτοιμη! Με τα παιδιά είχαμε κανονίσει να βγούμε απόψε στο Κιοτάρι, το οποίο αν και μία ώρα μακριά είναι ιδανικό για βόλτες γύρω από την ακρογιαλιά.
Αφού ετοιμαστεί και η Ιωάννα τηλεφωνούμε στον Δημήτρη να έρθει να μας πάρει όπως και είχαμε κανονίσει. Στο αμάξι βρίσκεται και η Νικολέτα και για ακόμη μια φορά σε όλη τη διαδρομή οι δυο τους είναι όλο γελάκια και πειράγματα. Λίγο η παρέα, λίγο η μουσική με κάνουν να μην πάρω χαμπάρι για το πότε φτάσαμε. Παρκάρουμε το αμάξι κοντά στο κέντρο και κάνουμε βόλτες στο πλακόστρωτο με θέα τη θάλασσα. Κάποια στιγμή ο Δημήτρης απομακρύνεται για να συνεννοηθεί με τον Παύλο για το που βρίσκεται, μιας και είχαμε κανονίσει να μας συναντήσει εδώ. Αρπάζω την ευκαιρία και ξεκινάω να λέω και στη Νικολέτα για τα τελευταία γεγονότα.
«Καλά Ιόλη άμα σου πω ότι το περίμενα τι θα μου έλεγες; Ε ναι τόση ένταση ανάμεσα σας δεν εξηγείται αλλιώς. Κάποια στιγμή θα γινόταν! Άντε τέλεια φτιαχτήκατε όλες σας, τώρα μόνο εγώ έμεινα!»
«Αχ θα τρελαθώ! Αυτό κατάλαβες εσύ μετά από όλα όσα σου είπα;»
«Και μην το παίζεις αθώα εσύ κυρία μου! Όλο ψου ψου ψου και γελάκια είσαι με τον Δημήτρη.» της λέει η Ιωάννα και την σκουντάει στον ώμο
Για καλή της τύχη προτού προλάβει να απαντήσει εμφανίζεται ο Δημήτρης με τον Παύλο και την Μαριάννα. Στην όψη της ρολάρω τα μάτια μου και απορώ γιατί πάντα ξεπροβάλει πάντα από εκεί που δεν την περιμένεις. Συνεχίζουμε τη βόλτα και επικεντρώνομαι στην Ιωάννα, μιας και η Νικολέτα έχει κολλήσει πάνω στο Δημήτρη και η Μαριάννα πάνω στον Παύλο. Κάποια στιγμή χάνομαι στις σκέψεις μου και καθώς περπατάμε, τα παιδιά μπροστά μας σταματάνε ξαφνικά. Σηκώνω το βλέμμα μου και από το πουθενά βλέπω εκείνον καθισμένο στο παγκάκι να με κοιτάζει. Προσπαθώ να καταλάβω αν το φαντάζομαι όλο αυτό αλλά το βλέμμα του μου επιβεβαιώνει πως είναι όντως στα αλήθεια εδώ μπροστά μου.
«Αχιλλέα μου, ήρθες τελικά!» πετάγεται η Μαριάννα και τον πλησιάζει όλο χαρά
Εκείνος της χαμογελάει ψυχρά και στρέφεται στο Δημήτρη. Από την αντίδραση του φαίνεται πως και εκείνος δεν τον περίμενε εδώ. Ώστε είναι καλεσμένος της Μαριάννας... Αφού χαιρετηθεί με το Δημήτρη στρέφεται προς τους υπόλοιπους και ψελίζει ένα αμήχανο "Γεια" κοιτώντας πρώτα τα παιδιά και έπειτα εμένα. Όσο νευριασμένη και να είμαι μαζί του δε μπορώ να κρύψω το πόσο όμορφος είναι τώρα. Φοράει ένα σκούρο καφέ πουκάμισο με ανοιχτά τα πρώτα δύο κουμπιά και ένα μαύρο παντελόνι. Το μάτι μου άθελα μου πηγαίνει στο ακάλυπτο στέρνο του και στα σηκωμένα του μανίκια που φανερώνουν τα γυμνασμένα του χέρια. Προσπαθώ να επαναφέρω την τάξη στο μυαλό μου απομακρύνοντας το βλέμμα μου από πάνω του.
Συνεχίζουμε τη βόλτα και καταλήγουμε σε ένα όμορφο γραφικό τσιπουράδικο κοντά στη θάλασσα. Παραγγέλνουμε μια ποικιλία με κρεατικά στη μέση και ρακόμελα για όλους. Αρχίζουμε να συζητάμε όλοι μαζί, παρόλα αυτά γρήγορα δημιουργούνται πηγαδάκια· τα αγόρια μεταξύ τους και εγώ με την Ιωάννα και τη Νικολέτα. Όσο για τη Μαριάννα, οι προσπάθειες που κάνει για να τραβήξει την προσοχή από τον Αχιλλέα είναι απίστευτα γελοίες και αποτυχημένες. Όσο περνάει η ώρα τα ρακόμελα έρχονται και φεύγουν και χωρίς να το καταλάβω έχω κάνει ένα καλό γερό κεφάλι. Κάποια στιγμή η Ιωάννα και η Νικολέτα πηγαίνουν τουαλέτα, ευκαιρία που δεν αφήνει να πέσει χαμένη ο Παύλος, μιας και απευθείας κάθεται στην άδεια πλέον θέση δίπλα μου και μου πιάνει την κουβέντα. Το μυαλό μου παρά είναι ζαλισμένο για να δώσει βάση σε οτιδήποτε βγαίνει αυτή τη στιγμή από το στόμα του οπότε χάνομαι για ακόμη μια φορά στις σκέψεις μου και απλά του νεύω θετικά.
Το μάτι μου πέφτει στον Αχιλλέα και τη Μαριάννα, η οποία μόνο που δεν τον έχει χουφτώσει με το χέρι της πάνω στο μπούτι του. Το θέαμα μου προκαλεί αηδία και θυμό ταυτόχρονα. Σήμερα φίλαγε εμένα, τώρα αφήνει την Μαριάννα να τον πασπατεύει και αύριο ποιος ξέρει ποια άλλη. Θέλω να τον κάνω να το μετανιώσει και ο μόνος τρόπος που μπορώ να σκεφτώ είναι να τον κάνω να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Αφήνω το αλκοόλ να καθοδηγήσει τις κινήσεις μου και αρχίζω να χαϊδεύω τον Παύλο στην πλάτη όσο του μιλάω και χαμογελάω σε κάθε λέξη του. Δεν ξέρω αν θα ζηλέψει ή αν καν θα τον νοιάξει αλλά αυτή τη στιγμή είναι το μόνο πράγμα μπορώ να σκεφτώ για να κάνω, όσο παιδιάστικο κι αν είναι. Ο Παύλος ζητάει μια γύρα σφηνάκια για εμένα και εκείνον και το πίνω μονορούφι. Ο Αχιλλέας μου ρίχνει ένα ανησυχητικό βλέμμα όσο το κάνω αλλά τον αγνοώ. Τώρα τον έπιασε ο πόνος για μένα;
Μετά από λίγο αποφασίζουμε να πληρώσουμε και να πάμε για μία τελευταία βόλτα στην παραλία προτού φύγουμε. Ο Παύλος πάει να φέρει το αμάξι του στον κεντρικό μαζί με την Μαριάννα, μιας και το είχε παρκάρει μακριά, και οι υπόλοιποι καθόμαστε στην αμμουδιά και χαζεύουμε τη θέα. Ο Δημήτρης με τη Νικολέτα αρχίζουν να κάνουν πλάκα μεταξύ τους και εκείνος την πειράζει προκαλώντας την να βουτήξει στη θάλασσα. Εκείνη αρχικά διστάζει αλλά με εκείνον να επιμένει πως δεν τολμάει εν τέλη υποκύπτει και χωρίς να το περιμένουμε βγάζει τα παπούτσια και το φόρεμα της και μένει μονάχα με τα εσώρουχα. Μπαίνει στη θάλασσα μέχρι τα γόνατα και προκαλεί τον Δημήτρη να κάνει και αυτός το ίδιο. Εκείνος χωρίς να χάσει χρόνο μένει μόνο με το μποξεράκι και βουτάει μαζί της. Γρήγορα στρέφονται προς το μέρος μας και μας προκαλούν να κάνουμε το ίδιο. Δεν ξέρω αν φταίει το αλκοόλ αλλά κάτι μέσα μου με παρακινεί να βγάλω το φόρεμα μου και να βουτήξω και εγώ στο νερό. Ακολουθεί και η Ιωάννα και έξω μένει μόνο ο Αχιλλέας. Αρχικά φαίνεται διστακτικός αλλά τα παιδιά επιμένουν μέχρι να λυγίσει. Με κοιτάζει στα μάτια και έπειτα βγάζει τα ρούχα του και βουτάει στη θάλασσα. Το βλέμμα μου πέφτει πάνω στους καλοσχηματισμένους του κοιλιακούς και στα γυμνασμένα του πόδια για ακόμα μία φορά. Εκείνος έρχεται προς το μέρος μου και μηχανικά απομακρύνομαι προς τα πίσω. Τα παιδιά έχουν πιάσει κουβέντα μεταξύ τους ενώ παίζουν με τα νερά κάθε τόσο πιτσιλώντας ο ένας τον άλλον. Εγώ θέλοντας να αποφύγω να περάσω από δίπλα του απέχω μένοντας μόνη μου. Δεν ξέρω αν το κάνει επίτηδες ή φταίει το νερό αλλά όσο περνάνε τα λεπτά πλησιάζει όλο και πιο πολύ προς το μέρος μου με αποτέλεσμα να καταλήγουμε να βρισκόμαστε κάποια μέτρα μακριά από τα παιδιά.
«Είσαι πολύ όμορφη σήμερα.»
Μου λέει ενώ με κοιτάζει στα μάτια με γλυκό ύφος. Πρώτη φορά τον βλέπω τόσο ευάλωτο μαζί μου και μπορώ να πω πως μου αρέσει πολύ. Περιμένει κάποια απάντηση αλλά εγώ μένω σιωπηλή ενώ στρέφω το βλέμμα μου προς τα κάτω.
«Σε πείραξε που ήρθα;»
«Όχι. Εξάλλου είτε είσαι μαζί μας είτε όχι αδιάφορο μου είναι.»
«Δηλαδή θες να πεις ότι σου περνάω αδιάφορος;» μου λέει με βραχνή φωνή καθώς έρχεται προς το μέρος μου «Άλλο μου έδωσες να καταλάβω το πρωί όταν σε φίλαγα.» συνεχίζει ενώ τοποθετεί μία τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αφτί μου
«Μάλλον θα παρανόησες.» ψελλίζω μετά βίας με τρεμάμενη φωνή
«Θα το δούμε αυτό.» μου λέει με βλέμμα αρπακτικού λίγο πριν κατασπαράξει τη λεία του
Χωρίς να χάσει χρόνο ορμάει στα χείλη μου ενώ περνάει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου κάτω από το νερό. Το φιλί του έχει μία γεύση από αλκοόλ και θάλασσα. Τα χείλη του δαγκώνουν απαλά τα δικά μου και η γλώσσα του εισχωρεί στο στόμα μου. Νιώθω τη θερμοκρασία να ανεβαίνει επικίνδυνα και δε μπορώ να κάνω τίποτα άλλο πέρα απ' το να το απολαύσω. Το φιλί μας δεν κρατάει πολύ αλλά είναι αρκετό για να με κάνει να νιώσω πεταλούδες χαμηλά στο στομάχι μου.
Κοιταζόμαστε για λίγα δευτερόλεπτα που στο μυαλό μου φαντάζουν με αιώνες και στρεφόμαστε και οι δύο προς την μεριά του δρόμου απ' όπου και ακούγεται η μηχανή του αυτοκινήτου του Παύλου. Αυτόματα το μυαλό μου πάει στα παιδιά και εύχομαι να παρά ήταν απασχολημένοι στο οτιδήποτε κάναν και να μην υπήρξαν θεατές στο φιλί μας. Τα παιδιά βγαίνουν στην αμμουδιά και ακολουθούμε και εμείς. Ο Παύλος και η Μαριάννα μας πλησιάζουν αναρωτώμενοι για το τι έχει συμβεί και τους εξηγεί ο Δημήτρης. Αποφασίζουμε να κάτσουμε για μερικά λεπτά στην αμμουδιά μπας και στεγνώσουμε λιγάκι προτού βάλουμε ξανά τα ρούχα μας. Παρατηρώ πως από τη στιγμή που ήρθε, η Μαριάννα με κοιτάζει με βλοσυρό ύφος έχοντας τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. Αναρωτιέμαι αν πρόλαβε να δει κάτι και προσποιούμαι πως δεν έχω αντιληφθεί το ύφος της. Αφού ντυθούμε ξεκινάμε να περπατάμε προς τα αμάξια για να φύγουμε. Στο δρόμο ακούω τη Μαριάννα να ζητάει από τον Αχιλλέα αν θέλει να το συνεχίσουν κάπου μαζί αλλά εκείνος αρνείται με πρόφαση πως είναι αρκετά κουρασμένος. Εκείνη ηττημένη μπαίνει στο αμάξι του Παύλου βαρώντας την πόρτα πίσω της χωρίς καν να μας χαιρετήσει. Αφού καληνυχτίσουμε τον Παύλο περπατάμε μερικά μετρά παρακάτω, όπου και είναι παρκαρισμένα τα αμάξια των αγοριών. O Aχιλλέας μας καληνυχτίζει και αφού με κοιτάξει για τελευταία φορά μπαίνει στο αυτοκίνητο του και γκαζώνει μακριά.
______________________________
Ο Αχιλλέας δε μπόρεσε να κλείσει ούτε 24ωρο μακριά από την Ιόλη, αλλά δεν τον κατηγορώ. Λίγο το αλκοόλ, λίγο το θαλασσινό νερό και η παρέα και είδατε που καταλήξαμε!
Η ερώτηση που θέλω να σας κάνω σε αυτό το κεφάλαιο είναι η εξής:
Ποια είναι η αγαπημένη σας κατηγορία μυθιστορημάτων;
Εμένα αν δεν το έχετε υποψιαστεί ήδη είναι φυσικά και τα ρομαντικά!
Προσοχή!!! Μην ξεχνιόσαστε!!! Θέλω αστεράκι 🌟 από όλους σας και εννοείται σχόλιο! Με βοηθάνε πολύ ακόμα και να μην το πιστεύετε. Η επαφή με τους αναγνώστες είναι το έξτρα κίνητρο που χρειάζεται κάθε συγγραφέας για να συνεχίσει να γράφει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top