Κεφάλαιο 16

ΑΧΙΛΛΕΑΣ

Στο κεφάλι μου επικρατεί σκέτο χάος και το μυαλό μου ασυναίσθητα πάει σε ένα και μοναδικό μέρος. Η Λίνδος είναι το χωριό των παιδικών μου χρόνων, εκεί είναι το πατρικό μου και το μέρος που μεγάλωσα και από το οποίο έχω τις περισσότερες και καλύτερες αναμνήσεις. Κάθε φορά που θέλω να καθαρίσει το μυαλό μου αυτό είναι το μέρος διαφυγής μου. Χωρίς να το πολύ σκεφτώ βάζω ξανά μπρος με προορισμό τη Λίνδο. Στη διαδρομή το μόνο που σκέφτομαι είναι η Ιόλη και το φιλί μας. Από τη μία νιώθω τελείως μαλάκας που παρασύρθηκα και τη φίλησα και απ' την άλλη δε μπορώ να σταματήσω να χαμογελάω από την ώρα που έγινε. Από την πρώτη μέρα που έπεσε το βλέμμα μου πάνω της βαθιά μέσα μου ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα γινόταν το αναπόφευκτο, όπως και έγινε, απλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ στον εαυτό μου ειδικά με τη συμπεριφορά της απέναντι μου όλον αυτόν τον καιρό. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο δρόμο και να τη βγάλω από το μυαλό μου τουλάχιστον για τώρα.

Μέσα σε μία ώρα έχω φτάσει. Παρκάρω έξω από το πατρικό μου και σβήνω τη μηχανή. Η κυρία Ελένη βρίσκεται στην αυλή και περιποιείται τα φυτά στον κήπο όπως συνήθως. Προτού καλά καλά προλάβω να βγω από το αμάξι με έχει πάρει χαμπάρι και σπεύδει προς το μέρος μου.

«Αγόρι μου καλώς ήρθες! Μας έλειψες τόσο πολύ!! Η μάνα σου θα ξετρελαθεί! Το ξέρει;;» λέει με μια ανάσα καθώς με παίρνει μια ζεστή αγκαλιά

Η κυρία Ελένη είναι χρόνια φίλη με τη μαμά μου και αν και δεν έχουμε συγγένεια την έχω σαν θεία μου. Από όταν ήμουν μικρός τη θυμάμαι στο σπίτι να βοηθάει τη μάνα μου είτε με τον κήπο, είτε με τις δουλειές ακόμα και με την ανατροφή μου και της αδερφής μου. Ήταν πάντα εκεί για μας, και στα δύσκολα και στα εύκολα και πλέον τη θεωρούσαμε όλοι εδώ μέσα οικόγενειά μας.

«Ελένη μου και μένα μου λείψατε. Όχι, δεν ήταν προγραμματισμένο να έρθω.»

«Έλα παλικάρι μου, πάμε μέσα να σε δει και η Αργυρούλα να χαρεί!»

Μπαίνουμε στο σπίτι και κατευθυνόμαστε προς την κουζίνα, όπου και βρίσκεται η μητέρα μου. Σαν να το ήξερε πως θα ερχόμουν μαγειρεύει Λακάνη, ένα ντόπιο πιάτο της Ρόδου και πολύ αγαπημένο μου. Της παίρνει μερικά δεύτερα να αντιληφθεί την παρουσία μου αλλά όταν το κάνει τρέχει κατά πάνω μου και με γεμίζει με φιλιά και αγκαλιές.

«Θωρείς ποιον σου 'φερα Αργυρούλα;»

«Αχιλλέα μου! Τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή! Πότε ήρθες και δεν σε πήρα χαμπάρι;»

«Καλέ στο τσεπούλι ήμουν και έφτιανα τα βαζάνια. Και ξάφνου τον θωρώ μπροστά μου.»

«Έπρεπε να μας το έλεγες από χθες, δε θα άφηνα τον πατέρα σου να τρέχει στα χτήματα άμα ήξερα ότι θα ήσουν εδώ.»

«Δεν πειράζει μάνα, θα τον δω το απόγευμα. Εσείς πως είστε;»

«Εμείς μια χαρά είμαστε όπως μας θωρείς. Άσε μας εμάς. Εσύ πως και έτσι ξαφνικά ήρθες να μας δεις; Άσε το λακερντί και πες μας τι έγινε.»

«Τίποτα δεν έγινε κυρά Λένη μου. Σας πεθύμησα και ήρθα να σας δω.»

«Άστα αυτά μα εμένα δε με ξεγελάς. Όλο και κάποιο καμό θα 'χεις. Σε ξέρω 'γω πολύ καλά.»

«Κανένα καημό Ελένη μου. Όλα πάνε κατ' ευχήν.»

«Ξάννα καλά να είναι χωραΐτισσα τουλάχιστον αυτή που σε ταλαιπωρεί!» λέει η Ελένη και κουνάει το κεφάλι της δεξιά και αριστερά ενώ μπαίνει μέσα στην κουζίνα και αρχίζει να κόβει το κατσικάκι· τελικά με ξέρει πολύ καλά..

«Αχιλλέα μου πες μας για το γυμναστήριο. Πως πάνε οι δουλειές; Ο Μιχάλης καλά είναι; Να του δώσεις τα χαιρετίσματα μου!» με το που ακούω τη λέξη γυμναστήριο το μυαλό μου πάει απευθείας εκεί και στο γεγονός πως ξέχασα τελείως να ενημερώσω για την απουσία μου

«Όλα πάνε πολύ καλά μάνα, και ο Μιχάλης μια χαρά.»

«Που τα 'χεις τα αντζιά Αργυρώ;»

Τις αφήνω να συνεχίσουν τις ετοιμασίες για το φαγητό και εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να τηλεφωνήσω στον Μιχάλη. Υπό άλλες συνθήκες θα ενημέρωνα τη γραμματεία, αλλά προφανώς και κάτι τέτοιο στην παρούσα φάση θα ήταν πολύ άβολο. Αφού του πω την πρώτη δικαιολογία που μου έρχεται στο μυαλό το κλείνω και βγαίνω έξω στην αυλή. Πρέπει να ξεφύγω και ο μόνος τρόπος για να το κάνω αυτό είναι με γυμναστική. Φέρνω τα βάρη που έχω στο δωμάτιο μου στην αυλή και ξεκινάω χαλαρή προπόνηση. Όσο περνάει η ώρα η ζέστη γίνεται όλο και πιο αφόρητη. Βγάζω την μπλούζα μου και μένω μόνο με τη φόρμα. Νιώθω τον ιδρώτα να καίει στο μέτωπο μου αλλά δεν πτοούμαι. Ξαφνικά βλέπω την Νεφέλη από μακριά να τρέχει κατά πάνω μου. Αφήνω τα βαράκια και την παίρνω αγκαλιά.

«Αχιλλέα μου, μου έλειψες!» με κοιτάζει γεμάτη χαρά και ενθουσιασμό

«Και μένα Νεφέλη μου!»

Την φιλάω στο μέτωπο και πάμε μαζί προς το σπίτι. Με το που εισέλθουμε μέσα οι μυρωδιές από την κουζίνα μου σπάνε τη μύτη και κατευθυνόμαστε προς τα εκεί. Εκεί βρίσκεται η κυρία Ελένη που επιβλέπει το φαγητό στο φούρνο.

«Λοιπόν εγώ πάω να κάνω ένα γρήγορο ντουζ και έρχομαι να φάμε. Σε αφήνω σε καλά χέρια!» λέω κοιτώντας την Νεφέλη και φεύγω προς το μπάνιο. Αφού πλυθώ και αλλάξω σε καθαρά ρούχα επιστρέφω στην κουζίνα. Το φαγητό είναι ήδη σερβιρισμένο στα πιάτα και τα κορίτσια γύρω από το τραπέζι. Κάθομαι δίπλα από την Νεφέλη και ξεκινάμε να τρώμε τις νοστιμιές που ετοίμασαν.

«Πάντως αδελφούλη είχες καιρό να κατέβεις. Μας έλειψες!»

«Έχεις δίκιο αλλά με φάγαν οι δουλειές. Υπόσχομαι να έρχομαι πιο συχνά. Και 'σείς μου λείψατε.»

«Σκεφτόμουν να ανέβω και εγώ για κάποιες μέρες. Ήρθε η Ναταλία και θέλω οπωσδήποτε να τη δω. Και αφού θα ανέβω μπορώ να έρχομαι για κάποιες ώρες και στο γυμναστήριο να σας βοηθάω. Θυμάμαι που μας έλεγες την τελευταία φορά που ήρθες πως είχατε έλλειψη στη γραμματεία.»

«Να ρθεις να δεις και τις αλλαγές που κάναμε. Όσο για τη δουλειά μην το σκέφτεσαι. Το θέμα έχει λυθεί.»

«Αχιλλέα άστα αυτά. Μου το λες έτσι για να μην έρθω. Αφού ξέρεις ότι μ' αρέσει να βοηθάω.»

«Μπέσα δεν χρειάζεται να έρθεις. Αν και πολύ θα το ήθελα αλλά βρήκαμε υπάλληλο.»

«Μπράβο βρε αδερφούλη, οπότε τώρα θα είστε μια χαρά φαντάζομαι.»

«Ας τα λέμε..»

«Τι δεν κάνει καλά τη δουλειά του;»

«Κοπέλα είναι και όσο για τη δουλειά δε μπορώ να πω.. καλή είναι.»

«Ε και τότε που είναι το πρόβλημα;»

Προτού προλάβω να απαντήσω χτυπάει το κινητό μου. Το όνομα που αναγράφεται στην οθόνη είναι Μαριάνα. Υπό άλλες συνθήκες θα το αγνοούσα αλλά και μόνο που με έβγαλε από τη δύσκολη θέση να απαντήσω στην Νεφέλη φεύγω από το τραπέζι και το σηκώνω.

«Αχιλλέα μου. Τι κάνεις; Καιρό είχα να ακούσω νέα σου. Η αλήθεια είναι πως περίμενα να με πάρεις κάποιο τηλέφωνο αλλά τέλος πάντων...» ξεκινάει τη γκρίνια και μετανιώνω ήδη που το σήκωσα

«Καλά είμαι Μαριάννα εσυ;»

«Καλά και εγώ.. Σε πήρα να σε ρωτήσω αν ήθελες να έρθεις απόψε μαζί μας. Έχουμε κανονίσει με τα παιδιά να βγούμε στο Κιοτάρι παραλιακά.»

Με το που λέει με τα παιδιά στο μυαλό μου ερχεται κατευθείαν εκείνη. Άραγε θα έρθει; Όπως και να 'χει δεν πρέπει να τη δω ειδικά μετά τα σημερινά. Βρίσκω την πρώτη δικαιολογία που μου έρχεται στο μυαλό και το κλείνω βιαστικά. Επιστρέφω στην κουζίνα και τελειώνω το φαγητό μου. Σύντομα φτάνει και ο πατέρας μου από τη δουλειά και καθόμαστε να τα πούμε όλοι μαζί στο σαλόνι.



Οι ώρες περνάνε γρήγορα και σύντομα έρχεται το βράδυ. Όσο και να προσπαθώ δε μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου την Ιόλη. Θέλω να τη δω σαν τρελός κι ας της φέρθηκα σαν μαλάκας. Περνάει άλλη μια ώρα αλλά εγώ ακόμα εκεί.. Ας πάει να γαμηθεί. Θα πάω και ό,τι γίνει!

Στέλνω μήνυμα στην Μαριάννα πως όλα εντάξει και πως τελικά μπορώ να έρθω. Κατευθείαν μου απαντάει με την τοποθεσία και ώρα και δεν παραλείπει να μου πει το ποσό χαρούμενη είναι που κατάφερα να έρθω και να τη δω. Την αφήνω στο διαβάστηκε και πηγαίνω στο παλιό δωμάτιο να ετοιμαστώ. Για καλή μου τύχη βρίσκω ένα υφασμάτινο παντελόνι και μία μαύρη πόλο μπλούζα που είχαν ξεμείνει στη ντουλάπα μου από παλιά. Αφού αποχαιρετήσω την οικογένεια και αφού ακούσω τα γνωστά παρακλητικά της μάνας να μείνω για το βράδυ ξεκινάω το αμάξι με προορισμό το Κιοτάρι.

Μέσα σε ένα εικοσάλεπτο είμαι εκεί. Βγαίνω από το αμάξι και πηγαίνω προς την παραλιακή. Κάνω βόλτες πάνω κάτω από την ανυπομονησία μου μπας και περάσει πιο γρήγορα η ώρα και φανούν αλλά τίποτα. Κάθομαι στο πρώτο παγκάκι που βρίσκω μπροστά μου και χάνομαι στις σκέψεις μου κοιτώντας τα κύματα που σκάνε ρυθμικά στην άμμο. Ξαφνικά ακούω τη φωνή του Δημήτρη και στέφομαι προς τα εκεί. Μπροστά είναι η Νικολέτα με τον Δημήτρη, πίσω ακολουθούν η Μαριάνα με τον Παύλο και έπειτα η Ιωάννα με την Ιόλη. Το βλέμμα μου πέφτει απευθείας πάνω της και μένει εκεί. Είναι για ακόμη μια φορά πανέμορφη! Εκείνη αργεί να με αντιληφθεί και όταν το κάνει παγώνει και σουφρώνει τα χείλια της. Θα δυσκολευτώ πολύ να μείνω μακριά της απόψε..


_________________________________

Αγαπημένοι μου αναγνώστες,
όπως ήδη θα παρατηρήσατε έχω αρκετό καιρό να ανεβάσω κεφάλαιο ή να απαντήσω στα σχόλια σας και αυτό είναι σίγουρα κάτι για το οποίο δεν είμαι περήφανη. Δυστυχώς όμως η ζωή τρέχει και μαζί με αυτήν και οι υποχρεώσεις. Τον τελευταίο καιρό δεν είχα καθόλου ελεύθερο χρόνο γι' αυτό και ανέβαλα για ένα χρονικό διάστημα το γράψιμο. Παρόλα αυτά κατάφερα να ολοκληρώσω το σημερινό κεφάλαιο και να σας το ανεβάσω. Εύχομαι να σας άρεσε και να άξιζε την αναμονή σας. Ελπίζω να καταφέρω σύντομα να ανεβάσω και το επόμενο και να επανέλθω στους κανονικούς ρυθμούς της ιστορίας.



Πρώτο φιλί και ο Αχιλλέας το έβαλε ήδη στα πόδια. Αν δεν είναι αυτό red flag πείτε μου εσείς..! Δεν είχαμε μεγάλες εξελίξεις σε αυτό το κεφάλαιο αλλά σίγουρα παίρνουμε μία καλή γεύση από την οικογένεια του Αχιλλέα.
Η ερώτηση που θα σας κάνω σε αυτό το κεφάλαιο είναι η εξής: Πόσο καιρό ασχολείστε με το Wattpad (ανάγνωση/γραφή βιβλίων);
Μην ξεχάσετε σχόλιο και αστεράκι!!
ΥΓ: Σας αφήνω ένα λεξικό με τα Αρχαγγελίτικα από τη Ρόδο, το χωριό της κυρίας Ελένης, γιατί είμαι σίγουρη πως θα σας χρειαστούν!!

τσεπούλι = κήπος
βαζάνια = μελιτζάνες
λακερντί = συζήτηση
καμός = καημός
ξάννα καλά = πρόσεξε καλά
χωραήτης = συγχωριανός, από τη Ρόδο
αντζιά = οικιακά σκεύη

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top