Ενότητα 7-Το Πρώτο Φιλί Μας

Κεφάλαιο 20

Δημιουργώ ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη μου και μένω να κοιτάω τους ανθρώπους που χορεύουν ξέγνοιαστοι στην πίστα. Είναι σαν ήδη να ξέχασαν ό,τι κακοτυχία συνέβη το προηγούμενο βράδυ. Βέβαια, φταίει το ευδιάθετο κλίμα που δημιούργησε ο Λούσιφερ με το χιούμορ του. Κάποια στιγμή μάλιστα άρχιζε να κοιμάται όρθιος και αναγκαζόμουν να τον σκουντάω που και που, καθώς πάντρευε τους πλέον νεόνυμφους, κάτι το οποίο έκανε το κοινό να γελάει.

Έτσι φτάσαμε στην πίστα, να φάμε και να χορέψουμε. Έχουν περάσει ήδη δυο ώρες και φαίνεται σαν μόλις να ξεκινήσαμε. Εγώ κάθομαι στην καρέκλα μου σαν να με έχουν δέσει εδώ πέρα και απλά κοιτάω γύρω-γύρω, τους άλλους που τρώνε, που συζητάνε, τον Άρτσι που χαζεύει την πανέμορφη νύφη του, τον Λούσιφερ που κοιμάται... κοιμάται;

Αναστενάζω με ένα απλό χαμόγελο και στηρίζοντας το πηγούνι στο πίσω στήριγμα της καρέκλας, μένω να τον κοιτάω που έχει σταυρώσει τα χέρια στο στήθος του και έχει αφήσει το κεφάλι να κρέμεται μπροστά. Θα πρέπει να ήταν εξουθενωτικό για εκείνον μετά από όλα εκείνα τα ποτά να πρέπει να μείνει ξύπνιος για να συμμαζέψει ό,τι χάλι προκλήθηκε χθες τι από τον ίδιο, τι από την νύφη και τις παρανύμφους της. Συνεχίζω να νιώθω άσχημα βέβαια που δεν του στάθηκα δίπλα να τον βοηθήσω, αλλά και μόνος μια χαρά τα έβγαλε πέρα, δεν λέω. Μπορεί να του ήμουν και εμπόδιο, οπότε, ναι, καλύτερα.

Ο Άρτσι δίπλα του τον σκουντάει με τον αγκώνα και αυτό τον κάνει να ξυπνήσει για άλλη μια φορά μέσα στην ημέρα. Πρώτο πράγμα τα μάτια του πέφτουν πάνω μου, κάνοντας με έτσι να συνειδητοποιήσω ότι τόση ώρα τον χάζευα. Τα μάγουλα μου φλέγονται αμέσως από την ντροπή και ισιώνω το σώμα μου. Ένα σύντομο πλάγιο χαμογελάκι ζωγραφίζεται στα χείλη του και στρέφει το κεφάλι του προς τον Άρτσι, ο οποίος μάλλον θέλει να τον μαλώσει επειδή δεν έχει σταματήσει να αποκοιμάται με την κάθε ευκαιρία που βρίσκει μόλις κάθεται.

Γυρνάω αμέσως το σώμα μου μπροστά και φτιάχνω το φόρεμα μου στις άκρες να είναι ίσιο. Η Ντανιέλ δίπλα μου έχει βγάλει ένα καθρεφτάκι και τσεκάρει τον εαυτό της, μήπως της χάλασε το κραγιόν από τα τρία μπρόκολα και το ένα καρότο που έφαγε. Εγώ δεν συγκρατήθηκα καθόλου. Ό,τι λιχουδιά πέρασε από μπροστά μου, φρόντισα να την καταβροχθίσω χωρίς πολλή σκέψη. Δεν θα πω ψέματα ότι δεν με πείραξε όταν σύγκρινα την Ντανιέλ με τον εαυτό μου.

«Θα σου φύγουν τα μάτια να κοιτάς όλο από 'κει», σχολιάζει η Ντανιέλ και μου παίρνει κάτι δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω ότι μιλάει σε μένα.

Εκείνη ρίχνει τα μάτια της φευγαλέα προς τον Λούσιφερ, ο οποίος είναι καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με την νύφη, τον γαμπρό και τις οικογένειες τους. Το δικό τους, σε σύγκριση με το δικό μας τραπέζι που είναι στρογγυλό, είναι παραλληλόγραμμο και χωράει τέλεια στον χώρο. Κοιτάει όλα τα τραπέζια των καλεσμένων και την ανοιχτή πίστα ακριβώς μπροστά. Αν και αυτό δεν υπήρχε πριν, μάλλον δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αλλάξουν την διακόσμηση εξαιτίας της φωτιάς.

«Δεν κοιτάω εκεί. Απλά έτυχε να πέσουν τα μάτια μου», μουρμουρίζω γιατί ξέρω πολύ καλά ότι λέω ψέματα τι στον εαυτό μου, τι στην Ντανιέλ που με έχει ήδη πάρει χαμπάρι.

Ανακαλούμαι την στιγμή που με τράβηξε μέσα σε εκείνο το δωματιάκι ο Λούσιφερ. Για κάποιον λόγο, όλα κοντά του είναι απλά σαν να πετάω στα σύννεφα και ύστερα να πέφτω με τα μούτρα κάτω γιατί ξέρω πολύ καλά ότι δεν φτάνω ούτε ολίγον τις αρέσκειες του. Υπάρχουν στιγμές που απλά οι ορμόνες μου τρελαίνονται και μόλις τον βλέπουν, τσιρίζουν να με βάλει κάτω, όμως η πραγματικότητα είναι ότι δεν είμαι τίποτα παραπάνω από μια αποτυχία με κακό γούστο στα ρούχα.

Αισθάνομαι ότι τις περισσότερες φορές ο μόνος λόγος που μου ρίχνει τα μάτια, ή έστω έχει την προσοχή του στραμμένη προς εμένα, είναι επειδή δεν θέλει να στεναχωρήσει τον Άρτσι με το να μην ασχολείται με την παιδική φίλη του αγαπημένου αδερφού του. Ξέρω πως-όσο και να μην το δείχνει-έχει τρελή αδυναμία στον Άρτσι και θα έκανε τα πάντα, όπως έκανε ήδη με το να επαναφέρει τον γάμο σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες, για να τον δει ευτυχισμένο.

«Ναι, και όπως πέφτουν, θα φτάσουν στα πόδια του», με πειράζει και γελάει με έναν τελείως αδιάκριτο τρόπο, που με κάνει να μαζευτώ στην καρέκλα μου γιατί ήδη μας κοιτάνε οι άλλοι γύρω μας.

«Βλακείες», μουρμουρίζω και αρχίζω να παίζω με τα αποφάγια στο πιάτο μου. «Το εννοώ ότι απλά έτυχε».

«Ξέρεις, ο Λούσιφερ είναι ένας πολύ περίεργος τύπος», αναστενάζει εκείνη και κλείνει το καθρεφτάκι της για να το βάλει μέσα στην τσάντα της.

Ρίχνω τα μάτια στην Ντανιέλ, η οποία πίνει λίγο από το ποτήρι κρασί της, και μένω για λίγο ανέκφραστη. Είναι τόσο κλασσάτη. Το φόρεμα της εφαρμόζει τέλεια στο γυμνασμένο ψηλό σώμα της, τα μαλλιά της χτενισμένα και ακουμπισμένα πάνω της σαν μετάξι. Είναι τόσο όμορφη. Κι εγώ θα ήθελα να ήμουν έτσι. Θα ήθελα να είχα μια ομορφιά αξιοθαύμαστη που θα έκανε τα μάτια των άλλων να πέσουν πάνω μου με ζήλεια. Κοιτάω την αντανάκλαση μου στο ποτήρι κρασί και ξεφυσάω αργά.

«Καμιά φορά αναρωτιέμαι», σκέφτεται φωναχτά, όσο-όσο να την ακούσω εγώ, και την βλέπω ξαφνικά να λυγίζει στο αυτί μου για να μου ψιθυρίσει, «άμα έχει δυνάμεις ή κάτι τέτοιο. Ποιος είναι αλήθεια;»

Παγώνω στην θέση μου. Ένα ρίγος διαπερνά το σώμα μου και με βρίσκω να ανατριχιάζω μέχρι κάτω. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έφερε σε αυτή την αμήχανη κατάσταση. Προφανώς η φαντασία της Ντανιέλ είναι έξαλλη για να λέει κάτι τέτοιο. Γιατί δεν το αρνούμαι όμως και με βρίσκω να αμφιβάλλω την αλήθεια που ξέρω; Παίρνω το ποτήρι κρασί να πιω, έτσι να βρίσκω δικαιολογία να μην σχολιάσω τα λόγια της.

Λυγίζει πίσω στην θέση της και τινάζει το μαλλί της πίσω. Της ρίχνω φευγαλέα τα μάτια και δεν φαίνεται ολίγον επηρεασμένη από τα αυτά που μου εκμυστηρεύτηκε. Αφήνω το ποτήρι πίσω στο τραπέζι, αλλά συνεχίζω να το κρατώ. Κλείνω τα μάτια και φέρνω το πρόσωπο του Λούσιφερ στις σκέψεις μου. Ισχύει ότι φέρεται περίεργα τις περισσότερες φορές και-αλήθεια πως κατάφερε να σώσει έναν γάμο σε μια βραδιά; Οι γύρω γλεντάνε και τρώνε σαν να μην κινδύνευαν οι ζωές τους μόλις κάτι ώρες πριν. Ο λαιμός μου στεγνώνει και με το που ανοίγω τα μάτια, αισθάνομαι κάποιον ανάμεσα σε μένα και την Ντανιέλ.

«Ελπίζω να περνάτε καλά», είναι η φωνή του Λούσιφερ που με ταράζει ελαφρώς και επιλέγω να μην τον κοιτάξω.

«Όταν είσαι εσύ εδώ, υπέροχα θα περάσουμε», χαχανίζει η Ντανιέλ και δεν μπορώ να καταλάβω αν το εννοεί ή ειρωνεύεται για να τον πειράξει.

«Ωραία, να ξέρω να μείνω μακριά σου, αγαπητή», αντιλέγει ο Λούσιφερ με ξεκάθαρο σαρκασμό, αδιάφορος για άλλη μια φορά για τα συναισθήματα της.

Γυρνάω το κεφάλι από την άλλη. Νιώθω το χέρι του στο στήριγμα της καρέκλας μου και αυτό με κάνει να αισθάνομαι αμήχανα. Τι είναι αυτό που με έβαλε σε σκέψεις αλήθεια; Ποιος είναι ο δικός μου λόγος να αμφιβάλλω τον Λούσιφερ και το ποιος είναι πραγματικά; Έχω πολλές ερωτήσεις που θέλω να του κάνω, ναι, αλλά δεν τον ξέρω τόσο για να μπορώ με την άνεση του Άρτσι ή της Ντανιέλ να του τις κάνω. Γραπώνω το ποτήρι αναστατωμένη από τις σκέψεις μου και ξεφυσάω.

«Χέδερ», πετάγεται ξαφνικά εκείνος και τον βρίσκω μόλις λίγα εκατοστά μακριά από το πρόσωπο μου την στιγμή που επιλέγω να γυρίσω να τους δω. «Θες να χορέψουμε;»

«Εγώ-»

Δεν προλαβαίνω καν να απαντήσω. Αρπάζει το χέρι μου και με τραβάει για να σηκωθώ όρθια. Προλαβαίνω τελευταία στιγμή να αφήσω το ποτήρι στο τραπέζι και να παρατηρήσω το πονηρό χαμόγελο στα χείλη της Ντανιέλ. Το άλλο χέρι του Λούσιφερ τυλίγεται στην μέση μου και με κολλάει πάνω του, τα μάγουλα μου σίγουρα κόκκινα από την απόσταση μεταξύ μας. Αποφεύγω ξανά να τον κοιτάξω, γι' αυτό απλά παρατηρώ τα υπόλοιπα ζευγάρια στην πίστα που χορεύουν αργά στον απαλό ρυθμό της μουσικής.

«Πως περνάς;» με ρωτάει, η φωνή του ήρεμη και χαμηλή όσο για να τον ακούσω.

«Καλά», απαντάω ξερά και προσπαθώ να συντονιστώ με τον βηματισμό του. «Συγγνώμη, δεν ξέρω να χορεύω καλά».

«Δεν πειράζει. Ευκαιρία να σου μάθω», γελάει ελαφρώς και παρόλο που θέλω να τον κοιτάξω, δεν έχω την καρδιά να το κάνω.

Αισθάνομαι τα χέρια του να με σφίγγουν παραπάνω και καθαρίζω τον λαιμό μου για να μην προδώσω την αμηχανία μου. Παίρνω ύστερα μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάω με την μύτη μου. Συγκεντρώνομαι στον βηματισμό του και τον ακολουθώ, η καρδιά μου να χτυπά γρήγορα από το άγχος μην τον πατήσω ή μην γίνω ρεζίλι στην πίστα μπροστά σε τόσα άτομα. Μόνο που βρίσκομαι στην αγκαλιά του έχω ήδη τραβήξει την προσοχή κάποιων καλεσμένων και με κάνει να αισθάνομαι κάπως.

«Πρώτο πράγμα όταν χορεύεις, πρέπει να αφήνεις το σώμα σου ελεύθερο».

Εκεί που δεν το περιμένω βγάζει το χέρι του από την μέση μου και με στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό μου. Με ξανακολλάει στο σώμα του και αυτή την φορά έρχομαι αντιμέτωπη με το πρόσωπο του σαστισμένη. Έχει ένα κουρασμένο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του, όμως τα μάτια του γυαλίζουν παιχνιδιάρικα. Μεγαλώνει το χαμόγελο του κι άλλο και αυτή την φορά κλείνει και τα μάτια, γέρνοντας το κεφάλι λίγο στο πλάι. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, να μην μπορώ να βγάλω το βλέμμα μου από πάνω του.

Είναι υπέροχος.

«Βλέπω δεν χρειάζεται να σε μάθω το δεύτερο πιο σημαντικό πράγμα», μουρμουρίζει και ανοίγει τα μάτια να με δει.

«Ποιο είναι αυτό;» τον ρωτάω όταν καταλαβαίνω ότι δεν σκοπεύει να συνεχίσει την πρόταση του.

«Πάντα να κοιτάς τον παρτενέρ σου στα μάτια».

Αφήνομαι στο άγγιγμα του πλέον. Κουνάω το σώμα στον ρυθμό του και τον εμπιστεύομαι να με κατευθύνει. Οι ώμοι μου χαλαρώνουν και έρχομαι λίγο πιο κοντά του. Ο Λούσιφερ από την άλλη δεν κάνει τίποτα για να με απομακρύνει. Αντιθέτως φαίνεται να του αρέσει που τον έχω πλησιάσει τόσο και όχι μόνο, αλλά και που έχω αφεθεί τελείως σε εκείνον. Ένα γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη του και είναι τόσο γλυκό που αμέσως η καρδιά μου χτυπά γρήγορα.

«Γιατί γελάς;»

«Απλά χαίρομαι που σε βλέπω επιτέλους να χαλαρώνεις. Είσαι τόσο σκεφτική συνέχεια, που με», σταματά την πρόταση του και πλέον εστιάζεται σε μένα, τόσο που ακόμη και οι κινήσεις του γίνονται αργές.

Στέκεται να με κοιτάει σαν να έχει χαθεί πλήρως στο πρόσωπο μου. Με κοιτάει μια στα μάτια και μια στα χείλη μου. Δεν ξέρω τι συμβαίνει ή τι σκέφτεται να κάνει, ξέρω όμως ότι η καρδιά μου κοντεύει να εκραγεί. Το χέρι του στην μέση μου με τραβάει κοντά του σαν να φοβάται ότι θα φύγω και ξαφνικά λυγίζει λίγο πιο κοντά στα χείλη μου. Κοντεύει να μου κοπεί η ανάσα, ενώ η δική του χτυπάει το δέρμα του προσώπου μου. Ανατριχιάζω ολόκληρη.

Δεν υπάρχει κανείς άλλος εκτός από εμένα και εκείνον αυτή την στιγμή. Έχω εστιάσει τόσο στο πρόσωπο του, στα ροδοκοκκινισμένα χείλη του και στα λάγνα μάτια του, που ούτε την μουσική δεν μπορώ να ακούσω. Κοντεύω να πεθάνω από την αγωνία. Τι πάει ακριβώς να κάνει; Δεν κουνιέμαι καθόλου όμως. Μένω να περιμένω την επόμενη κίνηση του.

«Λούσιφερ», πετάγεται ξαφνικά ο Άρτσι και τρομάζω τόσο που τινάζω ολόκληρο το σώμα μου ελαφρώς. «Συγγνώμη που σας διακόπτω τον χορό, αλλά πρέπει να σου μιλήσω οπωσδήποτε».

«Μα, δεν βλέπεις ότι χορεύω με την αγαπημένη μου», κόβει την πρόταση του πριν προλάβει να την τελειώσει μόλις έρχεται αντιμέτωπος με το αυστηρό βλέμμα του Άρτσι και ξεφυσάει. «Καλά».

Αποτραβιέται από πάνω μου και μου χαρίζει αμέσως ένα χαμόγελο. Μόνο τότε παρατηρώ ότι τα μάγουλα του έχουν χρωματιστεί ελαφρώς ροζ. Δεν προλαβαίνει να μου πει κάτι, όταν ο Άρτσι τον αρπάζει από το μανίκι και τον τραβάει-αν όχι σέρνει-έξω από την αίθουσα δεξίωσης. Μένω στην πίστα μόνη μου με την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή. Φέρνω το χέρι στο στήθος μου και ύστερα παίρνω μια βαθιά ανάσα για να ξεφυσήσω αργά.

Τι ήταν αυτό;

Μόνο που ανακαλούμαι πόσο κοντά στα χείλη μου ήταν προηγουμένως ο Λούσιφερ κοντεύω να τρελαθώ. Δεν το πιστεύω ότι υπήρχε περίπτωση να με φιλήσει. Δεν τελείωσε ποτέ την πρόταση του κιόλας. Τι σκόπευε να πει; Φέρνω τα χέρια στα φλεγόμενα μάγουλα μου και αποφασίζω να πάω στην θέση μου, να λιώσω εκεί με την ησυχία μου όσο σκέφτομαι αυτή την στιγμή. Παρόλο που χαίρομαι που ο Άρτσι εμφανίστηκε, από την άλλη με βρίσκω να αναρωτιέμαι αν στ' αλήθεια θα έκανε βήμα.

«Πως πήγε ο χορός;» ρωτάει ξαφνικά η Ντανιέλ, ένα σατανικό χαμόγελο στα χείλη της. «Περάσατε καλά;»

«Εεε, ναι, ναι», απαντώ τελείως χαμένη στις σκέψεις μου και ρίχνομαι στην καρέκλα μου.

Αρπάζω το ποτήρι κρασί και το κατεβάζω μονορούφι. Η άλλη δίπλα μου ακουμπά τον αγκώνα στο τραπέζι για να στηρίξει το μάγουλο στην παλάμη της και παίζει με το ποτήρι της. Γελά ελαφρώς και μόλις της ρίχνω τα μάτια μου, πίνει μια γουλιά και ύστερα ξεφυσά.

«Τον θέλεις, έτσι δεν είναι;»

Η ερώτηση της είναι τόσο ξαφνική που παριστάνω ότι πνίγομαι για να μην χρειαστεί να απαντήσω αμέσως. Αμέσως πίνω λίγο νερό και αποφεύγω να την κοιτάξω. Ξέρω ότι θα είναι ψέματα να πω πως δεν με ελκύει, αλλά θεωρώ ότι δεν είναι σωστό όταν συζώ μαζί του και εργάζομαι για εκείνον. Έχει κάνει τόσα για μένα που καλύτερα θα ήταν να συγκρατήσω τα συναισθήματα μου και απλά να τον σέβομαι για όσο με βοηθά με αυτή την κατάσταση.

«Όχι. Απλά-»

«Φαίνεται ότι ενδιαφέρεται για εσένα τουλάχιστον. Δεν τον έχω δει να κοιτάει κάποια με αυτόν τον τρόπο», πετάγεται και την βλέπω με την άκρη του ματιού μου που κοιτά το τηλέφωνο της. «Τυχερή», μουρμουρίζει τόσο χαμηλόφωνα που με το ζόρι το ακούω.

Αφήνει το τηλέφωνο μπροστά μου και προς μεγάλη μου έκπληξη βλέπω πως μας έχει τραβήξει φωτογραφία ενώ χορεύαμε. Συγκεκριμένα μας έχει πιάσει στην στάση που ήταν έτοιμος να με φιλήσει. Τα μάτια μου είναι ορθάνοιχτα, ενώ ο Λούσιφερ πραγματικά φαίνεται ότι είναι πρόθυμος να ενώσει τα χείλη μας. Ο τρόπος που με κοιτά... γιατί είναι τόσο μαγεμένος από αυτή την στιγμή;

Κρατάω το τηλέφωνο στα χέρια κάπως σοκαρισμένη. Η Ντανιέλ πίνει άλλη μια γουλιά από το κρασί της και όταν τελειώνει το αλκοόλ, κάνει νόημα σε έναν από τους σερβιτόρους να έρθει να μας γεμίσει τα ποτήρια ξανά. Εγώ για δεύτερη φορά χάνομαι στην γοητεία του Λούσιφερ, ανήμπορη να πιστέψω πόσο σφιχτά φαίνεται να με κρατούσε προηγουμένως. Όταν τον είχα κοντά μου δεν μπορούσα τόσο να εστιάσω στα πάντα, όμως όσο βλέπω την φωτογραφία τόσο καταλαβαίνω ότι το απολάμβανε πραγματικά.

Η καρδιά μου φτερουγίζει από το στήθος μου. Τώρα στεναχωριέμαι λίγο που μας διέκοψε ο Άρτσι. Τους φέρνω στο μυαλό μου άλλη μια φορά. Ο Άρτσι φαινόταν πραγματικά ενοχλημένος, εκείνη η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του να έχει κάνει την εμφάνιση της. Ο Λούσιφερ από την άλλη ήταν πολύ κουρασμένος να καυγαδίσει μαζί του. Ξαφνιάζομαι που είχε όρεξη να χορέψει κιόλας μαζί μου, όταν με το παραμικρό αποκοιμάται. Ο τρόπος που επέτρεψε στον Άρτσι να τον σύρει ήταν σαν να χαιρόταν που δεν χρειαζόταν τόσο να περπατήσει από μόνος του.

«Γεια σου, Χέδερ», ακούω μια γνώριμη φωνή και αμέσως κλειδώνω την οθόνη του τηλεφώνου της Ντανιέλ, αφήνοντας το πίσω στο τραπέζι.

«Μαρκ», αναστενάζω κάπως τσαντισμένη και παρατηρώ την Ντανιέλ, η οποία κοιτά μια εμένα, μια τον Μαρκ με τεράστιο ενδιαφέρον, ο σερβιτόρος να της γεμίζει το ποτήρι με κρασί. «Θες κάτι;»

«Μπορούμε να μιλήσουμε;»

«Δεν το κάναμε προηγουμένως αυτό;»

Καθαρίζει τον λαιμό του φτιάχνοντας το σακάκι του και λυγίζει κοντά στο αυτί μου. «Έχει να κάνει με τον Λούσιφερ».

Κερδίζει το ενδιαφέρον μου. Γυρνάω να τον δω με σουφρωμένα φρύδια. Χαρίζει ένα απλό χαμόγελο στην Ντανιέλ και εκείνη ανταποδίδει το ίδιο δεύτερο κιόλας. Παίρνει το τηλέφωνο της πίσω και πίνει λίγο κρασί. Σηκώνομαι από την θέση μου αργά και στρέφω το ανέκφραστο βλέμμα μου πάνω του, κάνοντας του νόημα να με κατευθύνει κάπου ήρεμα να μιλήσουμε. Ξαφνιάζομαι που έχει το θράσος ακόμη να μου μιλάει βασικά.

Τον ακολουθώ μέσα από τα τραπέζια όταν καταλαβαίνω ότι θέλει να βγούμε έξω, στον χώρο της πισίνας, έξω από την τζαμαρία. Κοιτάω πίσω και βλέπω τον Λούσιφερ που με ένα τεράστιο χαμόγελο ανοίγει την πόρτα και κάνει νόημα στον Άρτσι να μπει μέσα. Παρόλο που παριστάνει τον χαρούμενο, φαίνεται τέρμα ενοχλημένος. Με το που καταλαβαίνει ότι τον κοιτάω, ρίχνει τα μάτια του πάνω μου, αλλά δεν φαίνεται ιδιαίτερα ενθουσιασμένος, μάλλον που ακολουθώ τον Μαρκ. Επιλέγω να αγνοήσω την αλλαγή στην διάθεση του. Βγαίνω έξω και φροντίζω να κλείσω πίσω μου, να μην μπει όλο αυτό το κρύο μέσα. Κάνει πάρα πολύ κρύο, γι' αυτό σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου και ξεφυσάω αργά.

«Ό,τι έχεις να πεις, πες το τώρα και κάν' το σύντομα. Δεν θέλω να χάσω τον γάμο του καλύτερου μου φίλου εξαιτίας σου», δηλώνω και του ρίχνω τα μάτια ελαφρώς τσαντισμένη.

Κάθε φορά που τον βλέπω, απλά θυμάμαι τα λόγια της γυναίκας του, το ότι παντρεύτηκαν και έχουν και παιδί. Τι τώρα; Υποτίθεται ότι νοικοκυρεύτηκε με την κοπέλα που με απατούσε; Ακόμη δεν ξέρω πώς να νιώσω γι' αυτό. Βασικά δεν θέλω να νιώθω τίποτα γι' αυτό το κάθαρμα, όσο και να με πονάει κατά βάθος.

«Δεν θέλω να με μισείς, Χέδερ. Αλήθεια θέλω να ευτυχίσεις», ξεκινά με τις βλακείες του και αμέσως στριφογυρίζω τα μάτια μου για να δείξω πόσο ενοχλημένη είμαι. «Άκουσα τον Άρτσι να του λέει να μείνει πιστός στην αρραβωνιαστικιά του και να σταματήσει να σε πλησιάζει τόσο. Είχα πάει τουαλέτα και τους άκουσα που το συζητούσαν κατά λάθος».

«Γιατί να πιστέψω τα λόγια ενός ανθρώπου που το μόνο που έχει κάνει είναι να μου λέει ψέματα;» γελάω με έναν ειρωνικό τόνο και σφίγγω τα μπράτσα μου νευριασμένη.

«Θέλω να επανορθώσω, γι' αυτό σε προειδοποιώ να προσέχεις μαζί του. Δεν φαίνεται άξιος εμπιστοσύνης. Δεν θέλω να πληγωθείς... πάλι», επιμένει και ακουμπά τα χέρια του στα μπράτσα μου.

Κοιτάω αλλού για να μην δει τα βουρκωμένα μάτια μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον πιστεύω. Δεν νομίζω ποτέ να μου έχει μιλήσει με τέτοια ειλικρίνεια. Κάνω ένα βήμα πίσω και καθαρίζω τον λαιμό μου, τα χέρια του να γλιστρούν από πάνω μου. Με αηδιάζει που νομίζει ότι μπορεί να με αγγίζει με τέτοια άνεση.

«Τελείωσες;» γρυλίζω πληγωμένη και επιτέλους έρχομαι αντιμέτωπη με το βλέμμα του. «Μπορείς να επιστρέψεις στην γυναίκα και το παιδί σου, Μαρκ. Αρκετά έκανες για μένα. Δεν χρειάζεται να σε αφορά η ευτυχία μου».

«Κατάλαβα», μουρμουρίζει κάπως απογοητευμένος. «Καλή συνέχεια, Χέδερ. Αλήθεια χάρηκα που σε ξαναείδα. Να προσέχεις».

Το αφήνει με τόσο. Βλέπω τον Μαρκ που χαϊδεύει τα χέρια στο σακάκι του και ύστερα φεύγει. Περίμενε να τον ευχαριστήσω, να του δώσω μια αγκαλιά και να κάνω σαν χαζογκόμενα για πάρτη του; Δεν υπάρχει περίπτωση. Παρόλο που-για κάποιον λόγο-πιστεύω τα λόγια του, δεν θα έπεφτα τόσο κάτω ώστε να δείξω ότι με επηρέασε ή να του δείξω ευγνωμοσύνη που με προειδοποίησε.

Ακούω την πόρτα πίσω μου να κλείνει και με αυτό ξεφυσάω. Τα μάτια μου παραμένουν βουρκωμένα. Αρχίζει να νυχτώνει. Δεν φαίνεται πουθενά ο ήλιος εξαιτίας των γκρι σύννεφων, αλλά το σκοτάδι αρχίζει να κρύβει τα πάντα γύρω μου. Κρυώνω πάρα πολύ, αλλά προτιμώ να μείνω εδώ για τώρα, να ηρεμήσω λιγάκι και ύστερα να επιστρέψω στην θέση μου. Μπορεί να ζητήσω στον Άρτσι να με συγχωρέσει και να πάω στο δωμάτιο μου κιόλας. Σαν να μου κόπηκε η όρεξη να παριστάνω ότι περνάω καλά.

Ώστε ο Λούσιφερ αρραβωνιασμένος; Εξηγείται ο λόγος που ο Άρτσι είναι τόσο επιφυλακτικός με τον αδελφό του και εξ ου και η έκφραση στο πρόσωπο του όταν ήρθε να τον πάρει λίγο στην άκρη να μιλήσουν. Δεν έχει τύχει με τον γάμο να συζητήσουμε τι άποψη έχει με μένα να συζώ με τον Λούσιφερ. Δεν φαίνεται τόσο χαρούμενος, αλλά αλήθεια θα ήθελα να ξέρω ακριβώς τι πιστεύει. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με το ότι ο Λούσιφερ είναι αρραβωνιασμένος, ούτε με χαροποιεί ιδιαίτερα που είμαι μάρτυρας που απατά την αγαπημένη του με τόσες και τόσες.

Κλείνω τα μάτια να ηρεμήσω. Γραπώνω τα μπράτσα μου και αφήνω τα αεράκι να ηρεμήσει τον πονοκέφαλο που μόλις απέκτησα προσπαθώντας να μην κλάψω και σίγουρα από την παγωνιά. Για άλλη μια φορά νόμιζα ότι ήμουν σημαντική για κάποιον, αλλά είναι γραφτό όλη μου την ζωή να παραμείνω μια αποτυχία που όλοι θα ποδοπατάνε και θα κλωτσάνε στην άκρη. Νόμιζα ότι είχα μια ευκαιρία, για ένα δεύτερο, να είμαι μαζί του, αλλά σιγά.

Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top