Ενότητα 5-Η Μεθυσμένη Τριάδα

Κεφάλαιο 14

«Λούσιφερ, είναι νορμάλ που ζαλίζομαι έτσι;» ρωτάω και ανοιγοκλείνω τα μάτια αργά για να καθαρίσω την όραση μου.

«Ξέρω 'γω, είναι;» γελάει εκείνος και έχει τελειώσει το γλειφιτζούρι, όμως κρατάει το πλαστικό στο στόμα του και το δαγκώνει νευρικά.

Έχει κολλήσει τα μάτια του πάνω μου, όμως δεν ξέρω τι κοιτάει ακριβώς. Για ένα δεύτερο είναι εστιασμένα στο στήθος μου και μόλις τον πιάνω με μια κουλή γκριμάτσα στο πρόσωπο μου, γυρνάει από την άλλη και κοιτάει πέρα δήθεν σκεφτικός. Ξεφυσάει αργά και βγάζει το πλαστικό, αφήνοντας το στον πάγκο. Πηδάει κάτω και φτιάχνει το σακάκι του, εγώ προσπαθώντας να καταλάβω άμα θέλω να ρευτώ ή να κάνω εμετό.

«Θα έρθεις να πάμε να βρούμε την Άννα;» αναστενάζει κουρασμένος και έχει περάσει ήδη στην φάση που το ποτό τού έχει προκαλέσει υπνηλία.

«Πρέπει», μουρμουρίζω και με το ζόρι καταφέρνω να σηκωθώ από την καρέκλα και να ακουμπήσω το πάτωμα χωρίς να πέσω κάτω με τα μούτρα μου, «αλλιώς ο Άρτσι θα μας θυμώσει πολύ».

Στο πρώτο βήμα χάνω την ισορροπία μου και ο Λούσιφερ αμέσως τυλίγει το χέρι του στην μέση μου. Η καρδιά μου χτυπάει ανεξέλεγκτα στο στήθος μου και είμαι σίγουρη πως φαίνεται ακόμη και με το μάτι ότι είναι έτοιμη να ξεριζωθεί. Με φέρνει κοντά του και το άρωμα του-πέρα από το αλκοόλ που μυρίζω στον εαυτό μου-μου τρυπάει τα ρουθούνια και είμαι ναρκωμένη πλέον στην αγκαλιά του.

«Δεν αντέχεις το πολύ ποτό, εε;» με πειράζει και με αφήνει ελεύθερη, κάτι το οποίο με δυσαρεστεί.

«Δεν έχω συνηθίσει να πίνω», γελάω με αμηχανία και δεν μπορώ να συγκρατήσω το ρέψιμο που μου ξεφεύγει στο τέλος. «Συγγνώμη, αυτό ήταν πολύ αηδιαστικό».

Εκεί που δεν το περιμένω, ρεύεται και εκείνος. Τον κοιτάω μπερδεμένη, αλλά γελώντας ταυτόχρονα, ενώ με κοιτάει με ένα πλάγιο χαμόγελο. Φέρνει την παλάμη του στο μάγουλο μου και το χαϊδεύει με τον αντίχειρα του, αμέσως να χάνομαι στα υπέροχα μάτια του τα οποία γυαλίζουν στον κόκκινο φωτισμό.

«Τώρα είμαστε πάτσι», μουρμουρίζει και όπως τον βλέπω, απλά θέλω να τον αρπάξω και να τον φιλήσω, εδώ και τώρα, χωρίς να με νοιάζει ποιος κοιτάει. «Άσε που το κράταγα τόση ώρα μέσα μου άλλα έλεγα να φερθώ σεμνά».

«Σε πρόλαβα», λέω και προς το τέλος το γέλιο μου παραμορφώνεται.

Ξαφνιάζομαι και η ίδια με το ήχο που βγαίνει από το στόμα μου. Σουφρώνω τα φρύδια και χαμογελάω σαν μικρό παιδί, κάτι που κάνει τα μάτια του να γυαλίσουν αμέσως χαρωπά.

Με αρπάζει από το χέρι και με τραβάει προς την πισίνα. Σε όλη την διαδρομή, τα ρούχα της Άννας είναι πεταμένα παντού μέχρι που φτάνουμε στα εσώρουχα της. Ο Λούσιφερ με τον δείκτη του σηκώνει το σουτιέν της και το κοιτάει με σουφρωμένα φρύδια, ελπίζοντας ότι δεν σκέφτεται τα πρόστυχα που σκέφτομαι εγώ.

Ναι, μεθυσμένη αλλάζω προσωπικότητα και μπορώ να πω ότι το επίπεδο μου πέφτει στον πυρήνα της Γης και βγαίνει στην άλλη άκρη.

Ο φωτισμός στην πισίνα τονίζει τα χαρακτηριστικά του Λούσιφερ από κάτω και σε περίπτωση που ήμουν με κάποιον άλλον θα τρόμαζα ή θα κορόιδευα την ασχήμια του, όμως με αυτόν, ακόμη και αυτό το φως τον κάνει τέλειο και δείχνει το καλοσχηματισμένο σαγόνι του. Με παρατηρεί πως τον τσεκάρω και μου χαρίζει ένα πλάγιο χαμόγελο σαν έγκριση να συνεχίσω, κάτι που κάνει το στήθος μου να φουσκώσει από εγωισμό και περηφάνια.

«Θέλεις να μετατραπώ σε σοκολατόπιτα και να με φας ελεύθερα ή τι;» σαρκάζεται και μου σηκώνει το φρύδι, διασκεδάζοντας κάθε δευτερόλεπτο αμηχανίας μου.

«Δεν φαίνεται να είναι η Άννα εδώ», γελάω δυνατά για να αποφύγω να απαντήσω ή να αντιδράσω στα λόγια του, «ή οι άλλες κυρίες που την συνόδευαν».

«Πάντως βρεγμένες πατούσες δείχνουν πως πήγε προς τα έξω», δηλώνει και δείχνει πού τις βλέπει, κάνοντας τα μάτια μου να ψάχνουν σαν τρελά αλλά να μην βρίσκουν τίποτα εξαιτίας της θολής όρασης από το αλκοόλ. «Τα ρούχα της είναι στον διάδρομο όμως και-κάτσε, μου μυρίζει καπνός ή μου φαίνεται εμένα;»

Παίρνω βαθιές ανάσες με την προσπάθεια να μυρίσω ό,τι μυρίζει, αλλά είναι μάταιο, επειδή το μυαλό μου έχει μεθύσει στο άρωμα του και δεν λέει να το ξεχάσει. Ξαπλώνω πίσω στον τοίχο για να σταματήσω να κουνιέμαι πέρα-δώθε, αφού έχει αρχίσει να με ζαλίζει και να μου την δίνει, και τον αφήνω να με ενθουσιάσει με τα λόγια και τις απότομες κινήσεις του.

«Πρέπει να βρούμε την Άννα».

Με αρπάζει από τον καρπό του χεριού μου και κάτι σε αυτό με κάνει να χασκογελάσω, ενώ με σέρνει έξω στο κατάστρωμα. Μόλις σταματάει και εγώ κουτουλάω στην πλάτη του, ακούω ένα απότομο «σπλατς» στον νερό και είμαι σίγουρη πως με την άκρη του ματιού μου είδα μια από τις βάρκες έκτακτης ανάγκης να χάνονται στην μαύρη νύχτα.

«Πλάκα μου κάνεις», γρυλίζει ο Λούσιφερ και τον ακολουθώ να δω τι βλέπει κάτω στο νερό.

Προς μεγάλη μου έκπληξη είναι η κοριτσοπαρέα από πριν-μείον την Άννα-μέσα στην βάρκα να χασκογελάνε και να χοροπηδούν με κουτιά μπύρας στα χέρια. Δεν ξέρω άμα έχουν συνειδητοποιήσει ότι μόλις αποκόπηκαν από την κρουαζιέρα και βρίσκονται σε παγωμένα νερά του Δεκέμβρη-δεν αναφέρω το κρύο εφόσον είναι αυτονόητο-ολομόναχες. Το αλκοόλ θεοποιεί πραγματικά τα πάντα, ακόμη και κάτι τόσο επικίνδυνο.

«Πω, πω, άμα το έβλεπε ο Άρτσι αυτό θα πάθαινε έμφραγμα», προσπαθώ να μην ακουστώ ενθουσιασμένη, εφόσον το να συγκρατώ το γέλιο μου είναι πολύ δύσκολο.

Κάνω ένα βήμα πίσω, παρατηρώντας το συννεφάκι που δημιουργείται από την ανάσα μου και το κρύο μαζί, αλλά το πόδι μου πατάει νερά και με βρίσκω να σηκώνω τα χέρια στον αέρα, έτοιμη για πτώση. Πριν φιληθώ με το πάτωμα, για άλλη μια φορά ο Λούσιφερ με σώζει και τυλίγει το χέρι του στην μέση μου, τραβώντας με κοντά στο πρόσωπο του.

Εκατοστά μακριά από τα δικά μου, τα χείλη του σφραγίζουν και τα μάτια του με τσεκάρουν σαν να ψάχνουν κάτι από μένα. Μένουμε για λίγο να ξεχνάμε τους πρόσφυγες και την χαμένη-μάλλον γυμνή-νύφη. Ισιώνω το σώμα μου αργά, αλλά παραμένω κοντά του.

«Ποιος είναι η σοκολατόπιτα τώρα;» τον πειράζω και το σχόλιο μου τον ενθουσιάζει τόσο που κατεβάζει το χέρι, επίτηδες αφήνοντας το ξυστά να χαϊδέψει τα οπίσθια μου.

Συγκρατώ το μουγκρητό που θέλησε να ξεφύγει από το σχεδόν άγγιγμα του και πλησιάζω τα χείλη του, χωρίς να θέλω να κάνω εγώ το πρώτο βήμα, όμως υπονοώντας το για εκείνον. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω κάποιον να πλησιάζει πανικόβλητος από πίσω του, αλλά για μένα είναι μόνο ο Λούσιφερ και αυτά τα σαρκώδη, ρόδινα χείλη του. Οι ανάσες μας πλέον να έχουν γίνει ένα μικρό συννεφάκι και τα σώμα μας κολλημένα, είμαστε έτοιμοι και οι δυο γι' αυτό που ψάχναμε όλο το βράδυ.

«Λούσιφε-»

Πριν καν προλάβει να τελειώσει την πρόταση του, ο Λούσιφερ κάνει πίσω σοκαρισμένος, μην πω τσιτωμένος, μέχρι που συνειδητοποιεί ότι έκανε την μεγαλύτερη γκάφα της ζωής του. Ρίχνοντας όλο το βάρος πίσω και επάνω στον τυπάκο που μας διέκοψε, τον σπρώχνει εκτός πλοίου. Η πτώση του τελειώνει με ένα απότομο και δυνατό «σπλατς», αφήνοντας μας και τους δυο να κοιτιόμαστε λες και διαπράξαμε το χειρότερο έγκλημα στην ιστορία.

«Μην μου πεις ότι-»

«Ναι», με διακόπτει ο Λούσιφερ και βάζω το χέρι στο στόμα μου, η ενοχή να με πνίγει στον λαιμό για κάποιον ανεξήγητο λόγο.

«Αυτός δεν ήταν ο-»

«Είμαι σίγουρος πως ναι», με ξαναδιακόπτει και γυρνάει το σώμα απότομα για να βεβαιωθεί.

Τα πνιχτά «βοήθεια» του πάτερ Ντόναλντ μας σιγουρεύουν και τους δυο ότι μόλις ρίξαμε τον παπά από το κατάστρωμα και τον στείλαμε πετώντας στα κρύα νερά. Οι βάρκα των κοριτσιών αρχίζει να χάνεται ήδη, παρόλο που η κρουαζιέρα δεν κινείται καθόλου και τώρα έχουμε δυο προβλήματα στην θάλασσα.

Ο Λούσιφερ κοιτάει γύρω του πανικόβλητος ενώ εγώ μένω να κοιτάω μια αυτόν και μια τον παπά να πνίγεται με το άγχος να προκαλεί δυσφορία στο στομάχι μου· δεν αποκλείω και το αλκοόλ να κάνει τις διαβολοδουλειές του επίσης. Εκείνος αρπάζει ένα σωσίβιο κρεμασμένο στον τοίχο του καταστρώματος και το πετάει στο νερό με την ελπίδα ότι έστω θα κάνει κάτι κι αυτό.

Λίγο πιο πέρα παρατηρώ πως κόσμος έχει μαζευτεί και σχολιάζει το θέαμα σοκαρισμένος. Έχουν καλέσει ήδη βοήθεια από το πλήρωμα και μόλις φτάνουν οι ειδικοί, το αφήνουμε στο χέρι τους να σώσουν τι τον πάτερ, τι την κοριτσοπαρέα που έχει διοργανώσει τρομερό πάρτι στην μικρή βαρκούλα και δεν έχει πάρει ακόμη χαμπάρι τι γίνεται.

«Συγγνώμη, εγώ δεν ήθελα να-»

«Ξέχνα το, δεν φταις εσύ. Εγώ απλά δεν τον περίμενα τόσο απότομα», δηλώνει ο Λούσιφερ πριν προλάβω να τελειώσω την πρόταση μου και σηκώνει το χέρι για να με σταματήσει.

«ΛΟΥΣΙΦΕΡ, ΚΟΙΤΑ, ΠΕΤΑΩ!» φωνάζει ξαφνικά η Άννα και τραβάει την προσοχή και των δυο μας.

Δεν μας αφήνει τίποτα περιθώριο να πάρουμε μια βαθιά ανάσα, όταν βλέπουμε μια πολύ τσίτσιδη και χαζοχαρούμενη Άννα να τρέχει από 'δω και από 'κει ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια σαν να είναι κάποιο πουλάκι. Το σαγόνι μου χτυπάει το πάτωμα καθώς ο Λούσιφερ χάνει το χρώμα από το πρόσωπο του σαν να είδε φάντασμα.

«Τρελάθηκες, Άννα;!» καταφέρνει να πει και κοιτάει γύρω μας, συνειδητοποιώντας πως εκείνη μόλις έγινε ρεζίλι μπροστά σε όλους τους καλεσμένους της που έχουν βγει έξω για να δουν τι συμβαίνει.

Τρέχει προς το μέρος της βγάζοντας το σακάκι του και την κυνηγάει για να της το φορέσει. Μεθυσμένη που είναι όμως, εκείνη το θεωρεί παιχνίδι κυνηγητού και καταφέρνει με δεξιότητα να του ξεφεύγει κάθε φορά που προσπαθεί να της το πετάξει στο σώμα. Εγώ παρακολουθώ ζαλισμένη και συγκρατιέμαι να μην κάνω εμετό τόσο που κουνάω τα μάτια για να τους προλάβω.

Πιο πέρα το κοινό σχολιάζει και κοροϊδεύει την νύφη που συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο, ενώ οι πρώτες βοήθειες έχουν καταφέρει να βγάλουν τον παπά από το νερό και να τον ακουμπήσουν στο φορητό κρεβάτι. Τίποτα στο χλωμό πρόσωπο του δεν δείχνει ότι όλα θα πάνε καλά και όταν στρέφω την προσοχή μου πίσω στην Άννα που προσπαθεί να ανέβει στο γυάλινο τραπέζι, αλλά γλιστράει και πέφτει στην αγκαλιά του Λούσιφερ, είμαι σίγουρη πλέον πως τίποτα δεν θα πάει καλά.

Άμα το μάθει ή έστω το δει αυτό το Άρτσι, θα θέλουμε όλοι να πέσουμε εθελοντικά από την κρουαζιέρα για να σωθούμε.

Εκεί που όλα φαίνεται να ηρεμούν, με τον Λούσιφερ να καλύπτει την Άννα, τον παπά να μεταφέρεται μέσα για άμεση θεραπεία και την ομάδα διάσωσης να πέφτει με άλλη βάρκα για να σώσει την κοριτσοπαρέα, οι σειρήνες τις κρουαζιέρας αντηχούν σε όλο το μέρος και σίγουρα ακούγονται μέχρι την στεριά. Βάζω τα χέρια στα αυτιά μου και μόνο τότε παρατηρώ τον καπνό να έρχεται από μέσα. Ανταλλάζω μια γρήγορη ματιά με τον Λούσιφερ και σαν να προσπαθούμε μεταξύ μας να καταλάβουμε τι γίνεται.

«ΦΩΤΙΑ!» ακούγονται τσιρίδες η μια μετά την άλλη και μέσα σε λίγα λεπτά-οφείλω να πω ότι μου φάνηκαν δεύτερα έτσι μεθυσμένη και ζαλισμένη που είμαι-επικρατεί χάος.

Τα αυτιά μου βουίζουν και η όραση μου θολώνει. Βλέπω κυρίες να τρέχουν, άλλους να βγαίνουν με τα νυχτικά τους έξω πανικόβλητοι και κάποιους να προσπαθούν να σώσουν τις βαλίτσες τους. Όλα τα βλέπω σε αργή κίνηση, αλλά είμαι σίγουρη πως το αλκοόλ έχει αρχίσει να επιδρά αρνητικά στο σώμα μου και να με κάνει εφτά φορές χειρότερα.

«Χέδερ, καλά είσαι; Φαίνεσαι χλωμή», λέει ο Μαρκ και δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι τόση ώρα στεκόταν μπροστά μου και τα χέρια του χάιδευαν τα μπράτσα μου.

Χωρίς να αντέξω άλλο, το κεφάλι μου να με βαραίνει και το στομάχι μου να το αισθάνομαι πλέον στον λαιμό μου, ξερνάω ό,τι είχα πιει και φάει από το πρωί πάνω του. Θα είμαι ειλικρινής και θα πω ότι δεν ήταν ο αρχικός μου στόχος και εκείνος φταίει που βρισκόταν κοντά μου, αλλά δεν μετανιώνω ούτε δεύτερο.

«ΛΟΥΣΙΦΕΕΕΡ!» είναι η φωνή του Άρτσι που έχει μετατραπεί σε σειρήνα και μόλις γυρνάω να τον δω-δεν ξέρω άμα είναι η φαντασία μου ή η πραγματικότητα-αλλά έχει πάρει φωτιά από τα νεύρα του και θυμίζει ταύρο έτοιμο για επίθεση.

Πόσο χειρότερη μπορεί να γίνει αυτή η βραδιά εκτός από εμένα να ξερνάω στον πρώην μου;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top