Ενότητα 5-Η Μεθυσμένη Τριάδα

Κεφάλαιο 13

Η ανάσα του βρωμάει αλκοόλ και είναι πολύ δυνατό για μένα να αντέξω να μην βήξω. Δεν ξέρω πόσα ποτά έχει ανακατέψει, όμως από τα ροδοκόκκινα μάγουλα και χείλη του, ξέρω πως έχει σίγουρα μεθύσει. Γέρνει το κεφάλι ελαφρώς στο πλάι, η καρδιά μου να χτυπά τρελά από την κοντινή απόσταση που έχουμε.

«Όλα καλά, Λούσιφερ;» καταφέρνω να ρωτήσω μέσα από την αμηχανία και σουφρώνω τα φρύδια όταν χαμογελά και πατάει την άκρη της μύτης μου σαν να είμαι κάποιο παιδί.

«Ποτέ καλύτερα», απαντά και κοιτά πέρα τον διάδρομο με ένα απότομο σοβαρό ύφος. «Άμα εξαιρέσεις ότι περιμένω τις άλλες εδώ και τόση ώρα», σκέφτεται φωναχτά και ξύνει το φρύδι του. «Γυναίκες, σωστά; Ακόμα και μεθυσμένες πρέπει να ντυθούν και να φτιαχτούν και τα μαλλιά τους σαν ντίβες και τα ρούχα τους Gucci».

Τινάζει το ένα χέρι στον αέρα και το άλλο το φέρνει πιο κοντά μου στον τοίχο για να ισορροπηθεί καλύτερα, εφόσον το σώμα του κουνιέται πέρα δώθε. Μια στιγμή ανοιγοκλείνει τα μάτια σαν να ζαλίζεται. Συνέρχεται αμέσως και καθαρίζει τον λαιμό του. Δεν μπορώ να κρύψω πόσο ανήσυχη είμαι για εκείνον.

Κάνει πίσω απότομα, φέρνοντας ένα κρύο αεράκι και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου τον βλέπω να ξαπλώνει πίσω στον τοίχο του διαδρόμου απέναντί μου, τα χέρια του διπλωμένα και ένα πλάγιο χαμόγελο στα χείλη του. Τα μαύρα μάτια του έχουν μια χρυσή γραμμή από τον φωτισμό ακριβώς πάνω μας, κάτι που τον κάνει ιδιαίτερα ωραίο. Μου κόβεται η ανάσα όσο συνεχίζω να τον παρατηρώ, τα μάγουλα μου να φλέγονται ανεξέλεγκτα.

«Τι έπαθες, Χέδερ;» ρωτάει και λυγίζει το κεφάλι ελαφρώς στο πλάι, περιμένοντας ειλικρινά μια απάντηση από μένα.

«Τ-Τίποτα», τραυλίζω ενώ γελάω και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου με απερίγραπτη αμηχανία.

Ανοίγει το στόμα του να πει κάτι, όμως το κλείνει αμέσως. Εκείνη την στιγμή ακούω γέλια στο τέλος του διαδρόμου προς τα δεξιά και βλέπω μια παρέα κοριτσιών. Αναγνωρίζω μόνο την Άννα, όμως-όπως τις άλλες-φαίνεται σε χάλια κατάσταση. Είναι ξεκάθαρα μεθυσμένη και φοράει ένα γελοίο καπέλο το οποίο γράφει πάνω 'νύφη'. Δεν το πιστεύω ότι επέτρεψε στον εαυτό της να γίνει τόσο σκατά μια μέρα πριν τον γάμο.

Μας πλησιάζουν γελώντας δυνατά και δυο από τις φίλες της αρπάζουν τον Λούσιφερ από τα μπράτσα και τον σέρνουν προς το μέρος τους. Πριν καταλάβω τι γίνεται, βλέπω πως το χέρι του έχει σφίξει τον καρπό μου και με βρίσκω να περπατάω πίσω του, αυτός να μιλάει στις φίλες της Άννας ακόμη. Κοιτάω τα χέρια μας και για πολλοστή φορά με κάνει να κοκκινίσω, η καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.

Μόλις βγαίνουμε από τον διάδρομο, αρπάζει την ευκαιρία να με τραβήξει κοντά του. Ρίχνει το χέρι του στους ώμους μου και με κρατάει στο πλάι σαν να με αγκαλιάζει. Έχω παγώσει τελείως στην θέση μου και μου κόβεται η ανάσα όταν το άρωμα του τρυπάει τα ρουθούνια μου. Δεν καταλαβαίνω τι μου τρέχει.

«Ξέρεις να χορεύεις, Χέδερ;» ρωτάει χαλαρός και με το άλλο του χέρι ψάχνει τις τσέπες του.

Βγάζει ένα γλειφιτζούρι από το σακάκι του και σταματάει απότομα. Ξαφνικά φέρνει το χέρι του κοντά στο άλλο, με αποτέλεσμα το κεφάλι μου να κολλήσει στο στήθος του. Νιώθω πως η καρδιά μου θα ξεριζωθεί από μέσα μου και θα τρέχει απελπισμένη κύκλους γύρω από τα πόδια μου. Τα μάτια μου είναι ορθάνοιχτα· περιττό να πω ότι τα μάγουλα μου δεν λένε να αλλάξουν απόχρωση.

Ο Λούσιφερ βγάζει το περιτύλιγμα αργά, εγώ ακόμη να "φιλάω" το στήθος του με το μάγουλο μου, και μόλις βάζει το γλειφιτζούρι στο στόμα του, με αφήνει ελεύθερη να αναπνεύσω κανονικά. Κάνω πίσω, προσπαθώντας να μην μπερδευτώ στα ίδια μου τα πόδια και φτιάχνω τα μαλλιά που έχουν φριζάρει.

«Μου το έδωσε ο Άρτσι, γιατί λέει κάνω σαν παιδί», γελάει με τον εαυτό του και προσπαθεί να σταθεί όρθιος.

Οι άλλες μπροστά μας έχουν ήδη μπει στην αίθουσα χορού, όπου θα γίνει η δεξίωση μετά την τελετή γάμου. Δεν ξέρω άμα είναι σωστό αυτό που κάνουν, άμα πραγματικά πρέπει να βρίσκονται εκεί ή όχι. Κοιτάω τριγύρω μήπως βρω κάποιον που να μην είναι μεθυσμένος, αλλά τίποτα. Όλοι είναι εξαφανισμένοι, μάλλον ο καθένας να ασχολείται με τις πολλές δραστηριότητες που έχουν οργανώσει για την μέρα πριν τον γάμο.

«Ψάχνεις τον Μαρκ;» χλευάζεται ο Λούσιφερ και τσαντίζομαι μόνο που αναφέρει το όνομα αυτού του βλάκα.

Μουτρώνω αμέσως και πριν προλάβω να πω κάτι, με αρπάζει από τον καρπό και κυριολεκτικά με σέρνει μέσα. Σπρώχνει την πόρτα με το άλλο του χέρι και εκείνη πάει να κλείσει στα μούτρα μου, αλλά την κρατάω, ανήμπορη να συγκρατηθώ από το να κάνω μια γελοία γκριμάτσα η οποία τον διασκεδάζει. Την αφήνω να κλείσει πίσω μου και σταματάμε απότομα.

«Έλα να χορέψουμε». Δεν με αφήνει να ανασάνω και με ξανατραβάει στην ανοιχτή πίστα. Με τεράστια δεξιότητα, με γυρνάει και βρίσκω το στήθος μου κολλημένο στο δικό του. Αργά το χέρι του φτάνει στην μέση μου και με αγκαλιάζει, κάνοντας με να ανατριχιάσω ολόκληρη. Με το άλλο μπερδεύει τα δάχτυλα μας και χάνομαι στα ελκυστικά μάτια του, χωρίς να συνειδητοποιώ ότι μασάω το κάτω χείλος μου τόση ώρα.

«Λούσιφερ», καθαρίζω τον λαιμό μου με αμηχανία και κοιτάω παντού εκτός από αυτόν, «δεν έχει μουσική εδώ». Του ρίχνω μια σύντομη ματιά με την άκρη του ματιού μου. «Γιατί χορεύουμε;»

«Απλά παρίστανε πως έχει», αναστενάζει και κουνάει το γλειφιτζούρι με την γλώσσα του από την μια άκρη στην άλλη. «Εμένα μου φτάνουν τα χαχανητά των άλλων».

Γυρνάω το κεφάλι προς την πλευρά τους και βλέπω την Άννα ξαπλωμένη στο τραπέζι που έχουν ετοιμάσει για τους νιόπαντρους αύριο. Κουνάει τα χέρια και τα πόδια της σαν να κολυμπάει, ενώ μια από τις φίλες της έχει ανέβει σε ένα από τα τραπέζια των καλεσμένων και χορεύει. Οι άλλες δυο έχουν βολευτεί σε κάτι καρέκλες πιο πέρα και προσπαθούν να ανάψουν κάτι που θυμίζει τσιγάρο.

«Χέδερ!» προσπαθεί να μου τραβήξει την προσοχή ο Λούσιφερ και με τραβάει περισσότερο κοντά του, η ζεστή ανάσα του από τον αναστεναγμό να χαϊδεύει τον λαιμό μου. «Μην με αγνοείς».

«Δεν είναι αυτό», γυρνάω να τον δω και η απόσταση μεταξύ μας είναι τρομαχτικά μικρή που με κάνει να χάσω τις λέξεις μου για κάμποσα δεύτερα και να χαθώ στα μάτια του, «αλλά μήπως δεν είναι σωστό να βρισκόμαστε εδώ; Αυτά δεν έχουν ετοιμαστεί για τον γάμο;»

Στριφογυρίζει τα μάτια του και κάνει μια γκριμάτσα ενόχλησης και βαρεμάρας. Μου ρίχνει το βλέμμα του και φαίνεται πως ξενέρωσε τελείως με τις απαντήσεις μου. Αφήνει το χέρι του λίγο πιο ελεύθερο και το πρόσωπο μου χαλάει. Το στομάχι μου δένεται κόμπος, αρχίζω να νιώθω χάλια.

«Αμάν, Χέδερ, σταμάτα να είσαι τόσο 'μαμά'. Τίποτα δεν θα συμβεί, αφού τις προσέχω εγώ», μουρμουρίζει και αφήνει το χέρι μου για να βγάλει το γλειφιτζούρι από το στόμα του. «Δεν μου αρέσει η γεύση. Το θες;»

Μόλις πάω να απαντήσω ένα ξερό 'όχι' και να απομακρυνθώ από κοντά του, το βάζει στο στόμα μου και με τραβάει ξανά κοντά του, το χαμόγελο στα σαρκώδη, ροδοκόκκινα χείλη του να μεγαλώνει. Για άλλη μια φορά έχω την ευκαιρία να τον γευτώ και αυτό κάνει την καρδιά μου να μην αντέξει άλλο· είμαι σίγουρη ότι θα εκραγεί έτσι όπως πάει.

Με τραβάει απότομα πίσω και ανοίγω τα μάτια ορθάνοιχτα. Δεν με αφήνει να σκεφτώ ούτε δεύτερο, με σέρνει στην αγκαλιά του από το ένα σημείο στο άλλο. Προσπαθώ να ισορροπήσω το σώμα μου και να συγκρατήσω τα σάλια που θέλουν να ξεφύγουν εφόσον δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με το γλειφιτζούρι. Έχει γεύση κεράσι και απορώ άμα η άλλη γλυκιά γεύση είναι η δική του.

Με σταματάει απότομα και με κοιτάει στα μάτια. Για όσα δεύτερα, λεπτά, ώρες, χρόνια, αιώνες, διαρκεί αυτό, αισθάνομαι πως είμαστε μόνο εμείς οι δυο σε αυτή την σκοτεινή αίθουσα. Ένα ρίγος διαπερνά το σώμα μου και φτάνει μέχρι την καρδιά μου, χτυπώντας την σαν κεραυνό. Χάνομαι στο άρωμα του, στα μάτια του, στην γεύση του, στο άγγιγμα του.

Τα μάτια του πέφτουν στα χείλη μου και νιώθω το χέρι του να γλιστρά από την πλάτη μου μέχρι που δεν το νιώθω πλέον πάνω μου. Με το άλλο σφίγγει τα δάχτυλα του στα δικά μου και είναι τόσο απαλά, που με κάνουν να αναστενάξω αργά και αθόρυβα. Είμαι πλήρως χαμένη στα μάτια του. Φέρνει το ελεύθερο χέρι του πάνω και βγάζει το γλειφιτζούρι αργά από το στόμα μου, τραβώντας το σάλιο που δεν πρόλαβα να καταπιώ. Το πρόσωπο του είναι τόσο κοντά στο δικό μου και όσο πάει το βλέπω να πλησιάζει. Βγάζει την γλώσσα του έξω και γλύφει το γλειφιτζούρι αργά μέχρι που εκείνο χάνεται μέσα στο στόμα του.

Μου έχει κοπεί η ανάσα. Είναι σαν να έχω ξεχάσει πώς να αναπνέω. Η γεύση του κερασιού πλέον αρχίζει να χάνεται από το στόμα μου και δαγκώνω το χείλος μου απεγνωσμένα να το γευτώ, να γευτώ εκείνον. Τον ακούω να αναπνέει, κάθε άλλος ήχος να έχει χαθεί στο βάθος. Μόνο αυτός κι εγώ, τα μάτια μου να καίνε επειδή φοβάμαι να τα κλείσω και να χάσω έστω μια στιγμή.

«Πρέπει να σε μεθύσω εσένα», γελάει και κάνει πίσω, αφήνοντας με τελείως.

Αισθάνομαι αμέσως την απουσία του και αυτό κάνει το πρόσωπο μου να χαλάσει, τα χείλη μου να σφραγίσουν αμέσως σε μια ευθεία γραμμή αμηχανίας. Το κεφάλι μου ολόκληρο έχει πάρει φωτιά από την ντροπή και χαίρομαι που είναι σκοτεινά εδώ μέσα να μην το δει.

Με αρπάζει από τον καρπό του χεριού μου και με προσπερνά με την ιδέα ότι μπορεί να με σύρει πίσω του όπου θέλει για άλλη μια φορά, αλλά δεν τον αφήνω. Τραβάω το χέρι μου πίσω και στέκομαι βράχος εκεί που με άφησε πριν λίγο, το βλέμμα μου όσο πιο ανέκφραστο μπορεί να γίνει.

«Σοβαρά θα μου το παίξεις δύσκολη τώρα;» χλευάζεται και φτιάχνει το σακάκι του, τινάζοντας την μυρωδιά του αλκοόλ από πάνω του και υπενθυμίζοντας μου ότι είναι μεθυσμένος.

Μεθυσμένος.

«Απλά ακολούθα με, μικρή», τονίζει το παρατσούκλι στο τέλος και τυλίγει το χέρι γύρω από τον λαιμό μου σαν να με αγκαλιάζει. «Ελάτε, αγάπες μου, πάμε να πάρουμε καθαρό αέρα», φωνάζει ο Λούσιφερ στις υπόλοιπες και είχα ξεχάσει τελείως ότι ήταν και αυτές εδώ.

Μήπως είδαν αυτό που έγινε προηγουμένως μεταξύ μας;

Τα μάγουλα μου έχουν πάρει φωτιά και είναι σαν να καίγομαι στον πυρετό. Ο Λούσιφερ ανοίγει την πόρτα και με παίρνει μαζί του έξω, το κεφάλι μου έτοιμο να σχιστεί από τον λαιμό μου έτσι που το τραβάει. Σταματάει και κοιτάει πίσω του, λογικά περιμένοντας τις άλλες.

Βρίσκω την ευκαιρία να ξεφύγω και αμέσως κάνω δυο μικρά βήματα μακριά του. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κλείνω τα μάτια για να ηρεμήσω από όλα τα συναισθήματα που με καταλαμβάνουν κοντά του. Κοντεύω να τρελαθώ και δεν μου αφήνει ούτε λεπτό να αναπνεύσω.

«Έγινε κάτι;» με ρωτάει και στέκεται ακριβώς μπροστά μου με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στριφογυρίζοντας το γλειφιτζούρι με την γλώσσα του. «Έχεις χλομιάσει, Χέδερ. Μήπως είσαι άρρωστη πάλι;»

«Ό-Όχι, καλά είμαι», τραυλίζω και προσπαθώ να συνέρθω, το μυαλό μου ακόμη ναρκωμένο και ζαλισμένο από το άρωμα του, τα χείλη του, την γεύση του, την απόσταση μεταξύ μας. «Απλά με έχει ταράξει το όλο θέμα με τον Μαρκ και δεν βοηθάς καθόλου».

Είμαι απελπισμένη. Η οποιαδήποτε απάντηση που θα βάλει ένα όριο μεταξύ μας με ικανοποιεί αυτή την στιγμή. Δεν είμαι σε θέση να αντέξω ξανά κάτι παρόμοιο, όταν δουλεύω γι'αυτό το άτομο και ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσει να με δει. Είναι μάταιο κάθε είδος συναισθήματος από την πλευρά μου· δεν το συζητώ να έχω έστω ελπίδες.

«Βλέπεις; Γι' αυτό θα έρθεις μαζί μου και θα πιούμε, να ξεχαστείς λίγο. Μην είσαι ξενέρωτη», λέει και βάζει τις παλάμες στο ώμο μου για να κάνει ένα ελαφρύ μασάζ. «Σε έχω υπερφορτώσει στην δουλειά τον τελευταίο καιρό, αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα».

Τα δάχτυλα του κάνουν θαύματα στους πιασμένους ώμους μου. Αγνοώ τον πόνο και με αφήνω να απολαμβάνω το πόσο θαυμάσιος είναι ακόμη και σε αυτό. Αρχίζει να με σπρώχνει προς το μπαρ, το οποίο ξέρω πως είναι στην πρώτη κιόλας στροφή. Δεν το είχα καταλάβει, αλλά η παρέα των κοριτσιών έχει ήδη βγει και τρέχουν από 'δω και 'κει σαν κοπάδι κατσικιών.

Η Άννα φαίνεται χάλια· γελάει δυνατά και αρχίζει να βγάζει τα ρούχα της, κατευθύνοντας προς την εσωτερική πισίνα, η οποία είναι στην αντίθετη κατεύθυνση με το μπαρ. Οι φίλες της δεν την ακολουθούν και βγαίνουν έξω, όπου μέσα από τα παράθυρα, βλέπω ότι είναι ο παπάς μαζί με μια παρέα γριών και παίζουν πόκερ ή μπιρίμπα· δεν μπορώ να καταλάβω.

Ο Λούσιφερ δεν με αφήνει να ανησυχήσω για τις άλλες και με βάζει να καθίσω σε μια καρέκλα στο μπαρ. Ο ίδιος κάθεται στον πάγκο πάνω και αγνοεί το μπερδεμένο, σχεδόν σοκαρισμένο, βλέμμα του μπάρμαν, ο οποίος το καθάριζε. Ο καημένος την δουλειά του έκανε.

«Φτιάξε μου δέκα διαφορετικά ποτήρια με ό,τι ποτό θέλεις», του λέει και δεν γυρνά καν να τον δει, κουνώντας το γλειφιτζούρι στον αέρα με αδιαφορία.

Ο κόκκινος φωτισμός από πάνω ταιριάζει τέλεια στο πρόσωπο του. Τα μαύρα μάτια του λαμπιρίζουν σατανικά, το χαμόγελο του να μεγαλώνει όσο βλέπει πως δεν βγάζω τα μάτια μου από πάνω του μαγεμένη. Μόλις καταλαβαίνω ότι με χειραγωγεί κανονικότατα και σκοπεύει να με μεθύσει για να καταντήσω κι εγώ σαν τις άλλες, τινάζομαι από την θέση μου.

«Εσύ πιες ό,τι θες, εγώ πρέπει να βρω τις άλλες. Φοβάμαι μην γίνει τίποτα-»

«ΧΕΔΕΡ!» αγανακτεί σαν παιδί που βαρέθηκε να τρώει το ίδιο φαγητό μια εβδομάδα τώρα και με βάζει να ξανακάτσω στην καρέκλα. «Σταμάτα πια να είσαι μονίμως τσιτωμένη. Χαλάρωσε λίγο. Να περάσουμε καλά ήρθαμε, σωστά;»

«Υποθέτω, αλλά μην ξεχνάς ότι ο Άρτσι παντρεύεται αύριο και η νύφη τρέχει γυμνή στην πισίνα», του υπενθυμίζω έχοντας ήδη ξανασηκωθεί, αλλά δεν βαριέται ούτε ένα λεπτό της ζωής του να ασχοληθεί με μένα και με τραβάει πίσω.

«Θα την βρούμε μετά. Πιες πρώτα».

Πιάνει το πρώτο ποτήρι που του έχει ετοιμάσει ο μπάρμαν και το ακουμπά στα χείλη μου. Αναγκαστικά για να μην βραχώ, ανοίγω το στόμα και υποδέχομαι το αλκοόλ μέσα μου. Το γυρνάει ολόκληρο και μένω να το καταπίνω, όσο και να καίει τον οισοφάγο μου. Αφήνει το άδειο ποτήρι στον πάγκο και λυγίζει μπροστά με ενθουσιασμό.

«Τι λες; Ωραίο;» ρωτάει και βγάζει γλειφιτζούρι από το στόμα του επιδεκτικά.

Για άλλη μια φορά η κοντινή απόσταση με έχει κάνει να παγώσω στην θέση μου. Ακουμπά το γλειφιτζούρι στο κάτω χείλος μου και το χαϊδεύει απαλά, το άλλο του χέρι να είναι γροθιά και να στηρίζει το κεφάλι από το πηγούνι. Βάζει το γλειφιτζούρι στο στόμα μου απότομα και ανοίγω τα μάτια ορθάνοιχτα, αμέσως να ντρέπομαι με αυτά τα πρόστυχα πράγματα που κάνει. Γελάει μόνος του και το βγάζει αμέσως, βάζοντας το πίσω στο δικό του.

Ο μπάρμαν μας κοιτάει με τεράστιο ενδιαφέρον σιωπηλά, ενώ τα μάγουλα μου φλέγονται από την ντροπή. Κλείνω τα πόδια και μαζεύω το σώμα με τεράστια αμηχανία. Έχω ανατριχιάσει ολόκληρη. Δεν το πιστεύω τι ντροπή είναι το αφεντικό μου να κάνει κάτι τέτοια δημόσια μαζί μου, ειδικά μια μέρα πριν τον γάμο του θετού αδελφού του. Και όχι μόνο, αλλά υπάρχουν άτομα που γνωρίζω και θα ήταν περίεργο να με έβλεπαν σε τέτοια φάση μαζί του.

«Έχεις πλάκα», σκέφτεται φωναχτά ο Λούσιφερ χαρωπά και αυτή την φορά μου δίνει το ποτήρι στο χέρι να το πιω μόνη μου.

Το κοιτάω και προσπαθώ να κρύψω το πόσο μου τρέμουν τα χέρια από το άγχος, αν όχι ενθουσιασμό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα πέρα από το να σκέφτομαι τον Λούσιφερ και τα πρόστυχα υπονοούμενα του. Όσο μου δίνω πρόσβαση σε αυτές τις αναμνήσεις-και κάποιες φαντασιώσεις-το σώμα μου τσιτώνεται και μαζεύεται ακόμη περισσότερο.

Ακουμπώ το ποτήρι στα χείλη μου και με το τρία το πίνω μονορούφι. Αυτό είναι πιο δυνατό από το άλλο και διαφέρουν στην γεύση, κάτι που μου σιγουρεύει πονόκοιλο αργότερα. Το αφήνω με δύναμη στον πάγκο ανάμεσα από τα πόδια του και το βλέμμα του σκοτεινιάζει κάτω από τον κόκκινο φωτισμό, το χαμόγελο του να μεγαλώνει.

Που πάω και με μπλέκω έτσι;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top