Ενότητα 4-Ο Κοινός Φίλος
Κεφάλαιο 12
Ξεφυσάω αργά με αποτέλεσμα το καλαμάκι να κάνει κύκλους μέσα στο ποτήρι. Το κοιτάω και αυτή την φορά το ακουμπώ για να ανακατεύσω το κοκτέιλ μου. Δεν ξέρω ακριβώς τι έχει μέσα· κάτι σε φρούτα πάντως. Το παρήγγειλα τυχαία από τον κατάλογο, διότι ήθελα να πνίξω κάπως την θλίψη που με κυριαρχεί κάτι ώρες τώρα.
Δεν έχω βγει από το δωμάτιο και ούτε σκοπεύω. Είμαι πολύ καλά εδώ που είμαι, με το ποτάκι μου, την τηλεόραση να παίζει κάτι χαζές εκπομπές κουτσομπολιού και να φοράω το απαλό μπουρνούζι που βρήκα στο μπάνιο. Έκανα ένα ντους προηγουμένως διότι ήξερα ότι μόνο αυτό θα με βοηθούσε να νιώσω καλύτερα. Και όντως βοήθησε παρόλο που είχα κάνει ήδη δυο φορές σήμερα.
Πίνω την τελευταία γουλιά και αφήνω το ποτήρι με τα παγάκια μόνο πλέον στο κομοδίνο δίπλα μου. Η γυναίκα στην τηλεόραση γελάει με ένα σχόλιο που ειπώθηκε για την Κιμ Καρντάσιαν και η κάμερα επιστρέφει στην παρουσιάστρια της εκπομπής. Δεν ακούω τι λένε, όμως είναι καλή παρέα.
Σηκώνομαι για να βρω κάτι πρόχειρο να φορέσω, αλλά δεν θέλω να αλλάξω. Με βολεύει πολύ αυτό το μπουρνούζι και πρώτη φορά έχω την ευκαιρία να απολαύσω τέτοιες διακοπές δωρεάν. Ξέρω πως η Άννα σήμερα έχει το πάρτι μπατσελορέτ της και ο Άρτσι το αντίστοιχο. Δεν είμαι καλεσμένη σε κανέναν από τα δύο, εφόσον η Άννα έχει κλειστή παρέα και ο Άρτσι είναι αποκλειστικά αγόρια. Αυτά τα έμαθα από τον Λούσιφερ χθες, όταν κρυφάκουγα τι έλεγε στο τηλέφωνο με κάποιον.
Ξαφνικά κάποιος χτυπά την πόρτα μου και κοκαλώνω αμέσως μπροστά από τον μπουφέ με τις φράουλες που μου ήρθαν πακέτο με το κοκτέιλ. Πλησιάζω αργά και κοιτάω κάτω να δω άμα μου έχει εκτεθεί τίποτα μέσα από το μπουρνούζι. Ευτυχώς είμαι καλυμμένη οπότε πάω να ανοίξω. Σίγουρα θα είναι κανένας που δουλεύει εδώ γιατί δεν γνωρίζω κανέναν άλλον εκτός από τους απασχολημένους σε αυτή την κρουαζιέρα.
«Γεια σου, σε ενοχλώ;» ρωτάει ο Άρτσι με την έντονη Βρετανική προφορά του και μου χαρίζει το μεγαλύτερο και πιο γλυκό του χαμόγελο.
«Όχι, βέβαια. Μόλις ετοιμαζόμουν να ντυθώ. Έγινε κάτι;» αναρωτιέμαι και ανησυχώ που τον βλέπω μπροστά μου και όχι στο πάρτι μπάτσελορ του.
«Βασικά και ναι και όχι», γελά αμήχανα. «Ο Λούσιφερ μου είπε τι έγινε στο ρεστοράν προηγουμένως και ήρθα αμέσως να δω τι κάνεις».
«Α», ανακαλούμαι λεπτομερώς τι συνέβη και το άγχος σφίγγει το στομάχι μου. «Είμαι καλύτερα από πριν».
«Μπορώ να περάσω να τα πούμε λίγο; Είναι αμήχανο να στέκομαι στον διάδρομο».
Κάνω αμέσως πέρα για να περάσει και στις σκέψεις μου σφαλιαρίζω το μέτωπο μου σαν χαζή που δεν το έκανα πριν καν μου το ζητήσει. Κλείνω την πόρτα και αρπάζω το τηλεκοντρόλ από το κρεβάτι για να χαμηλώσω την φωνή της τηλεόρασης. Ο Άρτσι βολεύεται στο μικρό καθιστικό.
«Δεν το περίμενα να είχες σχέση με τον Μαρκ», σκέφτεται φωναχτά και ακουμπά το ένα πόδι του στο άλλο, καθώς κάθομαι απέναντι του, καλύπτοντας με το ζόρι κάθε κομμάτι δέρματος που εμφανίζεται κάτω από το μπουρνούζι.
«Ούτε εγώ, αλλά δες που έγινε», γελάω και τεντώνω την πλάτη μου σαν χάρακας. «Δεν είναι κάτι που θέλω να συζητήσω να σου είμαι ειλικρινής. Όπως με πείραζε τότε, τόσο με πειράζει και τώρα».
«Καταλαβαίνω».
Τον ακούω που παίρνει μια βαθιά ανάσα. Έχω κατεβάσει το κεφάλι και το βλέμμα μου είναι εστιασμένο στα δάχτυλα μου που παίζουν μεταξύ τους άβολα. Πραγματικά δεν είμαι σε θέση για να μιλήσω για την τραγική ιστορία μου και του Μαρκ. Ξεκάθαρα είναι ένα κομμάτι της ζωής μου που μετανιώνω-και μάλλον για πολλά χρόνια-εφόσον με χειραγώγησε, με χρησιμοποίησε και με πέταξε σαν σκουπίδι.
Φέρνω το φωτεινό πρόσωπο της Ντανιέλ στο μυαλό μου και το κοκτέιλ που ήπια το βλέπω να βγαίνει έξω από τα παιχνίδια που κάνει το άγχος με το στομάχι μου. Προσπαθώ να πάρω βαθιές ανάσες, αλλά βγαίνουν κοφτές και απότομες, ενώ τα χέρια μου τρέμουν. Δεν μπορώ να διώξω τις τύψεις που την έκανα να έχει ελπίδες και έκανα όπως ο Μαρκ με μένα κάποτε.
«Συγγνώμη, δεν ήθελα να έρθω για να σε συγχύσω», λέει ο Άρτσι και έρχεται να κάτσει δίπλα μου.
Με παίρνει στην αγκαλιά του και ανταποδίδω αμέσως εφόσον το χρειαζόμουν. Τα μάτια μου βουρκώνουν και η καρδιά μου χτυπά γρήγορα. Ξέρω πως αυτή είναι μια κρίση πανικού· είχα τέτοιες αμέτρητες μετά τον χωρισμό μου με τον Μαρκ. Ο Άρτσι μου χαϊδεύει την πλάτη ήμερα και με αφήνει να κλάψω, χωρίς να κουνηθεί ή να πει κάτι.
«Με παράτησε για άλλη και μου είπε τόσο σκληρά λόγια, σαν τα τρία χρόνια σχέσης μας να μην είχαν καμία σημασία», κλαψουρίζω και παίρνω κοφτές ανάσες. «Μου φέρθηκε σκατά όπως όλοι οι άλλοι την στιγμή που τον χρειαζόμουν περισσότερο».
Με τον Μαρκ γνωριστήκαμε μέσω δουλειάς. Δούλευε με την Μαράια για κάμποσο καιρό για μια δίκη που γινόταν. Όταν την νίκησαν έκαναν μια δεξίωση και κάπως έτσι ερωτευτήκαμε. Μου μίλησε αμέσως και όταν είδαμε πως ταιριάζουμε το πήραμε χαλαρά. Βγαίναμε για αρκετό καιρό μέχρι που το οριστικοποιήσαμε. Για κάμποσους μήνες ήταν ό,τι καλύτερο είχα στην ζωή μου και πραγματικά ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Είχα δουλειά, σπίτι, ένα καλό και αγαπητό αγόρι και μια ανεξάρτητη ζωή.
Κάτι μήνες πριν τον χωρισμό μας, άρχισε να μου συμπεριφέρεται χάλια. Μου φώναζε, τον ενοχλούσαν τα πάντα δικά μου, τον πείραζε ό,τι και να έκανα και όταν βγαίναμε θα κοιτούσε συνεχώς το τηλέφωνο του. Δεν μου πήρε πολύ να μάθω ότι τελικά έβγαινε με μια άλλη.
Ο καυγάς που ακολούθησε μετά από την ανακάλυψη μου μού προκαλούσε εφιάλτες για μέρες. Ο τόνος της φωνής του αποτυπώθηκε στο μυαλό μου. Κάθε δυνατή φωνή που άκουγα για κάμποσο καιρό μου φαινόταν εκείνος που φώναζε· εξ ου και οι κρίσεις πανικού.
Ήταν μια απαίσια εμπειρία στην ζωή μου, γι' αυτό επέμενα στον Λούσιφερ να μην το κάνουμε αυτό. Δεν ήμουν και ούτε είμαι έτοιμη να έρθω αντιμέτωπη με τον Μαρκ. Δεν θέλω να ξέρω τίποτα για εκείνον, μάλλον ούτε να τον βλέπω. Είμαι τόσο καλύτερα μακριά του.
«Κάνεις καλά που κλαις γιατί τα βγάζεις από μέσα σου», λέει ο Άρτσι μόλις αποτραβιέμαι από την αγκαλιά του.
Φέρνω την πετσέτα, που έχω δέσει στα μαλλιά, στα μάτια και τα μάγουλα μου και τα καθαρίζω. Ο Άρτσι μου χαϊδεύει το μπράτσο και μου χαρίζει το πιο γοητευτικό του χαμόγελο, το οποίο με κάνει να νιώσω καλύτερα αμέσως. Του γελάω ελαφρώς και κρύβω το πρόσωπο πίσω από τα χέρια μου ντροπαλά.
«Δεν ήθελα να σε στεναχωρώ μια μέρα πριν τον γάμο, συγγνώμη», μουρμουρίζω και κατεβάζω τα χέρια στα μπούτια μου. «Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα να τον δω εδώ, αλλά θα προσπαθήσω για χάρη σου να μην προκαλέσω καμιά φασαρία. Στο κάτω-κάτω ο γάμος σου είναι».
«Το εκτιμώ, αλήθεια, αλλά δεν έχει σημασία άμα εσύ δεν νιώθεις καλά. Προφανώς και οι αναμνήσεις σου με τον Μαρκ δεν είναι καλές και σε δυσκολεύουν ψυχολογικά, οπότε φρόντισε να είσαι εσύ ήρεμη, ναι;»
Κουνάω το κεφάλι καταφατικά και τον παρατηρώ καθώς ξαπλώνει πίσω στον καναπέ κουρασμένος. Χαϊδεύει τα μάτια του και ύστερα αφήνει στα χέρι του ελευθέρα κάτω, το σώμα μου να γλιστράει και να βυθίζεται στον καναπέ.
«Τι σου είπε ο Λούσιφερ;» ρωτάω και φέρνω τα πόδια πάνω για να βολευτώ καλύτερα.
«Απλά μου πρότεινε να έρθω να σε βρω να τα πούμε. Ήταν απασχολημένος να κρατάει την Ντανιέλ μακριά του. Φαινόταν σε άθλια κατάσταση πάντως και χαίρομαι που καταλαβαίνει πως νιώθουν όλοι γύρω του», γελάει και δεν μπορώ να μην κάνω το ίδιο. «Τέλος πάντων, τον έχασα πάντως γιατί ετοιμαζόταν για το πάρτι».
Η αλήθεια είναι πως μέσα μου ήλπιζα να με καλέσουν σε ένα από τα δύο, όμως δεν βρίσκομαι και τόσο κοντά με το ζευγάρι ούτε το κανόνισα πριν καιρό για να γίνουν όλα ακριβώς τώρα. Είμαι στην απ' έξω, συνηθισμένη πια σε αυτό τον αποκλεισμό από όλα τα ωραία και διασκεδαστικά γύρω μου.
«Εμείς ξεκινάμε μετά τα μεσάνυχτα, αλλά ο Λούσιφερ με την Άννα και τα κορίτσια της θα έχουν ήδη ξεκινήσει τα γλέντια τους», λέει ο Άρτσι και μένω να σουφρώνω τα φρύδια ξαφνιασμένη.
«Νόμιζα πως ο Λούσιφερ θα ήταν στο δικό σου μπάτσελορ πάρτι», σκέφτομαι φωναχτά και ο Άρτσι αμέσως ξεσπάει σε γέλια.
«Χέδερ, γιατί να νομίζεις κάτι τέτοιο; Και βέβαια είναι στο μπατσελορέτ της Άννας. Σίγα που θα έχανε την ευκαιρία».
Αυτό και αν το ακούω πρώτη φορά. Δεν το περίμενα η αλήθεια είναι, ο Λούσιφερ να επέλεγε να γλεντήσει μια μέρα πριν τον γάμο αποκλειστικά με γυναίκες. Γελάω ελαφρώς στην σκέψη και το δείχνω ότι έχω εντυπωσιαστεί από αυτό που μόλις έμαθα.
«Ναι, ναι, έχεις πολλά να μάθεις για εκείνον», μουρμουρίζει κάτω από την ανάσα του και κοιτάει το ασημί ρολόι στον αριστερό καρπό του. «Πρέπει να πηγαίνω. Χαίρομαι που σε βλέπω καλύτερα πάντως».
«Μισό λεπτό», τον πιάνω από το μπράτσο και τον σταματάω. «Σου υπενθυμίζω ότι με είχες πάρει τηλέφωνο κάτι μέρες πριν και ήθελες να μιλήσουμε για τον Λούσιφερ. Πριν μου πεις κάτι, θέλω να ξέρεις ότι μου έσωσε την ζωή και του την χρωστάω. Έχω δει την όμορφη και καλή πλευρά του και πιστεύω σε εκείνην».
Εκεί που ήταν τσιτωμένος, αμέσως χαλαρώνει. Κλείνει τα μάτια ακουμπώντας το κεφάλι πίσω και χαμογελά με τον εαυτό του. Τον αφήνω να καλοσκεφτεί τις λέξεις μου για να είναι σίγουρος τι θα απαντήσει, όταν ξαφνικά τον βλέπω να σηκώνεται από τον καναπέ.
«Τότε δεν έχω κάτι να πω. Ελπίζω εσύ να καταφέρεις να τον αλλάξεις, εφόσον πιστεύεις στην καλή του πλευρά», κάνει μια παύση για να με δει με την άκρη του ματιού του, «όπως έκανες με μένα».
Τον πρόσωπο μου αλλάζει αμέσως σε ανέκφραστο και κοιτάω αλλού με τα μάγουλα μου να φλέγονται. Το παρελθόν μένει στο παρελθόν και είναι άβολο να το φέρνουμε στην φόρα μια μέρα πριν τον γάμο του. Καθαρίζω τον λαιμό μου και τον χαϊδεύω απαλά.
«Τέλος πάντων. Καλό σου βράδυ», λέει ο Άρτσι και τον παρακολουθώ ενώ βγαίνει από το δωμάτιο μου.
Μόλις κλείνει η πόρτα αφήνω το σώμα μου ελεύθερο να πέσει πίσω. Κάνω μασάζ στο μέτωπο μου και προσπαθώ να ηρεμήσω. Δεν μπορώ να βγάλω τα λόγια του Άρτσι από το μυαλό μου όμως και σίγουρα ανησυχώ ότι κάτι τρέχει με τον Λούσιφερ το οποίο δεν θέλει κανείς από τους δυο να μου πουν.
Σηκώνομαι από τον καναπέ βγάζοντας την πετσέτα από τα μαλλιά μου και εκείνα έχουν σχεδόν στεγνώσει, τόση ώρα που τα κρατούσα έτσι. Ψάχνω στην βαλίτσα μου κάτι βολικό και μόλις φοράω τα εσώρουχα μου, έχω ήδη αποφασίσει να φορέσω ένα τζιν με μια μαύρη μπλούζα από πάνω και μια κόκκινη ζακέτα, γιατί όσο να' ναι κάνει λίγο κρύο.
Φοράω τα παπούτσια μου πρόχειρα και χτενίζω το μαλλί μου με τα δάχτυλα μπροστά στον καθρέφτη εντελώς βαριεστημένα. Σβήνω την τηλεόραση και αποφασίζω να βγω έξω για καμιά βόλτα. Δεν μπορώ άλλο στο δωμάτιο και σίγουρα οι φωνές των τηλεπαρουσιαστών έχουν γίνει σπαστικές.
Ξέρω πως σε περίπτωση που πέσω πάνω στον Μαρκ, θα φροντίσω να φύγω τρέχοντας. Το μυαλό μου βρίσκεται σε κατάσταση χάους, κόκκινα φώτα να αναβοσβήνουν και οι σειρήνες να τσιρίζουν σαν τρελές, κάνοντας τα εγκεφαλικά μου κύτταρα να τρελαίνονται στην δουλειά, οπότε δεν βρίσκομαι σε καμία κατάσταση να τον αντιμετωπίσω σωστά, όπως το αξίζει σαν το σκουπίδι που είναι.
Την στιγμή που βγαίνω έξω και κλειδώνω την πόρτα με την κάρτα, ένα χέρι με τραβάει από τον καρπό και με κολλάει στον τοίχο. Με βρίσκω ακίνητη, ανήμπορη να καταλάβω τι γίνεται, όταν ο Λούσιφερ χτυπά το χέρι του στον τοίχο, δίπλα ακριβώς από το κεφάλι μου και μου χαρίζει ένα διαβολικό χαμόγελο.
Το πουκάμισο του είναι λάθος κουμπωμένο, τα μαλλιά του ακατάστατα πέφτουν μπροστά στο μέτωπο του και κοιτάει το τηλέφωνο στο άλλο χέρι του. Η απόσταση μεταξύ μας είναι τόσο μικρή που προσπαθώ να αναπνέω κοφτά για να μην τον ενοχλώ. Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή και την στιγμή που βάζει το κινητό του στην τσέπη και γυρνά με δει, τα μάγουλα μου αμέσως κοκκινίζουν.
«Γεια σου, Χέδερ», ψιθυρίζει και λυγίζει κοντά στο πρόσωπο μου, το αλκοόλ στην ανάσα του να χαϊδεύει το αυτί μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top