Ενότητα 3-Κρασί & Γενέθλια

Κεφάλαιο 8

Ξύνω την κοιλιά μου μέσα από τα παπλώματα και αφήνω το χέρι εκεί. Αν και έχω ξυπνήσει βαριέμαι τόσο να ανοίξω τα μάτια ή γενικά να σηκωθώ από το κρεβάτι και να πάω στο σαλόνι. Έριξα έναν πολύ βαρύ ύπνο, όμως με έκανε να νιώθω τόσο καλά, που είναι σαν να μην αρρώστησα ποτέ. Τελικά κανείς για να γιατρευτεί χρειάζεται καλή παρέα, ζεστό σπίτι και σπιτικό φαγητό· δεν είναι και λίγα πάντως.

«Ξύπνα, Χέδερ», λέω με τον εαυτό μου μόλις ανοίγω τα μάτια.

Αναστενάζω βαριεστημένα, όμως η διάθεση μου φτιάχνει, όταν σκέφτομαι ότι δεν έχω να τρέξω σε καμιά δουλειά και είμαι στο σπίτι του Λούσιφερ με τον Λούσιφερ μέσα. Απευθείας σκέφτομαι που μπορεί να είναι και τι ώρα να έχει πάει. Σηκώνω το σώμα μου αργά και ακουμπώ τις γυμνές πατούσες στο γκρι χαλί, καθώς τεντώνω την πλάτη μου και κάνω κύκλους με τον σβέρκο.

Σέρνω στην κυριολεξία τα πόδια ως την πόρτα και την ανοίγω χωρίς να κάνω πολύ θόρυβο. Απ' όλο το φως που προσπαθούν να κρύψουν οι κουρτίνες υποθέτω πως έχει ξημερώσει καλά-καλά και εγώ ακόμη κοιμόμουν, όταν τις προηγούμενες μέρες ήμουν ήδη έξω και έψαχνα για δουλειά ενώ τους περασμένους μήνες έτρεχα για να καλύψω τα άρθρα μου στο περιοδικό της Σερράνο.

Τι την θυμάμαι αυτήν την στρίγγλα και συγχύζομαι πρωί-πρωί με την τσίμπλα στο μάτι;

Βλέπω κάποιον ξαπλωμένο στον καναπέ και δεν ξαφνιάζομαι όταν παρατηρώ καλύτερα ότι είναι ο Λούσιφερ. Έχει αποκοιμηθεί μπρούμυτα με το χέρι να κρέμεται πλάγια και να ακουμπά στο πάτωμα, και το στόμα του ανοιχτό. Παρατηρώ τα τρία άδεια ποτήρια κρασί και αρχίζω να ζηλεύω ελάχιστα που το έχασα αυτό εξαιτίας του ηλίθιου πυρετού.

«Λούσιφερ;» λυγίζω κοντά του και τον σκουντάω στον ώμο. Ωπ, μα τι ωραία πλάτη είναι αυτή; «Λούσιφερ, ξύπνα, σε παρακαλώ».

Ανοιγοκλείνει τα μάτια αμέσως και φέρνει το χέρι από το πάτωμα στο μάτι του για να το τρίψει. Χασμουριέται αργά και ύστερα προσπαθεί να εστιάσει το βλέμμα του πάνω μου. Ξαπλώνει πάλι πίσω στην αρχική του στάση, αυτή την φορά με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη του.

«Νιώθεις καλύτερα;» με ρωτάει και η μπάσα-πιο μπάσα και βραχνή μετά το πρωινό του ξύπνημα-κάνει την καρδιά μου να αρχίζει να ρέει αδρεναλίνη στις φλέβες μου αντί για καθαρό αίμα.

«Αρκετά καλύτερα μπορώ να πω», η απάντηση μου είναι χαρωπή και καθρεφτίζει το πόσο ευδιάθετη είμαι σήμερα. «Θες να σου φτιάξω καφέ;»

«Όχι, όχι. Δεν πίνω ποτέ καφέ. Ένα τσάι μου κάνει τέλεια», πετάγεται πριν φύγω από κοντά του και συνεχίζει να κρατά τα μάτια κλειστά, ανήμπορος να ξυπνήσει τόσο απότομα.

Τον καταλαβαίνω εν μέρει. Θυμάμαι όλες εκείνες τις μέρες που είχα ένα παλιοξυπνητήρι να με ξυπνά. Όταν το πούλησα κι αυτό, αναγκαζόμουν να κοιμάμαι στο γραφείο μου για να μην έχω να τρέχω από το παλιό μου διαμέρισμα ως την πόρτα του περιοδικού σαν τρελή. Δεν ήταν και η τέλεια λύση, όμως ήταν πρακτική και μου έσωσε το τομάρι. Μέχρι που απολύθηκα και...

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βάζω νερό στον βραστήρα. Σηκώνω το βλέμμα μου και συναντιέται με του Λούσιφερ, γυρνάω την πλάτη και ψάχνω στα συρτάρια τα φλιτζάνια. Έχει ήδη καθίσει και ξαπλώσει την πλάτη του πίσω, καθώς κουνάει το κεφάλι του αργά πέρα-δώθε. Όταν χαϊδεύει τον σβέρκο του καταλαβαίνω πως έχει πιαστεί και γελάω σχεδόν αθόρυβα με τον εαυτό μου.

«Άμα ήξερα ότι θα κοιμόσουν στον καναπέ, δεν θα βολευόμουν στο κρεβάτι σου», φωνάζω για να ακουστεί η φωνή μου πέρα στο σημείο που κάθεται.

«Μην το λες», ανεβάζει το κεφάλι και χασμουριέται ξανά. «Βαριόμουν να σηκωθώ να πάω στο άλλο δωμάτιο».

Καθαρίζει τον λαιμό του και πετάγεται όρθιος. Φεύγει από το σαλόνι και χάνεται κάπου στον διάδρομο, ενώ φτιάχνει τα ακατάστατα μαύρα μαλλιά του. Δαγκώνω το χείλος μου και ένα όμορφο συναίσθημα μου ξυπνά στο στομάχι όταν σκέφτομαι πως ένας τύπος σαν αυτόν-τόσο σέξι και ωραίος-με έχει προσέξει και μου έχει προσφέρει δουλειά.

Μετά από λίγο ψάξιμο, βρίσκω την ζάχαρη, τον καφέ και ένα μικρό πακέτο με μαύρο τσάι. Φτιάχνω το δικό μου, έναν δυνατό καφέ για να έρθω στα συγκαλά μου και να με γεμίσει ενέργεια, και ένα απλό τσάι με μόνο μια κουταλιά ζάχαρη εφόσον δεν μου είπε τίποτα και μου ξίνιζε λίγο στην μυρωδιά. Παίρνω, λοιπόν, τα δυο φλιτζάνια και τα αφήνω στο τραπεζάκι. Κάθομαι στον καναπέ με το δικό μου να το αρπάζω αφού βολευτώ και ξαπλώνω πίσω για να απολαμβάνω αυτήν την στιγμή.

Κρατάω έναν ζεστό, μυρωδάτο και νοστιμότατο καφέ στα χέρια ενώ καθισμένη σε έναν καναπέ λουσμένο στο άρωμα του τύπου με τον οποίο θα συζώ και θα δουλεύω. Κλείνω τα μάτια και ασυνείδητα χαμογελώ με τον εαυτό μου.

Τελικά σύμπαν υπάρχει. Δεν ξέρω για το κάρμα, όμως το σύμπαν-καλός μου φίλος απ' ότι φαίνεται και προφανώς με αγαπά-με έφερε στον δρόμο των ονείρων μου. Που να ήξερα η καημένη πριν μια εβδομάδα ότι θα βρισκόμουν εδώ και με το καινούριο μου αφεντικό να με κουβαλά στο κρεβάτι επειδή είμαι άρρωστη; Εδώ είχα χάσει κάθε ελπίδα επιβίωσης και το κάρμα με φέρνει συγκεκριμένα στην πόρτα ενός παλιόφιλου και-

«Α, τι ωραία. Μυρίζει καφές», λέει ο Λούσιφερ ενθουσιασμένος και στην κυριολεξία πηδάει δίπλα μου στον καναπέ.

Τον κοιτάω αμέσως και μάλιστα με την αμηχανία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου ξεκάθαρα, διότι σουφρώνει τα φρύδια του. Αρπάζει το φλιτζάνι και πίνει μια γουλιά την ίδια στιγμή με μένα. Καθαρίζω τον λαιμό μου καθώς το ζεστό υγρό τον καίει και ύστερα σφραγίζω τα χείλη μου σε μια ευθεία γραμμή.

«Γιατί κάθεσαι σαν να σε έχω δέσει με το λουρί;» ρωτάει εκείνος και δεν μπορώ να μην γελάσω.

«Τίποτα, τίποτα, απλά σκέφτομαι», μουρμουρίζω και ξαναπίνω μια γουλιά από τον καφέ μου.

«Θέλεις να πιες φίλτρου, γιατί έχεις άμα-»

«Καλά είμαι», τον διακόπτω και αναστενάζω τόσο που δημιουργώ κύκλους στον καφέ μου.

«Δεν θέλω να νιώθεις άβολα», γελά ο Λούσιφερ και γυρνάω το κεφάλι από την άλλη για να κρύψω τα κόκκινα μάγουλα μου.

«Αντιθέτως», εστιάζω το βλέμμα σε αυτόν μετά από λίγα δεύτερα σιωπής, «νιώθω τόσο φιλόξενη που δεν μπορώ να το συνηθίσω».

«Ναι, έχω την τάση να είμαι απότομος», σταματάει να πιει μια γουλιά από το τσάι του σκεφτικός, «σχεδόν πάντα και σχεδόν στα πάντα».

Ο Λούσιφερ χαμογελά και ξαναπαρατηρώ το λακκάκι στο μάγουλο του. Είναι πολύ ωραίος πανάθεμα τον. Μπορεί να είναι γυναικάς-συμπέρασμα μου αυτό εξαιτίας του πως γνωριστήκαμε-και μπορεί να είναι αδιάφορος για ό,τι τον κάνει να βαριέται-προφανώς πολλά πράγματα, εκτός από το σεξ-αλλά είναι σαν Θεός, πλασμένος από Τον ίδιο με τεράστια υπομονή και χάρη.

«Με ακούς;» νεύει το χέρι του μπροστά μου και ταράζομαι, κουνώντας το κεφάλι δεξιά-αριστερά με αμηχανία.

«Ναι», ψεύδομαι και βάζω μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί μου, πίνω και μια γουλιά καφέ για να μην μου μυρίζει το στόμα έντονα.

«Μμμ, ναι», σιγομουρμουρίζει και σηκώνει τα φρύδια, κρύβοντας το πονηρό χαμόγελο του πίσω από το φλιτζάνι του. «Σήμερα λέω πρέπει να σου μάθω όλα τα σχετικά περί της δουλειάς για να ξεκινήσεις σύντομα άμα είναι. Ο γάμος του Άρτσι με έχει στριμώξει τρελά».

«Αλήθεια πότε παντρεύεται ο Άρτσι; Δεν έχει τύχει καθόλου να συζητήσω μαζί του περισσότερο από εκείνη την ημέρα», σκέφτομαι δυνατά και βλέπω τα ποτήρια κρασί στο τραπέζι με τεράστια θλίψη.

Δεν ήθελα να χάσω την παρέα του καλύτερου μου φίλου. Έχω τόσο καιρό να τον δω και βρίσκει να έρθει την ημέρα που πέθαινα από το πυρετό και δεν είχα άλλη δύναμη να σηκωθώ. Απορώ τώρα τι θα του είπε και ο Λούσιφερ και πως θα δικαιολόγησε το γεγονός ότι ήμουν ντυμένη με τα ρούχα του. Ο Άρτσι, από την άλλη-από τα λίγα που θυμάμαι-, δεν φαινόταν ιδιαίτερα χαρούμενος και ευχαριστημένος.

«Α, ναι, μου είπαν να σου πω ότι είσαι τυχερή που έχουν άλλο ένα δωμάτιο διαθέσιμο για σένα», με ενημερώνει, αν και νιώθω τρελά μπερδεμένη τώρα με την καινούρια πληροφορία.

Τι εννοεί; Νόμιζα πως θα έμενα μαζί του, όχι με τον Άρτσι και την αρραβωνιαστικιά του. Και πραγματικά δεν καταλαβαίνω που μπορεί να είναι η τύχη σε αυτό.

«Ξίνισες αμέσως», ειρωνεύεται ο Λούσιφερ και ξαπλώνει πίσω, ακουμπώντας τα πόδια του πάνω στα μπούτια μου. «Ο γάμος του Άρτσι θα γίνει σε μια εβδομάδα σε ένα κρουαζιερόπλοιο. Δικιά μου χορηγία αυτή», ψωνίζεται αμέσως και απλά παραμένω ανέκφραστη. «Τέλος πάντων. Θα είναι για γύρω τέσσερις ημέρες με διακόσιους-και βάλε-καλεσμένους. Οπότε φαντάσου τι τρέξιμο ρίχνω για πάρτη τους».

«Άρα θα μένω μαζί σου;» αναρωτιέμαι και συνειδητοποιώ πόσο άκυρο και απελπισμένο ακούστηκε αυτό.

«Ναι, Χέδερ. Αν και δεν καταλαβαίνω που κολλάει αυτό με τον γάμο του Άρτσι», δηλώνει και βάζει τα χέρια μέσα στον καναπέ, ανάμεσα στα μαξιλάρια.

Προς μεγάλη μου έκπληξη βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα και έναν αναπτήρα. Χτυπά το μαύρο κουτί και ακουμπά ένα τσιγάρο στα χείλη του. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι το μαύρο περιτύλιγμα του, το οποίο μου θυμίζει εκείνο που έπινε η Μαράια μανιωδώς στο γραφείο της και το γέμιζε καπνό. Πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου και με την άκρη του ματιού μου τον παρατηρώ πως το ανάβει και ύστερα πετά τον αναπτήρα μαζί με το πακέτο αδιάφορα στο τραπεζάκι.

«Με εκνευρίζουν οι γάμοι και η Ντανιέλ άλλο τόσο», σκέφτεται φωναχτά και βλέπω πως βγάζει τον καπνό από τα χείλη του αργά, δημιουργώντας ένα σύννεφο με έντονη μυρωδιά τσιγάρου πάνω του.

«Η Ντανιέλ;» ρωτάω και καθαρίζω τον λαιμό μου άβολα.

«Η υπεύθυνη του γάμου. Άσε με, μην με συγχύζεις με εκείνη. Θέμα χρόνου είναι να με πάρει και να αρχίσει πάλι τα παράπονα της σήμερα».

Πίνω την τελευταία γουλιά από τον καφέ και προσπαθώ να μην βήξω ενοχλημένη από τον έντονο καπνό. Βασικά νιώθω τόσο καλά με την στάση μας, που νιώθω ότι και να μιλήσω θα την χαλάσω. Παρακολουθώ τον Λούσιφερ που καπνίζει το τσιγάρο του και πόσο χαλαρώνει με κάθε τζούρα.

«Πεινάς;» ρωτάει μόλις ακούει τον στομάχι μου να γουργουρίζει.

«Εμ...» Πως του εξηγώ ότι απλά με ενοχλεί το τσιγάρο του πρωινιάτικα; «Ναι, μάλλον». Κάτι είναι κι αυτό.

«Έχεις να φας ό,τι θες στο ψυγείο. Άμα δεν σου αρέσει κάτι, μπορώ να πάω να σου πάρω απ' έξω».

«Είσαι πολύ καλός, Λούσιφερ, σε ευχαριστώ».

«Περίεργο πάντως», σκέφτεται φωναχτά με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του, τα οποία έχουν σχηματίσει ένα επικίνδυνα σατανικό χαμόγελο.

«Γιατί;» γελάω και βγάζει τα πόδια του για να σηκωθώ.

«Επειδή συνήθως όλοι μου λένε ότι είμαι κακός».

Δεν το σχολιάζω, όχι. Ο μόνος λόγος είναι επειδή δεν ξέρω τι εννοεί με 'όλους' και ένας Θεός ξέρει τι τους έχει κάνει. Έχε χάρη-πιστεύω-που είμαι υπομονετική και έχω δουλέψει με την Μαράια τόσα χρόνια· δίπλα της έχω γνωρίσει την πραγματική κακία που τίποτα δεν με ξαφνιάζει πια. Ο Λούσιφερ πάντως, δεν έχει καμία σχέση με εκείνην.

Ανοίγω το ψυγείο και αποφασίζω να κάνω ένα γρήγορο τοστ, όσο για να ικανοποιήσω τον Λούσιφερ και να νομίζει ότι έφαγα. Η αλήθεια είναι πως δεν πεινάω καθόλου εφόσον έχω συνηθίσει χρόνια τώρα να μην τρώω ποτέ πρωινό. Ένας πικρός καφές που έφτιαχνα στην δουλειά μου έφτανε να αντέξω μέχρι το τέλος της ημέρας, όταν έπαιρνα ένα σαντουιτσάκι ή κάτι τέτοιο.

Τον πιάνω με την άκρη του ματιού μου που και που να αναστενάζει και γεμίζει το σαλόνι με καπνό, ο οποίος έχει αρχίσει να γίνεται ανυπόφορος για τους άρρωστους πνεύμονες μου. Μόλις βάζω όλα τα υλικά πίσω στο ψυγείο, παρατηρώ πως ο Λούσιφερ έχει σβήσει το τσιγάρο του και βολεύεται κάτι καρέκλες παραπέρα στον πάγκο της κουζίνας.

«Σήμερα θα σου μάθω την δουλειά που πρέπει να κάνεις», ανακοινώνει και τον κοιτάω με ενδιαφέρον όσο προσπαθώ να κατεβάσω την πρώτη μπουκιά με το ζόρι. «Για όσο σέβεσαι τους κανόνες που θα σου βάλω, δεν θα έχουμε θέμα. Εφόσον δεν θα υπογράψεις συμβόλαιο, θα μπορείς να φύγεις από 'δω όποτε θες».

Αν και ο απότομος τρόπος που λέει τα πράγματα με πληγώνει ελάχιστα-βασικά τσιγκλάει τον εγωισμό μου-ξέρω πως είναι ο Λούσιφερ και αυτός ο τρόπος που εκφράζεται. Ακουμπά λοιπόν τα χέρια του στον πάγκο και με κοιτά με μια ανέκφραστη σχεδόν ματιά. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει και η σοβαρότητα στο πρόσωπο του με κάνει να νιώθω άβολα καθώς οι τρίχες του σώματος μου ανεβαίνουν αμέσως. Καταπίνω το σάλιο μου με θόρυβο.

«Είναι σημαντικό για σένα να ξέρεις να κάνεις αυτή την δουλειά σωστά, αλλιώς θα πάρω κάποιον άλλον».

Το χαμόγελο του στο τέλος με κάνει να αγχωθώ πριν καν ξεκινήσω και η όρεξη μου κόβεται με μαχαίρι αμέσως. Αφήνω το τοστ πίσω στο πιάτο και σφραγίζω τα χείλη μου, δαγκώνοντας τα διακριτικά. Οι ώμοι μου πέφτουν κουρασμένοι μπροστά και οι ανάσες μου γίνονται κοφτές.

«Μια απλή ενημέρωση είναι αυτή», γελά σαν να προσπαθεί να με κάνει να νιώσω καλύτερα, εφόσον ξέρω πως φαίνομαι αμήχανη και αγχωμένη.

Γενικά στην ζωή μου όσο και να προσπαθώ, το πρόσωπο μου με προδίδει πάντα. Μου είναι δύσκολο να κρύψω από τους άλλους πως αισθάνομαι ή τι σκέφτομαι την στιγμή εκείνη. Αν και παλιά-πρώτους μήνες στο Σιάτλ-έκανα πολύ εξάσκηση πάνω σε αυτό, με την πάροδο του χρόνου φαίνεται να το έκανα και χειρότερο. Σε αυτή την προκειμένη περίπτωση, ο Λούσιφερ ξέρει να διαβάζει τους πάντες, με μένα σαν ανοιχτό βιβλίο.

Αλλά εφόσον έχει αυτή την ικανότητα του, γιατί δεν βλέπει πως είμαι χαμένη υπόθεση; Γιατί επιμένει και είναι τόσο καλός μαζί μου όταν απλά μπορεί να μου συμπεριφερθεί όπως στην Μαράια ή το άλλο κορίτσι που τον είχα δει τις προάλλες; Κάτι τέτοιες στιγμές με κάνει να τον θαυμάζω, αυτόν και την μυστικοπάθεια του, την ικανότητα να σε κάνει να νιώθεις μπερδεμένος στα δίκτυα του.

«Πότε ξεκινάμε;» ρωτάω και κουνάω το κεφάλι ελαφρώς για διώξω τις σκέψεις μου. Δεν αξίζει να αναρωτιέμαι πράγματα τα οποία προφανώς δεν είμαι ικανή στο να βρω απάντηση.

«Τώρα άμα είναι. Γιατί πρέπει να φύγω. Το πρόγραμμα μου είναι γεμάτο», δηλώνει και χτυπάει τα χέρια ρυθμικά στον πάγκο, ταράζοντας με. «Ακολούθα με, δεσποινίς Κουίν».

Ο τρόπος που λέει το επίθετο μου, με μια αλλαγμένη όμως καλή διάθεση, με αυτό το αυτάρεσκο και γεμάτο μυστικά χαμόγελο, κάνει τις πεταλούδες στο στομάχι μου να χορεύουν τρελά. Μάλλον υστερικά. Σηκώνομαι με μουδιασμένα πόδια και τον ακολουθώ στον διάδρομο, αφήνοντας το τοστ με μεγάλη χαρά πίσω μου.

Τον παρακολουθώ ενώ χασμουριέται και μένω για σιγουριά δυο βήματα πίσω του. Σταματά στην πρώτη πόρτα του διαδρόμου-το υπνοδωμάτιο του είναι η τελευταία αριστερά και έχει απέναντι της την μοναδική πόρτα στα δεξιά του σπιτιού, το οποίο δεν ξέρω τι κρύβει πίσω της-και την ανοίγει για να μπούμε μέσα.

«Αυτό είναι το γραφείο μου, επομένως και το δικό σου», λέει και ξύνει τον σβέρκο του χαλαρά.

Δεν είναι κανένα μεγάλο δωμάτιο. Είναι εντελώς απλό· ένα γραφείο με μια δερμάτινη καρέκλα μπροστά από το παράθυρο ακριβώς απέναντι από την πόρτα, έναν μικρό καναπέ στα αριστερά μου και μια τεράστια βιβλιοθήκη που καλύπτει σχεδόν όλο τον τοίχο στα δεξιά. Ο Λούσιφερ με αφήνει να κοιτάξω τριγύρω και τον βλέπω που μου κάνει νόημα να καθίσω στην δερμάτινη καρέκλα. Το κάνω σιωπηλά και περιμένω να μου πει τι ακριβώς θα κάνω μετά.

«Η δουλειά σου δεν είναι δύσκολη. Θα κανονίζεις όλα τα ραντεβού και τις ώρες που πρέπει να παραβρεθώ σε αυτά. Επίσης, έρχονται πολλές επιστολές και emails που ζητούν χορηγό, οπότε εσύ θα τις διαβάζεις και θα επιλέγεις ποιες να πάρω και ποιες όχι-»

«Υπάρχει κάποιο κριτήριο για την σωστή επιλογή;» τον διακόπτω με σουφρωμένα φρύδια.

«Όχι, ιδιαίτερα. Ό,τι σου αρέσει εσένα, μου κάνει», απαντά, αλλά δεν με ικανοποιεί καθόλου αυτή τη απάντηση.

Τι εννοεί με αυτό; Ότι άμα πω στον Λούσιφερ να χορηγήσει ένα τσιουάουα ντυμένο καουμπόι που χορεύει σαν μπαλαρίνα, θα το κάνει; Ή άμα δώσω την χορηγία σε ένα ταλαντούχο μάγο άστεγο, θα το δεχτεί και αυτό; Τελικά η δουλειά μου είναι πολύ πιο δύσκολη απ' ότι νόμιζα.

«Προσπάθησε πάντως να απορρίψεις χορευτικά με τσιουάουα και άστεγους μάγους», λέει και παγώνω στην καρέκλα μου, σαν να με έπιασε στα πράσα να στρίβω μπάφο. «Πάω να ετοιμαστώ. Άμα χτυπήσει τηλέφωνο, απάντα. Άμα έρθει κανείς στην πόρτα, άνοιξε. Άμα έρθει καμιά κοπέλα που ψάχνει τα εσώρουχα της, διώξ'την. Αυτά».

Πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε, μου χαρίζει ένα χαμόγελο και βγαίνει έξω, χτυπώντας το περβάζι της πόρτας κιόλας. Αναπηδώ πίσω στην καρέκλα ελαφρώς και μένω πίσω με σουφρωμένα φρύδια. Τι; Μόνο αυτό θα κάνω; Νιώθω ότι δεν επένδυσε αρκετό από τον χρόνο του στην επεξήγηση της δουλειάς που με βάζει να κάνω. Υποτίθεται πως πρέπει να την μάθω μόνη ή κατά την διάρκεια;

Δεν νιώθω έτοιμη πάντως.

Το τηλέφωνο στο γραφείο του Λούσιφερ χτυπά και με τρομάζει έξω από τα ρούχα μου. Βάζω το χέρι στην καρδιά και προσπαθώ να ανασάνω σαν άνθρωπος. Το σηκώνω και το ακουμπώ στο αυτί μου γύρω στον τέταρτο χτύπο· παράλληλα ακούγεται και το σταθερό στο σαλόνι.

«Παρακαλώ;» ρωτάω και ακούγεται από την άλλη γραμμή φασαρία από αυτοκίνητα και ανθρώπους να μιλάνε.

«Α, Χέδερ, τέλεια! Εσένα ήθελα να πετύχω», είναι η Βρετανική προφορά αυτή που με κάνει να καταλάβω ότι είναι ο Άρτσι που πήρε. «Δυστυχώς δεν προλάβαμε να μιλήσουμε τόσο χθες, αλλά ο Λούσιφερ μου εξήγησε την κατάσταση σου. Λυπάμαι που έχασες το διαμέρισμα σου».

Αναστενάζω-όχι επειδή στεναχωρήθηκα-και σκέφτομαι πόσα λεφτά χρωστάω στον κύριο Γουόλις και τον κυριούλη στο διπλανό μίνι μάρκετ. Οι τύψεις με κατατρώνε μέσα μου και κάνουν το στομάχι μου να δεθεί κόμπος από το άγχος. Θα μου φτάνει άραγε ο μισθός που θα μου δίνει ο Λούσιφερ για να ξεπληρώσω τα χρέη μου;

«Σε ευχαριστώ, Άρτσι. Ήταν μια άσχημη εμπειρία για μένα», καθαρίζω τον λαιμό μου με τεράστια αμηχανία, «αλλά ευτυχώς πέρασε».

«Κοίτα... επειδή βιάζομαι, θα σου πω τι με απασχολεί έξω από τα δόντια», κάνει μια τρομαχτική παύση και με κρατά σε αναμμένα κάρβουνα για το τι θα πει. «Δεν θέλω να μπλέξεις με τον Λούσιφερ και σε καμία περίπτωση μην υπογράψεις κάποιο συμβόλαιο του. Πρόσεχε, σε παρακαλώ».

«Τι-τι εννοείς;» τον ρωτάω και χαϊδεύω τον λαιμό μου απαλά.

«Απλά πρόσεχε», ακούω φωνές να τον φωνάζουν στο βάθος. «Πρέπει να πηγαίνω. Θέλω να σου μιλήσω και σχετικά με τον γάμο όποτε θα σε ενημερώσω πότε είμαι ελεύθερος».

Δεν μου δίνει χρόνο για ερωτήσεις και κλείνει το τηλέφωνο. Ακούω την γραμμή να βγάζει ένα σταθερό 'μπιπ' και ακουμπώ απαλά το σταθερό πίσω στην θέση του. Παίρνω μια βαθιά ανάσα μπερδεμένη. Δεν ξέρω που έχω μπλέξει, με ποιον ή τι. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και φέρνω τα πόδια πάνω στην καρέκλα για να μαζευτώ.

Χέδερ, χρειάζεσαι τόσο πολύ τα λεφτά που είσαι πρόθυμη να το κάνεις όλο αυτό;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top