Ενότητα 2-Τι Συμφωνία;

Κεφάλαιο 6

Πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου αργά και προσπαθώ να καταλάβω που είμαι. Γυρνάω το κεφάλι στο πλάι και βλέπω πως είμαι στο σπίτι του Λούσιφερ, συγκεκριμένα ξαπλωμένη στον καναπέ του. Μόλις τεντώνω τα πόδια μου νιώθω να σπρώχνω κάποιον και σηκώνω το στήθος μου να δω.

«Λούσιφερ;» ρωτάω με βραχνιασμένη φωνή.

Έχει βολευτεί στην άλλη άκρη και διαβάζει ένα βιβλίο τελείως απορροφημένος. Πίνει μια γουλιά από την κούπα του και λυγίζει μπροστά για να την αφήσει στο τραπέζακι. Τον παρακολουθώ σιωπηλά και φαίνεται ή να με αγνοεί ή να είναι πολύ βουτηγμένος στον φανταστικό κόσμο του βιβλίου.

«Λούσιφερ;» επαναλαμβάνω με έναν τόνο πιο δυνατό και επιτέλους τα μάτια του πέφτουν πάνω μου.

«Χέδερ, ξύπνησες!» αναφωνεί με ελάχιστο ενθουσιασμό στο πρόσωπο του. «Δεν περίμενα να κοιμηθείς τόσο πολύ».

«Τι ώρα είναι;» τον ρωτάω και ακουμπώ τα πόδια μου κάτω, ενώ ξαπλώνω πίσω εξουθενωμένη παρόλο που κοιμόμουν-ποιος ξέρει-πόσες ώρες.

«Βασικά πες τι μέρα», γελά και αναστενάζει συνεχίζοντας το διάβασμα.

Στρέφω το κεφάλι μου αργά και τον κοιτάω με σουφρωμένα φρύδια. Κρατά το βιβλίο ανοιχτό με τα δάχτυλα του και δαγκώνει το κάτω χείλος του απορροφημένος εντελώς. Έχει φορέσει μια απλή φόρμα και τα μαλλιά του πέφτουν ακατάστατα στο μέτωπο του. Λυγίζει μπροστά και ξαναπαίρνει την κούπα στα χέρια του.

«Έχει ζεστό νερό και καθαρά ρούχα στο δωμάτιο μου άμα θες να κάνεις ντους», μουρμουρίζει και ρουφά το τσάι του με θόρυβο. «Μεταξύ μας, βρωμοκοπάς ιδρώτα».

Γυρνώ από την άλλη και διακριτικά μυρίζω τις μασχάλες μου. Μόλις τον ακούω να γελά ελαφρώς επιστρέφω στην αρχική μου στάση, αυτή την φορά με κόκκινα μάγουλα, λίγο από τον πυρετό, λίγο από την ντροπή. Δεν το πιστεύω ότι μυρίζω τόσο άσχημα και-όχι μόνο-αλλά μου το έτριψε και στα μούτρα προφανώς κοροϊδευτικά.

«Μην το πάρεις για κακό, σε καταλαβαίνω», προσθέτει και με κοιτά με την άκρη του ματιού του και ένα πλάγιο χαμόγελο. «Καιγόσουν στον πυρετό ώρες ολόκληρες και το να ιδρώνεις είναι κάτι νορμάλ».

«Δεν θυμάμαι τίποτα», γελάω άβολα και τυλίγομαι καλύτερα με την κουβέρτα που είχα ήδη από πριν πάνω μου.

«Ναι, από χθες που σε έφερα σπίτι μου γενικά», κάνει μια παύση τραβώντας την τελευταία λέξη, «κοιμόσουν και μουρμούριζες διάφορα».

«Τι-Τι εννοείς;» ρωτάω αμέσως σοκαρισμένη και τα μάγουλα μου παίρνουν φωτιά.

«Α, τίποτα ανησυχητικό», απαντά και κοιτά την άδεια κούπα του.

Ο Λούσιφερ κλείνει το βιβλίο απότομα, κάνοντας με να αναπηδήσω λίγα εκατοστά πίσω, και σηκώνεται όρθιος. Πάει στην κουζίνα και αφήνει το βιβλίο του στον πάγκο. Προσπαθώ να κάνω το ίδιο πιασμένη και βήχω σαν να έπινα τσιγάρο από τα πέντε μου. Τραβάω τις μύξες και τις καθαρίζω με το μανίκι της μπλούζας.

«Το δωμάτιο μου είναι τελευταίο αριστερά», με πληροφορεί και ακουμπώ τους αγκώνες μου στον πάγκο.

«Δεν είναι ανάγκη, θα πηγαίνω ούτ-»

«Επίτρεψε μου να σε διακόψω εδώ», σηκώνει το χέρι του για να με σταματήσει και ύστερα το βλέμμα του για να συναντήσει το δικό μου, «και να σου πω ότι δεν θα πας πουθενά. Σε είχα μια μέρα να καις στον πυρετό· δεν φεύγεις τόσο απλά».

Σφραγίζω τα χείλη μου ηττημένη και καταπίνω το σάλιο μου για να υγράνω τον λαιμό. Του χαρίζω ένα ζορισμένο χαμόγελο ενώ εκείνος παραμένει χαρούμενος και ατάραχος. Συνεχίζει να φτιάχνει κάτι πίσω από τον πάγκο και μόλις σηκώνω το κεφάλι να δω τι, με κοιτάει απειλητικά.

«Τι;» ρωτάω και ξεροβήχω.

«Να πας να κάνεις ντους μήπως;» μου υπενθυμίζει και κάνω πίσω ντροπαλά.

«Ναι, τελευταία πόρτα δεξιά».

«Αριστερά», με διορθώνει και γελά ελαφρώς με τον εαυτό του.

Κουνώ το κεφάλι καταφατικά και κάνω πίσω χτυπώντας τα δάχτυλα μου στον πάγκο. Βεβαίως και νιώθω άβολα και ντρέπομαι πολύ να συζητήσω περαιτέρω τι ακριβώς έγινε ή θα γίνει. Όχι μόνο επειδή όντως βρωμοκοπάω, αλλά επειδή δεν ξέρω τι εξηγήσεις να του δώσω σε περίπτωση που μου ζητήσει.

Με τίποτα δεν μπορώ να του πω την αλήθεια. Ντρέπομαι τόσο πολύ να δείξω πόσο αδύναμη είμαι στο να υποστηρίξω τον εαυτό μου, τι οικονομικά, τι ψυχικά. Δεν τον ξέρω και τόσο καλά να ξέρω πως θα αντιδράσει, όμως άμα το έχει μάθει ο Άρτσι σίγουρα θα μου τα ψάλλει σαν να είναι η μαμά μου.

Πριν βγω από το σαλόνι, ρίχνω μια τελευταία ματιά στον Λούσιφερ. Γενικά είναι στον κόσμο του, οι ματιές του προς εμένα σπάνιες, όπως και οι συζητήσεις. Αναστενάζω αργά και κατευθύνομαι προς το δωμάτιο που μου είπε.

Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα σαν να κοιμάται κανείς και δεν πρέπει να κάνω φασαρία. Μόλις κλείνω πίσω μου, αφήνω ένα επιφώνημα έκπληξης να ξεγλιστρήσει από τα χείλη μου.

Το πολυτελές δωμάτιο του Λούσιφερ κάνει το σαγόνι μου να πέσει κυριολεκτικά στο πάτωμα. Ευτυχώς το δάπεδο είναι στρωμένο με ένα ανοιχτόχρωμο γκρι χαλί από άκρη σε άκρη οπότε πέφτει κάπου απαλά. Γενικά επικρατεί το μαύρο ξύλο σε όλα τα έπιπλα. Τα αντικείμενα διακόσμησης ποικίλλουν από γυάλινες μπάλες σε χρυσά παλιά νομίσματα ως και μαρμάρινα αγάλματα, όλα φυλαγμένα σε ένα ράφι που καλύπτει σχεδόν όλον τον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι.

Βλέπω την πόρτα στα δεξιά μου, η οποία φαίνεται πως οδηγεί στο μπάνιο, και ύστερα τα διπλωμένα ρούχα πάνω στα μαύρα παπλώματα του κρεβατιού. Εσώρουχα δεν έχει και νιώθω πολύ άβολα μόνο στην σκέψη του να μην τα φοράω γύρω του. Μου έχει αφήσει μόνο μια μαύρη μπλούζα με μια ζακέτα και ένα μαύρο παντελόνι. Ξεκάθαρα είναι ένα με δύο νούμερα μεγαλύτερα, γι' αυτό αναστενάζω απελπισμένα.

Δεν έχεις άλλη επιλογή, Χέδερ. Μπορεί να είναι το τελευταίο σου ντους για πολλά χρόνια.

Τα λόγια του Λούσιφερ επανέρχονται στο μυαλό μου και γελάω μόνο στην σκέψη. Σιγά που με θέλει για συγκάτοικο. Ένας τύπος σαν αυτόν αδιαφορεί πλήρως για γυναίκες σαν εμένα. Είμαι σίγουρη πως είναι ευγενικός μόνο εξαιτίας του Άρτσι, διότι δεν θα νοιαζόταν καθόλου παραπέρα.

Καθαρίζω τον λαιμό μου άβολα και μπαίνω μέσα στο μπάνιο, το οποίο είναι τόσο μεγάλο όσο την αποθήκη που είχα για διαμέρισμα στην πολυκατοικία του κύριου Γουόλις. Αρχίζω να βγάζω το ρούχα και η μυρωδιά τους είναι όντως ανυπόφορη· ένας συνδυασμός ξινίλας με ιδρώτα και άπλυτου.

Νιώθω τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν αμέσως από την ντροπή και θέλω να τσιρίξω με τα χάλια μου. Δεν το πιστεύω τι απαίσια εικόνα έχω δώσει στον Λούσιφερ· μια άπλυτη και απρόσεκτη γυναίκα που μόλις έχασε το σπίτι της και δεν μπόρεσε να πολεμήσει για το δικαίωμα της στην δουλειά.

Βγάζω τα εσώρουχα μου αηδιασμένη και τα πετάω κάτω σε μια άκρη. Μπαίνω μέσα στο ντους και δεν είναι ανάγκη να προσαρμόσω εγώ την θερμοκρασία νερού εφόσον το κάνει από μόνο του.

Η ζεστή επαφή του νερού με το δέρμα μου περιττό να πω ότι με ερεθίζει. Νιώθω σαν να βρίσκομαι στην αγκαλιά του πιο ωραίου άντρα στον κόσμο αυτή την στιγμή. Βάζω τις παλάμες στο πρόσωπο μου και το κρύβω σαν να ντρέπομαι.

Νιώθω πολύ καλύτερα από άποψη υγείας. Δεν ξέρω τι έκανε ο Λούσιφερ, αλλά άμα εξαιρέσω ελάχιστες δυσκολίες στο αναπνευστικό μου σύστημα και τις μύξες, είμαι τέλεια. Μπορεί να έχω λίγο πυρετό επειδή νιώθω ζεστή και τα μάτια μου καίνε, αλλά δεν είναι τόσο σοβαρό όπως με θυμάμαι την τελευταία φορά.

Τρίβω το σώμα μου καλά και λυγίζω κοντά στο σιδερένιο ράφι με τα σαπούνια για να βρω κάτι πέρα από αντρικό να πλυθώ. Προς μεγάλη μου απογοήτευση όλα μυρίζουν ακριβώς σαν τον Λούσιφερ και δεν έχω άλλη επιλογή από το να προσαρμοστώ με αυτά.

Σκέφτομαι την συζήτηση που θα πρέπει να κάνουμε μόλις βγω και αρχίζω να το καθυστερώ όσο μπορώ. Δεν αλλάζει ότι βρίσκομαι στο σπίτι του Λούσιφερ και μπορεί να με βρει σε όποια γωνία και να κρυφτώ, όμως μου δίνει χρόνο να σκεφτώ τις απαντήσεις μου.

Σίγουρα δεν θα του αναφέρω τα οικονομικά μου προβλήματα. Θα του πω ψέματα ότι μετακόμισα αλλού και μάλιστα πρέπει να πάω διότι θα με ψάχνει και ο σπιτονοικοκύρης. Άμα με ρωτήσει για διεύθυνση θα του πω ότι δεν την θυμάμαι απ' έξω και ότι θα του την στείλω σε μήνυμα. Μόλις καταφέρω να ξεφύγω και από αυτό-αλήθεια τι θα κάνω;

Ξεπλένομαι καλά για τρίτη φορά και νιώθω σαν να έγινα άλλος άνθρωπος. Μπορεί να μοσχοβολάω Λούσιφερ, αλλά ήταν ό,τι πιο αναζωογονητικό είχα κάνει για τον εαυτό μου τους τελευταίους μήνες· ένα ζεστό ντους.

Μόλις βγαίνω έξω, τυλίγω μια λευκή πετσέτα γύρω από το σώμα μου και την δένω για να μείνει. Με μια άλλη τρίβω τα μαλλιά μου και τα στεγνώνω πρόχειρα. Η βρεγμένες πατούσες μου αφήνουν ίχνη στο γκρι χαλί ενώ πάω για να πάρω τα πλυμένα ρούχα. Προς μεγάλη έκπληξη, τα δικά μου είναι άφαντα, γι' αυτό μένω για λίγο με σουφρωμένα φρύδια.

Μην μου πεις ότι-

Ανοίγω τα μάτια ορθάνοιχτα και κοκκινίζω ολόκληρη. Δεν το πιστεύω ότι μπήκε μέσα στο μπάνιο ενώ πλενόμουν. Μπορεί το τζάμι να είναι θολό ή μπορεί να φέρθηκε κύριος και να μην πήρε μάτι, όμως αυτός δεν αναιρεί το γεγονός ότι ήμουν γυμνή. Και στο ίδιο δωμάτιο με εκείνον. Δεν το πιστεύω.

Στεγνώνω το σώμα μου και δαγκώνω το κάτω χείλος μου σκεφτικά. Χρειάζομαι όπως-και-δήποτε ένα καλό ξύρισμα παντού στο σώμα μου. Δεν μπορώ να ξέρω τι μικρόβια θα μαζέψω άμα είμαι από πάνω ως κάτω σαν το δάσος της Αριζόνας ενώ ζω στους δρόμους. Εντάξει, δεν θέλω να είμαι και εντελώς τραγική εφόσον η τρίχα μου είναι λεπτή, αλλά παραμένουν μαύρες και... τρίχες. Είναι απλά αηδιαστικές.

Φοράω τα ρούχα σιωπηλά και ύστερα κάθομαι στο κρεβάτι. Νιώθω ότι έχω κάτσει σε έναν σύννεφο στον Παράδεισο. Ξαπλώνω πίσω και ένα επιφώνημα απόλαυσης ξεγλιστρά απ'τα χείλη μου. Γιατί όλα του τα πράγματα είναι σαν να μου κάνουν έρωτα; Μια το ντους, τώρα το κρεβάτι, μόνο αυτός μου λείπει-

«Α, βλέπω έκανες ντους», λέει μόλις μπουκάρει μέσα στο δωμάτιο και τινάζομαι όρθια από την θέση μου.

«Εμ, ναι, ντους», μουρμουρίζω άβολα και τον βλέπω καθώς περπατά προς το μέρος μου.

«Μυρίζεις ακριβώς σαν», σταματά για λίγο αρκετά κοντά για να με μυρίσει καλά, «εμένα».

Τα μάγουλα μου αλλάζουν όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και μόλις μου χαμογελά, νιώθω πως θα πάθω καρδιακό και θα πέσω κάτω. Με προσπερνά και σταματά μπροστά στην ντουλάπα του. Την ανοίγει χτενίζοντας τα μαλλιά με τα δάχτυλα του και τον κοιτάω ενώ δαγκώνω το κάτω χείλος μου.

«Προέκυψε κάτι και πρέπει να πάω να το τακτοποιήσω. Έχω μαγειρέψει άμα πεινάς. Μην με περιμένεις διότι μάλλον θα αργήσω», με ενημερώνει και παίζω με τα δάχτυλα μου νευρικά, τα μανίκια της ζακέτα προεξέχοντας επειδή είναι μεγαλύτερη από μένα.

«Σχετικά με αυτό», καθαρίζω τον λαιμό μου άβολα και γυρνά το κεφάλι του να με δει με σηκωμένο φρύδι. «Σε ευχαριστώ πολύ, εκτιμώ όσα έκανες για μένα, ό,τι και να ήταν», ψιθυρίζω το τελευταίο και συναντώ το βλέμμα μου με το δικό του, «αλλά πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι μου. Ο καινούριος σπιτονοικοκύρης μου θα ανησυχεί-»

Ο Λούσιφερ ξεσπά σε δυνατά γέλια και μένω ανέκφραστη να τον βλέπω. Κάθετα στην άκρη του κρεβατιού, ενώ με το ένα χέρι κρατά την κοιλιά του και το άλλο το χτυπά στα παπλώματα.

«Χέδερ, άμα θες να πεις ψέματα, ειλικρινά προσπάθησε καλύτερα την επόμενη φορά», λέει και δυναμώνει το γέλιο του και άλλο. «Ποιον πας να κοροϊδέψεις; Το ξέρω ότι δεν έχεις βρει άλλο σπίτι».

Τα μάτια μου βουρκώνουν και δεν ξέρω τι ή ποιος φταίει· τα απότομα και κακά σχόλια του Λούσιφερ, το γεγονός ότι γελάει με τα χάλια μου ή επειδή είμαι τόσο αξιολύπητη και για κλάματα που μου το τρίβει με απόλαυση στα μούτρα. Όποιο και να' ναι, προσπαθώ να το καταπιώ και να μην κλάψω μπροστά του.

«Μίλησα με τον Γουόλις χθες και μου είπε για την κατάσταση σου», με ενημερώνει και νιώθω πολύ εκτεθειμένη μπροστά του. «Δεν υπάρχει κάτι να ντρέπεσαι. Εγώ να σε βοηθήσω θέλω, γι' αυτό και έχω να σου προτείνω μια... συμφωνία».

«Σ-Σ-Συμφωνία;» αναρωτιέμαι με το τρέμουλο να προδίδει ότι συγκρατώ δάκρυα.

Ο Λούσιφερ, έχοντας πια ηρεμήσει, χτυπά το χέρι του στην άδεια θέση δίπλα του στο κρεβάτι και κάθομαι λίγο αμήχανα. Μου χαρίζει ένα χαμόγελο και προσπαθώ να κάνω το ίδιο, όταν ανατριχιάζω από την σταγόνα νερού που στάζει από τα μαλλιά μου στον σβέρκο μέσα απ' τα ρούχα.

«Κοίτα, ψάχνω κάποιον να δουλέψει για μένα. Σκέφτηκα να σου την δώσω εσένα εφόσον ξεκάθαρα χρειάζεσαι μια δουλειά», ανακοινώνει και δαγκώνει το κάτω χείλος του σκεφτικά. «Αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω απ' το να πιστέψω τα ψέματα σου και να σε αφήσω στους δρόμους».

Μαζεύομαι αμέσως και ντρέπομαι περισσότερο από πριν. Δεν περίμενα να είναι τόσο ξεροκέφαλος ή και να μην νιώσει άσχημα να μου το πετάξει έτσι στην μούρη. Κάνω κύκλους με τους αντίχειρες μου και κοιτάω κάτω σαν να με μαλώνει αντί να με βοηθά.

«Άμα θες, δεν θα αναφέρω κάτι στον Άρτσι, αλλά δεν βρίσκω νόημα να του πεις ψέματα για κάτι τέτοιο», συνεχίζει και σηκώνεται, κάνοντας με να τον κοιτάξω απευθείας.

«Λούσιφερ, γιατί το κάνεις αυτό; Δεν έχει νόημα να-»

«Όποιος αγαπά και σέβεται τον Άρτσι, κάνω το ίδιο για εκείνον-στην περίπτωση σου-εκείνην».

Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και με βουρκωμένα μάτια πετάγομαι στην αγκαλιά του. Τον ακούω που γελά και αμέσως αποτραβιέμαι, παρατηρώντας ότι του έχω βρέξει την μπλούζα. Ζορίζω ένα χαμόγελο και ύστερα ένα γέλιο, καθώς ξύνει τον σβέρκο του άβολα.

«Συγγνώμη γι' αυτό, απλά», σταματάω για να πάρω μια βαθιά ανάσα και να συγκρατήσω τα δάκρυα μου, «δεν είναι όλοι τόσο καλοί».

«Μην ανησυχείς, Χέδερ». Ακουμπά το χέρι του στο κεφάλι μου σαν να είμαι το σκυλάκι του και το χαϊδεύει απαλά. «Μπορείς να ζεις ελευθέρα με μένα. Μην τα κρατάς τίποτα μέσα σου. Δεν παρεξηγούμαι».

«Το εκτιμώ τόσο που μου φέρεσαι καλά».

«Εντάξει, εφόσον το ξεκαθαρίσαμε αυτό, δεν θα ανησυχώ ότι θα το σκάσεις μόλις φύγω», γελά και προσπαθώ να κάνω το ίδιο, όμως νιώθω ότι θα ξεσπάσω σε κλάματα. «Τώρα, έχεις να φας στην κουζίνα. Φτιάξε κι ένα τσάι και πρόσεξε μην ανεβάσεις ξανά πυρετό. Θα προσπαθήσω να μην αργήσω, αλλά άμα γίνει κάτι ή δεν νιώθεις καλά, πάρε με από το σταθερό ή τον Άρτσι. Είπε ότι θα περάσει το βράδυ, αλλά πιστεύω θα είμαι νωρίτερα σπίτι».

Κουνάω το κεφάλι καταφατικά και περπατώ προς την πόρτα σιωπηλά. Τον ακούω που αρχίζει να ντύνεται και καθαρίζω τον λαιμό μου άβολα. Είναι τόσα που θέλω να τον ρωτήσω, τόσα που θέλω να καταλάβω· νιώθω χαζή να τον ρωτήσω τώρα.

«Λούσιφερ», μουρμουρίζω με ένα ερωτηματικό τόνο με το χέρι στο πόμολο και γυρνάω να τον δω. «Δεν μου είπες τι δουλειά θέλεις να κάνω».

Βγάζει την μπλούζα και συγκρατώ το επιφώνημα έκπληξης. Δεν είναι ότι δεν τον έχω δει έτσι, όμως για κάποιο λόγο αυτή την στιγμή μου φαίνεται πιο τέλειος. Βάζω μια τούφα από τα βρεγμένα μαλλιά μου πίσω από το αυτί και νιώθω τα μάγουλα μου να φλέγονται.

«Θα κρατήσουμε τις λεπτομέρειες για μετά».

Το πλάγιο χαμόγελο του δεν ξέρω άμα με τρομάζει ή με ερεθίζει για κάποιον περίεργο λόγο. Με την άκρη του ματιού μου τον βλέπω να φορά το πουκάμισο του κι έτσι βγαίνω για να τον αφήσω μόνο. Σέρνω τα πόδια μου κουρασμένα και φτερνίζομαι μόλις φτάνω στο σαλόνι. Ανήμπορη να βγάλω την κακή μου συνήθεια, καθαρίζω την μύτη μου με το μανίκι της ζακέτας όταν θυμάμαι ότι είναι του Λούσιφερ.

Το πλένω πρόχειρα στον νεροχύτη και η έντονη μυρωδιά του τηγανισμένου μπέικον κάνει το στομάχι μου αμέσως να γουργουρίσει απελπισμένο για νόστιμο φαγητό. Βλέπω πάνω στον φούρνο την κατσαρόλα με τα μακαρόνια και μόλις ανοίγω το καπάκι, δαγκώνω το κάτω χείλος.

Κρυφά και διακριτικά, με τα δάχτυλα μου παίρνω μόνο ένα και το ρουφάω. Η γεύση του μπέικον σε κρέμα γάλακτος μπερδεμένο με μοσχοκάρυδο, πιπέρι και αλάτι κάνει τα μάτια μου να γυρίσουν πίσω σαν να ζω τον καλύτερο οργασμό της ζωής μου.

«Έχεις πιάτα στο πρώτο ράφι δεξιά του απορροφητήρα. Πιρούνι στο πρώτο συρτάρι», ακούω τον Λούσιφερ να λέει από το σαλόνι και τρομάζω, χοροπηδώντας ελαφρώς πίσω.

Τον βλέπω ενώ φτιάχνει τον γιακά του πουκάμισου του και χτενίζει τα ήδη φτιαγμένα μαλλιά του. Κοιτά το είδωλο του στον καθρέπτη και αφού είναι έτοιμος χαμογελά ευχαριστημένος.

«Τα λέμε, Χέδερ», λέει χαλαρά, σαν να έχει συνηθίσει την παρέα μου χρόνια τώρα.

Μόλις ακούω την πόρτα να κλείνει, αναστενάζω σαν να βγάζω ένα μεγάλο βάρος από μέσα μου και κοιτάω την κατσαρόλα σχεδόν ανέκφραστη. Οι ώμοι μου έχουν βραχεί από τα κοντά μαλλιά μου και ανατριχιάζω ελαφρώς.

Τι πάω να κάνω έτσι; Και γιατί δεν μπορώ να αρνηθώ την πρόταση του να μείνουμε μαζί; Είναι σκέτη τρέλα αυτό! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top