Ενότητα 1-Ο Θετός Αδερφός
Κεφάλαιο 3
Εκείνη ξαπλώνει πίσω στην βολική δερμάτινη καρέκλα της και με κοιτάει σκεφτική. Φαίνεται να βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, διότι μια λάθος πρόταση μπορεί να την στείλει γκιλοτίνα. Δεν ξέρω τι σχέση έχει με τον Λούσιφερ και γιατί βρίσκεται εδώ, όμως ξέροντας την Μαράια, δεν θα αντιδρούσε έτσι εκτός κι αν πιεζόταν από κάποιον που έχει μεγαλύτερη εξουσία από αυτήν.
«Χέδερ, σε ευχαριστώ για όλα τα χρόνια που συνεργάστηκες μαζί μου, όμως δεν μπορώ να βάλω την κόρη μου πάνω από σένα. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Ελπίζω πάντως να σου πάνε όλα καλά. Τώρα, εφόσον λύθηκε αυτό το θέμα, με συγχωρείς, αλλά έχω δουλειά», απαντά εκείνη με τεράστια αδιαφορία και πίνει μια γουλιά από τον καφέ της.
Αποφεύγει την οπτική επαφή μαζί μου, γι'αυτό στρέφει την προσοχή της στον Λούσιφερ. Μπορώ να καταλάβω πως το έχει δεδομένο ότι θα φύγω. Εφόσον δεν μπόρεσα να την πείσω με μια ήρεμη και απλή συζήτηση, δεν ξέρω τι στο καλό θα την κάνει να αλλάξει γνώμη. Τα μάτια μου βουρκώνουν απευθείας και μισώ τον εαυτό μου που είμαι τόσο αδύναμη να πατήσω πόδι για το δίκιο μου.
Ανατριχιάζω από το κρύο και αυτή την φορά αφήνω τον εαυτό μου να φτερνιστεί. Ο Λούσιφερ αρπάζει ένα χαρτομάντηλο από το γραφείο της Μαράια και μου το δίνει. Τον ευχαριστώ με ένα χαμόγελο και καθαρίζω την μύτη μου με αυτό. Εκείνος σηκώνεται από την θέση του και επιστρέφει πίσω στον καναπέ, αρπάζοντας από το τραπεζάκι το χάρτινο ποτήρι του.
«Πραγματικά πότε θα σταματήσεις να είσαι καριόλα με όλους, Μαράια;» αναρωτιέται ο Λούσιφερ και γυρνάει να την δει σκεφτικός.
«Το τι κάνω με τους εργαζόμενους μου, Λούσιφερ, δεν σε αφορά καθόλου», απαντά απότομα εκείνη και ακούγεται από τον τόνο της φωνής της ότι εκνευρίστηκε με το σχόλιο του.
«Όταν σε πληρώνω για να τους βάζεις να δουλεύουν, βεβαίως και με αφορά», δηλώνει εκείνος και γυρνά να την δει με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. «Νόμιζα ότι το ήξερες ήδη αυτό, δεν χρειαζόταν να σου το πω».
Παραμένω σιωπηλή και αποφασίζω να μην ανακατευτώ στην συζήτηση τους. Το μυαλό μου όμως δεν σταματά να δημιουργεί ερωτήσεις του τύπου "τι δουλειά;" , "τι εννοεί ο Λούσιφερ ότι την πληρώνει;" , "δηλαδή ο Λούσιφερ ήταν τόσα χρόνια το αφεντικό μου;". Κοιτάω με μεγάλο ενδιαφέρον το πρώην αφεντικό μου, για να δω τι θα απαντήσει.
«Δεν είχαμε χώρο για την δεσποινίδα Κουίν πια. Σεβάστηκε την απομάκρυνση της και-»
«Ναι, την σεβάστηκα μέχρι που είδα ότι με έβγαλες στην τηλεόραση του Σιαλτ για να με κάνεις ρεζίλι με ψεύτικες φήμες!» την διακόπτω και δεν φαίνεται να της άρεσε αυτό.
«Τς, κακό αυτό», σχολιάζει ο Λούσιφερ και πίνει μια γουλιά απ'το ποτήρι του.
«Δεν χρειάζομαι τα έξτρα σχόλια», του ειρωνεύομαι.
«Χέδερ, νομίζω ήμουν αρκετά κατανοητή ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξω γνώμη. Έτσι λειτουργεί ο κόσμος των ενήλικων. Χρειάζεται που και που να καταστρέψεις τους άλλους για να βρεις την δόξα σου», δηλώνει με μεγάλη περηφάνια η Σερράνο και πραγματικά μου έρχεται να ξεράσω.
«Ωραία φιλοσοφία. Οι νεκροί Έλληνες σε προσκηνούν τώρα», σαρκάζεται ο Λούσιφερ και τον ακούω να γελάει με έναν τόνο αηδίας. «Ή μπορεί να κάνουν εμετό, δεν μπορώ να καταλάβω την διαφορά».
Η Σερράνο παίρνει μια βαθιά ανάσα και σηκώνεται από την θέση της. Ακουμπά τα λεπτά χέρια της στην επιφάνεια του γραφείου της, καθώς μας κοιτάει μέσα απ'τα γυαλιά της. Ακολουθώ το παράδειγμα της και σηκώνομαι για να την έχω αντιμέτωπη πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Λούσιφερ στέκεται δίπλα μου, καθώς φοράει το παλτό του.
«Απαιτώ να βγείτε από το γραφείο μου τώρα. Δεν είμαι πρόθυμη να ανεχτώ άλλο τα σχόλια σας», γρυλίζει ανέκφραστη.
«Μην ανησυχείς. Δεν σκοπεύω να μείνω κι άλλο. Έχω κι άλλους ανθρώπους να ενοχλήσω πέρα από σένα», απαντά ο Λούσιφερ και φτιάχνει τον γιακά του.
«Μα-»
«Καλή σου μέρα, Μαράια. Ελπίζω να σου καταστραφεί όσο πιο γρήγορα γίνεται», με διακόπτει εκείνος, ενώ με σπρώχνει προς την πόρτα.
«Ανάθεμα την στιγμή που υπέγραψα το συμβόλαιο σου», μουρμουρίζει σχεδόν κάτω από ανάσα της η Σερράνο.
Δεν προλαβαίνω να καταλάβω τι γίνεται όταν ο Λούσιφερ μας βγάζει έξω από το γραφείο και κοπανάει την πόρτα κλειστή πίσω του. Με κοιτάει με ένα πλάγιο χαμόγελο, ενώ το πρόσωπο μου καθρεφτίζει το πόσο μπερδεμένη είμαι. Ήρθα εδώ για να βρω το δίκιο μου και αντιθέτως βρήκα τον εφιάλτη μου ονόματι Λούσιφερ.
«Συγγνώμη, τι στο καλό;» αναρωτιέμαι και τον κοιτάω μπερδεμένη.
«Δεν έχει νόημα να παλεύεις μαζί της. Άμα ήμουν στην θέση σου, δεν θα είχα καν κουραστεί να έρθω εδώ», λέει εκείνος και σηκώνει τους ώμους του, με ένα αθώο χαμόγελο.
«Δεν μπορείς να μιλάς για την ζωή μου σαν να την ξέρεις», επιμένω και κοιτάω αλλού.
Δεν είμαι και τόσο το επίκεντρο προσοχής, όπως πριν, αλλά και πάλι νιώθω άβολα. Φτιάχνω το καφέ παλτό μου και κοιτάω τα παντελόνια μου, τα οποία φαίνονται έντονα πως έχουν βραχεί. Δεν έχει άδικο ο Λούσιφερ που με κορόιδεψε προηγουμένως. Πως ήρθα να αντιμετωπίσω την Μαράια με αυτά τα μαύρα χάλια;
«Άραξε. Δεν πρέπει να σε επηρεάζουν τα λόγια της», με συμβουλεύει ο Λούσιφερ και τον ακολουθώ προς το ασανσέρ.
«Ποια απ'όλα;» ρωτάω ειρωνικά και στριφογυρίζω τα μάτια μου.
«Όλα».
Σταματάει απότομα και παραλίγο να πέσω πάνω του. Γυρνάει να με δει με ένα γλυκό χαμόγελο και δεν μπορώ να μην του το ανταποδώσω. Πατάει το κουμπί αρκετές φορές, ενώ αναστενάζει κάπως σκεφτικός. Στρέφω το κεφάλι μου προς το γραφείο της Μαράια και δαγκώνω το κάτω χείλος μου απογοητευμένη. Πρώτη φορά που πήρα την απόφαση να κάνω κάτι για το δίκιο μου, απεδείχθη σκέτη αποτυχία. Μάλλον αυτό σημαίνει πως είμαι καταδικασμένη να υποφέρω για μια ζωή.
«Ω, μα τα δυο μου πράσινα μάτια, τι κάνει ο ίδιος ο Λούσιφερ εδώ;» ακούω την φωνή της Σαμάνθας να αναρωτιέται όλο αηδία.
«Ω, μα τις δυο μου ρώγες, ακόμα δεν έχεις πεθάνει εσύ;» μιμείται ο Λούσιφερ τον τόνο της και την κοιτάει καθώς βγαίνει από το ασανσέρ.
«Όχι, είπα να μην σου κάνω την χάρη ακόμη», απαντά εκείνη και τον προσπερνάει τινάζοντας τα μαλλιά της.
«Εμένα δεν με νοιάζει. Μπορεί να νοιάξει τον κόσμο της αισθητικής που θα χάσει τον μεγαλύτερο του πελάτη», ειρωνεύεται ο Λούσιφερ και δεν μπορώ να μην γελάσω με το σχόλιο του.
Δεν έχει και άδικο. Η Σαμάνθα έχει τεράστια εμμονή με την εμφάνιση της. Πάντα θα φτιάχνει τα νύχια της, θα βάφει τα μαλλιά της, θα βάζει μεικ-απ μέχρι που να κρύψει την πραγματική σαύρα που είναι. Μπορώ ακόμα να την θυμηθώ να κάθεται στο γραφείο της και να φωνάζει πόσα λεφτά χαλάει την εβδομάδα μόνο για τις κρέμες της, και ειλικρινά, τόσα έχω να δω καιρό τώρα.
Πέφτει πάνω μου επίτηδες και κάνει πίσω με αηδία. Δεν απαντάει στο σχόλιο του Λούσιφερ, αλλά φαίνεται πως της την έδωσε. Εκείνος την κοιτάει καθώς φεύγει και μπορώ να πω που πέφτουν ακριβώς τα μάτια του. Έλεος. Χαμογελάει με τον εαυτό του και μπαίνει μέσα στο ασανσέρ με εμένα να ακολουθώ. Πατάει το κουμπί για το γκαράζ, λογικά για να πάει στο αυτοκίνητο του, γι' αυτό κάνω ένα βήμα και πατάω εκείνο για το ισόγειο.
«Και να φανταστείς έκανα σεξ μαζί της», σκέφτεται φωναχτά και σταυρώνει τα χέρια γύρω από το στήθος του.
Παριστάνω πως δεν το άκουσα αυτό, αλλά δεν μπορώ να μην το φανταστώ. Θεέ μου, η αηδία. Καλά, όμως, κι αυτός, δεν μπορεί να συγκρατηθεί έστω και λίγο; Τόσο την είχε την ανάγκη να πάει μαζί με την Σαμάνθα, αυτή την ξινή σαύρα, που για να νιώσει λίγο σημαντική μου έκλεψε όλη την δόξα; Πέρα από την πλάκα, θέλω να δω τώρα ποιανού τα άρθρα θα κλέψει.
«Πάντως, ένα γεια δεν θα με πείραζε», λέει ο Λούσιφερ και γυρνάω να τον δω με σουφρωμένα φρύδια.
«Τι εννοείς;»
«Σήμερα στην καφετέρια. Σε είδα, ξέρεις. Θα μπορούσες να με χαιρετήσεις, αλλά φαίνεται ήσουν απασχολημένη με το να είσαι αξιολύπητη», απαντά και μπορώ να πω πως προσβλήθηκα, όσο δίκιο και να έχει.
Στριφογυρίζω τα μάτια μου ανυπόμονα και πατάω το κουμπί για το ισόγειο μανιακά. Δεν έχω όρεξη να σχολιάσω τις μπούρδες του. Απλά θέλω να βγω από'δω, να πάω στο άθλιο διαμέρισμα μου και να κλάψω την μοίρα μου για όσες μέρες μου επιστρέψει ο σπιτονοικοκύρης να μείνω, πρώτου με πετάξει στον δρόμο.
«Καλά», μουρμουρίζει ο Λούσιφερ και φαίνεται να εκνευρίζεται που δεν μιλάω. «Πάντως μπορώ να σε πάω σπίτι. Δεν μου είναι κόπος».
«Δεν είναι ανάγκη. Έχεις δουλειές και εγώ πόδια», δηλώνω κρύα και ακουμπώ την πλάτη μου πίσω στον καθρέπτη.
Εκείνος ξαναπατά το κουμπί για το ισόγειο και πραγματικά άμα συνεχίσουμε να τα πατάμε έτσι ή το πολύ να τα σπάσουμε ή να πάθει κάποιο μπλακάουτ το ασανσέρ και να μείνουμε εδώ. Φτιάχνει την βυσσινί γραβάτα του και παίζει με τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα με το ζόρι και συγκρατώ το φτέρνισμα μου.
Προς μεγάλη μου απογοήτευση το ασανσέρ προσπερνά το ισόγειο και πάει για το γκαράζ. Ακούω τον Λούσιφερ να καγχάζει με θρίαμβο και ξανά προτιμώ να μην αντιδράσω. Δεν είμαι σε διάθεση για τίποτα. Θέλω μόνο να πάω σπίτι μου και αποδεχθώ την μοίρα μου. Τώρα κανένας δεν θα θέλει να συνεργαστεί με εμένα. Η Μαράια είχε δίκιο, έτσι λειτουργεί ο κόσμος των ενηλίκων. Άμα ήμουν ώριμη αρκετά, δεν θα είχα κάτσει να υποφέρω σε αυτή την δουλειά. Στην ουσία την άφησα μόνη μου να με εκμεταλλευτεί.
Δεν αντέχω άλλο και ξεσπάω σε κλάματα, καλύπτοντας το πρόσωπο μου με τα μανίκια του παλτού μου. Δεν αντέχω άλλο. Πραγματικά καταστράφηκα, αυτό ήταν. Όλο το Σιατλ με μισεί και δεν μπορώ να πάω πίσω στο Λος Άντζελες, διότι έχω να δω την οικογένεια μου οχτώ ολόκληρα χρόνια και το γεγονός ότι το έσκασα από 'κει, δεν θα έχει αφήσει καλή εντύπωση. Έτσι, θα καταντήσω να ζω στους δρόμους πριν τα γενέθλια μου, τα οποία είναι σε λίγες μέρες.
Φτερνίζομαι δυο-τρεις φορές και με πιάνει ένας πονοκέφαλος, σαν να είχα πιει το προηγούμενο βράδυ. Ξεσπάω σε αθόρυβους λυγμούς και γυρνάω την πλάτη μου στον Λούσιφερ, ο οποίος δεν φαίνεται να κάνει τίποτα. Κρύβω το πρόσωπο με τις παλάμες μου και συνεχίζω να κλαίω, διότι μόνο έτσι νιώθω ότι θα ξεσπάσω και θα είμαι καλύτερα μετά.
«Σ-Συγγνώμη, απλά δεν άντεξα», μουρμουρίζω μετά από λίγα δεύτερα απόλυτης σιωπής.
Καθαρίζω τα μάτια μου, αν και τα νιώθω να καίνε. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και διακριτικά ξεφυσάω την μύτη μου στο χαρτομάντηλο που μου έδωσε προηγουμένως. Φτιάχνω το σκουφάκι μου και γυρνάω να τον δω. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ένας κουστουμάτος κοντός κυριούλης με κοιτάει με ένα τρομαγμένο χαμόγελο, ενώ ο Λούσιφερ... εξαφανισμένος.
«Μου είπε να σας πω ότι περιμένει στο γκαράζ», ανακοινώνει και τον κοιτάω αμήχανα.
Κατεβαίνει στον τρίτο όροφο και έτσι βρίσκω την ευκαιρία να πατήσω το κουμπί αρκετές φορές για να πάει πίσω στο γκαράζ. Κλαίγοντας έχασα την αίσθηση του χρόνου και του χώρου﮲πότε πρόλαβαν να γίνουν όλα αυτά; Καθαρίζω ξανά τα μάτια μου και προσπαθώ να κρυφτώ κάπως ώστε να μην με βλέπουν οι υπόλοιποι που έχω κόκκινα μάτια. Αρκετά ρεζίλι έχω γίνει σε μια ώρα.
Μόλις φτάνω στο γκαράζ, βγαίνω έξω και προσπαθώ να εντοπίσω τον Λούσιφερ. Τον βρίσκω να κάθεται στο καπάκι του αυτοκινήτου με ένα τσιγάρο στο στόμα. Όταν με βλέπει να πλησιάζω το πετάει κάτω και το πατάει με το παπούτσι του. Με κοιτάει με ένα χαμόγελο, ενώ μου κάνει νόημα να κάτσω δίπλα του. Στην αρχή διστάζω, αλλά δεν μπορώ να μην το κάνω.
«Καλύτερα;» ρωτάει και με βλέπει με την άκρη του ματιού του.
«Όχι», απαντώ με ειλικρίνεια και αναστενάζω. «Όλα σκατά μου πάνε».
«Εμένα μου λες;»
Καγχάζω με ειρωνεία και καθαρίζω την μύτη με το χρησιμοποιημένο χαρτομάντηλο. Κουνάω το κεφάλι μου με δυσπιστία και στρέφω την προσοχή μου σε εκείνον. Ο Λούσιφερ καταλαβαίνει πως το βρίσκω δύσκολο να πιστέψω ότι περνάει το ίδιο, γι'αυτό μπερδεύει τα δάχτυλα στα μαύρα μαλλιά του και στριφογυρίζει τα μάτια του.
«Τι μπορεί να έχεις εσύ που κάνει την ημέρα σου σκατά;» τον ρωτάω με έναν ειρωνικό τόνο, αλλά γεμάτο ενδιαφέρον.
«Ξέρεις τι είναι να πρέπει να συναντάς ανθρώπους σαν την Μαράια Σερράνο κάθε μέρα;»
«Σοβαρά τώρα; Θεωρείς αυτό τραγικό; Που να 'ξέρες τα δικά μου», μουρμουρίζω και κοιτάω από την άλλη.
«Ξέρεις, η Μαράια είχε άδικο. Ο κόσμος των ενηλίκων δεν είναι έτσι», λέει ο Λούσιφερ και γυρνάω να τον δω. «Το να θες να καταστρέψεις κάποιον για να πάρεις την δόξα σου, θα πει ότι είσαι τόσο αποτυχημένος που θες να δεις κάποιον κατώτερο σου για να παρηγορηθείς﮲ δεν θα πει απαραίτητα ότι είναι επιτυχία. Ένας ενήλικας πρέπει να το ξέρει αυτό».
Η γωνία των χειλιών μου ανεβαίνει πλάγια και συνειδητοποιώ πόσο δίκιο έχει. Είναι απίστευτο πως γίνεται να είναι τόσο έξυπνος, όμως να αντιδρά ανώριμα σε κάποιες καταστάσεις, που σε κάνει να θες απλά να τον πλακώσεις ανελέητα. Δεν τον γνωρίζω καιρό, αλλά έχει μια αύρα με την οποία νιώθω οικεία.
«Αλήθεια, τι δουλειά κάνεις;» ρωτάω και μαζεύομαι από το κρύο.
«Εντάξει, δουλειά... Δεν το λες και δουλειά», σχολιάζει και ανασηκώνει τους ώμους του με αδιαφορία. «Εγώ το αποκαλώ "δεν έχω που να σπαταλήσω τα λεφτά μου και βαριέμαι πολύ να κάνω κάτι άλλο". Ταιριάζει περισσότερο. Στην ουσία δίνω λεφτά σε ανθρώπους που τα χρειάζονται με αντάλλαγμα να υπογράψουν ένα συμβόλαιο».
Στην αναφορά της τελευταίας λέξης, θυμάμαι την Μαράια που το είπε. Αυτό σημαίνει πως ο λόγος της γνωριμίας του με εκείνην είναι αυτό το συμβόλαιο. Τι μπορεί όμως να ζητάει για αντάλλαγμα εκείνος που τα έχει όλα;
«Δηλαδή;»
«Να τους έχω στο χέρι μου. Δεν κάνουν τίποτα χωρίς να μου δώσουν λογαριασμό», απαντά ο Λούσιφερ με ένα διαβολικό χαμόγελο. «Είναι αστείο πόσο πουτάνα μπορεί να γίνει ο άνθρωπος για τα λεφτά».
Σηκώνεται από το καπάκι του αυτοκινήτου ενώ εγώ κάθομαι λίγο να σκεφτώ τα λόγια του. Έχει πολύ δίκιο, αλλά είναι κάτι αναπόφευκτο. Σε όλων την ζωή υπάρχει αυτό το κομμάτι που κάνουν τα πάντα για τον πλούτο. Δεν γεννιόμαστε όλοι Λούσιφερ, να έχουμε ό,τι θέλουμε γι' αυτό κι από την βαρεμάρα κάνουμε συμβόλαια με απελπισμένους ανθρώπους.
«Έλα να σε πάω σπίτι», προτείνει και μπαίνει μέσα στο αυτοκίνητο.
Σηκώνομαι διστακτικά και φτερνίζομαι αθόρυβα για πολλοστή φορά. Πραγματικά αυτό το κρυολόγημα όσο πάει και χειροτερεύει. Καθαρίζω την μύτη με το μανίκι και ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού για να κάτσω. Φοράω την ζώνη άβολα και μαζεύομαι στην θέση μου, αφού κλείσω την πόρτα. Ο Λούσιφερ ξεκινάει την μηχανή και με τεράστια ευκολία ξεπαρκάρει.
Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο όμορφο είναι το αυτοκίνητο από μέσα. Τα καθίσματα είναι ντυμένα με δερμάτινη επικάλυψη, ενώ στο καθρεφτάκι έχει κρεμάσει δύο μπρελόκ. Το ένα έχει την σημαία της Αγγλίας και το άλλο ένα κόκκινο τακούνι. Ενδιαφέρον. Ο Λούσιφερ βγάζει το τηλέφωνο από την τσέπη του και το παρατάει σε ένα άνοιγμα μπροστά από το πόμολο ταχυτήτων. Εκείνο κάνει τον χαρακτηριστικό ήχο φόρτισης και εντυπωσιάζομαι.
«Που θες να σε αφήσω;» ρωτάει ο Λούσιφερ και του μουρμουρίζω την διεύθυνση μου.
Φαίνεται να γνωρίζει που θα με πάει, διότι δεν ρωτάει για βοήθεια ή ψάχνει στο GPS. Κοιτάω έξω από το παράθυρο μου το χιόνι και ξεφυσάω σκεφτική. Πρέπει να βρω δουλειά άμεσα, όμως για τώρα πρέπει να αλλάξω ρούχα και να αναρρώσω. Φοβάμαι πως θα αρρωστήσω και δεν θα το αντέξει ο οργανισμός μου με τέτοιο καιρό να κοιμάμαι έξω.
Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο του και στριφογυρίζει τα μάτια του, ενώ κάτι ψιθυρίζει κάτω από την ανάσα του. Μάλλον δεν τον ευχαριστεί ιδιαίτερα να τον καλούν και έτσι όπως τον βλέπω, δεν είναι ο μεγαλύτερος θαυμαστής των συζητήσεων. Προλαβαίνω με μια κλεφτή ματιά να δω ότι τον καλεί κάποια Ντανιέλ, προτού το αρπάξει και απαντήσει.
«Λάθος αριθμός», λέει ο Λούσιφερ με ειρωνεία και σταματάει σε ένα κόκκινο φανάρι. «Που θες να ξέρω, γυναίκα μου; Όχι, δεν έχω μιλήσει μαζί τους... Μπορεί να κανονίζει καμιά δουλειά... Σε παρακαλώ, μην με μπλέκεις εμένα σε αυτά... Καλά, θα τον πάρω να τον ρωτήσω εγώ... Πάω μια φίλη σπίτι της και θα περάσω απευθείας από'κει... Θα τα πούμε από κοντά».
Ακούω την μονόπλευρη συζήτηση του Λούσιφερ με ενδιαφέρον και προσοχή, αλλά μου είναι δύσκολο να καταλάβω τι τρέχει με την κοπέλα αυτή. Λογικά θα είναι κάποια από τις πολλές κοπέλες που έχει και την κρατάει μόνο για την ευχαρίστηση. Αναστενάζω και συνεχίζω να κοιτάω απ'έξω όσο αυτός την αποχαιρετάει. Βλέπω πως σχεδόν φτάνουμε και δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ ή όχι.
«Προτείνω να ξεκουραστείς για σήμερα. Καταλαβαίνω ότι δεν ήταν εύκολη μέρα και δεν μου φαίνεσαι στα καλύτερα σου», σχολιάζει ο Λούσιφερ και χαϊδεύει το πιγούνι του σκεφτικός.
«Δεν είμαι ιδιαίτερα καλά, η αλήθεια είναι», μουρμουρίζω και αναστενάζω κουρασμένη.
«Να προσέχεις. Επίσης, κάτι που θα έλεγε ο Άρτσι, να ξέρεις πως θα είναι εκεί άμα τον χρειαστείς».
Σηκώνω το φρύδι μου με δυσπιστία και αποφασίζω να μην πω τίποτα. Νιώθω τόσο άσχημα που δεν έβαλε καν τον εαυτό του μέσα. Βλέπει πόσο χάλι είμαι και σιγά που θέλει να ασχοληθεί. Έχει ήδη αρκετούς ανθρώπους που πρέπει να ανεχτεί, ξέρει ότι είναι ανούσιο να μπλέξει με μια άκυρη παιδική φίλη του θετού αδερφού του. Αν δεν ήταν για τον Άρτσι, και πάνω του να έπεφτα, το πολύ να νόμιζε ότι είμαι ο αέρας, τόσο αδιάφορη του είμαι.
Φτάνουμε στην γειτονιά μου και ο Λούσιφερ σταματάει το αυτοκίνητο λίγα μέτρα πιο πέρα από την πολυκατοικία που μένω. Κοιτάει τριγύρω κάπως σκεφτικός και γυρνάει να με δει με ένα φιλικό χαμόγελο. Βγάζω την ζώνη μου και προσπαθώ να του το ανταποδώσω.
«Σε ευχαριστώ πολύ, Λούσιφερ», λέω με ειλικρίνεια.
«Δεν έκανα τίποτα. Απλά ανταπέδιδα την χάρη για χθες», γελάει και ξαπλώνει πίσω την θέση του. «Πρέπει να μου κάνουν μασάζ οπωσδήποτε σήμερα».
Προτιμώ απλά να γελάσω με το σχόλιο του και ανοίγω την πόρτα να βγω. Επίτηδες καθυστερώ την έξοδο μου, μήπως και πει τίποτα, αλλά φαίνεται να μην δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε μένα. Αντιθέτως ψάχνει κανάλια στο ραδιόφωνο ενώ δαγκώνει το κάτω χείλος του.
«Τα λέμε», μουρμουρίζω και δεν φαίνεται να το άκουσε, γιατί το αγνόησε.
Κλείνω την πόρτα και λίγα δεύτερα μετά, τον βλέπω να οδηγεί μακριά. Βάζω τα χέρια στις τσέπες του παλτού μου και φτερνίζομαι ελεύθερα εφόσον δεν είναι κανείς τριγύρω. Η άμεση επαφή με το κρύο με κάνει να ανατριχιάσω, γι' αυτό αποφασίζω να γυρίσω σπίτι και να δοκιμάσω την τύχη μου με το 'κυνήγι' δουλειάς αύριο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top