Κεφάλαιο 6

Την Λουτσία άρχισε κάτι να την πνίγει μέσα στον ύπνο της και άνοιξε τα μάτια βήχοντας δυνατά. Η καρδιά της σφίχτηκε όταν είδε ότι όλο το σπίτι το ''έγλυφαν'' φωτιές από παντού. Το μωρό της έκλαιγε ουρλιάζοντας και της έκανε την καρδιά της να σπάσει σε χιλιάδες κομμάτια από τον πόνο. Προσπάθησε να σηκωθεί και να βγάλει έξω το μωρό της όμως είχε ήδη αναπνεύσει πολύ καπνό και είχε χάσει της δυνάμεις της επειδή πνιγόταν και υπέφερε. Σύντομα λιποθύμησε ανήμπορη. Καθώς άκουγε το μωρό της να ουρλιάζει, έκλεισαν τα μάτια της και έχασε τις αισθήσεις της...

Ο Βίκτορας στεκόταν έξω από το σπίτι και το έβλεπε να φλέγεται. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και ήταν κρίσιμα. Το σχέδιο του πήγαινε ακριβώς όπως το είχε σκεφτεί. Μπήκε σαν τον σίφουνα μέσα στο σπίτι και βρήκε την Λουτσία και το μωρό λιπόθυμους. Αγνόησε το μωρό και άρπαξε την γυναίκα στην αγκαλιά του. Την έβγαλε έξω από το σπίτι και την πήγε μακριά από εκεί. Την ακούμπησε στο χώμα κάτω και άρχισε να την συνεφέρει για να βρει πάλι τις αισθήσεις της... Μόλις τα βλέφαρά της άρχισαν να τρεμοπαίζουν ο άντρας έκανε μερικά βήματα μακριά της και σταύρωσε ευχαριστημένος τα χέρια του στο στήθος του. Η Λουτσία τον αντίκρισε μετά από λίγο τρομαγμένη. Η ανάμνηση της πυρκαγιάς μέσα στο σπίτι της την χτύπησε ανελέητα.

<<Το παιδί μου!!!>> ούρλιαξε και σηκώθηκε πάνω απότομα. <<Πρέπει να σώσω το παιδί μου! Το μωρό μου θα καεί!>>.

Η γυναίκα άρχισε να τρέχει προς το ξύλινο σπιτάκι που τώρα πια δεν είχε μείνει τίποτα από αυτό. Εκεί που έτρεχε, ο Βίκτορας εμφανίστηκε μπροστά της από το πουθενά και της σταμάτησε τον δρόμο.

<<Θα καεί;>> την ρώτησε. <<Το παιδί έχει ήδη καεί. Το σπίτι σου πήρε φωτιά και ήρθα μέσα λίγο πριν πεθάνεις και σε έβγαλα έξω>>.

Η γυναίκα όταν το άκουσε άρχισε να ουρλιάζει και να δημιουργεί τόσο τεράστιες μπάλες φωτιάς, που κόντεψαν να κάψουν ζωντανό τον μάγο καθώς τις εξαπέλυε εναντίων του. Ο άντρας της απέφευγε με το ζόρι και είχε αρχίσει να ιδρώνει.

<<Εγώ σε έσωσα. Ένα ευχαριστώ αρκεί>> της είπε.

<<Ευχαριστώ για πιο πράγμα να σου πω;! Άφησες το παιδί μου να πεθάνει!>> φώναξε εκείνη.

<<Το παιδί σου ήδη ήταν νεκρό. Δεν είχα ούτε στιγμή για χάσιμο. Έπρεπε να σε βγάλω αμέσως από εκεί. Κι' άλλωστε δεν φταίω εγώ για την φωτιά που ξέσπασε. Δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για αυτό. Άλλος την έβαλε την φωτιά>>.

<<Τι εννοείς;>> τον ρώτησε η γυναίκα.

<<Τι εννοώ; Νόμιζες ότι η φωτιά κατά λάθος εξαπλώθηκε; Οι στρατιώτες του αγαπημένου σου πρίγκιπα το έκαναν αυτό>>.

Η μπάλα από φωτιά έσβησε στα χέρια της. <<Ψέματα μου λες. Είναι κάποιο κόλπο σου>> του είπε.

<<Ακολούθησε με τότε. Έλα να δεις τα σημάδια>>.

Την οδήγησε σε ότι είχε απομείνει από το σπιτάκι της. Μόνο στάχτη υπήρχε τώρα πια εκεί. Στο έδαφος οι πατημασιές των αντρών ήταν εμφανής και ξεχώριζαν στο καμένο έδαφος και μερικά τόξα που ήταν μισό καμένα. Η γυναίκα με ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσε τα απομεινάρια του σπιτιού της. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάτω από όλους αυτούς τους σωρούς με καμένα ξύλα υπήρχε το παιδί της. Ο πόνος, όψης και οδυνηρός απλωνόταν μέσα της και την βασάνιζε ανελέητα. Δεν μπορεί να της σκοτώνανε το παιδί της για δεύτερη φορά. Σαν να διάβασε ο μάγος την σκέψη της την πλησιάσει και της ψιθύρισε στο αυτί χαμογελώντας πονηρά.

<<Τουλάχιστον αυτήν την φόρα δεν το σκότωσα εγώ>> της είπε εκείνος με απάθεια μπροστά στο δράμα που την είχε βρει για δεύτερη φορά. Ο πόνος του να χάσει παιδί δεν ήταν κάτι που είχε ξεπεράσει ποτέ της.

<<Δεν μπορεί...>> είπε εκείνη με κομμένη την ανάσα. <<Ο Ηλιόμορφος δεν ήξερε για την επίθεση. Δεν μπορεί να το ήξερε και να το επέτρεψε>>.

<<Φυσικά και το ήξερε. Πρίγκιπας είναι. Πώς είναι δυνατόν να μην ξέρει τι γίνετε στο κάστρο του; Αυτός δεν ζει εκεί; Είναι κλειδωμένος μήπως σε κανένα μπουντρούμι και δεν ξέρει τι του γίνετε;>>.

<<Δεν... δεν μπορεί... Δεν καταλαβαίνω. Με έσωσε από τον αποκεφαλισμό. Δεν μπορεί να με έσωσε τότε για να με σκοτώσει τώρα>>.

<<Αν ο πατέρας του τον έβαλε να διαλέξει ανάμεσα σε σένα και το στέμμα, εσύ τι νομίζεις ότι θα διάλεγε; Πραγματικά νομίζεις ότι είσαι πιο σημαντική από την βασιλεία;>> συνέχισε να της ψιθυρίζει ο μάγος. Η γυναίκα άρχισε να ανασαίνει δύσκολα, καθώς έκλεινε ο λαιμός της από τον οδυνηρό πόνο.

<<Έλα μαζί μου. Έλα να τους εκδικηθούμε για ότι σου έκαναν. Θα τους κάνουμε κακό. Θα τους καταστρέψουμε. Μαζί μπορούμε>>.

Δεν την ένοιαζαν αυτά. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Ήθελε απλά να σκιστεί η γη στα δύο και εκείνη να πέσει μέσα της και να μην βγει ποτέ. Δεν ήθελε να ζει. Ακόμα και ο αέρας που ανάπνεε την πονούσε. Άρχισε να κλαίει σπαράζοντας και έπεσε στο έδαφος ανίσχυρη. Ο άντρας την κοιτάξει σαν να βαριέται. Έχανε πολύτιμο χρόνο με τις περιττές κλάψες της.

<<Εντάξει... Σε αφήνω μόνη σου να το σκεφτείς. Να ξέρεις. Αν θέλεις να πάρεις εκδίκαση γι' αυτό που σου έκαναν μπορείς να με φωνάξεις. Θα είμαι στην διάθεση σου και να ξέρεις ότι η εκδίκηση δεν φαντάζεσαι πόσο γλυκιά θα είναι...>> της είπε.

Ο μάγος έφυγε και την άφησε μόνη της να σπαράζει. Έκλαιγε και υπέφερε για πολλές βασανιστικές ώρες... Ώσπου... ξαφνικά σταμάτησε να πονάει. Σταμάτησε να νιώθει τόσο αβάσταχτο πόνο. Σταμάτησε να νιώθει οτιδήποτε. Η καρδιά της έγινε από πέτρα, και έχασε ότι καλό είχε. Έγιναν όλα μέσα της μαύρισαν. Όλα βουτηγμένα στην κακία. Ο υπερβολικός πόνος της ξεκλείδωσε από μέσα της όλη την κακία που έχουν οι μάγισσες. Τα μάτια της έλαμψαν κατακόκκινα και θυμωμένα και αποφάσισε ότι ο Βίκτορας είχε δίκιο. Το μόνο που ήθελε ήταν εκδίκηση. Ήθελε να εκδικηθεί που της κατέστρεψαν την ζωή. Δεν θα το έκανε όμως σε συνεργασία μαζί του. Μόνη της θα το έκανε αυτό. Και η εκδίκηση θα ήταν μεγάλη. Θα ήταν τεράστια, καταστροφική και θα έκανε τον Βασίλεια και τον γιό του να νιώσουν πως είναι να πονάς εξαιτίας του θανάτου.

Ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι χαρούμενος με την νίκη του. Άρχισε να οργανώνεται μια τεράστια γιορτή με φαγοπότι. Διέταξε στις μαγείρισσες θα μαγειρέψουν αμέτρητους χοίρους και έστειλε αγγελιοφόρους στο χωριό και τους κάλεσε όλους στο κάστρο για να φάμε και να πιούνε όλοι στην υγεία του. Πήγε και μίλησε στην Φλωρεντία ευτυχισμένος.

<<Τα καταφέραμε γυναίκα. Η μάγισσα δεν ζει πια. Την σκοτώσαμε. Είμαι ελεύθεροι πια. Και τα αγόρια μας πια δεν είναι μαγεμένα. Το βασίλειο μας σώθηκε και δεν έχουμε τίποτα πια να φοβόμαστε>>.

<<Στείλε τότε κάποιον να βγάλει από την φυλακή τους γιούς μας>> του είπε η γυναίκα του.

<<Φυσικά και θα βγουν από την φυλακή οι γιοί μας. Και μάλιστα εγώ ο ίδιος θα πάω να τους βγάλω>> ο Ανακτάς είχε ένα λαμπρό χαμόγελο στα χείλι.

<<Μην τους πεις ότι σκοτώσατε τελικά την Λουτσία. Μπορεί να θυμώσουν>> του είπε.

<<Μείνε ήσυχη γυναίκα. Μείνε ήσυχη. Και εγώ το σκέφτηκα. Πάω τώρα αμέσως να τους βγάλω από εκεί μέσα>>.

Ευθύς κατέβηκε στην φυλακή για να βρει τους γιούς του. Οι νεαροί άντρες όταν είδαν τον πατέρα τους τόσο κεφάτο να τους πλησιάζει παραξενεύτηκαν. Πήρε τα μεγάλα, σιδερένια κλειδιά, ξεκλείδωσε και τους άνοιξε διάπλατα. Τα παλικάρια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους έκπληκτοι.

<<Τι με κοιτάτε;>> τους είπε ο Ανακτάς. <<Βγήκε από εκεί. Πολύ μείνατε εκεί μέσα θαρρώ>>.

<<Αλήθεια;>> ρώτησε ο Ηλιόμορφος αβέβαιος. Ο Ανακτάς έγνεψε καταφατικά.

<<Και δεν θέλεις τίποτα για αντάλλαγμα;>> ρώτησε ο Ραφαήλ.

Ο βασιλιάς έπεσε με φορά πάνω τους και τους αγκάλιασε σφιχτά. Οι νεαροί άντρες ανταποκρίθηκαν στην αγκαλιά παραξενεμένοι.

<<Τι αντάλλαγμα να θέλω που θα βγάλω τους γιούς μου από εδώ; Δεν μου αρκεί η ελευθερία τους; Έχω μετανιώσει που σας το έκανα αυτό. Βγείτε έξω και γιορτάστε μαζί μου. Σε λίγο θα είναι έτοιμο μεγάλο τσιμπούσι. Πλυθείτε, φορέστε ρούχα καθαρά και όμορφα και ελάτε να φάμε και να πιούμε. Ελάτε να γιορτάσουμε>>.

Έτσι οι πρίγκιπες βγήκαν από την φυλακή. Ετοίμασαν δύο μπανιέρες με ζεστό νερό και έκαναν μπάνιο και μετά φόρεσαν όμορφα ρούχα, που ήταν αντάξια σε έναν πρίγκιπα.

<<Τι λες να έπαθε ο πατέρας και να μας έβγαλε;>> ρώτησε ο Ραφαήλ.

<<Μάλλον θα λύγισε από την στεναχώρια>> απάντησε ο Ηλιόμορφος. <<Δεν ήμασταν λίγο χρόνο εκεί μέσα. Σχεδόν έναν χρόνο ήμασταν κλεισμένοι. Καιρός δεν ήταν να μας βγάλει;>>.

<<Ναι. Εντάξει. Δεν λέω. Απλά, αναρωτιόμουν. Η Λουτσία είναι καλά; Δεν μας την ανέφερε καν>> είπε ο Ραφαήλ.

<<Είναι μια χαρά. Μην βάζεις κακό με το νου σου>> είπε ο Ηλιόμορφος αισιόδοξος.

Στο παλάτι εκείνη την ημέρα έγινε μεγάλη και πλουσιοπάροχη γιορτή με μουσική, άφθονο φαγητό και κρασί.Ο βασιλείας είπε σε όλους του τους ιππότες να μην πούνε τίποτα στους πρίγκιπες ότι σκότωσαν την Λουτσία. Έτσι ο Ηλιόμορφος και ο Ραφαήλ ήταν καθησυχασμένοι και πέρασαν καλά.

Ήταν λίγο περίεργο για τον Ηλιόμορφο να επιστρέφει επιτέλους στην κάμαρα του μετά από σχεδόν έναν χρόνο που είχε να πατήσει εκεί μέσα. Κοίταξε το πολυτελές δωμάτιο του με ανακούφιση. Το στρωμένο, τεράστιο κρεβάτι με ουρανό, τα έπιπλα με τα περίτεχνα σχέδια χαραγμένα πάνω στο ξύλο, το τεράστιο παράθυρο που είχε θέα όλο το βασίλειο και το χωρίο. Το κυκλικό μπαλκόνι του. Όλα του είχαν λείψει τόσο πολύ. Άξιζε η Λουτσία όλα αυτά που πέρασε όμως ένιωσε ανακουφισμένος που έγινε πάλι πρίγκιπας. Πλησίασε το κρεβάτι και κάθισε πάνω. Είχε ξεχάσει πόσο απαλό είναι το στρώμα πόσο αφράτο και μαλακό ήταν. Ξάπλωσε και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Σε όλο το μήκος της σπονδυλικής του στήλης ένιωσε να σπάνε τα άλατα και να κάνει τον γνωστό ήχο... Κρακ, κρακ, κρακ έκανε στην πλάτη και ένιωσε σαν να ανοίγει λίγα εκατοστά η σπονδυλική του στήλη. Άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και πήρε μια βαθιά ανάσα απόλαυσης. Γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος απολαυστικός, ξεκούραστος, όμοιος με ύπνο πάνω σε αφράτα σύννεφα. Ούτε που μπορούσε να θυμηθεί ποτέ η τελευταία φόρα που είχε κοιμηθεί τόσο αναπαυτικά. Η ανάσα του ήταν αργή και ρυθμική, καθώς ανεβοκατέβαινε ο θώρακας του σε συμφωνία με την αναπνοή του...

<<Ηλιόμορφε...>> άκουσε ο άντρας μέσα στον ύπνο του κάποια γυναικεία φωνή να ψιθυρίζει. <<Που είσαι πρίγκιπα μου;>>.

Τα βλέφαρα του άντρα τρεμόπαιξαν και μετά από λίγο άνοιξαν. Ανακάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε το σκοτεινό δωμάτιο. Προσπαθούσε να καταλάβει αν η γυναικεία φωνή ήταν αληθινή η από κάποιο όνειρο που έβλεπε.

<<Ηλιόμορφε... Θέλω να σε δω... Βγες έξω...>>. Μια φωνή, κάτι λιγότερο από ψίθυρος άρχισε να τον περιτριγυρίζει. Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του μπερδεμένος. Άκουγε όντως μια φωνή η ήταν απλά ο άνεμος αυτός που άκουγε;

<<Ηλιόμορφε. Έλα έξω. Μην φοβάσαι>> άκουσε για μια ακόμα φορά. Το βλέμμα περιπλανήθηκε σε όλο το σκοτεινό δωμάτιο αλλά δεν μπόρεσε να εντοπίσει τίποτα. Μόνο εκείνος ήταν μέσα στην κάμαρα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Έμπαινε από το κλειστά παράθυρο μόνο το ασημένιο φως του φεγγαριού. Το απαλό του φως ακουμπούσε τα έπιπλα. Έξω από το παράθυρο φαινόταν ψιλά το φεγγάρι, περιτριγυρισμένο από μερικά σύννεφα. <<Μην αργείς πρίγκιπα μου... Έλα να με συναντήσεις...>> άκουσε άλλη μια φορά ψιθυριστά στο αυτί του και ανατρίχιασε ολόκληρος.

<<Λουτσία...>> ψιθύρισε εκείνος με κομμένη την ανάσα. <<Εσύ είσαι;>>.

<<Έλα έξω Ηλιόμορφε. Μην φοβάσαι...>> άκουσε για ακόμα μια φορά. Το παράθυρο άνοιξε με φόρα και μέσα στο δωμάτιο μπήκε άνεμος με ορμή. Οι κουρτίνες κυμάτισαν με τον ρυθμό του ανέμου, που τον ''χάιδεψε'' απαλά στο πρόσωπο και τον δρόσισε.

<<Έλα λοιπόν... Τι περιμένεις;>> άκουσε για άλλη μια φορά την γυναικεία φωνή. Ο Ηλιόμορφος σηκώθηκε από το κρεβάτι του και πλησιάσει το ορθάνοιχτο παράθυρο. Βγήκε έξω και διέσχισε το πέτρινο, κυκλικό του μπαλκόνι. Ο αέρας του ανέμισε τα ρούχα και τα μαλλιά. Πουθενά δεν είδε την όψη της γυναίκας και συνέχισε να ψάχνει. Άρχιζε να φωνάζει το όνομα της. Ξαφνικά, μια γυναικεία μορφή εμφανίστηκε μπροστά του. Το σώμα της Λουτσίας ανυψώθηκε μπροστά του. Πετούσε στον αέρα και εκείνη έδειχνε πανέμορφη και μυστήρια. Ο πρίγκιπας χαμογέλασε.

<<Είσαι πανέμορφη. Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω>>. Εκείνη τον κοίταξε με τα κατάμαυρα μάτια της που θύμιζαν τον πάτο του πιο σκοτεινού πηγαδιού. Εκείνος άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της για να την αγγίξει. Η Λουτσία δεν τον πλησιάσει και ο άντρας έμεινε με το χέρι μετέωρο να περιμένει. Εκείνη τον πλησιάσει πετώντας και τον κοίταξε. Έμειναν έτσι για λίγο να κοιτιούνται, καθώς ο άνεμος τους μαστίγωνε τα πρόσωπα. Άπλωσε και εκείνη τα χέρια της και άγγιξε τα δικά του που ήταν απλωμένα. Συνέχισαν να κοιτιούνται στα μάτια. Ξαφνικά η μορφή της Λουτσίας άλλαξε και έγινε άγρια και σκληρή. Τον τράβηξε δυνατά και τον παρέσυρε μακριά από το μπαλκόνι. Εκείνος τρόμαξε και κρατήθηκε γερά από τα χέρια της για να μην πέσει και τσακιστεί στο έδαφος. Κοίταξε κάτω. Απείχαν πολύ από το έδαφος και αν έπεφτε να σκοτωνόταν σίγουρα.

<<Τι κάνεις;>> την ρώτησε δυνατά για να ακουστεί πάνω από τον άνεμο. <<Θα σκοτωθώ. Άφησε με στο έδαφος>>.

Εκείνη τον κοίταξε που πάλευε να κρατηθεί από πάνω της. <<Θα πεθάνεις. Αξίζεις να πεθάνεις>> του είπε.

<<Γιατί να πεθάνω; Νόμιζα ότι με αγαπούσες>> της απάντησε πανικόβλητος εκείνος. <<Ναι. Είναι αλήθεια. Σε αγάπησα. Σε αγάπησα πιο πολύ από τι είναι ικανή η καρδιά μου να αγαπήσει κάποιον, αλλά όλη αυτή η αγάπη μετατράπηκε σε μίσος>>.

<<Γιατί; Τι σου έκανα;>> την ρώτησε.

<<Δεν είναι ώρα για λόγια. Είναι ώρα για θάνατο!>> είπε και άρχισε να αφήνει τα χέρια του.

<<Όχι!>> φώναξε εκείνος και προσπάθησε να κρατηθεί. Τα χέρια του γλιστρούσαν και σύντομα θα έπεφτε στο έδαφος και θα πέθαινε μετά από φρικτούς πόνους. Ξαφνικά, άστραψε σαν κεραυνός, ένα λευκό φως και ήταν τόσο δυνατό που τους τύφλωσε. Όταν πλησίασε αρκετά η Λουτσία έκανε πίσω και άφησε ένα ουρλιαχτό σαν να την έκαψε. Έκανε πίσω με ορθάνοιχτα μάτια και άφησε τον Ηλιόμορφο. Το σώμα του άντρα άρχισε να πέφτει αλλά το λευκό φως τον άρπαξε στον αέρα και τον οδήγησε στο μπαλκόνι του. Όταν τα πόδια του ακούμπησαν στο πέτρινο πάτωμα, κοίταξε το φως περίεργος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι ήταν γυναίκα. Δεν φαινόταν καθαρά η μορφή της όμως μπορούσε να δει άνετα ότι στο κέντρο του φωτός υπήρχε μια λαμπερή γυναίκα με αγαλματένιο σώμα, και μακριά μαλλιά μου ανέμιζαν. Η γυναικεία μορφή άρχισε να απορροφά το φως από γύρο της και φάνηκε η Λευκή από κάτω.

<<Εσύ;!>> έκραξε η Λουτσία. <<Ζεις;! Δεν είχες πεθάνει εσύ, αντί για μένα;>>.

<<Όπως βλέπεις ζω>> απάντησε η Λευκή.

<<Γι' αυτό ο βασιλιάς με βρήκε και μου έβαλε φωτιά στο σπίτι! Γιατί ήξερε ότι δεν πέθανα!>>.

<<Τι;>> ρώτησε ο πρίγκιπας.

<<Πώς είναι δυνατόν να ζεις;>> ρώτησε Λουτσία αγνοώντας τον Ηλιόμορφο.

<<Εκείνος με έσωσε>> απάντησε η νεράιδα. Η μάγισσα εξοργίστηκε ακόμα περισσότερο.

<<Άπιστο σκυλί!>> φώναξε στον πρίγκιπα. <<Εσύ φταις για όλα. Θα πεθάνεις!>>.

Δημιούργησε μια μπάλα φωτιάς. Του την πετάξει, μα η Λευκή την σταμάτησε και της έκανε μάγια ισχυρά που κράτησαν τα χέρια ακίνητα. Η μάγισσα έπεσε κάτω ανίσχυρη, ουρλιάζοντας.

Τα ξημερώματα οι ιππότες έριξαν την Λουτσία στην φυλακή και ο βασιλιάς διέταξε τον αποκεφαλισμό της μάγισσας. Ο Ηλιόμορφος παρακάλεσε την Λευκή να μείνει στο παλάτι και εκείνη δέχτηκε.

<<Πρέπει να μιλήσουμε εμείς>> της είπε. <<Όμως, θα με συγχωρέσεις για λίγο. Πρέπει πρώτα να πάω να μιλήσω στον πατέρα μου>>.

Έτσι ο Ηλιόμορφος πήγε στην κάμαρα του Ανακτάς για να τον βρει. <<Πατέρα πρέπει να σου μιλήσω>> του είπε.

<<Δεν έχουμε χρόνο τώρα. Είναι όλα έτοιμα για τον αποκεφαλισμό της μάγισσας>>.

<<Πατέρα!>> φώναξε θυμωμένος ο Ηλιόμορφος. <<Πρέπει να μιλήσουμε. Κάτι περίεργο συμβαίνει. Μας είχες κλεισμένους μέσα στην φυλακή για σχεδόν έναν χρόνο. Ξαφνικά μας βγάζεις από την φυλακή και το ίδιο βράδυ έρχεται η Λουτσία εξαγριωμένη και προσπαθεί να με σκοτώσει. Κάτι έγινε το χρονικό διάστημα που ήμουν στην φυλακή. Δεν μπορεί να άλλαξε έτσι ξαφνικά>>.

<<Είναι μάγισσα γιε μου. Οι μάγισσες είναι κακές. Είναι στην φύση τους>>.

<<Δεν είναι έτσι η Λουτσία. Δεν ήταν έτσι. Κάτι την άλλαξε και υποψιάζομαι ότι εσύ ευθύνεσαι για αυτή την αλλαγή>>. Ο Ανακτάς έμεινε να τον κοιτάει...

Ο Ραφαήλ πήγε στα υπόγεια μπουντρούμια για να βρει την Λουτσία. Η καρδιά του χτύπησε πανικόβλητη όταν είδε την γυναίκα που για χάρη της ήταν φυλακισμένος για σχεδόν έναν χρόνο. Εκείνη τον κοίταξε ανέκφραστα.

<<Πήγες να σκοτώσεις τον αδελφό μου>> της είπε ο Ραφαήλ. Εκείνη δεν είπε τίποτα. <<Αυτό σημαίνει ότι δεν τον αγαπάς πια;>>.

<<Κανέναν δεν αγαπάω πια>> του απάντησε εκείνη. <<Κανέναν δεν μπορώ να αγαπήσω πια. Και αυτό χάρης τον αδελφό σου και τον πατέρα σου. Μπορεί να φταις και εσύ>>.

<<Γιατί το λες αυτό;>>.

<<Φύγε! Δεν θέλω να σου μιλήσω. Και εσύ σαν εκείνους είσαι>>.

<<Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς αλλά δεν είμαι έτσι. Νοιάζομαι για σένα. Ποτέ δεν θα σου έκανα κακό>>.

<<Γιατί δεν εμπόδισες τότε τον πατέρα σου που ήρθε να με σκοτώσει;>> τον ρώτησε.

Ο Ραφαήλ έμεινε έκπληκτος και γραπώθηκε πάνω στα κάγκελα σαν να εξαρτιόταν η ζωή του από αυτά. <<Τι είπες;>> την ρώτησε.

<<Φύγε, με κούρασες. Θέλω να μείνω μόνη μου>>.

<<Σε παρακαλώ. Πες μου τι είπες πριν>>.

<<Δεν έχω να σου πω τίποτα!>> φώναξε η Λουτσία και πήγε να δημιουργήσει μια μπάλα φωτιάς και να του την πετάξει. Αλλά η Λευκή της είχε κάνει μάγια για να είναι ανίκανα τα χέρια της Λουτσίας να κάνουν οποιοδήποτε μαγικό.

<<Σε παρακαλώ. Πες μου>> της είπε ο νεαρός πρίγκιπας. Η γυναίκα δεν απάντησε τίποτα και απλά τον κοιτούσε με θυμωμένα μάτια. Ο Ραφαήλ έμεινε να την κοιτάει για λίγο και τελικά έφυγε αποφασισμένος να μάθει τι έγινε το χρονικό διάστημα που ήταν κλεισμένος στην φυλακή.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top