Κεφάλαιο 5

Η Λουτσία είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι ο Βίκτορας της έλεγε ψέματα για τον θάνατο του παιδιού της και έτσι δεν πήρε στα σοβαρά την προειδοποίηση του, ούτε και σκέφτηκε την πρόταση που της έκανε, να τον δεχτεί για άντρα της. Έτσι περνούσε ο καιρός και το μωράκι μεγάλωνε μέσα στην κοιλιά της γυναίκας. Η Λουτσία ζούσε μέσα στην γαλήνη και την ηρεμία, καθώς δεν γνώριζε τίποτα για το τι περνάει ο πατέρας του παιδιού της.

Ο Ηλιόμορφος και ο Ραφαήλ ήταν ακόμα κλεισμένοι μέσα στην φυλακή. Η Ανακτάς δεν μιλούσε στον άντρα της καθώς έβλεπε τους δύο γιούς της να ''λιώνουν'' μέσα στην φυλακή και να ''γλιστράει'' από μέσα τους όλη ζωντάνια και η υγεία τους. Ο άντρας της, της έλεγε συχνά ότι το έκανε μόνο για το καλό των γιων τους. Προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι δεν ήξερε πως να λύσει τα μάγια που είχαν μολυνθεί τα δύο τους αγόρια και ότι μόνο αυτή την λύση βρήκε. Έτσι, καθώς ο Ηλιόμορφος δεν γνώριζε ότι σύντομα θα γινόταν πατέρας και ο Ραφαήλ δεν ήξερε ότι η γυναίκα που αγάπησε πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο θα γεννήσει το παιδί του αδελφού του, περνούσε ο χρόνος αργά και βασανιστικά για τους δύο άντρες. Είχαν αποφασίσει από κοινού να θυσιάσουν και οι δύο τους την ελευθερία τους για χάρη της Λουτσίας, για όσο χρειαστεί.

Για την Λουτσία ο χρόνος περνούσε αβίαστα και ήσυχα. Κάθε μέρα ένιωθε το μωρό της να σκιρτάει μέσα της όλο και πιο έντονα και αυτό ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία γι' αυτήν. Μπορεί να μην είχε καταφέρει να κρατήσει τον άντρα που αγαπούσε στην αγκαλιά της για παραπάνω από ένα βραδύ, αλλά είχε μέσα της ριζωμένο τον καρπό του ερωτά τους. Θα μεγάλωνε αυτό το παιδί με αγάπη και κάποια στιγμή θα μιλούσε σε αυτό για τον πατέρα του. Θα έλεγε στο παιδί της ότι ο πατέρας του είναι ένας γενναίος ιππότης και ότι δεν έφταιγε εκείνος που δεν είναι κοντά τους. Ότι αγαπούσε πολύ την ίδια και αν ήξερε για το παιδί θα το λάτρευε και εκείνο. Θα το αγαπούσε περισσότερο και από την ίδια του την ζωή. Κάποιες φορές την έπιανε μοναξιά και έκλαιγε απαρηγόρητη καθώς δεν μπορούσε να έχει δίπλα της εκείνος για να νιώσει το παιδί τους να μεγαλώνει. Να νιώσει και εκείνος αυτό το θαύμα που συνέβαινε μέσα στο σώμα της. Άλλες φορές αναριγούσε από ευτυχία και χαρά γιατί θα έφερνε στον κόσμο αυτό το πλάσμα... Και έτσι περνούσε ο καιρός για την γυναίκα. Η στιγμή της γέννας ήρθε και η γυναίκα ήταν μόνη της. Γέννησε μέσα στο σπιτάκι της χωρίς βοήθεια. Ούρλιαξε με όλη της την δύναμη, τόσο πολύ που το σπιτάκι της έτρεμε αντηχώντας την φωνή της... ούρλιαζε αρκετή ώρα και κάποια στιγμή ένα κλάμα μωρού πλημμύρισε το σπιτάκι. Πήρε το παιδί της και το κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της με δάκρυα στα μάτια. Το φίλησε γλύκα και το καλωσόρισε στην ζωή της. Το περιποιήθηκε και το έπλυνε. Καθάρισε τα σεντόνια της που είχε γεννήσει πάνω και έβαλε το μωρό της να ξαπλώσει μέσα σε μια ξύλινη κούνια που είχε κάνει η ίδια από ξύλα που έκοψε μόνη της από το δάσος. Το παιδί της ήταν ένα πανέμορφο αγοράκι. Στην αρχή είχε λίγο ξαφνιαστεί γιατί ο Βίκτορας είχε προβλέψει σωστά το φύλλο του παιδιού της. Σύντομα έπεισε τον εαυτό της ότι ήταν σύμπτωση αυτό και ησύχασε.

Μια μέρα, η Λουτσία καθώς φρόντιζε το μωρό της εμφανίστηκε μπροστά της ο Βίκτορας και την τρόμαξε.

<<Δεν θέλω να είσαι εδώ. Μην πλησιάζεις το παιδί μου>> του είπε η γυναίκα.

<<Είχαμε μια συμφωνία εμείς. Δεν θυμάσαι; Ήρθα να πάρω απάντηση στην πρόταση μου>> της απάντησε και κοίταξε με ενδιαφέρων το μωρό. Εκείνη το άρπαξε και το έκρυψε μέσα στην αγκαλιά της για να μην μπορεί να το δει εκείνος.

<<Όμορφος είναι. Βέβαια αυτές οι ξανθιές οι μπούκλες που έχει δεν μου αρέσουν και το κάνει να μοιάζει με τον Ηλιόμορφο>>.

<<Πατέρας του είναι. Σε ποιόν θέλεις να μοιάζει;>> απάντησε ενοχλημένη η γυναίκα. <<Και τώρα έξω από' δω και μην ξανά έρθεις>>.

<<Μην βιάζεσαι τόσο γλυκιά μου... Δεν έλαβα ακόμα την απάντηση που περιμένω. Με δέχεσαι για άντρα σου και για να μεγαλώσουμε μαζί το παιδί;>>.

<<Φυσικά και δεν δέχομαι. Αναρωτιέμαι γιατί κάνεις τον κόπο να ρωτήσεις. Έπρεπε να ξέρεις ήδη την απάντηση. Δεν έχεις θέση εδώ μέσα>> του απάντησε.

<<Και αν σου ζητούσα να διαλέξεις ανάμεσα από την ζωή του παιδιού σου και από τον θάνατο του; Πάλι να φύγω θα μου έλεγες;>>.

<<Δεν σε πιστεύω...>> είπε η γυναίκα. Στένεψε τα μάτια της με μίσος. <<Δεν σε εμπιστεύομαι. Δεν θα σου ανήκω ποτέ>> του είπε σαν αν τον φτύνει.

<<Απλά θέλω να γίνουμε μια οικογένεια>> είπε εκείνος.

<<Είσαι ψεύτης. Το μόνο που θέλεις είναι να μας κάνεις κακό. Να κάνεις το παιδί μου ένα τέρας όμοιο σου>>.

<<Σου θυμίζω ότι ο θάνατος του είναι σίγουρος αν δεν με δεχτείς... Είναι σαν να υπογράφεις την καταδίκη του>>.

<<Φύγε!!!>> φώναξε τόσο δυνατά που το μωρό στην κούνια τρόμαξε και άρχισε να κλαίει. Ο άντρας στένεψε τα μάτια του σε ένα ανεξιχνίαστο, σκοτεινό και τρομακτικό βλέμμα.

<<Όπως θέλεις... Δική σου η επιλογή...>> είπε και εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε μπροστά της. Η γυναίκα κοίταξε λίγο ανήσυχη το σημείο που ο άντρας είχε εξαφανιστεί και πήρε αγκαλιά το μωρό της για να το ησυχάσει.

Ο βασιλιάς ήταν μόνος του στην κάμαρα του και καθόταν στο κάθισμα του και με σκυμμένο το κεφάλι. Τον βασάνιζε η σκέψη ότι είχε ακόμα φυλακισμένους τους γιούς του. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Δεν ήξερε πως να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό.

Ένας μυστήριος άντρας πλησίασε τον φρουρό που στεκόταν έξω από την κάμαρα του βασίλεια. Ο φρουρός όταν είδε τον μαυροντυμένο ψηλό άντρα με τα μαύρα μαλλιά τρόμαξε γιατί ο όψη του ήταν άγρια.

<<Θέλω να με παρουσιάσεις στον βασιλιά. Πρέπει να του μιλήσω...>> είπε ο άντρας.

<<Ποιος είσαι εσύ;>> είπε ο φρουρός και κράτησε αμυντικά το σπαθί του. <<Πώς μπήκες μέσα;>>.

<<Πες τον βασιλεία ότι έχω να του πω για αυτό το θέμα που τον βασανίζει. Ξέρω πως θα σκοτώσει την Λουτσία>>.

Ο φρουρός έμεινε να τον κοιτάει λίγο φοβισμένος. Από την όψη του άντρα φαινόταν ότι είναι ισχυρός. Χτύπησε η πόρτα του Ανακτάς και μετά από λίγο άνοιξε και φάνηκε το κεφάλι του φρουρού.

<<Ένας άντρας θέλει να σας δει βασιλιά μου>> του είπε ο φρουρός. Ο Ανακτάς στένεψε τα μάτια του με περιέργεια.

<<Τι είδους άντρας;>> ρώτησε.

<<Τρομακτικός κατά την γνώμη μου>> απάντησε ο άντρας. <<Μου είπα κάτι για κάποια Λουτσία...>>.

Ο Ανακτάς ορθάνοιξε τα μάτια. <<Τι είπες;>> ρώτησε.

<<Λέει ότι ξέρει πως θα πεθάνει η Λουτσία>>.

<<Πες του να περάσει γρήγορα μέσα>> είπε βιαστικά ο βασιλιάς.

Ο φρουρός εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα και μετά από λίγο εμφανίστηκε ο αρρενωπός άντρας. Τον πλησιάσει και χαμηλώσει το κεφάλι του για να κοιτάξει τον βασιλιά, τονίζοντας έτσι την διαφορά του ύψους τους.

<<Ποιος είσαι; Τι θέλεις;>> τον ρώτησε ο Ανακτάς.

<<Ένα, ένα θα τα πούμε όλα. Δεν υπάρχει κάτι για να πιω;>> ρώτησε ο άντρας.

Ο βασιλιάς τον κοίταξε δυσαρεστημένος, καθώς ποτέ δεν του μιλούσαν χωρίς σεβασμό. Παρόλα αυτά έπρεπε να μάθει αυτό που είχε πει για την Λουτσία. Αν υπήρχε κάποιος τρόπος να πεθάνει αυτή η μάγισσα ήθελε να τον μάθει. Έτσι έπιασε ένα κολονάτο, επίχρυσο ποτήρι με ρουμπίνια και του έβαλε κρασί. Του το έδωσε αμίλητος. Ο άντρας προτού πιει από το ποτήρι, κοίταξε με ενδιαφέρων τους πολύτιμους λίθους πάνω του σαν να σκόπευε να το πάρει μαζί του φεύγοντας από εκεί.

<<Ποιος είσαι λοιπόν;>> τον ρώτησε ο Ανακτάς.

<<Είμαι ο Βίκτορας. Είμαι μάγος>> απάντησε ο άντρας.

Ο Ανακτάς ταράχτηκε. <<Πώς τολμάς να μπαίνεις μέσα στο παλάτι μου; Φύγε γρήγορα πριν φωνάξω την φρουρά!!!>> φώναξε.

Ο μάγος ήπιε ατάραχος από το κρασί του. <<Περιττό είναι να βάλεις τις φωνές. Όλοι οι φρουρά σου να έρθει δεν θα μπορέσουν ούτε τρίχα από τα μαλλιά μου να πειράξει. Δεν ήρθα σαν εχθρός. Αν ερχόμουν σαν εχθρός δεν θα έμπαινα καν από την πόρτα. Απλά θα εμφανιζόμουν μέσα στο δωμάτιο από το πουθενά. Θέλω να σε βοηθήσω να αφανίσεις την Λουτσία. Έχουμε ίδιο σκοπό...>>.

<<Μάγισσα είναι και εκείνη. Μάγος είσαι και εσύ. Γιατί θέλεις να την σκοτώσεις εσύ; Όχι βέβαια ότι δεν με βολεύει η βοήθεια που μου προσφέρεις. Από περιέργεια ρωτάω>> είπε ο βασιλιάς.

<<Αυτό είναι δικό μου θέμα και δεν σε αφορά. Έχω τους λόγους μου και τους σκοπούς μου>>.

<<Και που ξέρω ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ;>> επέμενε ο Ανακτάς.

<<Μα, δεν σου ζητάω να με εμπιστευτείς. Εγώ απλά θα σου δείξω που μένει. Εσύ από' κει και πέρα θα κάνεις αυτό που πρέπει...>> απάντησε ο Βίκτορας.

<<Και με τι αντάλλαγμα; Τι θέλεις να σου δώσω για να με βοηθήσεις;>> ρώτησε ο Ανακτάς.

<<Τίποτα. Απολύτους τίποτα δεν θέλω. Απλά να πεθάνει πρέπει>> ήπιε και άλλο κρασί ο μάγος.

<<Γιατί δεν το κάνεις εσύ; Αν θέλεις τον θάνατο της τότε γιατί δεν την σκοτώνεις; Μάγος είσαι. Πρέπει να είναι εύκολο για σένα>> είπε ο βασιλιάς.

<<Πολλά ρωτάς και έχεις αρχίσει να γίνεσαι κουραστικός. Θέλεις να σου δείξω που μένει η Λουτσία η όχι;>> είπε ο Βίκτορας φανερά εκνευρισμένος.

<<Ναι>> συμφώνησε ο Ανακτάς. <<Θέλω να μου δείξεις που κατοικεί. Πρέπει να πεθάνει όσο πιο σύντομα γίνετε...>>.

Οι δύο άντρες τσούγκρισαν τα ποτήρια τους κλείνοντας την συμφωνία.

Ο Βίκτορας ζήτησε να μην ανακατευτεί καθόλου σε αυτό. Το μόνο που θα έκανε είναι να οδηγήσει έναν στρατιώτη ως το μέρος της Λουτσίας. Από κει και πέρα, θα ήταν ευθύνη του στρατιώτη κάποια ανυποψίαστη στιγμή να πάει στρατός εκεί και να την εξοντώσουν.

Καβάλα σε ένα άλογο, ο Βίκτορας οδήγησε έναν στρατιώτη έξω από το σπίτι της γυναίκας. Μόλις έφτασαν αρκετά κοντά ώστε να βλέπουν το σπιτάκι, αλλά και αρκετά μακριά ώστε να μην μπορεί να τους δει η Λουτσία, ο μάγος τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου και εκείνο σταμάτησε και τίναξε την χαίτη του.

<<Αυτό είναι το σπίτι της. Το μέρος το είδες. Όσο και ανόητοι να είστε οι θνητοί, πιστεύω ότι θα μπορέσεις να συγκεντρώσεις στρατό και θα έρθετε να την σκοτώσετε>> είπε ο μάγος στον στρατιώτη.

<<Δεν σε εμπιστεύομαι>> είπε ο άντρας. <<Κάτι κακό θα γίνει αν ακολουθήσουμε το σχέδιο σου. Το νιώθω...>>.

<<Αν δεν θέλεις να νιώσεις το σπαθί μου να σου τρυπάει την καρδιά, τράβα στον βασιλιά και πες του ότι ξέρεις που μένει η Λουτσία>>.

<<Δεν δέχομαι διαταγές από σένα>> απάντησε ο φρουρός. <<Μου είναι πολύ εύκολο να σε αναγκάσω να κάνεις αυτό που θέλω>> είπε με ύφος σαν να βαριέται ο μάγος, <<αλλά πραγματικά δεν αξίζει ο κόπος να ασχοληθώ μαζί σου. Πάνε στον βασιλιά και πες του ότι ξέρεις που θα βρει την Λουτσία. Τις δικές του διαταγές δεν μπορείς να τις αγνοήσεις>>.

Ο μάγος εξαφανίστηκε σαν τον άνεμο. Σαν να μην βρισκόταν ποτέ εκεί. Σαν να ήταν ένα γέννημα της φαντασίας του άντρα μόνο.

Ο στρατιώτης επέστρεψε στο κάστρο και είπε στον βασιλιά τι έγινε.

<<Θα οργανώσουμε στρατό και θα πάμε όσο πιο σύντομα γίνετε>> αποφάσισε ο Ανακτάς.

<<Ξέρετε, βασιλιά μου. Με όλο τον σεβασμό που σας έχω. Αυτόν τον άντρα δεν τον εμπιστεύομαι καθόλου>> είπε ο στρατιώτης.

<<Αυτός ο άντρας θα μου δώσει αυτό που θέλω. Τον θάνατο της μάγισσας. Άρχισε να συγκεντρώνεις στρατό. Θέλω να επιτεθούμε σύντομα>> διέταξε ο Ανακτάς.

Σύντομα είχε συγκεντρωθεί ο στρατός και άρχισαν να κατευθύνονται στο δάσος με τον Βασιλεία να είναι πρώτος με το άλογο του. Οι δύο, οι γιοί του που ήταν κλεισμένοι στην φυλακή δεν γνώριζαν τίποτα γι' αυτό. Ο Ανακτάς είχε υποσχεθεί στην γυναίκα του πως, όταν σκοτώσουν την Λουτσία, θα τους αφήσει και τους δύο να βρουν από την φυλακή. Έφτασαν στο σπιτάκι που τους υπόδειξε ο στρατιώτης. Οι στρατιώτες άναψαν φωτιά στις άκρες των βέρων και μετά τα έβαλαν στα τόξα και τέντωσαν το σκηνή. Ο βασιλιάς τους κοίταξε καθώς ήταν τεντωμένα τα βέλη και περίμεναν την διαταγή του για να τα ρίξουν κάνω στην ξύλινη στέγη. Μόλις η φωτιά θα έπεφτε πάνω στο μικρό σπιτάκι, θα γινόταν σίγουρα στάχτη μέσα σε ελάχιστη ώρα. Ο Βασιλείας έμεινε να κοιτάει τα τεντωμένα τόξα χωρίς να δώσει την διαταγή να τα ρίξουν πάνω στο σπίτι. Εκεί μέσα κοιμόταν η Λουτσία με το μωρό της αγκαλιά. Ο Ανακτάς δεν είχε ιδέα ότι μέσα εκεί κοιμόταν ο εγγονός του. Οπότε έκανε ένα νεύμα και τότε δεκάδες φλεγόμενα βέλη έπεσαν πάνω στο σπίτι και μερικά μπήκαν και μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα. Σύντομα το ξύλινο κτίσμα έπιασε φωτιά και τυλίχτηκε στις φλόγες. Τα μάτια του βασιλιά το κοιτούσαν πως χόρευε η φωτιά παρέα με τον θάνατο εκεί μέσα. Αμέσως διέταξε τους ιππότες του να φύγουν από εκεί. Δεν ήθελε να του έρθει στην μύτη η απαίσια, μυρωδιά της καμένης σάρκας από το σώμα της μάγισσας. Έτσι ο ίδιος και οι άντρες του ανέβηκαν στα άλογα τους και έφυγαν μακριά χωρίς να κοιτάξουν πίσω.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top