Κεφάλαιο 21

~Αυτό το κεφάλαιο, όπως και όλο το βιβλίο το αφιερώνω σε μια θαυμάσια κοπέλα που το έχει λατρέψει. @elenapaxi αυτό είναι για σένα :)~

<<Τον... τον σκότωσα;>> ρώτησε η Λυδία τρέμοντας σαν το φύλλο.

Ο Εμμανουήλ τον έλεγξε αλλά σύντομα την κοίταξε απογοητευμένος.<<Ξεψυχάει>> της είπε. <<Η καρδιά του σιγά, σιγά σταματάει να χτυπάει. Όπου να' ναι θα αφήσει την τελευταία του πνοή>>.

<<Όχι! Σε παρακαλώ αδελφέ μου. Μην τον αφήσεις να πεθάνει. Κάνε κάτι σε παρακαλώ>> του είπε με αγωνία.

<<Θα κάνω ότι μπορώ>> της είπε. Προσπαθούσε πολύ ώρα να σταματήσει την αιμορραγία με τις μαγικές δυνάμεις που έχει, αλλά το δάγκωμα ήταν πολύ βαθύ. Ακόμα και με τις δίκες του δυνάμεις ήταν πολύ δύσκολο να τον σώσει. Αν ήταν δάγκωμα από οποιοδήποτε ζώο η οποιοδήποτε άλλο ατύχημα θα μπορούσε άνετα να τον σώσει, αλλά το δάγκωμα της Λυδίας ήταν ''μαγικό'' και ήταν στα ''όπλα'' της Λυδίας η πληγή από τα θύματα της να μην κλείνουν με τίποτα.  

<<Πάνε φώναξε την μητέρα σου>> της είπε και η Λυδία έτρεξε κατευθείαν στην κάμαρα της. Ο άντρας συνέχισε να προσπαθεί ενώ άρχισε να ιδρώνει από την έντονη προσπάθεια να μην χάσει και τους ελάχιστους χτύπους της καρδιάς του Ιάκωβου. Μετά από ελάχιστη ώρα η Λευκή και η Λυδία μπήκαν μέσα στο δωμάτιο τρέχοντας και έκλεισαν πίσω τους την πόρτα.

<<Βοήθησε με>> είπε ο Εμμανουήλ και η Λευκή γονάτισε κοντά του. Εξαπέλυσε όλη της την μαγεία στον Ιάκωβο πάνω. Μετά από αρκετή ώρα κατάφεραν να σταματήσουν την αιμορραγία του και η πληγή έκλεισε.
Εκεί τώρα είχε μια τεράστια ουλή από τα δόντια της αλλά πλέον δεν έτρεχε στάλα αίματος.

<<Τι έχει συμβεί;>> ρώτησε η Λευκή.

<<Εγώ το έκανα αυτό μαμά>> είπε η Λυδία.

<<Είναι μαζεμένος έξω πολύ κόσμος. Δεν πρέπει κανείς να καταλάβει τίποτα. Πάω να τους καθησυχάσω όλους και να τους πω ότι απλά έπαθες ένα είδος κρίσεις. Θέλεις μετά να γυρίσω πίσω;>> της είπε η Λευκή.

<<Όχι μαμά, μην τραβήξουμε άλλο την προσοχή>>.

Η Λευκή έφυγε μέσα από το δωμάτιο.

<<Τουλάχιστον τώρα δεν χάνει άλλο αίμα>> της είπε εκείνος.

<<Δηλαδή θα σωθεί;>> τον ρώτησε με αγωνία το κορίτσι. Εκείνος την κοίταξε με περίλυπο βλέμμα.

<<Έχει χάσει πάρα πολύ αίμα>> της απάντησε. <<Δεν νομίζω ότι θα αντέξει...>>.

Τα δάκρυα της κοπέλας πλήθυναν και το βλέμμα της καρφώθηκε κάπου στο κενό. <<Είμαι ένα τέρας...>> ψιθύρισε.

<<Μην λες τέτοια. Δεν είσαι τέρας. Ήταν ατύχημα.Μάλλον ερχόταν και σε κοιτούσε κάποιες φορές που κοιμόσουν. Αυτή την φορά φαίνεται πεινούσες και έγινε το ατύχημα...>> της είπε εκείνος.

<<Ξέρεις γιατί με κοιτούσε όταν κοιμόμουν; Γιατί ήταν ερωτευμένος μαζί μου...>> είπε το κορίτσι ενώ συνέχισαν να τρέχουν τα δάκρυα της. <<Και εγώ ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Δεν είχα προλάβει να του το πω. Είμαι ένα τέρας. Μου αξίζει να πεθάνω>>.

<<Όχι. Μην λες τέτοια πράγματα>> της είπε εκείνος.

<<Ακόμα και να μην τα πω, δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτή είναι η αλήθεια>> απάντησε εκείνη. <<Θα έχω τύψεις μέχρι να πεθάνω... και αν σκεφτείς ότι είμαι έτσι φτιαγμένη  που δεν μπορώ να πεθάνω από φυσικά αίτια, θα βασανίζομαι αιώνια από τύψεις>>.

Ο Εμμανουήλ την κοίταξε με περίλυπο βλέμμα. <<Έχω ορκιστεί να σε προσέχω. Δεν μπορώ αφήσω να γίνει αυτό>> της είπε.

Της έδωσε τον καρπό του χεριού του. Εκείνη τον κοίταξε με περιέργεια.

<<Δάγκωσε με>> της είπε.

<<Γιατί;>> τον ρώτησε εκείνη.

<<Μην χάνουμε χρόνο. Σκέφτηκα κάτι που μπορεί να τον σώσει αλλά πρέπει να προλάβουμε πριν σταματήσει να χτυπάει η καρδιά του>>.

Το κορίτσι του άρπαξε το χέρι και του το δάγκωσε αμέσως. Ο νεαρός άντρας έφερε την πληγή κοντά στο στόμα του Ιάκωβου.

<<Είναι το μόνο που μπόρεσε να σκεφτώ>> της είπε ο Εμμανουήλ καθώς το αίμα του έτρεχε σε σταγόνες μέσα στο στόμα του. <<Το μαγικό αίμα έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Όσο πιο δυνατός ο μάγος τόσο πιο δυνατή η δύναμη της θεραπείας. Ελπίζω να έχει αποτελέσματα>>.

Μετά από αρκετό αίμα που ήπιε ο Ιάκωβος, και μετά από πολλές προσπάθειες από τον Εμμανουήλ για να τον θεραπεύσει, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά.

<<Λογικά θα τα καταφέρει>> είπε ο Εμμανουήλ στην Λυδία. <<Το σημάδι βέβαια είναι τόσο βαθύ που δεν μπορώ να το σβήσω>>.

Κοίταξε η κοπέλα το σημάδι στον λαιμό του με απίστευτες τύψεις.

<<Ποτέ θα ξυπνήσει;>> τον ρώτησε εκείνη.

<<Δεν ξέρω πότε θα ξυπνήσει. Δεν ξέρω καν αν θα ξυπνήσει. Εγώ ότι μπορούσα να κάνω, το έκανα. Από εκεί και πέρα εξαρτάτε από εκείνον. Ελπίζω η καρδιά του να είναι αρκετά δυνατή για να συνεχίσει να χτυπάει...>>.

Η Λυδία τον αγκάλιασε σφιχτά. <<Σε ευχαριστώ>> του είπε ανάμεσα στους λυγμούς της.

Ο Ιάκωβος έμεινε αναίσθητος για πολλές ώρες ακόμα... Οι ώρες έγιναν μέρες και η Λυδία έλιωνε μέσα στον φόβο της μήπως και τελικά εκείνος παραδοθεί στον θάνατο. Μετά από καμιά βδομάδα, τα βλέφαρα του νεαρού άνοιξαν και ξύπνησε από το κόμμα. Έμεινε με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάει το ταβάνι. Τα πρώτα δευτερόλεπτα ήταν κενά από κάθε είδους μνήμη καθώς ήταν μπερδεμένος. Τα πρώτα δευτερόλεπτα πέρασαν με εκείνον να προσπαθεί να θυμηθεί τουλάχιστον τα βασικά. Πόσο χρονών ήταν; Μετά από λίγο βρήκε κάπου μέσα στο μυαλό του την απάντηση. Ήταν ένας νεαρός άντρας δέκα οχτώ χρονών. Πιο ήταν το όνομα του; Που βρισκόταν; Σιγά, σιγά οι απαντήσεις ερχόντουσαν από μόνες τους και αγωνιζόταν να βάλει όλες τις αναμνήσεις του με την σειρά. Ανακάθισε στο κρεβάτι με το κεφάλι του να το νιώθει βάρη. Κοίταξε το πολυτελές δωμάτιο που κοιμόταν με περιέργεια. Το ήξερε αυτό το δωμάτιο. Ήταν το δωμάτιο ενός κοριτσιού που αγαπούσε... Την έλεγαν Λυδία... Γιατί κοιμόταν στο δωμάτιο της; Και γιατί ένιωθε τόσο κουρασμένο το σώμα του, σαν να κουβαλούσε πάνω στους ώμους του εκατό κιλά; Κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι και σηκώθηκε αργά. Έπρεπε να βρει την Λυδία να την ρωτήσει γιατί κοιμόταν στο δωμάτιο της. Ένιωθε σαν άρρωστος, και αδύναμος σαν σπουργίτι. Για κάποιον λόγο, που δεν μπορούσε να καταλάβει, ήθελε να δει το πρόσωπο του πως ήταν. Οπότε πλησίασε αργά το έπιπλο με τον καθρέφτη. Κοίταξε το είδωλο του και τρόμαξε με το πόσο άσπρη έδειχνε η όψη του. Φαινόταν σαν να πέθανε και να ξανά επέστρεψε. Αμέσως έκανε λίγο πίσω τρομαγμένος.

<<Μα, τι μου συνέβη;>> αναρωτήθηκε. Κάτι είδε στο είδωλο του που τον έκανε να πλησιάσει τόσο απότομα τον καθρέφτη που κόντεψε να χτυπήσει το πρόσωπο του πάνω του. <<Τι είναι αυτό;>> ψιθύρισε και κοίταξε έκπληκτος την τεράστια ουλή που είχε στον λαιμό του. Αμέσως οι αναμνήσεις άρχισαν να τον χτυπάνε σαν γροθιές στο στομάχι... Ήταν βράδυ... Είχε μπει κρυφά στο δωμάτιο της Λυδίας για να την δει να κοιμάται. Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος και γρήγορα πετάχτηκε προς το μέρος του. Τον άρπαξε δυνατά σε κάτι που έμοιαζε με αγκαλιά. Εκείνος νόμιζε ότι θα τον φιλήσει αλλά τελικά έκανε λάθος.Τον δάγκωσε στον λαιμό τόσο δυνατά που του έσκισε το δέρμα εκεί. Σοκαρισμένος και αηδιασμένος κατάλαβε ότι άρχισε να του ρουφάει το αίμα. Σύντομα, μετά από αβάσταχτο πόνο, έχασε τις αισθήσεις του... Από εκεί και πέρα δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα.
<<Δεν μπορεί. Θα είναι κάποιο όνειρο που είδα. Δεν μπορεί η ανάμνηση αυτή να είναι αληθινή>> προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό του αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει πως είχε την ουλή. Συνέχισε να κάνει πίσω τρομαγμένος και μπερδεμένος. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας και φάνηκε η Λυδία από πίσω. Εκείνος την κοίταξε με ανάμικτα συναισθήματα. Ταυτόχρονα χαιρόταν που την έβλεπε, αλλά φοβόταν κιόλας. Ήθελε να μάθει τόσα πολλά που οι αμέτρητες ερωτήσεις έκαναν ένα μπλεγμένο κουβάρι στο μυαλό του.

<<Μην με φοβάσαι>> του είπε εκείνη με ήρεμη φωνή και πέρασε μέσα στην κάμαρα.<<Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό>>.

<<Άρα... η ανάμνηση είναι αληθινή;>> ρώτησε εκείνος για να σιγουρευτεί.

<<Ναι>> του απάντησε.
Ο άντρας κοίταξε πάλι την τεράστια ουλή του στον καθρέφτη. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες το τραύμα του θα έπρεπε να γίνει έτσι μετά από χρόνια ολόκληρα. Αν φυσικά κατάφερνε να επιζήσει από αυτό.

<<Πόσο καιρό κοιμάμαι;>> την ρώτησε.

<<Μια βδομάδα>> του απάντησε.
Του φάνηκε περίεργο το πόσο γρήγορα έκλεισε το τραύμα του αλλά υπήρχαν αλλά πράγματα που ήταν πιο περίεργα από τι αυτό.

<<Πώς;... Θέλω να πω... γιατί;>> ψιθύρισε μπερδεμένος. <<Πως είναι δυνατόν; Γιατί; Ήταν κάποιο όνειρο που είδες, τρόμαξες και έτσι μου όρμισες; Και η δύναμη σου ήταν τόσο... Δεν μπορούσα να σε σταματήσω. Αυτό λογικά ευθύνεται στο ότι είσαι μισή νεράιδα αλλά το αίμα; Έμοιαζες να ευχαριστιέσαι τόσο την γεύση του αίματος>>.

<<Δεν μπορώ να φάω τίποτα άλλο>> του είπε εκείνη. <<Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου προσπαθώ να δαμάσω την πείνα μου με υποκατάστατα αίματος. Με κάτι περίεργα φρούτα που τα βρήκα χάρη στον αδελφό μου, με αίμα ζώων. Με κρατούσαν ζωντανή αλλά η πείνα μου πότε δεν καταλαγιάζει τελείως>>.

<<Γιατί πίνεις αίμα;>> την ρώτησε εκείνος.

<<Μου έκαναν μάγια... όταν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της μητέρας μου>> του απάντησε.

<<Τι είδους άτομο στο έκανε αυτό;>> αναρωτήθηκε ο άντρας.

<<Όσο και να σου φαίνεται περίεργο, η γυναίκα που το έκανε αυτό τώρα είναι καλή και την αγαπώ σαν μητέρα μου>> είπε η κοπέλα φέρνοντας στο μυαλό της την μητέρα του Εμμανουήλ. Ακόμα και καλή να μην γινόταν, μόνο που είχε φέρει στον κόσμο τον αδελφό της θα μπορούσε να της συγχωρέσει τα πάντα.

<<Δεν θα προδώσω το μυστικό σου>> της είπε και την πλησίασε. <<Δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Και μην νομίζεις ότι για μένα άλλαξε κάτι. Ακόμα νιώθω για σένα όπως ένιωθα. Μπορώ να πω ότι πλέον σε θαυμάζω περισσότερο, επειδή καταλαβαίνω τι αγώνα κάνεις και πόσο δύσκολα περνάς>> έπιασε τα χέρια της και τα χάιδεψε τρυφερά.

<<Για σένα μπορεί να μην άλλαξε τίποτα>> του είπε και του χαμογέλασε. <<Αλλά για μένα άλλαξαν τα πάντα>>.

Απομάκρυνε τα χέρια της από τα δικά του. <<Για μένα τίποτα δεν είναι πια ίδιο... Παραλίγο να σε σκοτώσω. Αυτό ποτέ δεν πρόκειται να το ξεχάσω. Ποτέ δεν θα το ξεπεράσω>>.

<<Εγώ σε συγχωρώ>>.

<<Εγώ όμως δεν συγχωρώ τον εαυτό μου>> του είπε και έκανε κι' άλλο πίσω. <<Δεν μπορώ να με συγχωρέσω>>.

<<Μα, δεν φταις εσύ>>.

<<Αν θα πέθαινες... αυτό θα ήταν μια λεπτομέρεια που δεν θα με ένοιαζε>>.

<<Λύδια... εγώ σ' αγα...>>.

<<Μπορείς να ξεκουραστείς στο δωμάτιο μου για όσο χρειάζεσαι>> τον διέκοψε εκείνη απότομα.
Αν άκουγε την συγκεκριμένη λέξη από το στόμα του, θα την διέλυε γιατί την απόφαση της την πήρε. Ποτέ δεν θα του επέτρεπε να την ξανά πλησιάσει, ούτε σωματικά, ούτε ψυχικά.
<<Όταν νιώσεις αρκετά δυνατός μπορείς να ξανά αρχίσεις δουλειά>>. Πλησίασε την πόρτα και πριν βγει γύρισε και τον κοίταξε.

<<Λυδία, σε παρακαλώ>> της είπε εκείνος και η φωνή έμοιαζεγια λίγο σαν να κλαψουρίζει κάποιο πονεμένο ζώο. Εκείνη βγήκε από το δωμάτιο και έκλεισε πίσω της την πόρτα.
<<Λυδία! Σ' αγαπώ!!!>> φώναξε εκείνος όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το κορίτσι μόλις έκλεισε την πόρτα άρχισε να κλαίει από τον πόνο της. Πήγε τρέχοντας και βρήκε τον αδελφό της. Έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά και δυνατά, σαν να τον αγκάλιαζε τελευταία φορά. Έκλαψε σπαρακτικά στη αγκαλιά του και εκείνος την παρηγορούσε με υπομονή. Όταν ξέσπασε σήκωσε τα μάτια της πάνω του. Όταν ξέσπασε όλο τον πόνο της,σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. 

<<Σ' αγαπάω Εμμανουήλ>> του είπε.

<<Και εγώ μικρή σ' αγαπάω>> της είπε εκείνος.

<<Έχεις κάνει τόσα πολλά για μένα>> του είπε εκείνη. <<Με μεγάλωσες από μωρό με τόση αγάπη και λατρεία. Με προστάτευσες, μου έμαθες την δύναμη μου, μου βρήκες τρόπο να ζω χωρίς να σκοτώνω, με έμαθες να μην μισώ τον εαυτό μου που είμαι αναγκασμένη να ζω πίνοντας αίμα. Είσαι ο μόνος που κατάφερε να κάνει ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο αυτό, να μοιάζει με μια λεπτομέρεια ασήμαντη. Σου χρωστάω τα πάντα. Όλη μου την ζωή σου χρωστάω Εμμανουήλ. Πιο υπέροχο αδελφό δεν θα μπορούσα να έχω. Είμαι τόσο τυχερή που είσαι οικογένεια μου>>.

<<Και εγώ τα ίδια νιώθω για σένα. Από τότε που ήσουν μωράκι και σου έριξα την πρώτη ματιά, σ' αγάπησα βαθιά, σαν να ένιωσα ότι ήσουν αδελφή μου>>της είπε.

<<Θέλω να με συγχωρέσεις για αυτό που θα κάνω>> του είπε.

<<Τι θα κάνεις; Για πιο πράγμα να σε συγχωρέσω;>> την ρώτησε.

<<Να με συγχωρέσεις... που ενώ έχεις κάνει τόσα πολλά για μένα, εγώ... αποφάσισα να φύγω από κοντά σου>> του είπε.
Εκείνος την κοίταξε και έκανε δύο βήματα πίσω.

<<Τι είναι αυτά που λες;>>.

<<Θα φύγω. Σε ευχαριστώ για ότι έκανες για μένα αλλά τώρα που έμαθα να φροντίσω τον εαυτό μου δεν μπορώ να μείνω άλλο μαζί σου. Συγχωράμε αδελφέ μου. Θα σε θυμάμαι και θα σε σκέφτομαι πάντα με αγάπη, αλλά δεν μπορώ να μείνω πια εδώ>>.

<<Δεν μπορείς να φύγεις>> της είπε εκείνος. <<Ποιος ανόητος σου είπε ότι μπορείς να φροντίσεις μόνη σου τον εαυτό σου;>>.

<<Εσύ το είπες. Πριν μερικούς μήνες. Τότε που σε έκανα να ματώσεις>> του είπε.

Ο νεαρός άντρας έμεινε να την κοιτάει για λίγο έκπληκτος. <<Έκανα λάθος>> της είπε τελικά.

<<Μην κάνεις σαν μωρό...>> του είπε.

<<Εσύ είσαι μωρό. Είσαι η μικρή μου αδελφούλα. Δεν μπορείς να φύγεις... Φοβάμαι μην πάθεις τίποτα>>.

Εκείνη του χαμογέλασε με απεριόριστη αγάπη. <<Με έμαθες να πολεμώ, με έμαθες να είμαι υπεύθυνη και να ζω χωρίς να πειράζω κανέναν. Ήταν λάθος να είμαι τόσο κοντά στους ανθρώπους. Δεν ανήκω εδώ... Θα τα καταφέρω... Το ξέρω ότι θα τα καταφέρω. Δεν έχω εμπιστοσύνη τον εαυτό μου, αλλά σε σένα που με μεγάλωσες με τόση υπευθυνότητα>>.

<<Δεν... δεν μπορείς να φύγεις>>.

<<Έχω πάρει την απόφαση μου, και δεν θα αλλάξω γνώμη>> έκανε μερικά βήματα μακριά του, έπειτα γύρισε την πλάτη της και βγήκε από το δωμάτιο.

<<Λυδία!>> της φώναξε εκείνος αλλά δεν γύρισε το κορίτσι. <<Λυδία>> επανέλαβε αλλά πάλι δεν γύρισε.

Βγήκε και εκείνος από το δωμάτιο και πήγε να την ακολουθήσει.

<<Ας την. Καλό θα της κάνει να μείνει λίγο μόνη της>> του είπε η Λευκή και τον πλησίασε. <<Μην νομίζεις ότι είναι εύκολο γι' αυτήν>>.

<<Θέλει να φύγει>> είπε εκείνος.

<<Το ξέρω... Όλα τα ξέρω, ότι έγινε... Μπορεί η δύναμη μου να μην είναι σαν την δική σου αλλά είμαι αιώνες μεγαλύτερη και σοφότερη>>.

<<Είσαι μητέρα της. Σταμάτησε την>> της είπε.

<<Δεν θα την σταματήσω, ούτε εγώ, ούτε εσύ. Αλλά ακόμα και να το ήθελα, δεν θα μπορούσα. Αυτό θέλει να κάνει. Δεν μπορείς να την υποχρεώσεις να μείνει>>.

<<Δεν φοβάσαι μην πάθει τίποτα εκεί έξω μόνη της;>>.

<<Δεν θα πάθει τίποτα>> είπε με βεβαιότητα η νεράιδα.

<<Πως μπορείς να το ξέρεις αυτό;>> την ρώτησε.

<<Ξέρω την Λυδία>> απάντησε εκείνη. <<Και η Λυδία χάρης εσένα... είναι μια εξαιρετική κοπέλα.Την έκανες έξυπνη, καλόψυχη, και δυνατή. Μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό της και να μείνει στον σωστό δρόμο...>>.

Εκείνος την κοίταξε με ανήσυχα μάτια... <<Εγώ δεν συμφωνώ με αυτό. Μόλις μπήκε στα δέκα έξι>>.

<<Για σένα δέχτηκε να έρθει στο παλάτι Εμμανουήλ. Δεν ήθελε να έρθει. Δεν είναι ευτυχισμένη στο παλάτι. Έμεινε μαζί σου αρκετό καιρό. Τώρα ας την να κάνει αυτό που εκείνη θέλει. Μην νομίζεις ότι εκείνη δεν πονάει που φεύγει μακριά σου, αλλά ξέρω ότι πνίγεται εδώ μέσα. Αν θέλεις να είναι ευτυχισμένη τότε δείξε κατανόηση>> του είπε.

<<Δεν δείχνω κατανόηση για τίποτα>> στένεψε τα μάτια του σε ένα βλέμμα απογοητεύσεις και στενοχώριας σαν να λέει, ''έκανε ότι μπορούσα για εκείνη και δεν της φτάνει''. <<Να μην με ενοχλήσει κανένας. Κανένας και για τίποτα. Είναι διαταγή. Δεν θέλω να την δω να φεύγει>> της είπε.

<<Δεν μπορείς να της το κάνεις αυτό>> του απάντησε η νεράιδα. <<Δεν μπορείς να μην την αποχαιρετίσεις που φεύγει. Αυτό ξέρεις ότι θα την πληγώσει>>.

<<Αφού μπορεί εκείνη να μου το κάνει αυτό, τότε μπορώ και εγώ να το κάνω. Μην με ενοχλήσει κανείς... και ειδικά εκείνη>> γύρισε πλάτη και έφυγε.

Πέρασαν τρεις μέρες και η Λυδία προσπαθούσε κάθε μέρα, όλη την μέρα να τον δει. Εκείνος αρνιόταν πεισματικά και δεν της έκανε την χάρη ούτε κατά λάθος να τον αντικρίσει. Το κορίτσι ήταν απαρηγόρητο από την στεναχώρια. Τα είπε όλα στην Θεοδώρα που πλέων ήταν καλή της φίλη.

<<Από την αγάπη του φέρεται έτσι>> της είπε η κοπέλα. <<Φοβάται ότι θα σε χάσει και δεν θα σε ξανά δει>>.

<<Δεν το κάνω από εγωισμό>> της απάντησε η Λυδία. <<Δεν φεύγω για να του πάω κόντρα. Φεύγω γιατί δεν ανήκω εδώ. Πνίγομαι εδώ μέσα. Τον Εμμανουήλ τον λατρεύω, αλλά όσο και να αγαπάς κάποιον, δεν μπορείς να μην αναπνέεις εξαιτίας του. Έτσι νιώθω. Ότι δεν αναπνέω. Εκείνος πιστεύει ότι δεν θα με ξανά δει, αλλά ξεχνάει ότι''κληρονομήσαμε'' ένα είδος αθανασίας από τις μητέρες μας. Αν δεν μας πληγώσει κανείς θανάσιμα μπορούμε να ζήσουμε για πάντα. Είμαι σίγουρη ότι κάποτε θα τον ξανά βρω και θα γίνουμε και πάλι οικογένεια>>.

<<Ο κόσμος είναι απέραντος. Η περίπτωση κάπου να τον συναντήσεις είναι αδύνατη>>.  

<<Και ο χρόνος που μπορούμε να ζήσουμε είναι απέραντος. Άρα... οι πιθανότητες κάποτε να τον ξανά βρω πολλαπλασιάζονται. Και όταν θα τον ξανά βρω θα ζήσω μαζί του, και θα γίνουμε πάλι οικογένεια, όπως ακριβώς θέλει... Μόνο που τότε θα είμαι και εγώ ευτυχισμένη με αυτή την οικογένεια. Η θέση του τώρα είναι αυτή του βασιλιά και η δική μου θέση είναι να ανακαλύψω ποια είμαι και τι θέλω. Από τότε που ήμουν μωρό ο Εμμανουήλ μου έδειχνε ποια είμαι και τι θέλω και τον ευχαριστώ γι' αυτό, αλλά ήρθε επιτέλους η στιγμή για να το ανακαλύψω μόνη μου>>.

Το κορίτσι είχε ετοιμαστεί για να φύγει. Είχε πάρει μαζί της το τόξο της, το σπαθί της και ένα πουγκί γεμάτο με χρυσά νομίσματα, αρκετά για να ζήσει με αυτά για πάρα πολύ χρονικό διάστημα. Είχε δέσει στην ζώνη της το πουγκί και στην πλάτη της είχε δέσει χιαστή μια δερμάτινη ζώνη με δύο θήκες από πίσω της. Στην θήκη της μι' ας ωμοπλάτης είχε περασμένο το ξίφος της και στην άλλη θήκη τα βέλη της και το τόξο της.  

<<Είμαι έτοιμη...>> ψιθύρισε η κοπέλα και βούρκωσε. 

Η Θεοδώρα την αγκάλιασε σφιχτά και η Λυδία ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο της.

<<Δεν... δεν θα έρθει να με αποχαιρετίσει>> είπε πνιχτά.

<<Θα έρθει. Να δεις που τελικά θα έρθει>> της είπε με σιγουριά η κοπέλα.

<<Δεν τον ξέρεις τόσο καλά όσο εγώ. Δεν πρόκειται να με αφήσει να τον δω και μάλλον έχει δίκιο. Αυτός έκανε τα πάντα για μένα και εγώ πως του το ανταποδίδω;>>.

<<Εγώ ακόμα ελπίζω ότι θα έρθει να σε αποχαιρετίσει>> η Θεοδώρα της έτριψε τα μπράτσα. <<Εύχομαι κάποτε να σε ξανά δω>>.

<<Ο πατέρας σου είναι μάγος... Όποτε, μπορώ να ελπίζω και σε μια δική μας συνάντηση μετά από χρόνια>> της χαμογέλασε η Λυδία. <<Θα μου λείψεις>> την αγκάλιασε και την φίλησε.
Η πόρτα χτύπησε διακριτικά, σχεδόν φοβισμένα και γύρισαν και οι δύο να κοιτάξουν. Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ο Ιάκωβος από πίσω με σοβαρά και στεναχωρημένα χαρακτηριστικά.

<<Εγώ σε χαιρέτισα>> της είπε η Θεοδώρα.<<Έχουν και άλλοι σειρά τώρα>> της χαμογέλασε και βγήκε από το δωμάτιο.

Ο Ιάκωβος προτού μπει μέσα έμεινε μερικές στιγμές στην πόρτα με κατεβασμένο το κεφάλι.

<<Εγώ φταίω, έτσι;>> την ρώτησε. <<Ξέρω ότι από ευγένεια θα απαντήσεις ότι δεν φταίω εγώ, αλλά ξέρω ότι έχω και εγώ μερίδιο ευθύνης που αφήνεις όλη αυτή την ζωή μέσα στην πολυτέλεια για να... φύγεις μακριά μόνη σου>>.

<<Δεν φταις εσύ. Ήσουν αφορμή για να φύγω, αλλά όχι η αιτία. Ήθελα να φύγω μέσα μου, απλά εσύ μου έδωσες μια μικρή ώθηση. Ένα μικρό σπρώξιμο...>>.

<<Σπρώξιμο να πέσεις από τον γκρεμό>> της είπε.

<<Όχι. Σπρώξιμο για να τρέξω προς τον γκρεμό, να ανοίξω τα φτερά μου και να πετάξω>> του απάντησε και του χαμογέλασε.

Εκείνος ανταποκρίθηκε στο χαμόγελο. <<Το πιο γελοίο απ' όλα είναι ότι άρχισα να πιστεύω ότι εμείς οι δύο θα μπορούσαμε...>> ο άντρας κοίταξε ντροπιασμένος κάτω. <<Κάπου μέσα μου έλπιζα... ξέρεις... Αστό, τίποτα>>.

<<Έλα, πες μου>> χαμογέλασε εκείνη.

<<Όχι. Είναι χαζό>>.

<<Έλα, σε παρακαλώ, πες μου. Δεν μπορείς να με αφήσεις με την περιέργεια τώρα που φεύγω>>.

<<Έλπιζα κάποτε να παντρευτούμε και να κάνουμε παιδιά. Δύο θα ήθελα να κάνουμε. Βεβαία ο αριθμός τους ήταν συζητήσιμος καθώς δεν ήξερα πόσα θέλεις εσύ. Είναι χαζό, το ξέρω. Κανείς δεν μου έδωσε το δικαίωμα να σκεφτώ κάτι τέτοιο>>.

<<Δεν είναι χαζό>> του είπε εκείνη και βούρκωσε καθώς αυτή θα ήταν μια πραγματικότητα που ακουγόταν υπέροχη αλλά ήταν αδύνατο να της συμβεί. <<Είναι απλά το όνειρο σου, και το όνειρο σου είναι υπέροχο. Λυπάμαι που δεν μπορώ να το ακολουθήσω. Παρ' όλα αυτά σου εύχομαι να τα καταφέρεις... Είμαι σίγουρη ότι θα βρεις εκείνη την γυναίκα που θα μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο>>.

Εκείνος σήκωσε το χέρι του και την χάιδεψε στο πρόσωπο της. Εκείνη μόλις ένιωσε το άγγιγμα του εκεί ένιωσε την καρδιά της να ''κλωτσάει'' μέσα στα στήθια της και μια φωνούλα μέσα της την ρώτησε σπαράζοντας, ''που πας μακριά του; Μπορείς να ζήσεις χωρίς εκείνον;''.

<<Αυτή η γυναίκα φεύγει...>> της ψιθύρισε εκείνος με πόνο.

<<Δεν είμαι εγώ...>> του απάντησε εκείνη με πόνο στην φωνή και ένα δάκρυ έτρεξε από το μάτι της.
Το δάχτυλο του χάιδεψε απαλά και σκούπισε το δάκρυ της.
<<Μακάρι να ήμουν εγώ εκείνη αλλά δεν είμαι...>> του ψιθύρισε.

<<Αν θέλεις μπορείς να είσαι... Μπορείς να μείνεις>> της είπε.

<<Μην μιλάς...>> η φωνή της ίσα που ακουγόταν καθώς πνιγόταν από τα δάκρυα. <<Σε παρακαλώ, μην μιλάς... Μόνο φίλησε με... για πρώτη και τελευταία φορά φίλα με...>>.

Εκείνος την έσφιξε στην ζεστή του αγκαλιά και την κοίταξε στα μάτια. Σήκωσε το χέρι του και της χάιδεψε τα κατακόκκινα μαλλιά της με λατρεία. Πλησίασε το στόμα του στο αυτί της και της ψιθύρισε. <<Θα σε σκέφτομαι...>>.

Τα μάτια της μισόκλειστα και τα χείλια της έτρεμαν από την λαχτάρα της να γευτεί έστω και ένα του φιλί. Πλησίασε το στόμα της και ενώθηκαν τα χείλι τους σε ένα φιλί που δεν ήταν σαν τα άλλα. Ήταν σαν υπόσχεση ότι η αγάπη τους θα υπάρχει ακόμα και αν οι δύο τους είναι μακριά. Την κράτησε σφιχτά πάνω του και τα χέρια του μπλέχτηκαν στα μαλλιά της, με την ελπίδα να σταματήσει ο χρόνος και να μείνει εκεί, για πάντα μαζί της να την φιλάει αιώνα. Για μερικά κλάσματα σκέφτηκε τα χρόνια να περνάνε και εκείνος να μένει εκεί, έχοντας την μέσα στην αγκαλιά του, ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Μετά από λίγο όμως εκείνη έκανε λίγο πίσω και διέκοψε το φιλί τους.

Πέρασαν μερικές στιγμές να τον κοιτάει. <<Αντίο...>> του είπε.

<<Μην λες λέξεις που δεν εννοείς...>> της απάντησε εκείνος. <<Πες καλύτερα, ''ελπίζω να σε ξανά δω...>>.

Του χαμογέλασε και απομακρύνθηκε από κοντά του... Μόλις βγήκε από την κάμαρα ένιωσε την παγωνιά της μοναξιάς να την πλημμυρίζει και να τρυπάει τα κόκαλα της. Πήγε έξω από την κάμαρα του αδελφού της με την ελπίδα να έχει αλλάξει γνώμη και θα θέλει να της μιλήσει πριν φύγει. Χτύπησε την πόρτα του απαλά τρεις φορές αλλά καμιά απάντηση δεν πήρε.

<<Εμμανουήλ...>> ψιθύρισε. Ο άντρας μέσα στην κάμαρα την άκουσε αλλά την αγνόησε. Δεν ήθελε να της μιλήσει. <<Εμμανουήλ... φεύγω...>> κλαψούρισε το κορίτσι. <<Σε παρακαλώ, μην μου το κάνεις αυτό. Μην με αφήσεις να φύγω χωρίς να σε αποχαιρετίσω>>.

Εκείνος έσφιξε τα δόντια για να μην λυγίσει και τελικά της ανοίξει.

<<Εμμανουήλ, σε παρακαλώ... Θέλω να σε δω... Φεύγω...>>.

Η Λευκή την πλησίασε με ήρεμο πρόσωπο και μάτια γεμάτο αγάπη.

<<Μητέρα>> είπε το κορίτσι και την αγκάλιασε. <<Δεν μπορεί να μ' αφήσει να φύγω χωρίς να τον χαιρετίσω... Δεν ξέρω πόσο καιρό θα κάνω να τον ξανά δω. Μπορεί ολόκληρες δεκαετίες, μπορεί και περισσότερο. Σε παρακαλώ, πείσε τον να βγει έξω και να τον δω>>.

<<Δεν μπορείς να τον αναγκάσεις κοριτσάκι μου.Έτσι όπως αυτός δεν μπορεί να σε αναγκάσει να μείνεις, έτσι και εσύ δεν μπορείς να τον αναγκάσεις να βγει έξω>> της απάντησε.  

<<Μα, δεν είναι δίκαιο. Εγώ δεν το κάνω για να τον πληγώσω αλλά αυτός το κάνει για αυτό>>.

<<Το αποτέλεσμα είναι όμως το ίδιο. Και οι δύο πληγώνεστε, οπότε μην του κρατήσεις κακία...>>.

<<Έτσι κι' αλλιώς δεν μπορώ να του κρατήσω κακία>> είπε και πλησίασε την πόρτα. <<Σ' αγαπάω αδελφέ μου. Θα σε ξανά βρω κάποτε, να είσαι σίγουρος γι' αυτό. Κάποτε θα σε ξανά βρω και τότε θα είμαστε οικογένεια για πάντα>>.

Ο Εμμανουήλ ούτε σε αυτό απάντησε και έσκυψε το κεφάλι του. Η Λυδία κοίταξε την μητέρα της με περίλυπο βλέμμα.

<<Όταν βγει, πες του ότι τον αγαπάω...>> της είπε.
Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά. Αγκάλιασε για άλλη μια φορά την μητέρα της.

<<Θα μου λείψεις μαμά. Ελπίζω κάποτε να σε ξανά συναντήσω>>.

<<Και μένα θα μου λείψεις κορούλα μου>> η γυναίκα την κοίταξε δακρυσμένη. <<Όταν ήσουν μωρό και κατάλαβα για την ''ιδιαιτερότητα'' σου, φοβήθηκα όσο δεν φαντάζεσαι. Φοβόμουν για το πώς θα εξελιχτείς όταν μεγαλώσεις. Είχα τόσο άδικο... είσαι ένα υπέροχο πλάσμα Λυδία, και αυτό δεν έχει καμία σχέση με μένα που σε γέννησα. Ο Εμμανουήλ σε έκανε αυτή που είσαι σήμερα. Ακόμα και που φεύγεις αυτή την στιγμή, είναι γιατί εκείνος σε έκανε να έχεις αυτή την επιθυμία. Γιατί νομίζεις ότι από τότε που ήσουν δέκα χρονών σε μαθαίνει να πολεμάς; Γιατί και εκείνος ήξερε ότι κάποια μέρα θα φύγεις και ήθελε τότε να ξέρεις να προστατεύεις τον εαυτό σου>>.

<<Θέλω να τον ευχαριστήσεις για ότι έκανε για μένα>> της είπε η Λυδία. <<Σ' αγαπάω μητέρα... Αντίο...>> απομακρύνθηκε αργά από κοντά της στεναχωρημένη που δεν μπόρεσε να τον δει. 

<<Κόρη μου...>> την φώναξε η νεράιδα και εκείνη γύρισε. <<Προτού φύγεις πάνε και από την Λουτσία με τον Ραφαήλ να τους χαιρετήσει>>.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά και έφυγε. Ο Εμμανουήλ σταμάτησε να ακούει γυναικείες φωνές έξω από την κάμαρα του και ανέπνευσε δυνατά με ανακούφιση. Επιτέλους, εκείνη είχε φύγει και δεν ήταν πια υποχρεωμένος να την δει να φεύγει. Μετά από λίγο ο εγωισμός του άρχισε να σβήνει μέσα στην αγάπη του για την αδελφή του, με τον ίδιο τρόπο που μια τεράστια φλόγα σβήνει σε μια παγωμένη λίμνη... Όρθανοιξε τα μάτια με έκπληξη μόλις κατάλαβε ότι έφυγε και ότι μπορεί να μην την δει ποτέ ξανά. Αν δεν την ξανάβλεπε η τελευταία ανάμνηση που θα είχε από εκείνον θα είναι μια πόρτα κλειστή;

<<Τι βλάκας που είμαι...>> είπε και σηκώθηκε από το γραφείο του. Βγήκε από την κάμαρα φωνάζοντας το όνομα της αλλά ήταν πια αργά. Εκείνη ήταν άφαντη. <<Είμαι απαίσιος αδελφός>> ψιθύρισε. <<Την άφησα να φύγει και δεν την αποχαιρέτισα καν>>.

<<Είσαι καλός αδελφός...>> του είπε η Λευκή και εμφανίστηκε κοντά του από το πουθενά.

<<Όχι, δεν είμαι. Τόση ώρα την άκουγα να με παρακαλάει έξω από την πόρτα μου για να βγω και εγώ την αγνοούσα. Τώρα πια είναι αργά>>.

<<Δεν είναι αργά... Αν με άκουσε, τώρα πρέπει να είναι στο σπίτι των γονιών σου. Της είπα να πάει να τους αποχαιρετίσει και εκείνους>> του απάντησε. 

<<Είσαι ιδιοφυΐα!>> της είπε εκείνος και την αγκάλιασε. <<Ευχαριστώ>>.

Αμέσως εξαφανίστηκε από εκεί και βρέθηκε μέσα στο δάσος, έξω από το σπίτι της μητέρας του.
<<Λυδία...>> φώναξε και η πόρτα άνοιξε μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Είδε το πρόσωπο της αδελφής του να ξεπροβάλει μέσα από το σπίτι και ανακουφίστηκε που την είχε προλάβει. Μπορεί το σπιτάκι να ήταν μακριά από το παλάτι αλλά εκείνη πλέον είχε γίνει τόσο γρήγορη που ήταν σχεδόν σαν να διακτηνιζόταν.  Το πρόσωπο της έλαμψε από ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο. Του όρμισε και τον αγκάλιασε σφιχτά.

<<Κάπου μέσα μου το ήξερα ότι θα έρθεις>> του είπε χαρούμενη.

<<Θα μου λείψεις μικρή...>> την κοίταξε εκείνος και την χάιδεψε ζωηρά στην κορφή του κεφαλιού. <<Θα προσέχεις. Θα τα πας περίφημα και δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι. Μπορείς να τα καταφέρεις. Πιστεύω σε σένα>>.

<<Αυτό μου αρκεί για να γίνει μια καλή αρχή για αυτό το άγνωστο ταξίδι που με περιμένει>> του απάντησε. <<Και να θυμάσαι, κάποτε θα ξανά συναντηθούμε>>.

<<Ο κόσμος είναι μεγάλος... Η περίπτωση αυτή είναι μηδαμινή>> της είπε.

<<Το νιώθω ότι κάποτε θα ξανά γίνουμε οικογένεια>> είπε η Λυδία.

<<Δεν θα ξανά γίνουμε οικογένεια... γιατί ποτέ δεν θα σταματήσουμε να είμαστε>> της απάντησε.

Αγκαλιάστηκαν άλλη μια φορά.
<<Αντίο...>> της είπε.

<<Θα τα ξανά πούμε>> του απάντησε εκείνη... και έπειτα έκανε τα πρώτα της βήματα μακριά του.

Τα πρώτα βήματα που θα την οδηγούσαν στην ζωή της χωρίς εκείνον και χωρίς κανέναν από την οικογένεια της. Οι περιπέτειες που θα ζούσε θα ήταν μεγάλες. Θα έβλεπε άγνωστα μέρη, θα γνώριζε περίεργους ανθρώπους, μυστήριους, καλούς, χαζούς, έξυπνους ακόμα και κακούς. Όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους και με καμία προοπτική κάποτε να συναντηθούνε. Και γιατί ήταν πάρα πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον αλλά και γιατί οι περισσότεροι ζούσαν σε διαφορετικές εποχές. Γνώρισε άτομα από το παρελθόν,
και καθώς τα χρόνια περνούσαν, τύχαινε να γνωρίσει το τέλειο άλλο τους μισό στο μέλλον, αλλά μάταια, γιατί πλέον είχαν περάσει χρόνια που είχαν πεθάνει. Έτσι δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι κάποτε θα γεννιόταν το τέλειο άλλο τους μισό,
εκείνη όμως το ήξερε.
Όλα γύρω της άρχισαν να αλλάζουν, να γεννιούνται, να μεγαλώνουν, να πεθαίνουν. Μόνο η ίδια παρέμενε νέα και η μόνη αλλαγή ήταν μέσα της. Ωρίμαζε, γινόταν σοφότερη, πιο δυνατή και πιο έξυπνη. Κάποιοι θα την δούνε να πίνει αίμα ανθρώπινο και έτσι θα γεννηθεί ο μύθος του βρικόλακα.

Αυτά ήταν πράγματα τα οποία θα ζούσε γιατί μόλις τώρα άρχισε να απομακρύνεται και να την χάνει ο Εμμανουήλ από τα μάτια του.
Η μητέρα του και ο Ραφαήλ είχαν βγει από το σπίτι και την κοίταζαν και εκείνοι που έφευγε.
Καθώς την κοιτούσε ο Εμμανουήλ,
ένα δάκρυ έτρεξε από το μάτι του, και γλίστρησε στο μάγουλο του...
Ο νεαρός άντρας θα γινόταν ένας άξιος βασιλιάς που θα κατάφερνε πάρα πολλά πράγματα. Θα ζούσε αμέτρητους, θυελλώδεις έρωτες αλλά ποτέ δεν θα ξεχνούσε την πρώτη του αγάπη, την Θεοδώρα, η οποία μετά από λίγο διάστημα έφυγε και εκείνη για να ταξιδέψει στον κόσμο. Της είχε πει να μείνει μαζί του και να τον παντρευτεί και εκείνη του είχε απαντήσει ότι η αιωνιότητα είναι πολύ μεγάλη για να ξέρει εκείνος αν θέλει να την περάσει μαζί της.

<<Κάποτε μπορεί να συναντηθούμε, και αν τότε μπορείς να μου αποδείξεις ότι θα είσαι δίπλα μου μέσα στην αιωνιότητα τότε θα γίνω δική σου>> ήταν τα τελευταία της λόγια πριν φύγει και εκείνη.

Το όνομα του θα γραφτεί στην ιστορία και θα τον παρουσιάζουν στα σύγχρονα βιβλία σαν έναν από τους πιο ισχυρούς βασιλιάδες που πέρασαν ποτέ. Οι μαγικές του δυνάμεις θα γίνουν μύθος που μερικοί θα τον πιστεύουν και μερικοί όχι. Στα βιβλία της ιστορίας το μόνο που θα γράψουν για την μαγεία του είναι ότι είχε ένα ''ανεξήγητο'' τρόπο να καταφέρνει πάντα αυτό που θέλει και ότι ούτε αναγράφεται πουθενά πότε και πως πέθανε αλλά και ότι ποτέ δεν βρέθηκε πτώμα του.
Οι ιστορίες από στόμα σε στόμα εξαπλώθηκαν ότι ο βασιλιάς ήταν αθάνατος και θα ότι ζει ακόμα, στον εικοστό πρώτο αιώνα...

Η Λουτσία άγγιξε τον γιό της στον ώμο όταν είδε τα δάκρυα του. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε, χαμογελώντας την. Ο Ραφαήλ πέρασε το χέρι του από την μέση της και την φίλησε στα μαλλιά.
Οι δύο τους θα ζήσουν πάρα πολλά χρόνια μαζί. Η ζωή τους θα είναι ευτυχισμένη και γεμάτο αγάπη. Θα πεθάνουν ένα βράδυ αγκαλιά στο κρεβάτι τους, όταν εκείνη θα γίνει ογδόντα χρόνων.

Καθώς η Λυδία περπατούσε μέσα στο δάσος και απομακρυνόταν, ένα σπιτάκι συνάντησε στον δρόμο της. Το κοίταξε και χαμογέλασε όταν είδε από το παράθυρο την Αλίντα να χαϊδεύει την κοιλιά της και να χαμογελάει. Για μερικές στιγμές οι δύο οι γυναίκες έμειναν να κοιτάζονται. Έγνεψε η μια στην άλλη και την ώρα που έφευγε, η Λυδία είδε τον Βίκτορα να αγκαλιάζει την γυναίκα του. Η Αλίντα θα γεννούσε μια πανέμορφη κόρη που θα έκανε τον Βίκτορα να τρελαθεί από χαρά και ευτυχία. Στην φαντασία του ο πανίσχυρος μάγος, είχε σχεδιάσει, όταν θα γινόταν κάποτε πατέρας να μάθει στο παιδί του από όσο πιο μικρό γίνετε να πολεμάει και να σκοτώνει με την ευκολία που θα μπορούσε να το κάνει εκείνος, αλλά η θεωρία από την πράξη έχει πάντα διαφορά. Όταν η κόρη του  θα γεννιόταν δεν θα την άφηνε ούτε σπαθί να πλησιάσει. Ήθελε να ζει ήρεμη και ευτυχισμένη. Μαζί με την γυναίκα του και την κόρη του θα ζήσει για πάρα πολλά χρόνια, διώχνοντας από το μυαλό του κάθε επιθυμία για εξουσία. 
Η Αλίντα θα πεθάνει μια μέρα από βαθιά γηρατειά και ο Βίκτορας θα μείνει μόνος με την κόρη του. Θα ζήσουν μαζί και εκείνος θα κάνει ότι μπορεί πάντα να την έχει ευτυχισμένη...
Η Λευκή, θα ζήσει και εκείνη αιώνια και πάντα θα βρίσκει τρόπους να βοηθάει τους ανθρώπους και να κάνει το καλό...

Η Λυδία πλέον είχε απομακρυνθεί πάρα πολύ από όλους και είχε φτάσει στην αρχή του διπλανού χωριού, η πρώτη φορά που έφτασε τόσο μακριά από το σπίτι της χωρίς τον αδελφό της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε το πρώτο της βήμα προς το άγνωστο...



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top