Κεφάλαιο 20
Η ανάσα της ήταν βαθιά και διακεκομμένη. Το λαχάνιασμα της ήταν τόσο δυνατό που το κορίτσι είχε την αίσθηση ότι αντηχούσε σε όλο το δάσος.Το μόνο σίγουρο ήταν ότι η κρυψώνα που είχε βρει ήταν άχρηστη καθώς ο Εμμανουήλ είχε εξαιρετική ακοή και θα την άκουγε σίγουρα. Ήταν πίσω από ένα τεράστιο κορμό δέντρου και περίμενε... Τα βήματα του νεαρού άντρα ακουγόντουσαν πίσω της.Περπατούσε εκείνος αργά και κάτω από τα πόδια του θρυμματίζονταν τα ξερά φύλλα.
<<Έχω αρχίσει να βαριέμαι>> της είπε εκείνος ενώ περπατούσε γύρω από τα δέντρα αργά για να την κάνει να φοβάται και για να τις σπάσει τα νεύρα. <<Κρυφτό θέλεις να παίξουμε;>> την ρώτησε. <<Φανερώσου!>>.
Η Λυδία βγήκε από την κρυψώνα της και τον κοίταξε κατάματα καθώς ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπο της. Ο Εμμανουήλ της όρμισε με το τεράστιο σπαθί που κρατούσε. Στα χέρια της κοπέλας εμφανίστηκε από το πουθενά ένα σπαθί και το σήκωσε μπροστά στο πρόσωπο της. Το σπαθί του άντρα χτύπησε πάνω στο δικό της με φόρα και δύναμη τόσο πολύ που πέρασε από το μυαλό της ότι αν είχε λίγο πιο αργά αντανακλαστικά θα την είχε κόψει στην μέση χωρίς υπερβολές. Έμειναν με τα σπαθιά τους κολλημένα και κοιταχτήκαν, εκείνη μούσκεμα στον ιδρώτα και εκείνος ξεκούραστος και εντελώς στεγνός από ιδρώτα.
<<Χαίρομαι τόσο πολύ που δεν είμαι πραγματικός εχθρός σου...>> είπε η κοπέλα καθώς τρόμαξε λίγο από την αγριότητα που είχε ο αδελφός της στην μάχη.
<<Ποιος σου είπε ότι δεν είσαι αυτή την στιγμή αληθινός εχθρός μου;>> την ρώτησε εκείνος και σήκωσε το σπαθί του για να πάρει φόρα και να το ρίξει πάνω της.
Εκείνη άρχισε να τρέχει μακριά του και εκείνος να την κυνηγά με το σπαθί σφιχτά κρατημένο στο χέρι του. Η κοπέλα κοίταξε πίσω της και τον είδε να είναι πολύ κοντά της.Άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα και μετά από λίγο πήδηξε από το έδαφος πάνω σε ένα δέντρο. Είχε φτάσει ως την μέση του τεράστιου δέντρου και αμέσως άρχισε να σκαρφαλώνει γρήγορα ώσπου έφτασε στην κορφή του. Το δέντρο αυτό που είχε σκαρφαλώσει ήταν πιο ψιλό από τα υπόλοιπα εκεί γύρο και έτσι έμεινε να κοιτάει τις κορυφές των δέντρων με την καρδιά της να χτυπάει πανικόβλητη. Τα πόδια της πατούσαν σταθερά σε ένα γερό κλαδί και με το χέρι της έπιανε τον χοντρό κορμό του δέντρου. Κοίταξε λαχανιασμένη κάτω αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει το έδαφος. Άρχισαν να περνάνε τα δευτερόλεπτα και δεν τον έβλεπε πουθενά.
<<Μπορεί να με έχασε>> σκέφτηκε αλλά αμέσως κατάλαβε ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως περίπτωση να έγινε αυτό. Εκείνος της είχε πει ότι όταν την προπονεί, συμπεριφέρεται απέναντι της ακριβώς έτσι όπως θα φερόταν σε ένα οποιονδήποτε εχθρό αλλά η Λυδία ήξερε ότι αυτό ήταν ψέμα. Αν ήταν οποιοσδήποτε εχθρός θα την είχε σκοτώσει με ευκολία από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Η ίδια αμφέβαλε αν υπήρξε ποτέ κάποιος τόσο ικανός στις μάχες όσο ήταν ο αδελφός της. Την είχε κάνει πάντως να είχε τέλεια το αίσθημα του φόβου σαν να της επιτίθεται κάποιος πραγματικός εχθρός. Συνέχισε να κοιτάει με αγωνία, καθώς όσο πιο πολύ αργούσε να επιτεθεί, όλο και περισσότερο εκείνη ένιωθε τον φόβο να την πλημμυρίζει. Ξαφνικά τον είδε να ξεπετάγεται μέσα από το πράσινο των δέντρων και να κατευθύνεται κατά πάνω της με το σπαθί τεντωμένο. Όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα για να προλάβει να αντιδράσει και το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να κλείσει να μάτια της σφιχτά όταν είδε την λεπίδα του σπαθιού του και να σκύψει λίγο το κεφάλι της. Το σπαθί χτύπησε πάνω ακριβώς από το κεφάλι της,τόσο κοντά της που έκοψε μερικές τρίχες από τα μαλλιά της. Η λεπίδα του πέρασε μέσα από τον κορμό με ευκολία και έπεσε κάτω στο έδαφος αποκομμένο από το υπόλοιπο δέντρο. Η Λυδία άνοιξε πρώτα το ένα της μάτι και όταν είδε ότι ήταν ζωντανή άνοιξε και το άλλο. Γρήγορα διαπίστωσε ότι το δέντρο που ήταν πάνω ήταν κομμένο σε τέλεια ευθεία εκεί ακριβώς που ήταν το κεφάλι της. Εκείνος την κοίταξε και σήκωσε την λεπίδα του πάνω της.
<<Είσαι νεκρή... Τελείωσε σήμερα η προπόνηση. Κάτι χειρότερα από μέτρια τα πήγες>> της είπε και την κοίταξε απογοητευμένος.
Η Λυδία τον κοίταξε θυμωμένη.
Όχι και μέτρια. Τρεις ώρες τώρα την κυνηγούσε και δεν την έπιασε. Και τώρα, έπειτα από τρεις ώρες σκληρή προπόνηση της λέει ότι τα πήγε χειρότερα από μέτρια; Αυτό ήταν άδικο.Της γύρισε πλάτη και πήγε να πηδήξει στο έδαφος. Σήκωσε τα χέρια της και εκεί μέσα εμφανίστηκε το σπαθί της. Το σήκωσε εναντίων του και εκείνος γύρισε προς το μέρος της με το δικό του σπαθί σε εγρήγορση.
<<Από τι φαίνεται ακόμα δεν τελειώσαμε ε;>> την ρώτησε.
<<Όχι, προτού πάρεις πίσω το μέτρια>> του είπε εκείνη.
<<Άλλαξε μου γνώμη...>> την προκάλεσε εκείνος.
Εκείνη σήκωσε το σπαθί της και άρχισε να ξιφομαχεί άγρια μαζί του. Εκείνος έδειχνε άνετος και εκείνη έσφιγγε τα δόντια της στην προσπάθεια της να τον αντιμετωπίσει. Ο Εμμανουήλ με τέλεια ισορροπία πάνω στο κλαδί,φαινόταν ότι θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει άνετα ακόμα και με ένα χέρι.Εκείνη έκανε ένα βήμα μπροστά καθώς ξιφομαχούσε και εκείνος ένα βήμα πίσω. Το κλαδί ήταν κοντό και έτσι εκείνος έπεσε στο κενό. Απέφυγε επιδέξια την σύγκρουση με οποιοδήποτε κλαδιά βρέθηκαν στην πορεία της πτώσης του. Όταν έφτασε στο έδαφος, προσγειώθηκε με τα ποδιά σαν αίλουρος και γονάτισε ελαφρά. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε την Λυδία μπροστά του με την λεπίδα του σπαθιού της στον λαιμό του για πρώτη φορά. Εκείνος χαμογέλασε και φάνηκε ικανοποιημένος. Το κορίτσι χαλάρωσε και χαμογέλασε αλλά αμέσως ο Εμμανουήλ είχε πεταχτεί από το έδαφος με το σπαθί στο χέρι και άρχισε να τις επιτίθεται άγρια.Άρχισε μια τόσο άγρια και γρήγορη ξιφομαχία που σχεδόν δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει μάτι κοινού ανθρώπου. Το κορίτσι ένιωθε τα μπράτσα της και τα χέρια της να καταματώνουν καθώς όλο και κάπου την ''έπαιρνε'' ξώφαλτσα το κοφτερό σπαθί του. Ο πόνος είχε αρχίσει αν γίνετε αβάσταχτος αλλά δεν το έβαζε κάτω γιατί αυτό το ''μέτρια'' την είχε πειράξει ανεπανόρθωτα. Ένιωθε τους μύες της να καίνε, τα κοψίματα να πονάνε αβάσταχτα και τα πνευμόνια της να έφτανε επειδή δεν τους έφτανε ο αέρας που ανέπνεε αλλά δεν τα παρατούσε. Συνέχισε να ξιφομαχεί άγρια. Μετά από αρκετή ώρα που είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πίστευε ότι κοντοζυγώνει ο θάνατος, ο Εμμανουήλ σταμάτησε την ξιφομαχία και κατέβασε κάτω το σπαθί του. Εκείνη τον κοίταξε λαχανιασμένη και ιδρωμένη. Δεν μπορούσε να ορθώσει λέξη από το λαχάνιασμα της. Τα μάτια της έτσουζαν από τον ιδρώτα που είχε πέσει πάνω τους. Μετά από λίγο όταν ηρέμησε σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Εκείνος την κοίταξε σοβαρός χωρίς να βγάλει άχνα και χωρίς καν να είναι γρηγορότερη η ανάσα του από την μάχη. Ήταν απογοητευτικό. Ούτε που είχε καταφέρει να τον κουράσει έστω και ελάχιστα.
<<Συγχαρητήρια...>> της είπε.
<<Με... με κοροϊδεύεις>> είπε εκείνη ανάμεσα από το λαχάνιασμα της. <<Ούτε καν να ιδρώσεις δεν σε έκανα>>.
<<Έκανες πολύ περισσότερα>> της είπε και τότε το είδε.
Του είχε ανοίξει μια πληγή με το σπαθί της στο μάγουλο. Η πληγή έτρεχε λίγο κατακόκκινο αίμα. Δεν το είχε προσέξει νωρίτερα γιατί ήταν θολά τα μάτια της από τον ιδρώτα. Η κοπέλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα καθώς έβλεπε τις λιγοστές σταγόνες αίματος. Πρώτη φορά τον έβλεπε να ματώνει. Εκείνη είχε ματώσει πολλές φορές στις μάχες του αλλά εκείνος δεν είχε χάσει ποτέ ούτε μια σταγόνα.
<<Εσύ το έκανες για να με κάνεις να νιώσω ικανή στην μάχη>> του είπε δύσπιστη.
<<<<Δεν θα σου έκανα ποτέ τέτοια χάρη>> της απάντησε εκείνος.
Σήκωσε το χέρι του στο μάγουλο του και σκούπισε το αίμα. Το κοίταξε περίεργος γιατί όσο είχε ξαφνιαστεί εκείνη, είχε ξαφνιαστεί και ο ίδιος. <<Σου έχω νέα μικρή. Πλέων είσαι τόσο ικανή στην μάχη που μπορείς να μείνεις και μόνη σου χωρίς καμία απόλυτος προστασία από κανέναν. Ούτε από την μητέρα σου, ούτε από μένα. Όποιος και να προσπαθήσει πλέων να σου κάνει κακό είναι χαμένος>>.
Η κοπέλα χαμογέλασε ευχαριστημένη με τον εαυτό της. Της χαμογέλασε και εκείνος.<<Αχ>>, βγήκε από το στόμα της Λυδίας ένα αγκομαχητό πόνου και λύγισαν τα γόνατα της.
Στηρίχτηκε στο σπαθί της για να μην πέσει κάτω.
<<Λυδία>> είπε ανήσυχος ο αδελφός της και την πλησίασε. Το αίμα της έπεφτε στο έδαφος σε σταγόνες καθώς ξεχείλιζε από τις πληγές στα χέρια της από την μάχη τους. <<Χάνεις αίμα>> ψιθύρισε εκείνος και αμέσως όλες οι πληγές που είχε στα χέρια της και οπουδήποτε πάνω της, έκλεισαν με μι' ας σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αμέσως ανέκτησε τις δυνάμεις της και σηκώθηκε.<<Πάμε σπίτι μικρή>> της είπε εκείνος και την κοίταξε χαμογελαστός.<<Είμαι τόσο περήφανος για σένα...>>.
Άρχισαν να κατευθύνονται προς το κάστρο. <<Να σου πω... Αυτό που μου είπες ισχύει ακόμα, ε;>> τον ρώτησε εκείνη. <<Είμαι ακόμα ικανή στην μάχη; Το λέω γιατί κόντεψα να πεθάνω και το μόνο που σου έκανα ήταν μια γρατσουνιά...>>.
<<Αυτή η γρατσουνιά είναι αρκετή>> της απάντησε. <<Είσαι ικανή στην μάχη όσο εκεί που δεν μπορείς να φανταστείς καν. Όταν κάποτε θα χρειαστεί να παλέψεις με κάποιον άνθρωπο, θα εκπλαγείς όταν διαπιστώσεις το πόσο εύκολα μπορείς να τον νικήσεις>>.
Όταν έφτασαν στο παλάτι, ένας φρουρός είπε στον Εμμανουήλ ότι μια κοπέλα με το όνομα Θεοδώρα, τον έψαχνε.
<<Ήρθε η Θεοδώρα;>>ρώτησε εκείνος και από την λαχτάρα του έχασε μερικούς χτύπους η καρδιά του.
Η Λυδία το κατάλαβε και χαμογέλασε πονηρά. <<Ελπίζω να της είπατε να με περιμένει>>.
<<Μάλιστα. Είπε ότι είναι κάτι σημαντικό. Σας περιμένει>> του απάντησε ο φρουρός.
Τους οδήγησε στην αίθουσα που περίμενε η νεαρή κοπέλα. <<Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω τόσο σύντομα>> της είπε ο Εμμανουήλ καθώς την πλησίαζε.
Της φίλησε το χέρι και για μια στιγμή φάνηκε ότι εκείνη είχε κοκκινίσει. Η Λυδία έκανε ότι δεν το πρόσεξε από ευγένεια, αν και συγκρατήθηκε με το ζόρι να μην την πειράξει.
<<Είχα... μια δυσάρεστη έκπληξη όταν έφτασα σπίτι μου>> είπε η Θεοδώρα και μάζεψε το χέρι της. <<Ο... μάγος ήταν εκεί. Εκείνος που έκανε ότι έκανε στην μητέρα μου>>.
Απέφυγε να πει την λέξη, ''ο πατέρας μου''.
<<Και τι ήθελε; Ξέρει ποια είσαι γι' αυτό ήρθε να σε βρει;>> την ρώτησε ο Εμμανουήλ.
<<Όχι>> απάντησε η κοπέλα. <<Δεν έχει ιδέα ποια είμαι. Ήρθε να με βρει για σένα>>.
<<Για μένα; Δεν καταλαβαίνω>>.
<<Μου είπε ότι έχει κάποια δουλεία για μένα. Η δουλεία ήταν να σε...τρελάνω τελείως. Να σε κατακτήσω με ανταμείβει μια πλούσια ζωή δίπλα σου...Φαντάζομαι ότι μέσο εμένα ήθελε να σε έχει του χεριού του>>.
<<Ξέρω πολύ καλά τι ήθελε...>> είπε ο Εμμανουήλ. <<Μου είπε η μητέρα μου.
Και τελικά τι έγινε;>>.
<<Τον έδιωξα από το σπίτι μου. Τότε μου είπε ότι δεν είμαι φιλόδοξη όπως η προηγούμενη. Δεν το κατάλαβα αυτό. Ποια προηγούμενη;>> αναρωτήθηκε.
Τα δύο αδέλφια κοιτάχτηκαν αμέσως καταλαβαίνοντας απόλυτα ότι η προηγούμενη ήταν η Αλίντα.
<<Κάτι ήξερα εγώ που δεν την συμπάθησα. Και μετά;>> ρώτησε η Λυδία.
<<Όταν είδε ότι δεν συνεργαζόμουν μαζί του προσπάθησε να ελέγξει το μυαλό μου για να με αναγκάσει. Δεν τα κατάφερε. Με κοίταξε με ενδιαφέρων και μου είπε ότι... έχω μέσα μου μαγικό αίμα. Δεν ασχολήθηκε μαζί μου. Είπε ότι έχει άλλο σχέδιο και έφυγε>>.
Ο Εμμανουήλ κοιτάχτηκε με την Λυδία.
<<Είναι πολύτιμες οι πληροφορίες που μας έφερες>> της είπε ο νεαρός βασιλιάς.
<<Εύχομαι να σας βοηθήσουν αυτά που σας είπα>> είπε η κοπέλα.
<<Τώρα θα είμαστε προετοιμασμένοι για ότι και θα κάνει στην συνέχεια>>.
<<Χαίρομαι που φάνηκα χρήσιμη>> είπε η κοπέλα και τους αποχαιρέτισε.
<<Τι θα έλεγες για εκείνο το δείπνο που λέγαμε;>> την ρώτησε ο Εμμανουήλ. Εκείνη τον κοίταξε και του χαμογέλασε.
<<Δεν θα έλεγα τίποτα...>> του είπε και απομακρύνθηκε.
<<Αυτό είναι όχι;>> την ρώτησε.
<<Δεν είναι όχι>> του απάντησε εκείνη.
<<Τότε είναι ναι>> είπε εκείνος.
<<Δεν είναι ούτε ναι>> είπε η κοπέλα και έφυγε ενώ πρώτα του χαμογέλασε γλυκά.
<<Είναι δύσκολο να την πλησιάσεις>> του είπε η Λυδία.
<<Μπορεί να είναι αυτός ένας από τους λόγους που μου αρέσει>> είπε εκείνος χαμηλόφωνα τις σκέψεις του.
Ο Βίκτορας πήγε και βρήκε την Αλίντα στο σπίτι της. <<Πάλι εσύ μπροστά μου;>> του είπε εκείνη μόλις τον είδε.
<<Ο τρόπος σου δεν μου αρέσει>> της είπε. <<Μην ξεχνάς ότι υπήρξα μαζί σου ευγενικός. Θα μπορούσε να σε αναγκάσω να κάνεις αυτά που θέλω και όλα θα ήταν πιο δύσκολα για σένα>>.
<<Τι θέλεις;>> τον ρώτησε στεγνά.
<<Έχω καινούργιο σχέδιο για να πετύχω τον στόχο μου>>.
<<Γιατί χάνεις τον χρόνο σου; Βλέπεις ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις>>.
<<Δεν ζήτησα την γνώμη σου. Το σχέδιο έχει ως έξις. Θα πας και θα του πεις ότι είσαι έγκυος στο παιδί του. Θα αναγκαστεί να σε παντρευτεί τότε. Δεν θα μπορεί να κάνει αλλιώς>> της είπε εκείνος.
<<Το σχέδιο σου είναι ηλίθιο>>απάντησε η κοπέλα. <<Δεν είμαι έγκυος. Ήταν πολύ προσεκτικός το βράδυ που περάσαμε μαζί. Πρόσεχε πολύ. Δεν πρόκειται να το πιστέψει. Και τι θα γίνει όταν περάσει ο καιρός και δει ότι δεν είμαι έγκυος; Τι θα του πω τότε; Θα μου κόψει το κεφάλι αν καταλάβει ότι τον κορόιδεψα>>.
<<Δεν σου ολοκλήρωσα το σχέδιο>> της είπε εκείνος. <<Δεν θα του πεις ψέματα ότι είσαι έγκυος>>.
<<Μα, δεν είμαι έγκυος>>.
<<Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να μείνεις έγκυος τώρα και να του πεις ότι είναι δικό του>> της είπε εκείνος.
Η κοπέλα κατάλαβε που το πάει και έκανε λίγο πίσω.
<<Δεν μου αρέσει το σχέδιο>> του είπε.
<<Το σχέδιο είναι αλάνθαστο. Θα ζήσεις μια ζωή μέσα στην πολυτέλεια και θα τον έχω και εγώ του χεριού μου. Επίσης βολεύει πολύ στο ότι είναι και εκείνος μάγος οπότε δεν θα αναρωτηθεί από πού κι' ως που το παιδί του έχει μαγικές ικανότητες>>.
<<Εξακολουθεί να μην μου αρέσει το σχέδιο>> είπε εκείνη.
<<Άκου όμορφη μου δεσποινίδα. Είσαι τυχερή που σου είπα για το σχέδιο. Θα μπορούσα να μπω απλά εδώ μέσα και να πάρω αυτό που θέλω χωρίς προειδοποίηση.Δεν θα ήταν ωραίο αυτό. Θα χαλούσε το κλίμα της συνεργασίας μας...>> της είπε εκείνος. <<Τι λες λοιπόν... Θα συνεργαστείς μαζί μου για το σχέδιο με το καλό η με το άγριο; Είσαι τυχερή που σου δίνω αυτή την επιλογή>>.
Εκείνη τον κοίταξε καλά προτού απαντήσει.<<Εντάξει>> είπε τελικά. <<Δεν είσαι και άσχημος... Οπότε,γιατί όχι;>>.
Εκείνος χαμογέλασε και την πλησίασε καθώς έβγαζε τον μαύρο του μανδύα.
{Μετά από πέντε μήνες}.
<<Θέλω να δω τον βασιλιά>> είπε στον φρουρό μια πανέμορφη γυναίκα που στεκόταν έξω από το κάστρο. Η κοιλιά της ήταν ελαφρά φουσκωμένη και την κρατούσε προστατευτικά με τα δυο της χέρια.
<<Ο βασιλιάς λείπει σε κυνήγι με την πριγκίπισσα>> της απάντησε εκείνος.<<Φύγε και έλα σε κάποιες ώρες από τώρα>>.
<<Ηλίθιε>>
του είπε η Αλίντα θυμωμένη. <<Την βλέπεις την κοιλιά μου; Νομίζεις ότι είναι εύκολο να πηγαινοέρχομαι; Το παιδί είναι του βασιλιά και αν μάθει ότι με έδιωξες θα σου πάρει το κεφάλι>>.
Ο φρουρός την κοίταξε με περιέργεια και δεν ήξερε τι να κάνει. Ο διπλανός φρουρός έσκυψε στο αυτί του και του ψιθύρισε.
<<Και ένα στο εκατομμύριο αυτή η γυναίκα να λέει αλήθεια, θα βγούμε τον μπελά μας αν την διώξουμε. Ας της πούμε να περάσει και ο βασιλιάς ας κάνει ότι νομίζει>>.
<<Εντάξει λοιπόν>> είπε ο πρώτος φρουρός.<<Μπορείς να μπεις μέσα και να τον περιμένεις>>.
Ένας από τους φρουρούς την οδήγησαν μέσα στο κάστρο. Ο Εμμανουήλ όταν επέστρεψε με την αδελφή του από το δάσος, ο φρουρός του είπε για την γυναίκα που τον περίμενε. Ο νεαρός βασιλιάς μπήκε στην κάμαρα και είδε την Αλίντα.
<<Τι γυρεύεις εσύ εδώ;>> την ρώτησε.
<<Γυρεύω τον πατέρα του παιδιού μου>> του είπε εκείνη και χάιδεψε την κοιλιά της.
Ο άντρας εστίασε στην φουσκωμένη της κοιλιά και έκανε λίγο πίσω.
<<Τι;>> είπε μόνο.
<<Εκείνο το βράδυ που περάσαμε μαζί το θυμάσαι;>> τον ρώτησε.
<<Ναι>>.
<<Είχα μείνει έγκυος. Στην αρχή δεν ήθελα να σου το πω γιατί με είχες αρνηθεί.
Σκέφτηκε να μεγαλώσω μόνη μου το παιδί, αλλά η περηφάνια μου έσπασε όταν άρχισα να πεινάω και όταν κατάλαβα ότι και το παιδί μας θα πεινούσε. Σκέφτηκα ότι εφόσον είσαι βασιλιάς, δεν υπάρχει λόγος να πεινάσει το παιδί>>.
Ο νεαρός άντρας την κοίταξε συγκλονισμένος. Βέβαια ήταν ερωτευμένος με άλλη, αλλά η Θεοδώρα ακόμα δεν είχε δεχτεί την πρόσκληση του για φαγητό. Όποτε δεν θα ήταν προσβολή προς την μεριά της αν απλά συντηρούσε το παιδί του και την μάνα του παιδιού του... Δεν γινόταν εκείνος να είναι βαθύπλουτος και να το παιδί του να πεινούσε...Όταν μεγάλωνε το παιδί μπορούσε να το μάθει να κυνηγά και να ξιφομαχεί όπως και εκείνος, και μπορεί ακόμα καλύτερα... Καθώς ο νεαρός άντρας ονειροπολούσε για το παιδί, η Λυδία τον σκούντησε στο μπράτσο με δύναμη.
Εκείνος γύρισε να την κοιτάξει και το κορίτσι του ψιθύρισε στο αυτί. <<Είσαι τελείως ηλίθιος; Η Θεοδώρα μας είχε προειδοποιήσει γι' αυτό. Μην παρασέρνεσαι. Παγίδα είναι. Ο κακός μάγος την έβαλε>>.
<<Μα, είναι όντως έγκυος. Κοίτα την κοιλιά της>> της είπε εκείνος.
<<Έγκυος είναι... Το παιδί αμφιβάλω αν είναι δικό σου>>.
Ο Εμμανουήλ θυμήθηκε εκείνο το βράδυ που πέρασε μαζί της.
Ήταν διπλά προσεκτικός, και μετά θυμήθηκε την Θεοδώρα που τον είχε προειδοποιήσει για την παγίδα. Κούνησε δυσαρεστημένες το κεφάλι του γιατί του άρεσε η ιδέα του δικού του παιδιού για μερικές στιγμές.
<<Το σχέδιο του ήταν καλό να του πεις>> της είπε ο άντρας και η Αλίντα τον κοίταξε άφωνη.
<<Δεν καταλαβαίνω>> του είπε.
<<Καταλαβαίνεις και μάλιστα πάρα πολύ καλά>> της είπε νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει δυνατά από φόβο. Την είχε αιφνιδιάσει. <<Παραλίγο να πετύχει. Πραγματικά για λίγο όντως με ξεγελάσατε και ονειρεύτηκα το μέλλον μου μαζί σου... Αλλά όχι. Κατάλαβα την απάτη σας. Φύγε από το κάστρο και μην ξανά έρθεις ποτέ εδώ>>.
Τα μάτια της Αλίντας ορθάνοιξαν και βούρκωσαν ανησυχώντας πραγματικά για εκείνη και το παιδί της.
<<Μα, είμαι έγκυος... Τι θα κάνω; Πως θα ζήσω το παιδί μου; Δεν έχω καμιά περιουσία.Τίποτα>> του είπε.
<<Τότε πες στον πατέρα του παιδιού να νοιαστεί εκείνος γι' αυτό>> της απάντησε ο βασιλιάς.
Η γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα και έφυγε τρέχοντας από την αίθουσα. Βγήκε από το παλάτι και άρχισε να τρέχει με δάκρυα στα μάτια για να φτάσει στο σπίτι της. Η απελπισία την είχε πλημμυρίσει καθώς ανησυχούσε για το παιδί που είχε στα σπλάχνα της. Σκόνταψε σε μια πέτρα και έπεσε κάτω με την κοιλιά... Ο πόνος ήταν τόσο αβάστακτος που λιποθύμησε.
Καθώς έχανε τις αισθήσεις της φοβόταν για το παιδί της. Ήταν σίγουρη ότι η δυνατή πτώση της θα την έκανε να το χάσει...
Μετά από ανυπολόγιστη ώρα άρχισε να ξυπνάει αργά. Τα μάτια της ήταν ανίκανα τα ανοίξουν. Το μόνο που μπορούσε να καταλάβει είναι ότι δεν πονούσε πια. Ο πόνος είχε περάσει αλλά ο φόβος της μεγάλωσε. Το παιδί της τι είχε πάθει; Το είχε χάσει...
<<Το μωρό μου...>> δεν μπορούσε να καταλάβει αν το έλεγε με το στόμα η με τις σκέψεις. Το μόνο που ένιωθε ήταν φόβος για το παιδί της.
<<Το παιδί μου είναι καλά;>> αναρωτήθηκε και προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της για να δει. Δεν μπορούσε να τα ανοίξει.Ήθελε έστω να σηκώσει τα χέρια της και να χαϊδέψει την κοιλιά της. Ήθελα να νιώσει αν η κοιλιά της ήταν ακόμα φουσκωμένη αλλά το σώμα της δεν την υπάκουγε.Όλα τα μέλη του κορμιού της την αγνοούσαν και μόνο το μυαλό της ήταν σε εγρήγορση. <<Το παιδί μου; Το μωρό μου είναι καλά;>> ψιθύρισε και αυτή την φορά ήταν σίγουρη ότι η φωνή της έφτασε στα αυτιά της. Αρά δεν ήταν κάποια σκέψη. Είχα καταφέρει να μιλήσει. Ανακτούσε τον έλεγχο του σώματος της αργά, αργά. Όταν κατάφερε να ανοίξει τα μάτια της διαπίστωσε με ανακούφιση ότι η κοιλιά της ήταν ακόμα εκεί. Όταν άρχισε να νιώθει αγαλλίαση, ήρθε στο μυαλό της η ανάμνηση του ατυχήματος του είχε. Έπεσε πάνω στην κοιλιά της με φόρα. Πως το μωρό επιβίωσε από αυτό; Σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρισε τον Βίκτορα που ήταν εκεί κοντά και την κοιτούσε.
<<Είσαι καλά;>> την ρώτησε.
<<Τι σε νοιάζει;>> τον ρώτησε εκείνη απότομα. <<Δεν νοιάζεσαι για μένα. Κανείς δεν νοιάζεται για μένα. Είμαι τελείως μόνη μου>>.
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και χάιδεψε παρηγορητικά την κοιλιά της. <<Το σχέδιο σου απέτυχε. Ο βασιλιάς κατάλαβε για την παγίδα που του έστησες. Τα ξέρει όλα... Με έδιωξε και μου είπε να μην ξανά πατήσω εκεί. Τι θα κάνω τώρα; Με παρέσηρες στο σχέδιο σου και τώρα είμαι απροστάτευτη και μόνη. Δεν νοιαζόταν κανείς για μένα και τώρα δεν θα νοιάζεται κανείς και για το παιδί μου. Πως θα το μεγαλώσω μόνη μου;>> συνέχισε να κλαίει σπαρακτικά.
Το έμβρυο μέσα της την είχε αλλάξει χαρακτήρα και το μητρικό ένστικτο υπερίσχυε.
<<Πως σώθηκε το παιδί μου από το ατύχημα μου;>> τον ρώτησε.
<<Σε βρήκα λιπόθυμη εγώ και σε έφερα εδώ. Το πρόλαβα προτού η καρδούλα του να σταματήσει να χτυπάει>> της απάντησε.
<<Ευχαριστώ>> του είπε εκείνη και συνέχισε να χαϊδεύει την κοιλιά της. <<Μικρούλη με ακούς;>> ρώτησε η Αλίντα την κοιλίτσα της.
<<Μπορεί να μην μας αγαπάει κανείς αλλά θα σε αγαπάω εγώ. Κανείς ποτέ δεν θα σε πειράξει. Εγώ θα σε προστατεύω από όλα τα κακά>> είπε στο αγέννητο παιδί της.
Ο Βίκτορας την κοίταξε σκεπτικός.
<<Έχεις μεγάλες προσδοκίες. Δεν νομίζω ότι έχεις την δύναμη να εμποδίσεις κάποιον που πάει να κάνει κακό στο παιδί>>.
Εκείνη τον κοίταξε και τα δάκρυα της πλήθυναν. Είχε δίκιο. Δεν θα μπορούσε καν να το ταΐσει. Μάλλον θα κατέληγε η πόρνη του χωριού για να μπορέσει να το μεγαλώσει.
<<Εγώ όμως μπορώ να το προστατεύσω το παιδί...>> της είπε εκείνος και σηκώθηκε. Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της.
<<Μπορώ να προστατεύσω και το μωρό... αλλά και εσένα>>.
Εκείνη έμεινε να τον κοιτάει έκπληκτη.
<<Αλήθεια;>> τον ρώτησε.
<<Ναι. Έχω την δύναμη να σας προστατεύω... και να σας αγαπώ εγώ και τους δύο. Το σχέδιο με τον βασιλιά δεν πήγε καλά και επιπλέον με έχει καταλάβει...
Οπότε, γιατί να μην αξιοποιήσω τον ελεύθερο μου χρόνο δημιουργώντας μια οικογένεια; Ούτε καν μπορώ να υπολογίσω πόσους αιώνες ζω... Πιστεύω ότι είμαι αρκετά ώριμος για οικογένεια... Τι λες;>> της χαμογέλασε και την χάιδεψε στην κοιλιά.
Του χαμογέλασε και εκείνη και τα μάτια της έλαμψαν κάτω από τα δάκρυα της. Σήκωσε το χέρι και τα σκούπισε, γνέφοντας του ότι συμφωνεί.
Τα βλέφαρα της ήταν κλειστά και ο ύπνος της αρκετά βαθύς. Η Λυδία κοιμόταν γαλήνια, τουλάχιστον έτσι πίστευε. Έβλεπε ένα όνειρο που γι' αυτήν ήταν καλό αλλά για οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο θα ήταν σκέτος εφιάλτης. Πεινούσε πάρα πολύ και στον ύπνο της το αίσθημα της πείνας ήταν πιο οδυνηρό από' τι στην πραγματικότητα. Η πείνα της ήταν αβάσταχτη και της δημιουργούσε πόνο. Έπρεπε να φάει κάτι οπωσδήποτε... Όχι... η λέξη ''να φάει'' ήταν λάθος. Δεν ήθελε να φάει τίποτα.
Ήθελε μόνο να πιει. Πεινούσε τόσο πολύ που όσο και να έπινε από κάποιον δεν θα κατάφερνε να ηρεμήσει... Θα έπινε όλο του το αίμα μέσα σε μερικές στιγμές... Τότε είδε μπροστά της έναν άνθρωπο και του όρμισε. Εκείνος δεν προσπάθησε να αντιδράσει, η προσπάθησε αλλά ήταν τόσο αδύναμος σε σχέση με εκείνη που το κορίτσι δεν κατάλαβε καμιά είδους αντίστασης από το μέρος του. Απλά τον άρπαξε με ευκολία, τον κράτησε δυνατά πάνω της σε κάτι που έμοιαζε με σφιχτή αγκαλιά και τον δάγκωσε στο λαιμό. Ένοιωσε στα δόντια της όλες τους τις φλέβες που είχε στον λαιμό του. Τις έκοψε με τα δόντια και άρχισε να ρουφάει με λύσσα το αίμα. Άφησε ένα μουγκρητό απόλαυσης που ήταν όμοιο με ζώου. Για κάποιον λόγο το αίμα το συγκεκριμένο ήταν πιο νόστιμα από οτιδήποτε είχε δοκιμάσει ποτέ της. Ένιωθε το αίμα να γλιστράει στον λαιμό της και συνέχισε να το πίνει με λαχτάρα. Το θύμα της σπαρταρούσε μέσα στα χέρια της καθώς ξεψυχούσε. Ήταν τόσο αληθινό το όνειρο που άρχισε να τρομάζει και η ίδια με την αγριότητα της. Τρεμόπαιξαν τα βλέφαρα της και ανάγκασε τον εαυτό της να ξυπνήσει. Το πιο παράξενο ήταν ότι ακόμα και το όνειρο που αποχωρούσε και σιγά, σιγά ξυπνούσε, ένιωθε ακόμα να πίνει ζεστό και λαχταριστό αίμα. Τα μάτια της άνοιξαν τελείως και μέσα στο σκοτάδι της νύχτας είδε ότι κρατούσε κάποιον αγκαλιά και του ρουφούσε το αίμα έτσι ακριβώς όπως έκανε στο όνειρο της. Τον έσπρωξε από πάνω της και ανακάθισε ταραγμένη. Ο άντρας έπεσε κάτω και δεν φαινόταν το πρόσωπο του για να μπορέσει να δει ποιος είναι. Το κορίτσι σκούπισε τα χείλια της από το αίμα με την ανάποδη του χεριού της και μετά ούρλιαξε με όλη την δύναμη των πνευμόνων της.
<<Εμμανουήλ!!!>>. Η φωνή της ήταν τόσο δυνατή που σχεδόν αντήχησε σε όλο το παλάτι. Ο αδελφός της είχε έρθει και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μπήκε στο δωμάτιο της, ενώ πρώτα είπε στους φρουρούς που είχαν έρθει τρέχοντας, ότι θα αναλάβει εκείνος. <<Σκότωσα κάποιον...>> ψιθύρισε το κορίτσι τρέμοντας.
<<Δεν ξέρω πως έγινε. Κοιμόμουν και ένιωσα ότι έπινα αίμα.Όταν ξύπνησα είδα ότι δεν ήταν όνειρο>>.
Ο Εμμανουήλ πλησίασε τον πεσμένο νεαρό άντρα και τον γύρισε από την άλλη για να δουν ποιος είναι.
<<Όχι!>> ούρλιαξε η Λυδία και άρχισε να κλαίει όταν αντίκρισε τον Ιάκωβο αναίσθητο και με μια τεράστια πληγή στον λαιμό από τα δικά της δόντια...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top