Κεφάλαιο 17


<<Εσύ Εμμανουήλ πρέπει να κανείς το χρέος σου. Εμένα μην με ανακατεύεις. Δεν μπορώ εγώ να μείνω στο παλάτι>> απάντησε η Λυδία.

<<Τότε δεν πρόκειται να μείνω ούτε εγώ>> είπε εκείνος.

<<Μην είσαι πεισματάρης. Ξέρεις καλά τον λόγο που δεν μπορώ να μείνω εδώ. Δεν το κάνω για να μην σου κάνω την χάρη. Το κάνω γιατί δεν πρέπει να είμαι ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Όλοι όσοι είστε εδώ το ξέρετε αυτό καλά>>.

<<Θα το αντιμετωπίσουμε μαζί... Θα έχεις εμένα δίπλα σου για βοήθεια...>> της είπε εκείνος.

<<Δεν μπορώ να μείνω ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτό εσύ Εμμανουήλ το ξέρεις καλύτερα από όλους. Πάντα πεινάω. Ποτέ δεν είμαι χορτάτη εντελώς>>.

<<Θα σε βοηθάω εγώ...>> επέμενε εκείνος. Το κορίτσι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

<<Δεν πρόκειται να
γίνει αυτό... Φεύγω από' δω...>> πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο και πήδηξε έξω από αυτό με ευκολία. Προσγειώθηκε στο έδαφος με ανάλαφρο πάτημα και έπειτα άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος. Ο Εμμανουήλ πλησίασε το παράθυρο και την κοίταξε να τρέχει σαν τον άνεμο μακριά από εκεί.

<<Έχει δίκιο...>>
είπε και χαμογέλασε καθώς την κοιτούσε να χάνετε μέσα στο δάσος. <<Δεν ανήκουμε εδώ ούτε εγώ αλλά ούτε και εκείνη... Φεύγω...>>.

<<Εμμανουήλ, χρειαζόμαστε έναν βασιλιά. Είναι υποχρέωση σου και τιμή σου να πάρεις την θέση του πατέρα σου>> είπε η Λευκή.

<<Σου είπα τον όρο μου. Αν δεν γίνει εκείνος δεν έρχομαι. Δεν πρόκειται να αφήσω μόνη της την Λύδια... Φεύγω από'δω>> πήγε να εξαφανιστεί.

<<Μια στιγμή>> τον σταμάτησε η Λουτσία. <<Δεν μας πας και εμάς στο σπίτι μας; Κρίμα δεν είναι να περπατάμε ως εκεί τρεις ώρες;>>.

<<Ότι θέλεις μητέρα>> της είπε ο Εμμανουήλ.
Άγγιξε στους ώμους τον Ραφαήλ και την Λουτσία και εξαφανίστηκαν και εκείνοι μαζί του. Τους άφησε στο σπίτι τους και έμεινε για κάποια ώρα μαζί τους να συζητήσουν. Έπειτα πήγε και εκείνος στο δικό του σπιτάκι. Εκεί βρήκε την Λυδία να κλαίει. Την πλησίασε και την ακούμπησε στον ώμο.

<<Γιατί κλαις μικρή;>> την ρώτησε. Εκείνη σκούπισε τα μάτια της με τα χέρια της και έκανε ότι δεν άκουσε. <<Γιατί κλαις;>> ξανά ρώτησε ο Εμμανουήλ.

<<Δεν κλαίω>> ψιθύρισε εκείνη. <<Ξέρεις ότι δεν είμαι ούτε τυφλός, ούτε βλάκας. Κλαις και θέλω να μάθω τον λόγο>>.

<<Γιατί θα με αφήσεις να μείνω μόνη μου και εσύ θα πας στο παλάτι...>> είπε η κοπέλα.

<<Δεν πρόκειται να πάω εκεί...Όχι αν δεν έρθεις μαζί μου εσύ>>.

<<Μα, είναι υποχρέωση σου...>> ψιθύρισε η κοπέλα και τον κοίταξε με κόκκινα, υγρά μάτια.

<<Αδιαφορώ...>>της είπε. <<Εσύ είσαι η προτεραιότητα μου. Ο στόχος μου είναι να μεγαλώσεις με ασφάλεια και να μάθεις να προστατεύεσαι. Σου το έχω πει πολλέςφορές. Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνη σου. Όσο με χρειάζεσαι θα είμαι δίπλα σου. Σου έχω δώσει αυτή την υπόσχεση και θα την τηρήσω...>>.

Την αγκάλιασε και την χάιδεψε στο κεφάλι. Ο νεαρός άντρας ήξερε ότι η μικρή αδελφή του τον χρειαζόταν πιο πολύ από ποτέ, γιατί καθώς μεγάλωνε, μεγάλωσε και η όρεξη για αίμα. Το μυαλό γύρισε πίσω στον χρόνο και θυμήθηκε την πρώτη φορά που της υποσχέθηκε ότι δεν θα την αφήσει ποτέ μόνη της.

Η Λυδία ήταν τότε δέκα χρονών και εκείνος δεκατέσσερα. Κάθε μέρα προσπαθούσε να καλύψει την πείνα της με τα φρούτα που θύμιζαν αίμα. Δεν είχε ακόμα ιδέα για πιο λόγο έτρωγε αυτά τα περίεργα φρούτα και δεν μπορούσε να φάει αλλά τρόφιμα όπως αυτά που έτρωγε ο Εμμανουήλ. Δεν είχε καμία επαφή με άλλους ανθρώπους.
<<Εσύ γιατί δεν τρως από αυτά τα φρούτα;>> ρώτησε η Λυδία τον Εμμανουήλ.

<<Δεν μου αρέσουν...>> απάντησε εκείνος.

Το κορίτσι συνέχισε να τρώει με βαριεστημένη έκφραση. <<Τόσα χρόνια τρώω συνεχεία τα ίδια και τα ίδια. Δεν αντέχω άλλο. Δεν με χορταίνουν αυτά τα φρούτα. Πάντα πεινάω και ποτέ δεν με ικανοποιούν>>.

<<Έχεις αλλεργία σε όλα τα άλλα τρόφιμα. Είναι τα μόνα που μπορείς να φας>> της απάντησε ο έφηβος νεαρός.

<<Λες ψέματα>> του είπε εκείνη.<<Ποτέ δεν θυμάμαι να έφαγα κάτι εκτός από αυτά τα φρούτα. Δώσε μου ενα να δοκιμάσω>> άρπαξε από το πιάτο του λίγο από το καλοψημένο κρέας λαγού που είχε πιάσει ο ίδιος από κυνήγι, το έβαλε στο στόμα της γρήγορα, το μάσησε και το κατάπιε. Σύντομα ορθάνοιξε τα μάτια της από αηδία. Πετάχτηκε πάνω απότομα και άρχισε να τρέχει έξω από το σπίτι.

<<Λυδία! Σου το είπα ότι είσαι αλλεργική σε όλα τα άλλα...>> της είπεο Εμμανουήλ αλλά η κορίτσι ήταν ήδη έξω από το σπίτι και έκανε εμετό πάνω στην άγρια πρασινάδα.
Μετά από λίγο μπήκε μέσα σκουπίζοντας το στόμα της.

<<Αυτό το πράγμα ήταν αηδία. Αναρωτιέμαι πως το τρως>> του είπε.
Εκείνος χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του αλλά αυτό εξαγρίωσε το κορίτσι.

<<Είναι εύκολο για σένα να γελάς. Εγώ δεν μπορώ να φάω κάτι άλλο. Τόσα χρόνια μόνο αυτά τα φρούτα τρώω. Τίποτε άλλο. Και αυτά τα έχω βαρεθεί τόσο πολύ που μου προκαλούν αηδία μόλις τα βλέπω μπροστά μου>>.

Ο Εμμανουήλ σοβάρεψε. <<Συγνώμη που γέλασα. Έχεις δίκιο. Δεν είναι καθόλου αστείο>> της είπε.

<<Δεν θέλω την συγνώμη σου. Θέλω να φάω κάτι που επιτέλους να με χορτάσει!!!>>.

Βγήκε έξαλλη από το σπίτι και έφυγε μακριά.

<<Λυδία!>> φώναξε ο Εμμανουήλ και την ακολούθησε, αλλά το κορίτσι έτρεχε γρήγορα.

<<Μόλις νιώσεις καλύτερα έλα!!!>> της φώναξε εκείνος.
Αν δεν επέστρεφε μετά από μισή ώρα θα πήγαινε να την ψάξει. Προς το παρόν εκείνη ήθελε να μείνει μόνη της. Μετά από μισή ώρα δεν είχε επιστρέψει το κορίτσι και ο Εμμανουήλ άρχισε να την ψάχνει παντού. Στην αρχή πιο χαλαρός, αλλά μετά από μια ώρα που εκείνη ήταν ακόμα χαμένη το έφηβο αγόρι είχε αρχίσει να τρομάζει και να φοβάται για το κορίτσι που τότε δεν ήξερε ότι ήταν αδελφή του. Μετά από πολύ ώρα ψάξιμο έμεινε μέσα στο δάσος, πεσμένος στο έδαφος να καταριέται και να βρίζει τον εαυτό του που δεν μπόρεσε να προστατεύσει το κοριτσάκι. Το κορίτσι ως το βράδυ όμως είχε επιστρέψει στο σπιτάκι της. Μόλις ο Εμμανουήλ άκουσε τηνφωνή της έξω από το σπίτι, άνοιξε την ξύλινη πόρτα και την αγκάλιασε σφιχτά με δάκρυα στα μάτια από την αγωνία του.

<<Ανησύχησα τόσο πολύ...>> της είπε στο αυτί καθώς την είχε αγκαλιά.<<Σε παρακαλώ, μην το ξανά κάνεις ποτέ αυτό... Ποτέ...>>.

Πέρασαν λίγες στιγμές για να καταλάβει ότι η Λυδία ήταν παγωμένη και ότι τα ρούχα της ήταν υγρά.
Την κοίταξε μέσα στο λιγοστό φως που ανέδυε το τζάκι και αμέσως έκανε πίσω τρομαγμένος.

<<Τι έπαθες;>> την ρώτησε με κομμένη την ανάσα. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο κενό και ήταν πασσαλωμένη με αίματα παντού.Την τράβηξε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα. <<Λυδία! Τι έγινε! Πες μου αμέσως τι έγινε>> της είπε και την άγγιξε στα μάγουλα. Το κορίτσι κοιτούσε σοκαρισμένο το πάτωμα. <<Λυδία!>> της φώναξε εκείνος για να τον προσέξει. <<Που πήγες όταν έφυγες από' δω; Ποιανού είναι αυτά τα αίματα;>>.

Το κοριτσάκι δεν μπόρεσε να μιλήσει και φαινόταν σοκαρισμένη. Ο Εμμανουήλ έκανε λίγο υπομονή για να του μιλήσει όταν ηρεμούσε λίγο. Μέχρι να μπορέσει να του μιλήσει, την καθάρισε και την έντυσε και καθαρά ρούχα. Τα ματωμένα ρούχα δεν τα έβγαλε έξω από το σπίτι γιατί πιθανόν να προσέλκυαν η μυρωδιά του αίματος κανένα άγριο ζώο. Τα πήρε ως το ρυάκι που ήταν εκεί κοντά και τα ξέβγαλε καλά από το αίμα. Τελικά το κορίτσι συνήλθε και αν και ήταν ταραγμένη, μπορούσε επιτέλους να του εξηγήσει τι της συνέβη.

<<Απομακρύνθηκα πολύ από το σπίτι>> άρχισε να του εξηγεί. <<Πάρα πολύ... Είδα έναν άντρα μέσα στο δάσος... Κυνηγούσε. Με κοίταξε και με ρώτησε πως με λένε. Του είπα το όνομα μου. Με ρώτησε αν μένω εκεί κοντά και του απάντησα ότι το σπίτι μου ήταν μακριά από εκεί. Με ρώτησε τι κάνω τόσο μακριά από το σπίτι μου και του είπα ότι ψάχνω κάτι να φάω γιατί πεινάω. Μου είπε ότι το σπίτι του ήταν εκεί κοντά, και αν τον ακολουθούσα θα μου έδινε να φάω...>>.

<<Πες μου ότι δεν πήγες>> την άρπαξε με αγωνιά από τα μπράτσα της. Παρ' όλα αυτά ήξερε πως πήγε. Πως αλλιώς θα είχε τόσα αίματα πάνω της.

<<Πήγα... και...>>ψιθύρισε το κορίτσι με τρόμο στα μάτια. <<Προσπάθησε να μου κάνει κακό.<<Ήθελε να...>>. Άρχισε να κλαίει και εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά.

<<Πες μου...>> της ψιθύρισε στο αυτί. <<Σε πείραξε;>>.

<<Όχι.Δεν ήξερα τι έκανα. Φοβόμουν. Για να μην με πειράξει τον δάγκωσα στο χέρι... Στην αρχή το έκανα για να τον πονέσω και να αρχίσω να τρέχω. Το δάγκωμα μου όμως ήταν πάρα πολύ δυνατό. Τόσο δυνατό που αμέσως άρχισε να τρέχει αίμα. Μου άρεσε η γεύση του αίματος. Εκείνος άρχισε να ουρλιάζει σαν τρελός και εγώ... Εγώ του ήπια όλο το αίμα. Ήμουν τόσο πεινασμένη που δεν μπορούσα να σταματήσω. Τον σκότωσα. Ήπια και την τελευταία σταγόνα αίματος του...>>.

Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια.
<<Γιατί το έκανα αυτό; Πώς το έκανα αυτό;>> ρώτησε ψιθυριστά.

<<Δεν φταις εσύ. Έχουν συμβεί πολλά που δεν ξέρεις, πολλά που δεν ξέρω ούτε εγώ και μας αφορούν. Θα σου εξηγήσω γιατί το έκανες αυτό>>.

Κάθισαν μαζί, δίπλα στο τζάκι και ο Εμμανουήλ της εξήγησε γιατί δεν μπορεί να φάει τίποτα αλλά εκτός από αυτά τα περίεργα φρούτα. Της εξήγησε ότι μόνο αίμα πίνει και γι' αυτό όλα αυτά τα χρόνια δεν πλησίαζαν τους ανθρώπους.

<<Αν το καταλάβουν οι άνθρωποι ότι υπάρχουν πλάσματα σαν εσένα θα φοβηθούν και θα αρχίσουν να σε κυνηγάνε...>>της είπε.
Την αγκάλιασε σφιχτά, της υποσχέθηκε ότι δεν θα την αφήσει ποτέ και θα είναι δίπλα της όσο τον χρειάζεται.

<<Θα έχεις εμένα να σ' αγαπάω και να σε προστατεύω>>.

Από τότε την προπονεί κάθε μέρα για να μάθει εκείνη να πολεμάει και να μπορεί να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους που μπορεί κάποτε να την καταλάβουν και να της επιτεθούν.

<<Δεν πρόκειται ποτέ να σε αφήσω, παρά μόνο όταν εσύ θα θελήσεις να μείνεις μόνη σου>> της είπε ο Εμμανουήλ, μόλις εκείνη βγήκε από τις παιδικές της αναμνήσεις και συνέχισε να την παρηγορεί.

<<Είσαι τόσο καλός... Έχεις κάνει τόσα για μένα. Θα κάνω και εγώ κάτι για σένα>> του είπε το κορίτσι. <<Σου το χρωστάω. Θα πάμε στο παλάτι να μείνουμε. Θα μπορέσεις έτσι να στεφτείς βασιλιάς>>. 

<<Αλήθεια; Αυτό είναι σοβαρή απόφαση. Θα μπορέσεις να αντέξεις να μείνεις εκεί μέσα;>> την ρώτησε ο νεαρός άντρας. <<Το ρωτάω γιατί μια ζωή έμαθες να μένεις στο δάσος. Οι τοίχοι θα σε περιορίζουν. Δεν λέω, είναι τεράστιο το παλάτι αλλά δεν πάει να είναι πάλι και εκείνοι τοίχοι>>. 

<<Όποτε έχω ανάγκη θα φεύγω, αλλά θα επιστρέφω πάντα. Εμένα άλλο με απασχολεί. Είσαι σίγουρος ότι θα μπορέσω να επιβιώσω ανάμεσα στους ανθρώπους; Φοβάμαι>>.

<<Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις. Δεν είσαι πια κοριτσάκι μικρό. Είσαι μια νεαρή δεσποινίδα και θα τα πας μια χαρά. Θα έχεις εμένα και την μητέρα σου να σε βοηθάμε>> της απάντησε εκείνος.  

Τα δύο παιδιά εγκαταστάθηκαν στο παλάτι και σύντομα ο Εμμανουήλ θα στεφόταν βασιλιάς.
Ένας υπηρέτης παρουσίασε το δωμάτιο της στηνΛυδία. Εκείνη κοίταξε την πολυτελής καμάρα της με ανάμικτα συναισθήματα. Μπορεί αυτό το δωμάτιο να ήταν πανέμορφο αλλά το σπιτάκι μέσα στο δάσος το αγαπούσε.Κοίταξε το τεράστιο κρεβάτι με τον ουρανό, το έπιπλο με τον τεράστιο καθρέφτη που ήταν κολλημένο στον τοίχο και όλατα έπιπλα που ήταν σκαλισμένα με περίτεχνα σχέδια. 

<<Όμορφο...>> ψιθύρισε η κοπέλα σχεδόν αδιάφορα. Μόνο για τον αδελφό της θα έμενε εκεί. Ο νεαρός υπηρέτης που την είχε πάει στο δωμάτιο της υποκλίθηκε θερμά. Η κοπέλα τον κοίταξε με ένα χαμόγελο. <<Μπορείς να πηγαίνεις>> του είπε.   

<<Ότι χρειαστείτε μπορείτε να μου πείτε>> απάντησε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό ο νεαρός. <<Αν μου επιτρέπεται, θα ήθελα να σας εκφράσω την χαρά μου που θα μείνετε στο παλάτι>>. 

Η κοπέλα τον κοίταξε με περιέργεια.<<Γιατί τόση χαρά; Και που με ξέρεις και χάρηκες; Οι φορές που ήρθα στο παλάτι ήταν ελάχιστες>> του είπε εκείνη. 

<<Προφανώς και εσείς δεν με είχατε δει, αλλά εγώ σας είχα δει από την πρώτη στιγμή που ήρθατε και ανυπομονούσα για το πότε θα ξανά έρθετε...>> είπε ο νεαρός υπηρέτης αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησε τι της έλεγε. Γονάτισε κάτω στο πάτωμα και έσκυψε μετανιωμένος το κεφάλι χωρίς να τολμά να το σηκώσει και να την κοιτάξει.

<<Πριγκίπισσα, συγχωρέστε την ασέβεια μου. Καταλαβαίνω ότι το θράσος μου είναι μεγάλο. Σας ζητώ να με συγχωρέσετε και να μην πείτε στο βασιλιά να με μαστιγώσει...>> της είπε. 

<<Να σε μαστιγώσει;>> ρώτησε η κοπέλα με περιέργεια. <<Είχε ποτέ τέτοια μεταχείριση ο πατέρας μου πάνω στους υπηρέτες;>>. 

<<Όχι πριγκίπισσα. Απλά το είπα για να με λυπηθείτε και να μην το πείτε στον μελλοντικό βασιλιά. Δεν θα επαναληφθεί>> της απάντησε εκείνος.

Η νεαρή κοπέλα γέλασε. <<Γούστο έχεις. Εντάξει. Δεν θα πω τίποτα αλλά μην με λες πριγκίπισσα σε παρακαλώ. Δεν μου αρέσει. Λυδία να με λες...>>. 

<<Δεν... δεν μου το επιτρέπει η θέση μου. Δεν μπορώ να σας λέω έτσι>> απάντησε εκείνος.  

<<Καλά, τότε όποτε βρεις το θάρρος μπορείς να με λες Λυδία. Πως σε λένε εσένα;>> τον ρώτησε.

<<Ιάκωβο με λένε>>.

<<Ωραία. Ιάκωβε θα ήθελα να μείνω μόνη μου. Η αλλαγή του περιβάλλοντος είναι μεγάλη και θα ήθελα να συνηθίσω λίγο το δωμάτιο μου>>.

Ο νεαρός έφυγε και εκτέλεσε την επιθυμία της.

Μετά από λίγο η πόρτα της κάμαρας της χτύπησε και μπήκε μέσα η Λευκή. Πλησίασε και αγκάλιασε την κόρη της. 

<<Πώς σου φαίνεται το δωμάτιο σου κοριτσάκι μου;>> την ρώτησε.

<<Είναι πανέμορφο...>>απάντησε εκείνη. <<Αλλά ήδη μου λείπει το σπιτάκι στο δάσος>>.

<<Θα το συνηθίσεις και επιπλέον μπορείς όποτε θέλεις να πηγαίνεις εκεί.
Είμαι τόσο χαρούμενη που επιτέλους μπορείς να μείνεις εδώ μαζί μου... Αν και θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Φοβάμαι λιγάκι και ανησυχώ για το ''μικρό μας μυστικό'' αλλά πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε μια χαρά>>. 

Αγκάλιασε τρυφερά την κόρης της και έμεινε για λίγο να κοιτάει σκεπτική έξω απότο παράθυρο. Είχε και εκείνη τα μυστικά της όμως έλπιζε πως όλα θα πήγαιναν καλά από και πέρα. 
Ο πιο κακός μάγος όλων των εποχών είχα πάει μια μέρα να  βρει την Λευκή  στο παλάτι. Εκείνη τον είχε διώξει και εκείνος της είχε απαντήσει, <<δεν πρόκειται να φύγω αν δεν κάνω πρώτα κάτι>>.  

Εκείνη έκανε λίγο πίσω και τον κοίταξε λίγο τρομαγμένη.  

<<Τι θέλεις επιτέλους από εμάς;>> τον ρώτησε.  

<<Θέλω να γίνει βασιλιάς ο Εμμανουήλ, και αυτό θα γίνει η με κάθε τρόπο... με το καλό, με το κακό. Δεν με νοιάζει>>.

<<Ο Εμμανουήλ έτσι κι' αλλιώς θα γίνει βασιλιάς κάποτε>> του απάντησε η γυναίκα.

<<Εγώ θέλω τώρα να γίνει. Η καρδιά του είναι καλή και ζει καλά... Θέλω να γίνει ο γιος που ποτέ δεν απέκτησα. Θέλω μίσος να κυριεύσει το μυαλό του και την καρδιά του. Να κάνει κακό, τόσο, όσο δεν μπόρεσα να καταφέρω εγώ να κάνω. Θα εκδικηθώ την Λουτσία για την νίκη της και που ποτέ δεν με άφησε να καταφέρω αυτά που ήθελα. Ο γιος της θα είναι το βραβείο μου. Θα γίνει τόσο δυνατός που ούτε ο ίδιος μπορεί να φανταστεί... Αν πάρει λίγη από την εξουσία που έχει ένας βασιλιάς τότε θα είναι θέμα χρόνου να αλλάξει και να γίνει ένας άξιος γιος για μένα>>.

<<Ποτέ δεν θα μπορέσεις να κάνεις τον Εμμανουήλ σαν τα μούτρα σου>> του απάντησε η γυναίκα.

<<Αυτό θα το δούμε. Θα με βοηθήσεις στον σκοπό μου>> ο άντρας σήκωσε τα χέρια του και σημάδεψε την γυναίκα. Εκείνη δεν πρόλαβε να αντιδράσει και έμεινε ακίνητη παγωμένη από τα μάγια του. <<Ο άντρας σου θα πεθάνει. Εγώ ο ίδιος θα φροντίσω γι' αυτό. Έτσι μόνο θα μπορέσει να γίνει βασιλιάς ο Εμμανουήλ. Όταν θα μπει μέσα στο παλάτι και θα δει πως είναι να έχεις εξουσία θα αρχίσει η αντιστροφή μέτρηση για την αλλαγή του>> της είπε.

<<Είναι καλός. Ποτέ δεν θα τα καταφέρεις...>> είπε η νεράιδα χωρίς να μπορεί να κουνήσει το σώμα της. <<Δεν είναι δικιά σου δουλειά αυτή. Εγώ θα ασχοληθώ μαζί του. Εσύ θα είσαι ένα πιόνι στα σχέδια μου. Θα κάνεις ότι σου πω εγώ και δεν θα μπορείς να φέρεις σε τίποτα αντίρρηση>>.

Έτσι την μάγεψε και ήταν αναγκασμένη να τον υπακούει και να είναι συνεργός στα σχέδια του. Ο Βίκτορας έφυγε από το παλάτι και πήγε στο δάσος που ήταν ο Ηλιόμορφος και κυνηγούσε. Έγινε μαυρή σκιά και πλησίασε τα πόδια του αλόγου του βασιλιά. Εκείνο τρόμαξε νιώθοντας το κακό και τον κίνδυνο και άρχισε να χλιμιντρίζει και να κλοτσάει. Ο βασιλιάς προσπάθησε να το ηρεμήσει, το ίδιο και οι άντρες που είχε μαζί του αλλά τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Σύντομα το άλογο τον έριξε κάτω. Ο Ηλιόμορφος χτύπησε στο κεφάλι του και ο θάνατος του ήρθε σχεδόν αμέσως. Ο Βίκτορας πήγε στην Λευκή.

<<Το πρώτο μέρος του σχεδίου έχει εκτελεστεί. Ο βασιλιάς είναι νεκρός...>> της είπε.

<<Όχι!>> ούρλιαξε η γυναίκα και έπιασε με τα χέρια της το στόμα της. Βούρκωσε και τον κοίταξε με μίσος. <<Τέρας!>> του φώναξε. <<Σύντομα ο Εμμανουήλ θα ενημερωθεί ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει και πρέπει εκείνος να γίνει βασιλιάς. Δουλειά σου είναι να τον πείσεις να γίνει γιατί είναι βολεμένος στην ζωή που κάνει...>> είπε ο άντρας.
Την πλησίασε και την κοίταξε στα μάτια ασκώντας πάνω της μαγιά. <<Και να θυμάσαι. Δεν μπορείς να πεις τίποτα σε κανέναν και ούτε μπορείς να τους δώσεις να καταλάβουν ότι κάπου είμαι αναμειγμένος εγώ, με οποιονδήποτε τρόπο>>. Μέχρι να ανοιγοκλείσει τα μάτια της η νεράιδα, ο Βίκτορας είχε εξαφανιστεί από μπροστά της δίχως να αφήσει κανένας ίχνος σαν μην ήταν ποτέ εκεί. Από τότε η γυναίκα ζει με αυτό το μυστικό. Ξέρει για τον κίνδυνο που παραμονεύει και δεν μπορεί να πει τίποτα σε κανέναν.

Ο Εμμανουήλ καθόταν μόνος του σκεπτικός. Δεν μπορούσε ακόμα να συνειδητοποιήσει όλα αυτά που έγιναν στην ζωή του μέσα σε πολύ λίγο διάστημα. Καθώς μάθαινε ποιος είναι ο πραγματικός του πατέρας, έμαθε ταυτόχρονα ότι είναι νεκρός. Από το ξάφνιασμα δεν μπόρεσε καν να καταλάβει αν είχε στεναχωρηθεί για τον θάνατο του η όχι. Κοίταξε την κάμαρα που καθόταν και με το ζόρι συνειδητοποίησε ότι όλα αυτά του ανήκουν πλέων. Ήταν πάρα πολύ μπερδεμένος και ένοιωθε μοναξιά. Το σπιτάκι που έμενε ήταν μικρό, ζεστό και ήταν πάντα πλημμυρισμένο από ήχους της φύσης. Τώρα τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και δεν μπορούσε να αποφασίσει αν αυτό ήταν καλό η κακό.

Ο Βίκτορας αποφάσισε να πάει στο επόμενο βήμα. Έπρεπε να βρει μια πανέμορφη κοπέλα για να μπορέσει να ξεμυαλίσει τον Εμμανουήλ. Ένας ερωτευμένος άντρας είναι σίγουρα πιο επιρρεπείς στα λάθη. Άρχισε μανιωδώς να ψάχνει για αυτή που θα μπορέσει να του κλέψει την καρδιά. Μετά από λίγες μέρες κατέλειψε ότι η καταλληλότερη ήταν η πιο όμορφη κοπέλα του χωριού. Είχα κατάξανθα μαλλιά, γαλάζια μάτια και φαινόταν πεντακάθαρα ότι ήταν καλλονή ακόμα και κάτω από τα άθλια ρούχα και τα αχτένιστα και απεριποίητα μαλλιά.

Ο Βίκτορας εμφανίστηκε μπροστά της, μέσα στο άθλιο σπίτι της. Η κοπέλα μόλις τον είδε ξαφνιάστηκε και άρχισε να ουρλιάζει.

<<Σκασμός!>> φώναξε ο μάγος και εκείνη υπάκουσε. <<Έχω μια δουλειά για σένα>>.

Την πλησίασε και την άγγιξε στο πιγούνι, σηκώνοντας το κεφάλι της για να θαυμάσει καλύτερα το πρόσωπο της. <<Πιστεύω ότι θα τα καταφέρεις περίφημα. Έχω μεγάλα σχέδια για σένα>>.
Την άφησε και βημάτισε μέσα στο μικροσκοπικό σπίτι της. <<Η εμφάνιση σου είναι ιδανική για να κάνεις τον νεαρό βασιλιά να τρελαθεί μαζί σου. Πίσω από σένα θα κρύβομαι εγώ οπότε θα έχω αρκετή επιρροή πάνω του...>>.
Ο Βίκτορας σήκωσε το χέρι του για να την μαγέψει και να την αναγκάσει να τον βοηθήσει.

<<Δέχομαι>> απάντησε η κοπέλα και εκείνος ξαφνιάστηκε.

<<Τι;>> ρώτησε εκείνος.

<<Δέχομαι να σε βοηθήσω. Θα κάνω ότι μου πεις>> του είπε.

<<Ετοιμαζόμουν να σου κάνω μάγια>> της είπε εκείνος.

<<Δεν θα χρειαστεί. Θέλω να σε βοηθήσω>> του είπε. Εκείνος την κοίταξε καλά.

<<Και που ξέρω εγώ ότι μπορώ να σε εμπιστεύομαι; Μπορεί να του πεις όλη την αλήθεια>>.

<<Δεν βρίσκω κανέναν λόγο να το κάνω αυτό. Το μόνο που θέλεις δεν είναι να κατακτήσω τον βασιλιά; Δηλαδή να με κάνει γυναίκα του και να μένω στο πολυτελές παλάτι. Θα έκανα τα πάντα για να φύγω από αυτό το ερείπιο. Χαραμίζομαι εδώ μέσα. Μου αξίζει να μένω στο παλάτι με όλους αυτούς τους υπηρέτες και τις υπηρέτριες να μου φέρνουν ότι χρειάζομαι, και να έχω όλα αυτά τα υπέροχα φορέματα που φοράνε οι βασίλισσες...>> είπε η κοπέλα με ονειροπόλο βλέμμα καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά.

<<Μάλιστα>> είπε ο Βίκτορας. <<Επιτέλους μια φιλόδοξη νεαρή κοπέλα. Από τι φαίνεται δεν χρειάζεται να σου κάνω μάγια για να συνεργαστείς μαζί μου... Πώς σε λένε όμορφη μου δεσποινίδα;>> την ρώτησε.

<<Αλίντα με λένε>>.

<<Αλίντα εγώ είμαι ο Βίκτορας, και έχω ένα σχέδιο που αν πάει καλά θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε και οι δύο αυτό που θέλουμε. Εσύ θα ζεις στο παλάτι με όλη την πολυτέλεια που θέλεις και εγώ θα κάνω τον Εμμανουήλ τον σατανικό γιό που ποτέ δεν μπόρεσα να αποκτήσω. Μαζί του θα κυριαρχήσω... Πρώτα όμως πρέπει να τον κάνεις να σε ερωτευτεί>>.

<<Σιγά το δύσκολο...>> γέλασε το κορίτσι.

Έπειτα από αρκετές μέρες στο παλάτι. Η Λυδία ξύπνησε το πρωί και τα μάτια της κοίταξαν θολά το πολυτελές δωμάτιο. Ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει το πανέμορφο και τεράστιο δωμάτιο. Ανακάθισε στο αφράτο, απαλό κρεβάτι και τεντώθηκε. Άκουσε δυο απαλά χτυπήματα στην πόρτα της και μετά από λίγο εκείνη άνοιξε. Από πίσω φάνηκε ο Ιάκωβος.

<<Να φέρω πρωινό στο κρεβάτι;>> την ρώτησε εκείνος. Αυτές τις μέρες είχαν γίνει κατά κάποιο τρόπο φίλοι και είχε το θάρρος να της μιλάει πιο άνετα.

<<Όχι. Θέλω να μιλήσω στον αδελφό μου>> απάντησε το κορίτσι. Ο νεαρός υπηρέτης μπήκε μέσα στην καμάρα της.

<<Από την στιγμή που πάτησες το πόδι σου εδώ δεν έχει φάει τίποτα. Ούτε μια μπουκιά. Άσε με να σου φέρω κάτι να φας. Κανονικά θα έπρεπε να πεινάς λυσσασμένα τώρα>> της είπε.

<<Μην λες ανοησίες... Και φυσικά έχω φάει. Απλά εσύ δεν το ξέρεις>> του απάντησε.

<<Δύσκολο να μην το ξέρω>> της απάντησε ο νεαρός.

<<Γιατί; Μήπως με παρακολουθείς;>> τον ρώτησε. Εκείνος δεν απάντησε και χαμήλωσε το κεφάλι του. Από' τι φαίνεται όντως εκείνος την παρακολουθούσε.

<<Πρέπει να φας κάτι Λυδία. Είναι τόσο μυστήριο που τόσες μέρες δεν τρως τίποτα...>>.

Αμέσως το στομάχι της Λυδίας σφίχτηκε, όχι μόνο από την πείνα αλλά και γιατί ο νεαρός αυτός είχε προσέξει ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί της. Ίδρωσε καθώς ένιωσε ότι εύκολα θα μπορούσε να ανακαλύψει το μυστικό της.

<<Ποιος σου επέτρεψε να με αποκαλείς Λυδία;>> του είπε θέλοντας να τον απομακρύνει και να του κόψει ότι θάρρος εκείνος είχε πάρει.

<<Ε... εσύ μου είπες ότι μπορώ να σε αποκαλώ έτσι>> απάντησε εκείνος.

<<Εγώ το είπα για να είμαι ευγενική αλλά εσύ έπρεπε να σεβαστείς την θέση μου και να αρνηθείς. Πάνε και πες τον αδελφό μου ότι θέλω να τον δω και είσαι τυχερός που δεν θα του πω να σε μαστιγώσει...>> του είπε. Ο νεαρός υποκλίθηκε με παγωμένα χαρακτηριστικά.

<<Μάλιστα. Πάω να του πω ότι θέλετε να τον δείτε>> είπε τόσο χαμηλόφωνα και στεναχωρημένα που αμέσως η Λυδία ένιωσε τύψεις. Γύρισε ο άντρας και έφυγε.

Μετά από λίγο ο Εμμανουήλ μπήκε στο δωμάτιο της.

<<Τι έγινε μικρή;>> την ρώτησε.

<<Έγινε πως εξαιτίας σου φέρθηκα σε κάποιον που με συμπαθεί σαν άκαρδη σκύλα>> του απάντησε εκείνη.

Ο Εμμανουήλ την κοίταξε περίεργος. <<Τι είναι αυτά που λες;>>.

<<Μου ζήτησες να έρθω εδώ και δεν σκέφτηκες κάτι...>> του είπε.

<<Τι πράγμα;>> ρώτησε εκείνος.

<<Εμένα Εμμανουήλ. Δεν σκέφτηκες εμένα. Είμαι νηστική εδώ και τόσες μέρες και δεν σε νοιάζει. Υποφέρω από την πείνα και δεν με σκέφτηκες καθόλου. Και επιπλέον έχουν προσέξει ότι εδώ και τόσες μέρες δεν έχω φάει τίποτα. Δεν είναι λογικό αυτό να τραβήξει την προσοχή; Ξέρεις πόσο εύκολο είναι να καταλάβουν ότι κάτι δεν πάει μαζί μου;>> τον ρώτησε θυμωμένη.

<<Έχεις τόσο δίκιο>> της είπε εκείνος και την αγκάλιασε σφιχτά. <<Χίλια συγγνώμη. Είχα συνηθίσει που το δάσος πολλές φορές έβρισκες μόνη σου τα φρούτα η έπινες το αίμα από κανένα ζώο που το ξέχασα τελείως>>.

<<Με ξέχασες τελείως θέλεις να πεις>> τον διόρθωσε εκείνη. <<Αχ!>> κλαψούρισε το κορίτσι. Λύγισε τα γόνατα της και έπιασε την κοιλιά της που πονούσε φρικτά από την πείνα.










Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top