Υπερασπιστής

Υπερασπιστής

«Από πού ξεκινάμε;», ρωτούσε τον Γιώργο ο συνάδελφός του, ενώ το περιπολικό διέσχιζε την εθνική οδό προς Θεσσαλονίκη.

«Από Σίνδο», αποκρίθηκε ο νεότερος χωροφύλακας με τα μάτια μια στο δρόμο, μια στην οθόνη του κινητού του για τυχόν κλήση από την γυναίκα του. Η ώρα έδειχνε 02:17. «Εκεί ξέραμε ότι ήταν, τουλάχιστον μέχρι το '14 που είχε επαφές με την οικογένεια της Βάγιας. Στη φοιτητική εστία έμενε..»

«Τότε ήταν '14, τώρα έχουμε '23. Έντεκα χρόνια φοιτήτρια έμεινε; Τόσο δύσκολη πια η βιβλιοθηκονομία;»

«Πάντα δυσκολευόταν στα μαθήματα. Χωρίς τη Βάγια να τη βοηθάει, θα ζορίστηκε ακόμα περισσότερο. Είναι το μόνο πιθανό μέρος που μπορώ να σκεφτώ...»

Ο Λευτέρης έγνεψε και κοίταξε κι αυτός τον αυτοκινητόδρομο, σε μία προσπάθεια να μην δίνει σημασία στην πασιφανή αγωνία του άλλου, που κάθε λεπτό που περνούσε με την κόρη του εξαφανισμένη, χειροτέρευε. Συγκεντρώθηκε στις κίτρινες λάμπες του δρόμου, που περνούσαν από πάνω τους, τη μια φωτίζοντας και την άλλη σκοτεινιάζοντας τα πρόσωπά τους σε ένα επαναλαμβανόμενο ρυθμικό μοτίβο. Δεν το χώραγε ο νους του ότι ένα τέτοιο έγκλημα είχε διαπραχθεί στο μικρό χωριό όπου τον έστειλαν και που προφανώς φανταζόταν ότι θα επρόκειτο για μια ακόμα ήσυχη, έως ανιαρή μετάθεση με κλεφτοκοτάδες κι άντε βαριά-βαριά καμιά ληστεία βενζινάδικου. «Και τι τώρα;», αναρωτήθηκε χωρίς να το καλοσκεφτεί. «Είναι κάτι σοβαρό αυτό που έχει η κοπέλα;»

Την επόμενη στιγμή, ο Γιώργος φρέναρε απότομα, κάνοντας τις ρόδες να βγάλουν συριγμούς και μια μυρωδιά καμένου λάστιχου που έφτασε στα ρουθούνια τους. «Δεν ξέρω τι έχεις ακούσει, αλλά η ηβηφρένεια είναι κάτι σοβαρό», δήλωσε άγρια κι ο Λευτέρης τον κοίταξε έκπληκτος.

«Είναι διαγνωσμένο;», ρώτησε. Ο Γιώργος έγνεψε αρνητικά.

«Τα πεθερικά μου δεν την πήγαν ποτέ σε ειδικό. Θεωρούσαν ότι όλες οι αλλόκοτες συμπεριφορές ήταν παρενέργειες από το ατύχημα και θα περνούσαν».

«Καλά κι εσύ πώς...;»

«Ίντερνετ. Με είχε παραξενέψει ο τρόπος που αντιδρούσε σε κάποια πράγματα κι έτσι το έψαχνα».

«Κι αντί να ψάχνεις κανένα γκομενάκι στο Facebook, νέο παιδί, εσύ κοίταγες συμπτώματα για ψυχασθένειες; Εντύπωση μου κάνει...» Η τελευταία πρόταση του Λευτέρη ειπώθηκε με κάποια συστολή, όταν ο Γιώργος του έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα για να σταματήσει να λέει άκαιρα πράγματα.

«Την... νοιαζόμουνα... Ήθελα να μάθω τι έχει για να την βοηθήσω», του παραδέχτηκε έπειτα κι αφέθηκε να παρασυρθεί στις σκέψεις από τα παλιά.

---

Φεβρουάριος 2010

Είχε χτυπήσει το κουδούνι για το τρίτο διάλειμμα, αυτό που ήταν το μεγαλύτερο και κρατούσε κοντά ένα τέταρτο. Μία κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά, που έμοιαζε να σφίγγεται για να δείξει χαλαρή κι άνετη, πήγε να βγει από την αίθουσα του Α3, όταν ένα μελαχρινό αγόρι με μαλλιά καρφάκια βρέθηκε σπρωγμένο πάνω της. «Ε! Πάλι δεν προσέχεις πού πας εσύ;», της φώναξε, λες κι έφταιγε εκείνη. Σκύβοντας το κεφάλι, έκανε να τον αγνοήσει και να συνεχίσει το δρόμο της, μα οι δύο φίλοι του αγοριού, αυτοί που τον είχαν σπρώξει προς το μέρος της, τής έκοψαν το δρόμο.

«Τι θα γίνει, Ευτυχία; Δεν θα ζητήσεις 'συγγνώμη' από τον Ζαχαρία που τον έσπρωξες;», έκανε κοροϊδευτικά ο ένας.

«Ναι, εδώ μας τα 'χουν πρήξει οι καθηγητές να σου φερόμαστε καλά. Εσύ δεν θα κάνεις το ίδιο σαν καλό κορίτσι;», ρώτησε ο άλλος χασκογελώντας. Το κορίτσι σήκωσε για μια στιγμή το βλέμμα του πάνω τους με μία μείξη εκνευρισμού και φόβου, προτού παραμερίσει για να φύγει.

«Απάντα ρε. Κάτι σε ρώτησε».

«Είσαι και κουφό εκτός από μαλακισμένο;», τους άκουσε να συνεχίζουν κι οι ανάσες της έγιναν πιο γρήγορες. Απέφυγε πεισματικά να ξανακοιτάξει τα πρόσωπά τους, προφανώς για να μην δουν τα φρύδια της, που έμοιαζαν όλο και περισσότερο με ορθές γωνίες και το μέτωπό της που αυλακωνόταν από λεπτές γραμμές που εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν. Άκουσε το μελαχρινό αγόρι να λέει ότι θα 'κανονίσει αυτός' κι ένιωσε μια τούφα της να τραβιέται πίσω προκαλώντας της πόνο. Γύρισε έντρομη και την αντίκρισε σφιγμένη στο χέρι του.

«Πού είναι η συγγνώμη σου, Ευτυχία;», τη ρώτησε χαιρέκακα κι οι άλλοι δύο πλησίασαν πιο κοντά, ενώ γύρω τους πλήθος εφήβων πηγαινοερχόταν χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στο σκηνικό.

«Άσε με», ψέλλισε το κορίτσι αδύναμα και προσπάθησε να φύγει, μα το μόνο αποτέλεσμα ήταν να στενέψουν τον κλοιό γύρω της ακόμη περισσότερο.

«Τι είπες;», ρώτησε ο Ζαχαρίας σκύβοντας κοντά, δήθεν για ν' ακούσει καλύτερα. «Να σ' αφήσω; Βγάζουμε και γλώσσα, χαζεμένο; Ε; Βγάζουμε και γλώσσα;», συνέχισε τραβώντας την τούφα που κρατούσε δυνατά, σε σημείο που ο πόνος της έγινε εμφανής. «Ζήτα συγγνώμη τώρα, αλλιώς-»

«Αφήστε την ήσυχη!», τον διέκοψε μια αντρική φωνή κι ο Ζαχαρίας άφησε ασυναίσθητα τα μαλλιά της και στράφηκε στο άλλο αγόρι που τους πλησίαζε. Το ίδιο έκαναν και οι δύο φίλοι του και η Ευτυχία.

Η έκφραση ξαφνιάσματος του Ζαχαρία μετατράπηκε σε μία έκφραση έντονου εκνευρισμού, όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν κάποιος καθηγητής. «Τι ανακατεύεσαι εσύ, Τερζίδη;», ρώτησε ενοχλημένος. «Γύρνα στα διαβάσματά σου. Πανελλήνιες δίνεις του χρόνου και-»

«Άσ' το κορίτσι στην ησυχία του, να γυρίσω κι εγώ στα διαβάσματά μου, όπως λες», αποκρίθηκε ήρεμα, μα με σφιγμένα δόντια ο Γιώργος, πλησιάζοντας κοντά τους. «Ίσως θα 'ταν καλό να διάβαζες και εσύ κάνα μάθημα, αντί να πειράζεις τον κόσμο σαν κανένα παιδάκι του δημοτικού», κατέληξε έχοντας φτάσει ακριβώς μπροστά του. «Δεν θα την πληρώσει η Ευτυχία επειδή σε βαράει ο πατέρας σου, κατάλαβες;», σφύριξε κι ο άλλος άσπρισε σαν το πανί και μετά κοκκίνισε σαν καυτερή πιπεριά.

«Τι είπες, ρε αρχί

«Πάρε δρόμο, Μαρκαντωνάτε κι εσύ κι οι φίλοι σου, αλλιώς θα πάω γραμμή στον διευθυντή και θα του πω τι κάνεις». Δεν χρειαζόταν άλλη προειδοποίηση. Ο νταής έριξε το εξοργισμένο βλέμμα του πρώτα στον Γιώργο, έπειτα στην Ευτυχία κι αμέσως μετά τους γύρισε επιδεικτικά την πλάτη κι έφυγε μαζί με τους άλλους. Μονάχα τότε η Ευτυχία εξέπνευσε με ανακούφιση, έσκυψε όμως ξανά το κεφάλι της, κάτι που ο κατά έναν χρόνο μεγαλύτερος συμμαθητής της πρόσεξε. «Έι, είσαι εντάξει;», τη ρώτησε. Αυτή εξακολουθούσε να αναπνέει ταραγμένα, όπως παρατήρησε. «Δε χρειάζεται να φοβάσαι. Ο Γιώργος ο Τερζίδης είμαι, είχαμε ξαναμιλήσει στον αγιασμό, Ευτυχία, θυμάσαι; Σε είχα βοηθήσει να βρεις την τάξη σου...»

«Σε θ-θυμάμαι...», του απάντησε. «Μου είχες πει ότι ο πατέρας σου ήταν αστυνομικός και τον έχασες το καλοκαίρι του 2007», συνέχισε με έναν τρεμάμενο ψίθυρο, τον οποίο έπρεπε να σκύψει και αυτός κοντά της για να τον ακούσει, πράγμα που την έκανε να μαζευτεί και να απομακρυνθεί λίγο, ενθυμούμενη την αντίστοιχη κίνηση του άλλου.

«Πολυ σωστά, έχεις καλή μνήμη», της είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει για να την ηρεμήσει. «Πες μου τώρα, είσαι εντάξει;»

«Ν-Ναι, μια χαρά είμαι. Όλα καλά! Ευχαριστώ».

«Φαινόσουν τρομοκρατημένη», επέμεινε εκείνος. «Εδώ κι ώρα έβλεπα τι γινόταν. Καλά, γιατί δεν τους σκυλόβρυσες τους βλαμμένους; Κι όλοι οι άλλοι στραβοί είναι; Γιατί δεν έκανε κάποιος κάτι;»

«Ποτέ δεν κάνουν», δήλωσε το κορίτσι και τον κοίταξε. «Ό,τι και να μου κάνει αυτός, όλοι κάνουν συνέχεια σαν να μην βλέπουν. Καλά... όχι συνέχεια, μερικές φορές ψιλογελάνε, λες και βλέπουν επιθεώρηση του Σεφερλή. Α χα, καλλλό, ε;», ολοκλήρωσε, προσπαθώντας στο τέλος να βγάλει χιούμορ, πιο πολύ για να διώξει την αμηχανία της και να φανεί κουλ κι όχι 'τρομοκρατημένη' κι ανυπεράσπιστη, όπως έδειχνε έως τώρα.

Ο Γιώργος χαχάνισε ελαφρά στη μίμηση του Μάρκου Σεφερλή, αλλά μετά σοβάρεψε πάλι, καθιστώντας σαφές ότι η κατάσταση δεν ήταν για γέλια. «Δεν τον έσπρωξες εσύ, όπως έλεγαν. Αυτός σε έσπρωξε».

«Ναι... το ξέρω».

«Ε και γιατί δεν είπες τίποτα; Έπρεπε να τον βάλεις στη θέση του!»

«Όταν του πάω κόντρα γίνεται χειρότερος».

«Σιγά το άτομο, που θα τον φοβηθείς κιόλας. Ένας θρασύδειλος είναι, που ξεσπάει στους άλλους επειδή τραβάει ζόρια σπίτι του. Πρέπει να μιλήσεις στον διευθυντή ή σε κανέναν καθηγητή».

«Είσαι καλά; Να γυρίσουν όλοι και να πουν ότι είμαι καρφί; Ήδη μ' έχουν στη μπούκα!»

«Και τι είναι προτιμότερο; Να σ' έχουν στη μπούκα ή να περνάς κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια;», της φώναξε, μα το μετάνιωσε αμέσως, όταν είδε πως ο ψηλός τόνος της φωνής του την είχε τρομάξει. «Τουλάχιστον... έχεις καμιά φίλη να κάνετε παρέα και να ξεχνιέσαι;», ρώτησε πιο ήρεμα.

«Έχω!», απάντησε η Ευτυχία αμέσως. «Την ξαδέλφη μου, τη Βάγια την Δελακούρα! Στο ίδιο σπίτι μένουμε, αλλά είναι εδώ δίπλα, στο γυμνάσιο και πάω και τη βρίσκω στο μεγάλο διάλειμμα».

«Ωραία, τέλεια! Αλλά να ξέρεις, αν τυχόν συμβεί πάλι κάτι και δεν προλαβαίνεις να πας στην ξαδέλφη σου, μπορείς να έρθεις να βρεις εμένα. Στο Β4 είμαι. Ξέρεις πού είναι το Β4, στη γωνία του διαδρόμου στα αριστερά. Μην ντραπείς να έρθεις, οκέι;»

«Οκέι», ανταπέδωσε ντροπαλά εκείνη κι έφυγε τρέχοντας, προφανώς για να βρει την κοπέλα που ανέφερε.

---

Απρίλιος 2010

Πέρασαν δύο μήνες. Ήταν η εβδομάδα πριν το κλείσιμο των σχολείων για τις διακοπές του Πάσχα κι ο Γιώργος γύριζε στο σπίτι του από το φροντιστήριο, όταν δύο γνώριμες φωνές τον έκαναν να σταματήσει το βήμα του. Στράφηκε προς το στενό από όπου ερχόντουσαν οι φωνές και γεμάτος αγωνία προχώρησε προς τα εκεί.

«Ωραίο τετράδιο. Το ίδιο έχει και μια ανιψιά μου που πάει Τετάρτη Δημοτικού. Μήπως εκεί θα 'πρεπε να πηγαίνεις κι εσύ;»

«Δώσ' το μου πίσω! Δώσ' το μου, είπα!»

«Χαλάρωσε, Ευτυχία, θα σ' το δώσω. Δεν θέλω να σε πιάνει υστερία. Ίσα-ίσα, που εγώ ήθελα να δείξω ανθρώπινο ενδιαφέρον για σένα, για αυτό το πήρα, για να δω τι γράφεις. Α ήθελα επίσης να σου ευχηθώ καλές διακοπές. Λοιπόν, έλα να σφίξουμε τα χέρια σαν καλά φιλαράκια και θα σου δώσω και το τετράδιό σου».
Το κορίτσι κοίταζε τριγύρω, ρίχνοντας σπασμωδικά άγρια βλέμματα δεξιά κι αριστερά και στο τέλος έτεινε το δεξί χέρι προς αυτόν για χειραψία, μιμούμενη την κίνησή του. Ωστόσο κοκκάλωσε κι αναφώνησε όταν το δικό του χέρι, αντί να πιάσει το δικό της, το προσπέρασε και βρέθηκε να της χουφτώνει το στήθος. «Μμμ, τελικά κάτι έχεις», τον άκουσε να λέει εντυπωσιασμένος, ενώ συνέχιζε έντονα το ζούληγμα στο ίδιο σημείο. «Δεν είσαι τελείως πλάκα, όπως νόμιζα...»

«Τι κάνεις εκεί, ρε κωλόπαιδο!;», φώναξε ο Γιώργος, πιο εξοργισμένος από ποτέ. Ο Ζαχαρίας έστρεψε το κεφάλι του προς αυτόν παύοντας την κίνησή ξαφνιασμένος, μα γρήγορα το ξεπέρασε.

«Και τι σε νοιάζει εσένα, ρε; Γκόμενά σου είναι και ζηλεύεις; Εδώ δεν είμαστε στο σχολείο, δεν μπορείς να πας στον διευθυντή για να με κάνει 'ντα'».

«Δε χρειάζομαι τον διευθυντή για να σε κάνει 'ντα'. Τα καταφέρνω και μόνος μου!» Ήταν η μοναδική προειδοποίηση προτού το μεγαλύτερο αγόρι χιμήξει προς το μέρος του, τραβώντας τον βίαια μακριά από την κοπέλα και ρίχνοντάς τον ακόμα πιο βίαια στην βρώμικη άσφαλτο. Ο Ζαχαρίας φώναζε κι έβριζε, μα ο Γιώργος δεν έδωσε σημασία. Τον άρπαξε από το λαιμό, έτοιμος να του δώσει μία γερή γροθιά, όμως την τελευταία στιγμή θυμήθηκε όσα του είχε πει ο πατέρας του για αυτό το παιδί και τον δικό του πατέρα, που όχι μόνο το χτυπούσε, μα είχε διώξει και τη μητέρα του από το σπίτι, απαγορεύοντάς της να ξαναπλησιάσει το γιο της και διαδίδοντας σε όλη την πόλη ότι τους είχε εγκαταλείψει για κάποιον άλλο άντρα. Θα μπορούσε η απαράδεκτη συμπεριφορά του Ζαχαρία να προέρχεται από το μίσος προς τις γυναίκες που του μετέφερε ο πατέρας του. Σίγουρα του άξιζε να τον χτυπήσει, μα ο Γιώργος δεν θα έπεφτε στο επίπεδό του, ούτε θα του προσέφερε την ίδια μεταχείριση που είχε καθημερινά στο σπίτι του. Τον ελευθέρωσε από τη λαβή του γρυλλίζοντάς του να φύγει, άρπαξε το κλεμμένο τετράδιο της Ευτυχίας μέσα από την τσάντα του, τον έσπρωξε προς την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου, αφού αυτός σηκώθηκε και στράφηκε στην κοπέλα. Την πλησίασε και συνειδητοποίησε ότι έκλαιγε και τα μάγουλά της ήταν ακόμη κατακόκκινα, τόσο εξαιτίας του καυγά, όσο και της παρενόχλησης που είχε μόλις δεχθεί.

«Ευτυχία; Ευτυχία, είσαι καλά; Μίλα μου...», την παρακάλεσε ήρεμα, ανασαίνοντας βαριά ακόμη από την ένταση που είχε συσσωρευτεί μέσα του. «Γιατί, κορίτσι μου; Γιατί τον άφησες να σε ακουμπήσει;», ρώτησε παίρνοντάς την στην αγκαλιά του, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει για να τη βοηθήσει.

«Δεν ήταν μόνος του...», κατάφερε να του πει, ανάμεσα στους λυγμούς που σχεδόν την έπνιγαν.

«Τι;», ψέλλισε ο Γιώργος, που ήταν σίγουρος ότι δεν είδε κανέναν άλλον στο στενό.

«Ήταν κάτι τύποι με μαύρα ρούχα κι όπλα μαζί του, δεν τους έβλεπες», η Ευτυχία επέμεινε, τα δάκρυά της σιγά-σιγά να σταματούν. «Πέντε ή έξι, δεν θυμάμαι...»

«Και τι κάνανε;»

«Στεκόντουσαν γύρω μας και γελούσαν. Και κάποιοι λέγανε 'Ρε 'σύ, το κοριτσάκι γουστάρει, κάνε κι άλλα'».

«Κι όταν ήρθα εγώ, τι έκαναν;»

«Εξαφανίστηκαν. Μάλλον φοβήθηκαν και φύγανε»

Ο καστανόξανθος έφηβος την άφησε από την αγκαλιά του και την κοίταξε στο πρόσωπο άναυδος, σαν να είχε αρχίσει ξαφνικά να του μιλάει σε μία ξένη γλώσσα. Τον τρόμαξε αυτό που άκουσε και άρχισε να ανησυχεί για την διανοητική της κατάσταση, όμως ήξερε ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Μιας και η κοπέλα φαινόταν να είναι σε μαύρα χάλια ακόμη, της πρότεινε να έρθει μαζί του στο σπίτι του που ήταν εκεί κοντά. Αυτή δίστασε, όταν όμως τον είδε να της προσφέρει το τετράδιο, χαμογέλασε αχνά και τον ακολούθησε πρόθυμα.

---

Σε δέκα λεπτά είχαν φτάσει στο διαμέρισμά του. Μπαίνοντας στο χωλ, χαιρέτησαν και οι δύο τη μητέρα του, που έφτιαχνε κάτι στην κουζίνα. Εκείνη τους ανταπέδωσε τον χαιρετισμό κάπως αμήχανα κι αφού η Ευτυχία της συστήθηκε, τους άφησε να πάνε στο δωμάτιο του Γιώργου. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε η Ευτυχία όταν μπήκε εκεί μέσα ήταν το βιβλίο της λατινικής γραμματικής του Τζάρτζανου που περίμενε πεταμένο πάνω στο γραφείο. Μάλλον ήθελε οπωσδήποτε να ανοίξει ένα νέο θέμα συζήτησης, γιατί άρχισε να τον ρωτάει επίμονα για το πόσο δύσκολη είναι η θεωρητική και συγκεκριμένα τα Λατινικά, τα οποία φοβόταν ότι δεν θα τα πιάσει καθόλου την επόμενη χρονιά, που σκόπευε κι αυτή να πάρει θεωρητική κατεύθυνση.

«Άσε τώρα τα Λατινικά. Έχεις καιρό ακόμα μέχρι τη Δευτέρα Λυκείου», έκανε ο Γιώργος παρατηρώντας την φανερή αμηχανία της και πιστεύοντας ότι υπήρχαν πολύ πιο ενδιαφέροντα θέματα για να συζητήσουν. «Ας μιλήσουμε... για μουσική. Σ' αρέσει η μουσική;»

«Ναι, πολύ».

«Professional Sinnerz ακούς;»

«Δεν μ' αρέσουν τα καινούρια. Είναι πολύ... πώς να το πω; Κλαπατσιμπαλέ». Η τελευταία λέξη κατάφερε να φέρει ένα γάργαρο γέλιο στα χείλη του νεαρού, πράγμα που τον βοήθησε να ξεπεράσει την τρομάρα που πήρε με την αναφορά της στους αόρατους τύπους με τα μαύρα ρούχα και τα όπλα. Τώρα η συζήτησή τους έμοιαζε εντελώς φυσιολογική.

«Ααα... Και τι ακούς; Ελληνικά, ξένα;», ρώτησε όταν κατάφερε να ηρεμήσει, αφού φυσικά της εξήγησε πρώτα ότι δεν την κορόιδευε με το γέλιο του.

«Κλασσική. Όταν ήμουν μικρή έκανα μπαλέτο και τέτοια μας έβαζε η δασκάλα».

«Τώρα δεν κάνεις πια μπαλέτο;»

«Όχι. Έχω κατάλληλο σώμα, αλλά ο θείος μου λέει ότι μπορεί να δώσει λεφτά μόνο για τα φροντιστήρια».

«Κατάλαβα. Πάντως, λέω να σου βάλω ν' ακούσεις το 'Όταν σ' είχα πρωτοδεί', είναι ωραίο, θα σου αρέσει». Η Ευτυχία έγνεψε καταφατικά στην πρόταση που της έκανε.

«Εντάξει... είμαι όλη αυτιά. Αρκεί φυσικά να κάνω πίσω τα μαλλιά μου», είπε και τράβηξε τα μαλλιά της με μία κάπως επιδεικτική κίνηση, σαν να έπαιζε σε διαφήμιση σαμπουάν.

Ο τρόπος της του φάνηκε αστείος, μα περισσότερο χαριτωμένος. Έψαξε να βρει κάτι σχετικό να πει. «Έχεις πολύ ωραία μαλλιά», το βρήκε στο τέλος κι εκείνη τον κοίταξε κοκκινίζοντας και πάλι. «Είναι πολύ όμορφα. Και δεν έχω δει κορίτσι στο σχολείο με πιο μακριά μαλλιά».

«Δεν έχεις δει, γιατί δεν υπάρχει», του δήλωσε, κάνοντάς τον να χαμογελάσει. «Μόνο εγώ έχω τόσο μακριά... έτσι τα ήθελα».

«Γιατί; Σου άρεσε η Ραπουνζέλ όταν ήσουνα μικρή;», τη ρώτησε παιχνιδιάρικά.

Εκείνη ξεφύσηξε. Έμοιαζε πάλι να διστάζει. «Μετά το τρακάρισμα... στο νοσοκομείο μού ξύρισαν όλο το κεφάλι, για να καθαρίσουν τις πληγές και να μου κάνουν ράμματα. Ξύπνησα και δεν είχα καθόλου μαλλιά κι αυτό δεν μου άρεσε. Από τότε αποφάσισα ότι θα τα άφηνα να μακρύνουν και δεν θα τα έκοβα ποτέ, ποτέ ξανά!»

Ο Γιώργος την κοίταξε ξάφνου πολύ στενοχωρημένος. «Λυπάμαι πολύ... για... όλα», ψιθύρισε, μη θέλοντας να μιλήσει για την απώλεια των γονιών της ή του δικού του πατέρα. «Δεν θα 'πρεπε να γίνονται αυτά τα πράγματα. Κι ο Ζαχαρίας δεν θα 'πρεπε να σου φέρεται έτσι. Αλλά μην ανησυχείς, σου υπόσχομαι ότι όλα θα αλλάξουν...», ανακοίνωσε και η απόφαση μέσα στο μυαλό του είχε παρθεί. Θα αναλάμβανε δράση και μάλιστα άμεσα! Προς το παρόν, της έβαλε να ακούσει το τραγούδι που της υποσχέθηκε κι αυτή φάνηκε να ενθουσιάζεται τόσο πολύ που του ζήτησε να της το στείλει με bluetooth και μάλιστα το έβαλε σαν ήχο κλήσης στο κινητό της. Αυτός για άλλη μία φορά παραξενεύτηκε, δεδομένου ότι ήδη του είχε πει πως δεν άκουγε τραγούδια σαν αυτό, αλλά βρήκε την αντίδρασή της πολύ γλυκιά και ένιωσε μία μικρή ζεστασιά στην καρδιά του. Αυτό που του έμεινε έντονα σαν εικόνα, πέρα από τα μακριά ξανθά μαλλιά της, ήταν το λιλά και κόκκινο βραχιολάκι στο δεξί της χέρι.

---

Δύο ώρες αργότερα, όταν η συμμαθήτριά του είχε φύγει, ο Γιώργος καθόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και κοιτούσε το ταβάνι, ακούγοντας το ίδιο τραγούδι, ώσπου ήρθε να τον βρει η μητέρα του και του ζήτησε να το κλείσει για να μιλήσουν. «Αγόρι μου; Τι γίνεται μ' αυτό το κορίτσι;», ρώτησε, στεκούμενη στο κατώφλι της πόρτας.

«Σαν τι να γίνεται, ρε μάνα; Μια φίλη μου είναι από το σχολείο και την έφερα εδώ να ακούσουμε μουσική και να μιλήσουμε».

«Η Μανίκα δεν είναι;»

«Ναι, η Μανίκα. Πού την ξέρεις;».

«Αφού μου είπε από ποιο χωριό είναι, δεν μπορούσα να μην μάθω. Πήρα τηλέφωνο τη θεία την Ελένη που μένει εκεί, έδωσα το μικρό όνομα, έδωσα και μία περιγραφή και τα έμαθα όλα», του εξήγησε η Τούλα, με ένα ύφος ρεπόρτερ που έβγαλε λαγό και ο γιος της στριφογύρισε με αποδοκιμασία τα μάτια του, μα συνέχισε ν' ακούει την αναφορά της. «Η Μανίκα, λοιπόν. Που οι γονείς της σκοτώθηκαν σ' εκείνο το δυστύχημα το 2006...»

«Έλεος, ρε μάνα, φακελωμένους τους έχετε όλους;»

«Για το καλό σου, βρε αγόρι μου. Για να μην μπλέξεις».

«Συγγνώμη, όταν λες 'να μπλέξω';», απόρησε ο Γιώργος και σηκώθηκε από το κρεβάτι για να την κοιτάξει κατάματα.

Εκείνη έδειξε μία κάποια συστολή, που την επόμενη στιγμή εξανεμίστηκε, καθώς πέρασε μέσα και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του. «Ε τώρα... πώς να το πω; Το κοριτσάκι... δεν κάνει. Δεν είναι για σένα. Δεν το λέω ρατσιστικά, αλλά έχει βλάβη στον εγκέφαλο. Εσύ, τόσο έξυπνο παλικάρι, θα βρεις μια κοπέλα της σειράς σου, όταν έρθει η ώρα».

«Τι λες;»

«Δεν πιστεύω να θες να κάνεις τίποτα μαζί της, γιατί αλίμονό σου! Ένα θα σου πω: σκέψου τι παιδιά θα κάνετε...»

«Πολύ μακριά δεν το πας, μάνα;»

«Εγώ, Γιώργο μου, για το καλό σου σ' το λέω. Η κοπελίτσα, το βλέπεις, έχει πρόβλημα. Πού θα πηγαίνετε μαζί; Τι θα κάνετε; Πώς θα την παρουσιάζεις στις παρέες σου;», συνέχισε να του κάνει κήρυγμα.

Με τα πολλά, ο Γιώργος πείστηκε από τα απρόσμενα λόγια της Τούλας και προσπάθησε να αγνοήσει τη ζεστασιά που φώλιαζε στην καρδιά του, όταν σκεφτόταν την Ευτυχία, τα γλυκά μάτια της και το παρδαλό βραχιόλι της. Έπεισε τον εαυτό του ότι μία σχέση μαζί της θα έκανε περισσότερο κακό, παρά καλό και δεν επέτρεψε στα συναισθήματά του να αναπτυχθούν. Αν το είχε σκεφτεί αλλιώς, ίσως η κατάσταση να ήταν εντελώς διαφορετική, όμως τι σημασία είχε πια;

---

Πιεσμένος από όλες αυτές τις σκέψεις, που ερχόντουσαν μετά από χρόνια και τον πλάκωναν, σταμάτησε το περιπολικό και γύρισε ξανά στον συνάδελφό του. «Λευτέρη... πάρε εσύ το τιμόνι, σε παρακαλώ. Δεν αντέχω άλλο...»

Ο Λευτέρης έγνεψε, αποδίδοντας την ψυχική του εξάντληση στην αγωνία του για το παιδί του και πρόθυμα άλλαξε θέσεις μαζί του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top