Σκέψεις
Σκέψεις
Οι δύο χωροφύλακες έφτασαν στην φοιτητική εστία περίπου μία ώρα αργότερα. Ακόμα κι αν ήταν ντυμένοι με πολιτικά ρούχα, κατάφεραν να περάσουν μέσα χωρίς καμία δυσκολία. Στην πύλη όπου ο Λευτέρης υπέθετε ότι θα έπρεπε να στέκεται τουλάχιστον ένας νυχτοφύλακας για να προσέχει τους φοιτητές δεν υπήρχε ψυχή. Βέβαια, νυχτοφύλακας υπήρχε: κατάφεραν να τον διακρίνουν στην μεγάλη αίθουσα στο βάθος, που μάλλον θα ήταν κάτι σαν λέσχη, αν έκρινε κανείς από τα πολλά τραπέζια.
«Κοίτα χάλι...», μουρμούρισε ο Λευτέρης, αφήνοντας μερικά 'τς τς τς' στο θέαμα του εν λόγω ένστολου άντρα, που ροχάλιζε πεσμένος στο πάτωμα με το πουκάμισο της στολής του, βγαλμένο από τη φυσιολογική του θέση, δεμένο πρόχειρα στη μέση και το κεφάλι του ακουμπισμένο σ' ένα ανοιχτό κουτί πίτσας, συντροφιά με κάτι κατσαρίδες που έκοβαν βόλτες μέσα. Το θέαμα φάνηκε επιεικώς εμετικό στον σαραντάρη αστυνομικό που προσπάθησε να μην θυμηθεί ότι κι αυτός κάτι τέτοιες βλακείες έκανε ως φοιτητής. Γύρω από τον νυχτοφύλακα κείτονταν κι άλλα νεαρά άτομα παντός φύλου κι εθνικότητος κοιμισμένα εξίσου βαριά, κάποιοι στο πάτωμα, άλλοι στα τραπέζια. Κατ' επέκταση, γύρω από αυτούς μπορούσε να διακρίνει κανείς στίβες από άδεια μπουκάλια κρασιού, μπύρας κι όχι μόνο. Ένα πανό ακροαριστεράς φοιτητικής παράταξης μισοκρεμόταν στον δεξιό τοίχο κι ένα αντίστοιχο πανό ακροδεξιάς φοιτητικής παράταξης μισοκρεμόταν στον αριστερό τοίχο πίσω τους, δημιουργώντας μία αρκετά παράδοξη εικόνα με τις μπερδεμένες μεριές της αίθουσας και τις πολιτικές αντιλήψεις που κάποιοι είχαν τη φαεινή ιδέα να τοιχοκολλήσουν στα αντίθετα σημεία. Μία μουσική που μονάχα ως 'ασιατική τραπ' θα μποορούσε να χαρακτηριστεί ακουγόταν από το κινητό ενός αγοριού που επίσης ροχάλιζε.
«Σίγουρα είχανε πάρτυ», συμπέρανε ο Γιώργος, ψάχνοντας ανάμεσα στα κοιμώμενα κορίτσια με το έντονο μακιγιάζ και τα σχεδόν ανύπαρκτα ρούχα για τη μορφή της κοπέλας που έψαχνε.
«Και σίγουρα το μωρό σου δεν θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ», έκανε ο Λευτέρης κερδίζοντας ένα επιφώνημα κατάφασης από τον συνάδελφό του. «Τέλειωνε, πάμε να βρούμε το δωμάτιό της. Το μέρος ζέχνει μπάφο κι ιδρώτα, δεν την παλεύω».
---
Τα φώτα στους διαδρόμους ήταν πάντα αναμένα, έτσι κινήθηκαν με ευκολία στον όροφο όπου τους είχε πει η Βάγια ότι έμενε η Ευτυχία, τότε που την είχε επισκεφθεί στο πρώτο έτος. Μετά από λίγα λεπτά περιπλάνησης, βρήκαν τον αριθμό του δωματίου που ψάχνανε. Ένα απαλό χτύπημα του Γιώργου στην άλλοτε άσπρη μα πλέον σκούρα γκρίζα πόρτα οδήγησε σε ένα δυνατό τρίξιμο και την εμφάνιση μιας νεαρής με κατσαρά ατημέλητα μαλλιά, μπουστάκι και σορτς, που στάθηκε στο κατώφλι.
«Αστυνομία», δήλωσε ο Γιώργος, δείχνοντάς της την ταυτότητά του. Εκείνη δεν την κοίταξε καν. Αντ' αυτού ανέβασε τα νυσταγμένα μάτια της προς το πρόσωπό του.
«Τι θέλετε;», μουρμούρισε βραχνά μέσα από τα δόντια της, φανερά αγουροξυπνημένη.
«Ψάχνουμε κάποια Ευτυχία Μανίκα, που έμενε εδώ. Τη γνωρίζεις, κοπελιά;», ρώτησε ο Λευτέρης, μιλώντας καθαρά και δυνατά, μιας και του φάνηκε πως το κορίτσι αντιδρούσε σαν να μην τους πολυκαταλάβαινε, σημάδι ότι ήταν από μεθύσι και δεν είχε συνέλθει καλά-καλά ακόμα. Αυτή έκανε με το στόμα έναν ήχο αποδοκιμασίας, ο οποίος ακούστηκε πιο έντονος χάρη στο piercing της γλώσσας της. Έπειτα από λίγο, τους άφησε να περάσουν στον αφύσικα μικρό κι αφύσικα ακατάστατο χώρο της, ενώ η ίδια έψαχνε κάτι στη ντουλάπα.
---
«Αυτά τα βρήκα εδώ», δήλωσε, δίνοντάς τους μία κούτα με μικροπράγματα. «Επίσης και το φουρνάκι και το ψυγείο, που τα κράτησα», συνέχισε, δείχνοντας και τις οικειακές συσκευές για τις οποίες μιλούσε. «Είχε και κάτι ρούχα, αυτά τα έδωσα στους άπορούς, μα τα τζίτζιρι-μίτζιρι δεν ήξερα τι να τα κάνω. Τα κράτησα, μπας κι έρθει να τα πάρει η κοπέλα κάποια στιγμή».
«Δηλαδή εσύ δεν την είδες ποτέ;», ρώτησε ο Γιώργος.
«Ω-ω, είχε εξαφανιστεί πριν την πρώτη καραντίνα, κάπου το Μάη του '19, λέει. Αφού και στη γραμματεία δεν ξέρανε πού πήγε κι αν θα ξανάρθει και με επιφύλαξη με βάλανε εδώ. Ήρθα τον Οκτώβρη του '20 κι όλο το διάστημα της δεύτερης καραντίνας δεν εμφανίστηκε ψυχή», τους εξήγησε, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, ενώ ο Γιώργος περιεργαζόταν το χαρτονένιο κουτί. «Εσείς τι ψάχνετε ακριβώς;», ρώτησε ξαφνικά η νεαρή φοιτήτρια. «Μήπως κινδυνεύει η κοπέλα; Τι φάση;»
«Όχι, δεν κινδυνεύει», απάντησε ο Λευτέρης. «Αλλά πρέπει να τη βρούμε. Να τα πάρουμε αυτά;», πρόσθεσε, δείχνοντας το κουτί.
«Και δεν τα παίρνετε; Χώρο μου τρώνε».
---
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Γιώργος κι ο Λευτέρης βγήκαν από το παλιό κτίριο, προς μεγάλη ανακούφιση του τελευταίου, που ασφυκτιούσε εκεί μέσα. Ο Γιώργος άδειασε το περιεχόμενο της κούτας στο πίσω κάθισμα του περιπολικού κι ο Λευτέρης άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα μικροαντικείμενα μπας και βρει κάτι χρήσιμο. Τίποτα! Μόνο κοκαλάκια, μια χτένα, κάτι ταλαιπωρημένες φωτοτυπίες πανεπιστημιακών συγγραμμάτων και... «Κοίτα εδώ, ένα τετράδιο», αναφώνησε, δείχνοντας στον κατά δέκα χρόνια νεότερο συνάδελφό του το σπιράλ με τη μορφή της Χιονάτης της Disney επάνω. Η ανάσα του Γιώργου κόπηκε προς αναγνώρισή του: «Ωραίο τετράδιο. Το ίδιο έχει και μια ανιψιά μου που πάει Τετάρτη Δημοτικού. Μήπως εκεί θα 'πρεπε να πηγαίνεις κι εσύ;», ακούστηκε στα αυτιά του η αντιπαθητική φωνή του Ζαχαρία και διαπίστωσε πως επρόκειτο για το ίδιο που είχε η Ευτυχία τότε. Αυτό το τετράδιο που κουβαλούσε παντού μαζί της και δεν άφηνε κανέναν, μα κανέναν να το δει.
Παίρνοντάς το στα χέρια του, απομακρύνθηκε αθόρυβα από το αμάξι και πλησίασε στο φως μιας κολόνας. Το άνοιξε με μία αίσθηση ευλάβειας και γύρισε αργά τις σελίδες: οι περισσότερες ήταν γεμάτες από σχέδια παράξενα κι ακατανόητα: ζωγραφιές από μπαλαρίνες με ροζ τουτού, τελείες για κεφάλια και γραμμές για σώματα, χέρια και πόδια. Κάθε τρεις και λίγο έβρισκε γράμματα κακογραμμένα, που δεν μπορούσε να βγάλει. Δεν έδωσε σημασία. Μονάχα στην τελευταία γεμάτη σελίδα επικεντρώθηκε. Την κοίταζε επίμονα, ώσπου πόνεσαν τα μάτια του. Μα συνέχισε να την κοιτάζει, προσπαθώντας να την αποκρυπτογραφήσει. Τελικά κατάφερε να τη διαβάσει, να διαβάσει τις σκέψεις της:
'Νιώθω μόνη.
Οι άνθρωποι που αγαπώ βρίσκονται όλοι σ' έναν κύκλο. Μονιασμένοι. Ομοιογένεια. Μία αγκαλιά. Μία αγκαλιά στην οποία εγώ είμαι απ' έξω. Και τι δουλειά έχω εκεί; Δεν αξίζω την αγάπη τους, ούτε την αποδοχή τους.
Αυτοί δεν ξέ'
Το κείμενο διακόπηκε απότομα σ' εκείνο το σημείο. Ο Γιώργος αναστέναξε με θλίψη. Πόσο μόνη ήταν! Πόσο μόνη ένιωθε! Όχι ότι αυτό δικαιολογούσε την αρπαγή της κόρης του, την πράξη εκδίκησης στην οποία προφανώς είχε προβεί για να τους τιμωρήσει, τη Βάγια γιατί της έκλεψε τον άντρα, τον ίδιο γιατί δεν επέλεξε εκείνη. Ωστόσο, δεν μπορούσε παρά να λυπάται αυτή τη δυστυχισμένη ύπαρξη, περίπου όσο λυπόταν το μικρό κι ανυπεράσπιστο αγγελούδι του, που ένας Θεός ήξερε πού βρισκόταν και πόσο θα φοβότανε μακριά από τη ζεστή αγκαλιά του μπαμπά και της μαμάς του...
---
Η νύχτα προχωρούσε: οι σκιές ερχόντουσαν κι έφευγαν πάνω από τον απότομο γκρεμό. Η λεπτοκαμωμένη γυναίκα κοιτούσε έξω από το παράθυρο με μία έκφραση φοβισμένη και συνάμα εξοργισμένη. Πίσω της, το μωρό έκλαιγε πάλι, απιθωμένο σ' ένα στρώμα. Ακούγοντάς το, το πλησίασε και τα μακριά ξανθά της μαλλιά ανέμισαν πίσω της κι άστραψαν για μια στιγμή στο φως απ' το φεγγάρι, όπως και η λάμα του μαχαιριού στο αριστερό της χέρι. Το μικρό κοριτσάκι εξακολουθούσε να κλαίει αδυναμα και το κλάμα του έγινε πιο δυνατό όταν η σκιά της το σκέπασε, μα αντί να κάνει κάτι επικίνδυνο, εκείνη άφησε το μαχαίρι δίπλα σ' ένα άσπρο, λούτρινο αρκουδάκι και πήρε με προσοχή στην αγκαλιά της το μικρό κι εύθραυστο πλάσμα.
«Μη φοβάσαι, μωρούλι μου», του ψιθύρισε κι όλη η αγριάδα του προσώπου της είχε εξαφανιστεί. «Η μανούλα είναι εδώ. Η μανούλα είναι κοντά σου», συνέχισε τρυφερά, δίνοντάς του ένα μικρό μπιμπερό με γάλα, από το οποίο το μωρό άρχισε να πίνει. «Όλα θα πάνε καλά, αγαπημένη μου. Δεν θα μας βρει. Αλλά ακόμα και να μας βρει, η μανούλα δεν θα τον αφήσει να σε πάρει, σου το υπόσχομαι...»
---
Οι ώρες περνούσαν πολύ βασανιστικά για τη Βάγια. Από τη μία της φαινόταν ότι δεν άντεχε καμία από τις σκέψεις της, μα από την άλλη δεν υπήρχε τρόπος να τις ξεφορτωθεί ούτε για λίγο. Ήταν λες και όλα τα αρνητικά συναισθήματα του κόσμου την είχαν παγιδέψει ανάμεσά τους. «Και σου το 'χα πει, Βάγια, έπρεπε να είχαμε κανονίσει να πάει σε κάποιο ίδρυμα! Αλλά εσύ ήθελες να το παίξεις καλή! Και εγώ η καημένη σ' άκουσα και κοίτα τώρα πού φτάσαμε! Μας πήρε το παιδί η τρελή!», αντηχούσαν ακόμη τα λόγια της Παναγιώτας, ανακατεμένα με δάκρυα και μία θυμωμένη έκφραση που κατάφερνε η μητέρα της να συνδυάσει μαζί τους κάθε φορά που ξεσπούσε πάνω της, δήθεν από αγάπη. Η κοπέλα δεν ήξερε γιατί την πήρε τηλέφωνο και της το είπε. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο απελπισίας και χρειαζόταν τη στήριξη της μαμάς, μα όπως σχεδόν κάθε φορά, μετάνιωσε και θα προτιμούσε χίλιες φορές να μην της είχε μιλήσει. Δε γνώριζε γιατί ο Γιώργος δεν ήθελε να μαθευτεί η απαγωγή στο χωριό και με τα χίλια ζόρια κατάφερε να πείσει την Παναγιώτα να μην το πει σε κανέναν. Όμως εμπιστευόταν τον άντρα της και ήλπιζε πως θα τα κατάφερνε να φέρει στο σπίτι την κορούλα τους.
Οι σκέψεις συνέχιζαν να τη βασανίζουν και να την τρελαίνουν ώσπου άνοιξε ένα από τα συρτάρια του σύνθετου στο σαλόνι κι άρχισε να βγάζει και να πετάει από μέσα πράγματα σε μία απόπειρα να εκτονωθεί. Δεν άργησε να φτάσει στον πάτο του συρταριού όπου βρήκε μία μικρή ροζ κορνίζα σε σχήμα καρδιάς. ΗΒάγια πάγωσε: στη φωτογραφία της κορνίζας ήταν η ίδια σε ηλικία έξι χρόνων, ενώ η οκτάχρονη Ευτυχία, που τότε ήταν αυτή που την προστάτευε, την είχε αγκαλιά και οι δυο τους χαμογελούσαν χαρούμενες στην κάμερα του μπαμπά της, περιτριγυρισμένες κουκλόσπιτα κι άλλα παιχνίδια. Η κοπέλα αναστέναξε ενθυμούμενοι εκείνη την εποχή που η ξαδέρφη της ήταν εντελώς καλά και της άρεσε να παίζει το 'Greensleeves' μέσα από εκείνο το όμορφο κόκκινο μουσικό κουτί με την μπαλαρίνα. Οι δυο τους χόρευαν γύρω-γύρω μέσα στην αποθήκη του σπιτιού που χτίζανε ο θείος Πέτρος και η θεία Σοφία σε ένα ορεινό χωριό στον ίδιο νομό. Η αποθήκη ήταν το μόνο που είχε προλάβει να τελειώσει και εκεί είχαν μεταφέρει όλα τα παιχνίδια της Ευτυχίας. «Το μυστικό μας καταφύγιο», έλεγε το ξανθό κοριτσάκι στην ξαδερφούλα του και της είχε υποσχεθεί ότι κάθε φορά που θα έβρισκαν μπελάδες θα κρυβόντουσαν εκεί, θα πίνανε τσάι και θα τρώγανε μπισκότα, γνωρίζοντας ότι μόνο αυτές είχαν κλειδιά από την αποθήκη και κανένας δεν θα μπορούσε να μπει από το παράθυρο μιας κι έβλεπε γκρεμό.
Η Βάγια αναφώνησε και κάλυψε το στόμα της με το χέρι της! Στη στιγμή άρπαξε το κινητό της και κάλεσε την επαφή του Γιώργου. «Αγάπη μου, ξέρω πού είναι», του είπε βιαστικά όταν εκείνος απάντησε. «Σου στέλνω κουκίδα στον χάρτη. Γυρίστε πίσω αμέσως!», συνέχισε και τερματίζοντας την κλήση μπήκε στην υπηρεσία του χάρτη για να βρει το χωριό και συγκεκριμένα το μισοτελειωμένο σπίτι των θείων της που είχε μείνει εγκαταλελειμμένο από το 2006. Μα με το που πάτησε το πλήκτρο της αποστολής, ένας πολύ δυνατός κρότος από γυαλί που έσπαγε ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο της μικρής. Η Βάγια έτρεξε έντρομη προς τα εκεί και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να βγάλει μία διαπεραστική κραυγή, αναγνωρίζοντας τον άντρα μπροστά της, ο οποίος την σημάδευε με ένα πιστόλι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top